Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ - Παναγιώτης θ. Παπαθεοδώρου

Η με­γά­λη ε­ορ­τή της Υ­ψώ­σε­ως του Τι­μί­ου Σταυ­ρού α­πό την Εκ­κλη­σί­α μας α­πο­τε­λεί ευ­και­ρί­α να α­να­φερ­θού­με στην ι­στο­ρι­κό­τη­τά της, και τη ση­μα­σί­α της για τους πι­στούς.
Η Χρι­στια­νι­κή Εκ­κλη­σί­α α­πό το ξε­κί­νη­μά της χρη­σι­μο­ποί­η­σε, ό­πως εί­ναι γνω­στό, διά­φο­ρα σύμ­βο­λα και συμ­βο­λι­κές πα­ρα­στά­σεις, ό­πως την ά­μπε­λο, το βο­σκό, τον ψα­ρά, τον α­μνό κ.λ.π., ει­κό­νες δηλ.  α­πό τη φύ­ση και τη ζω­ή, για να α­νυ­ψώ­σει τα μέ­λη της α­πό τα φυ­σι­κά και τα ε­πί­γεια στα υ­περ­βα­τά και ου­ρά­νια.
Το κα­τε­ξο­χήν ό­μως σύμ­βο­λο της Εκ­κλη­σί­ας α­πό της εμ­φα­νί­σε­ώς της μέ­χρι σή­με­ρα εί­ναι ο Τί­μιος Σταυ­ρός, εί­ναι το σύμ­βο­λο της α­πο­λυ­τρώ­σε­ως και η ε­πι­το­μή της θεί­ας α­γά­πης. Ο Σταυ­ρός εί­ναι η ο­δός που διά­λε­ξε ο Θε­ός να έλ­θει στους αν­θρώ­πους και οι άν­θρω­ποι να πά­νε στο Θε­ό. Εί­ναι το μέ­γα μυ­στή­ριο της φι­λαν­θρω­πί­ας το ε­νέ­χυ­ρο της θεί­ας ευ­σπλα­χνί­ας, και κα­τά τον Ιω­άν­νη Δα­μα­σκη­νό, ο Σταυ­ρός του Κυ­ρί­ου εί­ναι ε­κεί­νος που δά­μα­σε το θά­να­το, ε­ξι­λέ­ω­σε το πρώ­το ζεύ­γος των αν­θρώ­πων, α­πε­γύ­μνω­σε τον Ά­δη, έ­φε­ρε την Α­νά­στα­ση, μας έ­κα­νε ό­λους παι­διά του Θε­ού. Γι’ αυ­τό και προ­σκυ­νεί­ται ως φο­βε­ρό και υ­πε­ρέν­δο­ξο μυ­στή­ριο θριάμ­βου και α­να­στά­σε­ως, χα­ράς και δό­ξας, νί­κης και α­θα­να­σί­ας α­γά­πης και ζω­ής, σω­τη­ρί­ας και βα­σι­λεί­ας.

Ο Σταυ­ρός του Κυ­ρί­ου κα­τέ­χει ε­ξέ­χου­σα θέ­ση στην πί­στη και στη λα­τρεί­α της Εκ­κλη­σί­ας μας. Α­πό τό­τε που ο Κύ­ριος έ­πα­θε ε­πί του Σταυ­ρού συμ­βο­λί­ζει τη θυ­σί­α και προ­ει­κο­νί­ζει την Α­νά­στα­ση.
Ο Σταυ­ρός στους προ­χρι­στια­νι­κούς χρό­νους ή­ταν σκλη­ρό και α­πο­τρό­παιο όρ­γα­νο τι­μω­ρί­ας, πάσ­σα­λος α­να­σκο­λο­πί­σε­ως (πα­λου­κώ­μα­τος) πε­ρι­τρυμ­μά­των (κα­τα­κα­θιών) της κοι­νω­νί­ας, μέ­σο θα­να­τι­κής ποι­νής των κα­κο­ποιών.
Η λέ­ξη σταυ­ρός εί­ναι γνω­στή στον Ό­μη­ρο. Οι Ο’ δεν την χρη­σι­μο­ποιούν στη με­τά­φρα­ση της Πα­λαιάς Δια­θή­κης. Ο Σταυ­ρός ως έμ­βλη­μα σω­τη­ρί­ας γνω­ρί­ζε­ται α­πό την Και­νή Δια­θή­κη.
Οι πλέ­ον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές πα­ραλ­λα­γές του σταυ­ρού που γνώ­ρι­σε η προ­χρι­στια­νι­κή αν­θρω­πό­τη­τα εί­ναι:
Α) Ο ι­σο­σκε­λής σταυ­ρός. Τα μή­κη των δύ­ο τε­μνο­μέ­νων ευ­θειών (ή ξύ­λων) εί­ναι ί­σα.
Β) Ο χια­στί σταυ­ρός (Σταυ­ρός του Α­γί­ου Αν­δρέ­α)
Γ) Ο α­γκυ­λω­τός σταυ­ρός (σβά­στι­κα)
Το ε­ρώ­τη­μα που γεν­νιέ­ται εί­ναι πώς το της ε­σχά­της τι­μω­ρί­ας μέ­σο στην προ­χρι­στια­νι­κή ε­πο­χή έ­γι­νε «πο­θει­νό» και α­ξια­γά­πη­το σύμ­βο­λο  της Εκ­κλη­σί­ας α­πό τους χρι­στια­νι­κούς χρό­νους. Πως το μυ­σα­ρό και φρι­κια­στι­κό όρ­γα­νο ε­κτε­λέ­σε­ως αν­θρώ­πων στην προ­χρι­στια­νι­κή αν­θρω­πό­τη­τα έ­γι­νε ζω­ο­ποιό και σω­τή­ριο σύμ­βο­λο στην Εκ­κλη­σί­α. Η αλ­λοί­ω­ση αυ­τή εί­ναι έ­να θαύ­μα. Ο ε­ξα­γνι­σμός του ξύ­λου της κα­τά­ρας ε­πε­τεύ­χθη με τη θυ­σί­α πά­νω του, του Ί­διου του Κυ­ρί­ου.

 Προ­τυ­πώ­σεις του σταυ­ρού
Της θυ­σί­ας αυ­τής προ­τυ­πώ­σεις πά­μπολ­λες συ­να­ντά­με στην Π. Δ. Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας και Εκ­κλη­σια­στι­κοί συγ­γρα­φείς, πολ­λά γε­γο­νό­τα που πε­ρι­γρά­φο­νται στην Π. Δ., τα θε­ω­ρούν τύ­πο και προ­ει­κό­νι­ση του Σταυ­ρού και του πά­θους του Κυ­ρί­ου πά­νω σ’ αυ­τόν. Η Κ. Δ. α­παι­τεί να α­να­ζη­τού­με στην Π. Δ. τύ­πους των μελ­λό­ντων να συμ­βούν. Ο απ. Παύ­λος πολ­λά­κις κα­τα­φεύ­γει στην Π. Δ., για να ερ­μη­νεύ­σει γε­γο­νό­τα και μη­νύ­μα­τα της Κ. Δ. Ο Ί­διος ο Κύ­ριος μι­λώ­ντας για το πά­θος του α­να­φέ­ρε­ται στην ι­στο­ρί­α του χάλ­κι­νου ό­φε­ως. Ως προς το πά­θος ει­δι­κώς και το σταυ­ρό, πλεί­στοι ό­σοι τύ­ποι ε­πι­ση­μαί­νο­νται στα βι­βλί­α της Π. Δ., δια των ο­ποί­ων ο ε­κλε­κτός λα­ός του Θε­ού προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν για τη μεσ­σια­νι­κή η­μέ­ρα.
Ο Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς αρ­χί­ζει την ο­μι­λί­αν του στον τί­μιο σταυ­ρό με τα α­κό­λου­θα λό­για: «Ο του Χρι­στού σταυ­ρός προ­α­νεκ­η­ρύσ­σε­το και προ­ε­τυ­πού­το εκ γε­νε­ών αρ­χαί­ων» (PG 151,124). Υ­πεν­θυ­μί­ζου­με με­ρι­κές τέ­τοιες προ­τυ­πώ­σεις του σταυ­ρού που ση­μειώ­νο­νται στην Π. Δ.:
α) Πολ­λοί πα­τέ­ρες α­να­φε­ρό­με­νοι στο «ξύ­λο» το εν Πα­ρα­δεί­σω πε­ρί του ο­ποί­ου ο­μι­λεί η γέ­νε­ση, θε­ω­ρούν αυ­τό ως προ­τύ­πω­ση του Σταυ­ρού του Κυ­ρί­ου.
β) Κα­τά τη Γέ­νε­ση «ο Θε­ός ε­πεί­ρα­σε (δο­κί­μα­σε) τον Α­βρα­άμ και εί­πεν αυ­τώ… λα­βέ τον υ­ιόν σου τον α­γα­πη­τόν… Ι­σα­άκ και πο­ρευ­θή­τι εις γην υ­ψη­λήν και α­νέ­νε­γκε (ο­δή­γη­σε) αυ­τόν ε­κεί εις ο­λο­κάρ­πω­σιν (θυ­σί­α)». Τα ξύ­λα που εί­χαν συ­γκε­ντρω­θεί στον τό­πο της θυ­σί­ας, θε­ω­ρού­νται τύ­πος του Σταυ­ρού και ο Ι­σα­άκ τύ­πος του θυ­σια­σθέ­ντος Χρι­στού.
γ) Ο πολ­λά πα­θών Ιω­σήφ, υ­ιός του Ια­κώβ, «ην τύ­πος και μυ­στή­ριον του σταυ­ρο­θέ­ντος Λό­γου του Θε­ού» λέ­νε οι πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας.
δ) Διά­χυ­τη εί­ναι στους λό­γους των πα­τέ­ρων της Εκ­κλη­σί­ας, αλ­λά και στην Υ­μνο­λο­γί­α της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας, η πί­στη ό­τι δια της ε­κτά­σε­ως των χε­ριών του Μω­υ­σή σε προ­σευ­χή, σε ώ­ρες κιν­δύ­νου των Ισ­ρα­η­λι­τών, τυ­πω­νό­ταν το σχή­μα του σταυ­ρού, ο ο­ποί­ος πα­ρέ­σχε τη νί­κη στο λα­ό του Ισ­ρα­ήλ.
ε) Η κα­τα­σκευ­ή και η ύ­ψω­ση στην έ­ρη­μο χάλ­κι­νου ο­μοιώ­μα­τος φι­διού για να θε­ρα­πεύ­ο­νται α­πό το δη­λη­τή­ριο των φι­διών της ε­ρή­μου οι ε­να­τε­νί­ζο­ντες αυ­τό «υ­ιοί Ισ­ρα­ήλ» (Α­ριθ. 21,6) α­πο­τε­λεί, κα­τά τον ί­διο τον Κύ­ριον προ­τύ­πω­ση του σταυ­ρι­κού του θα­νά­του (Ευαγ. Ιω­άν­νου 3, 14 - 15).
Θα χρεια­ζό­ταν χρό­νος και χώ­ρος πο­λύς να α­να­φέ­ρει κα­νείς τις προ­τυ­πώ­σεις του Πά­θους του Κυ­ρί­ου ε­πί του Σταυ­ρού που ση­μειώ­νο­νται στους ψαλ­μούς, στις προ­φη­τεί­ες και στα άλ­λα βι­βλί­α της Π.Δ.
Οι προ­τυ­πώ­σεις αυ­τές, κυ­ρί­ως ό­μως ο θά­να­τος του Κυ­ρί­ου ε­πί του ξύ­λου του Σταυ­ρού, συ­νέ­βα­λαν στην πα­γί­ω­σή του ως συμ­βό­λου θυ­σί­ας στη Χρι­στια­νι­κή Εκ­κλη­σί­α. Μαρ­τυ­ρί­ες πε­ρί της ε­πι­κρα­τή­σε­ώς του έ­χου­με α­πό τον 1ο και 2ο αιώ­να μ.Χ.
Η συ­νή­θεια της κι­νή­σε­ως του χε­ριού προς δια­γρα­φή του σχή­μα­τος του Σταυ­ρού μαρ­τυ­ρεί­ται προ του τέ­λους του 2ου αιώ­να α­πό Εκ­κλη­σια­στι­κούς συγ­γρα­φείς (Τερ­τυλ­λια­νό, Λα­κτά­ντιο, Κλή­με­ντα Α­λε­ξαν­δρέ­α Ω­ρι­γέ­νη κ.α.). Ο α­πό­στο­λος Παύ­λος στους προς Κο­ριν­θί­ους γρά­φει:
«Ο λό­γος του σταυ­ρού τοίς μεν α­πολ­λυ­μέ­νοις μω­ρί­α ε­στί, τοις δε σω­ζο­μέ­νοις η­μίν δύ­να­μις Θε­ού έ­στιν» (Α’ Κορ. 1,18) δηλ.: το κή­ρυγ­μα για το σταυ­ρό σ’ ε­κεί­νους που χά­νο­νται εί­ναι μω­ρί­α, αλ­λά σ’ ε­μάς που σω­ζό­μα­στε εί­ναι δύ­να­μη Θε­ού. Τη δι­δα­σκα­λί­α του απ. Παύ­λου πε­ρί σταυ­ρού ε­γκολ­πώ­θη­καν με ευ­λά­βεια οι χρι­στια­νοί των πρώ­των αιώ­νων. Έ­τσι, α­ντι­κεί­με­να ιε­ρά, το ύ­δωρ του α­για­σμού, το μέ­τω­πο των αν­θρώ­πων κα­τα­σφρα­γί­ζο­νται δια της ση­μειώ­σε­ως του τύ­που του σταυ­ρού. Ε­πί­σης, ο σταυ­ρός γρά­φε­ται η ζω­γρα­φί­ζε­ται ή χα­ράσ­σε­ται  ή λα­ξεύ­ε­ται. Ε­πί οι­κο­δο­μών, σκευών, αμ­φί­ων, δα­κτυ­λι­διών, ση­μαιών κ.λ.π.
Η χρή­ση του σταυ­ρού,
 με την πά­ρο­δο του χρό­νου, γε­νι­κεύ­ε­ται.
Στην εί­σο­δο του να­ού ο σταυ­ρός. Το βα­φτι­στή­ριο έ­χει σχή­μα σταυ­ρού. Ε­πί των τά­φων, στο κου­βού­κλιο του δε­σπο­τι­κού θρό­νου, στην κο­ρυ­φή του ει­κο­νο­στα­σί­ου, στην α­γί­α τρά­πε­ζα, στην πρό­θε­ση, ό­πι­σθεν του θυ­σια­στη­ρί­ου το ευ­λο­γη­μέ­νο σύμ­βο­λο της θυ­σί­ας. Ε­πί της α­γί­ας εν­δυ­τής ο κε­ντη­τός σταυ­ρός. Στο αρ­χι­τε­κτο­νι­κό σχέ­διο του να­ού ο σταυ­ρός. Ο σταυ­ρός στα σπί­τια, στα ει­κο­νο­στά­σια, στα κρε­βά­τια, στα πλοί­α, στα  αρ­γυ­ρά σκεύ­η. Σταυ­ροί πα­ντο­ει­δείς: Ε­πί­χρυ­σοι, ο­ρει­χάλ­κι­νοι, αρ­γυ­ροί, χρυ­σοί, πέ­τρι­νοι, μαρ­μά­ρι­νοι, ξύ­λι­νοι. Σταυ­ροί Ευ­λο­γί­ας, α­για­σμού, λι­τα­νεί­ας. Σταυ­ροί λι­θο­κόλ­λη­τοι στα ε­γκόλ­πια. Η πλή­ρης ε­πι­κρά­τη­ση του συμ­βό­λου και το σχή­μα του σταυ­ρού έ­γι­ναν α­πό την ε­πο­χή του Μ. Κων/νου και ε­ξής. Α­πό την ε­πο­χή αυ­τή ε­πι­κρα­τεί και το μο­νό­γραμ­μα, τι α­πο­τε­λού­με­νο α­πό το Χ και το Ρ, το ο­ποί­ο δεν φαί­νε­ται να ή­ταν προ­η­γου­μέ­νως γνω­στό.
Ο Ιω­άν­νης Δα­μα­σκη­νός α­να­φέ­ρει για το σταυ­ρό ό­τι «ση­μεί­ον η­μίν δέ­δο­ται ε­πί του με­τώ­που, ον τρό­πον τω Ισ­ρα­ήλ η πε­ρι­το­μή, δι’ αυ­τού οι πι­στοί των α­πί­στων α­πο­δι­ι­στά­με­θα και γνω­ρι­ζό­με­θα» (Έκ­δ. Ορ­θ. Πί­στε­ως, Δ. Ι­Ι PG 94, 1129).

 Ο σταυ­ρός και η Ορ­θό­δο­ξη Α­να­το­λή:
O σταυ­ρός του Κυ­ρί­ου πολ­λά­κις ε­νέ­πνευ­σε τους πα­τέ­ρες της α­να­το­λής, την υ­μνο­λο­γί­α της Ορ­θό­δο­ξης λα­τρεί­ας, τη λα­ϊ­κή ευ­σέ­βεια και την ορ­θό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα.
α) Στην Ελ­λη­νι­κή Πα­τρο­λο­γί­α κα­τα­χω­ρί­ζο­νται πολ­λοί λό­γοι πα­τέ­ρων με θέ­μα το σταυ­ρό. 14 λό­γοι για το σταυ­ρό α­πο­δί­δο­νται στο με­γά­λο πα­τέ­ρα της Εκ­κλη­σί­ας Ιω­άν­νη Χρυ­σό­στο­μο.  Ο Ιε­ρός πα­τέ­ρας στον πρώ­το απ’ αυ­τούς λό­γο του λέ­ει ό­τι ο σταυ­ρός τυγ­χά­νει «το του Πα­τρός θέ­λη­μα, η του μο­νο­γε­νούς Υ­ιού δό­ξα, το του Πνεύ­μα­τος α­γαλ­λί­α­μα, ο των αγ­γέ­λων κό­σμος, της Εκ­κλη­σί­ας η α­σφά­λεια, το καύ­χη­μα του Παύ­λου». Ε­κτός α­πό τον Ιε­ρό Χρυ­σό­στο­μο και άλ­λοι πολ­λοί πα­τέ­ρες της Α­να­το­λής και Εκ­κλη­σια­στι­κοί συγ­γρα­φείς δια­τύ­πω­σαν πο­λυ­τρό­πως λό­γον πε­ρί του σταυ­ρού.
Η πα­τε­ρι­κή γλώσ­σα με παλ­μό, ρυθ­μό, πά­θος και πλού­το νο­η­μά­των υ­μνεί το σταυ­ρό. Ο Αν­δρέ­ας  Κρή­της ο­μι­λών κα­τά την ε­ορ­τή της Υ­ψώ­σε­ως, μάλ­λον ψάλ­λει: «σταυ­ρός, χρι­στια­νών η ελ­πίς, α­πε­γνω­σμέ­νων σω­τήρ, υ­γεί­ας δο­τήρ, νε­κρω­μέ­νων ζω­ή, ευ­σε­βεί­ας ε­πί­γραμ­μα, βλα­σφη­μί­ας φί­μω­τρον. Σταυ­ρός ό­πλον κατ’ ε­χθρών, σκή­πτρον βα­σι­λεί­ας, διά­δη­μα κάλ­λους, τύ­πος ά­γρα­φος, ρά­βδος δυ­νά­με­ως, έ­ρει­σμα πί­στε­ως, βα­κτη­ρί­α γή­ρους, ο­δη­γός τυ­φλών, φως των εν σκό­τει…»
Άλ­λος πα­τέ­ρας της Εκ­κλη­σί­ας λέ­ει ό­τι ο σταυ­ρός εί­ναι «υ­πα­κο­ής ξύ­λον». Ο Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς υ­πο­στή­ρι­ζε ό­τι «ου­δείς πο­τέ κα­τηλ­λά­γη τω Θε­ώ χω­ρίς της του σταυ­ρού δυ­νά­με­ως».
Ο Γρη­γό­ριος ο Νύσ­σης θε­ω­ρεί «την σφρα­γί­δα και το ση­μεί­ον του σταυ­ρού των κα­κών αυ­λε­ξι­τή­ριον».
β) Ο σταυ­ρός στη λα­τρεί­α και την υ­μνο­λο­γί­α της Α­να­το­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας
Κά­θε λει­τουρ­γι­κή πρά­ξη αρ­χί­ζει και τε­λειώ­νει με το ση­μεί­ο του Σταυ­ρού. Ο Σταυ­ρός α­πο­τε­λεί έ­να α­πό τα ε­ξω­τε­ρι­κά στοι­χεί­α κά­θε μυ­στη­ρί­ου. Η Τρια­δι­κή έ­ναρ­ξη: «εις το ό­νο­μα του Πα­τρός και του Υ­ιού και του α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, Α­μήν» προ­σφέ­ρε­ται σε 4 χρό­νους. Ο σταυ­ρός, ό­πως εί­πα­με, δε­σπό­ζει των να­ών, των τρού­λλων και των κα­μπα­να­ριών. Έ­νας α­πό τους ρυθ­μούς των να­ών εί­ναι ο σταυ­ρο­ει­δής με­τά τρού­λλου.
Στα λει­τουρ­γιά βι­βλί­α τυ­πού­ται ο σταυ­ρός. Α­πλοί χρι­στια­νοί πολ­λά­κις σπεύ­δουν στο να­ό ή στα χω­ριά στο σπί­τι του πα­πά, για να τους «σταυ­ρώ­σει», δηλ. να τους ευ­λο­γή­σει σταυ­ρο­ει­δώς με το σταυ­ρό.
Οι ευ­σε­βείς χρι­στια­νοί κά­νουν το ση­μεί­ο του σταυ­ρού ε­γει­ρό­με­νοι α­πό τον ύ­πνο, προ­σευ­χό­με­νοι, ε­ξερ­χό­με­νοι  α­πό το σπί­τι τους, προ των να­ών και των ει­κο­νο­στα­σί­ων, αρ­χό­με­νοι της ερ­γα­σί­ας ή τε­λειώ­νο­ντας αυ­τήν, προ του φα­γη­τού και προ του ύ­πνου. Έ­τσι η η­μέ­ρα του πι­στού αρ­χί­ζει και τε­λειώ­νει με το σταυ­ρό.
Η Ορ­θό­δο­ξη ευ­σέ­βεια τι­μά ι­δια­ζό­ντως και το τί­μιο ξύ­λο του Σταυ­ρού του Κυ­ρί­ου. Τε­μά­χια η θρύμ­μα­τα αυ­τού θε­ω­ρού­νται πα­νί­σχυ­ρα. Η συ­νή­θεια εί­ναι πα­λαιό­τα­τη.
Στο Εκ­κλη­σια­στι­κό βι­βλί­ο, που ο­νο­μά­ζε­ται Πα­ρα­κλη­τι­κή πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται 16 κα­νό­νες α­φιε­ρω­μέ­νοι στον τί­μιο σταυ­ρό. Μ’ αυ­τούς συ­νυ­πάρ­χουν πλεί­στοι άλ­λοι ύ­μνοι στο ί­διο θέ­μα, τό­σο στους ε­σπε­ρι­νούς ό­σο και στους όρ­θρους των η­με­ρών Τε­τάρ­της και Πα­ρα­σκευ­ής.
Και στο άλ­λο Εκ­κλη­σια­στι­κό βι­βλί­ο, το Τριώ­διο, πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται ύ­μνοι που α­να­φέ­ρο­νται στο σταυ­ρό και το πά­θος του Κυ­ρί­ου. Στο Σταυ­ρό α­φιε­ρώ­νε­ται εξ’ ο­λο­κλή­ρου η υ­μνο­λο­γί­α της Κυ­ρια­κής των νη­στειών, της γνω­στής Κυ­ρια­κής, της Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σε­ως.
Ε­πί­σης, οι α­κο­λου­θί­ες της Μ. Ε­βδο­μά­δας α­να­φέ­ρο­νται στο Πά­θος και το Σταυ­ρό του Κυ­ρί­ου. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό δείγ­μα του πε­ριε­χο­μέ­νου των σταυ­ρώ­σι­μων ύ­μνων του Τριω­δί­ου το κα­τώ­τε­ρω προ­σό­μοιο:
«Χαί­ροις ο ζω­η­φό­ρος σταυ­ρός, της ευ­σε­βεί­ας το α­ήτ­τη­τον τρό­παιον, η θύ­ρα του πα­ρα­δεί­σου, ο των πι­στών στη­ριγ­μός, το της Εκ­κλη­σί­ας πε­ρι­τεί­χι­σμα, δι’ ου ε­ξη­φά­νι­σται η α­ρά και κα­τήρ­γη­ται και κα­τε­πό­θη του θα­νά­του η δύ­να­μις και υ­ψώ­θη­μεν α­πό γής εις ου­ρά­νια…»
Δε λεί­πουν οι σταυ­ρώ­σι­μοι ύ­μνοι ού­τε α­πό το Πε­ντη­κο­στά­ριο, στο ο­ποί­ο κυ­ρί­ως δε­σπό­ζει το α­να­στά­σι­μο στοι­χεί­ο.
Τέ­λος τα Μη­να­ί­α της Εκ­κλη­σί­ας σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις α­να­φέ­ρο­νται στο σταυ­ρό, μά­λι­στα δε το μη­να­ί­ο του Σε­πτεμ­βρί­ου. Με σταυ­ρώ­σι­μο πε­ριε­χό­με­νο κα­τα­χω­ρί­ζο­νται σ’ αυ­τά ύ­μνοι κα­τά τις ε­ορ­τές πολ­λών α­γί­ων και κυ­ρί­ως μαρ­τύ­ρων.

Γιορ­τές του Τι­μί­ου Σταυ­ρού
Η Εκ­κλη­σί­α, α­πό τα πρώ­τα χρι­στια­νι­κά χρό­νια, τι­μώ­ντας το Σταυ­ρό του Κυ­ρί­ου, κα­θιέ­ρω­σε ε­ορ­τές που με την πά­ρο­δο του χρό­νου αυ­ξά­νο­νταν. Οι γιορ­τές αυ­τές εί­χαν ι­στο­ρι­κό υ­πό­βα­θρο.
α) Στις 6 Μαρ­τί­ου τι­μά­ται α­πό την Εκ­κλη­σί­α η εύ­ρε­ση του Τι­μί­ου Σταυ­ρού. Η α­γί­α Ε­λέ­νη την η­μέ­ρα αυ­τή του έ­τους 326 μ.Χ. βρή­κε, κά­τω α­πό τον ει­δω­λο­λα­τρι­κό να­ό της Α­φρο­δί­της τον Τά­φο του Κυ­ρί­ου, τον σταυ­ρό του, τα καρ­φιά και την πι­να­κί­δα (σα­νί­δα) που ο Πι­λά­τος έ­γρα­ψε την ε­πι­γρα­φή: Ι. Ν. Β. Ι.
Το ο­ρι­ζό­ντιο ξύ­λο του Σταυ­ρού το πή­ρε στην Πό­λη και το δώ­ρη­σε στον υ­ιό της και αυ­το­κρά­το­ρα Μ. Κων/νο, ο ο­ποί­ος το το­πο­θέ­τη­σε μέ­σα σε θή­κη στο να­ΐ­σκο του πα­λα­τιού, ε­νώ το κά­θε­το (και με­γα­λύ­τε­ρο) το δώ­ρη­σε στον ε­πί­σκο­πο Μα­κά­ριο για την πό­λη της Ιε­ρου­σα­λήμ.
β) Ε­πει­δή η 6η Μαρ­τί­ου συ­μπί­πτει πά­ντο­τε με τη νη­στεί­α της Μ. Σα­ρα­κο­στής, οι Στου­δί­ες πα­τέ­ρες που α­να­διάρ­θρω­σαν τις α­κο­λου­θί­ες του Τριω­δί­ου, με­τέ­θε­σαν τη μνή­μη της ευ­ρέ­σε­ως του Σταυ­ρού στην γ’ Κυ­ρια­κή των νη­στειών, την ε­πο­νο­μα­ζό­με­νη της Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σε­ως, προ­κει­μέ­νου να ε­ορ­τά­ζε­ται με λα­μπρό­τη­τα.
γ) Στις 13 Σε­πτεμ­βρί­ου του έ­τους 335, έ­γι­ναν τα ε­γκαί­νια του με­γα­λο­πρε­πούς ιε­ρού να­ού της Α­να­στά­σε­ως του Κυ­ρί­ου. Στο με­γά­λο αυ­τό γε­γο­νός προ­σέ­τρε­ξε πλή­θος κό­σμου στα Ιε­ρο­σό­λυ­μα. Ή­ταν φυ­σι­κό ό­λο αυ­τό το πλή­θος να θέ­λει να προ­σκυ­νή­σει τον Τί­μιο Σταυ­ρό. Οι ε­πί­σκο­ποι που συμ­με­τεί­χαν στα ε­γκαί­νια α­πο­φά­σι­σαν να υ­ψω­θεί το τί­μιο ξύ­λο την ε­πο­μέ­νη των ε­γκαι­νί­ων (την 14η Σ/βρί­ου) να το ι­δεί, να το προ­σκυ­νή­σει και να α­για­σθεί ο κό­σμος. Α­πό τό­τε κα­θιε­ρώ­θη­κε α­πό την Εκ­κλη­σί­α η 14η Σε­πτεμ­βρί­ου ως η­μέ­ρα υ­ψώ­σε­ως του Τι­μί­ου Σταυ­ρού.
δ) Τρια­κό­σια πε­ρί­που χρό­νια α­πό την πρώ­τη ύ­ψω­ση του τι­μί­ου Σταυ­ρού, στις 14 Σεπ/βρί­ου του 629, α­κο­λού­θη­σε η δεύ­τε­ρη και ε­πι­ση­μό­τε­ρη ύ­ψω­ση (και προ­σκύ­νη­σή) του.
Οι Πέρ­σες εκ­στρα­τεύ­ο­ντας κα­τά των Ιε­ρο­σο­λύ­μων κα­τέ­λα­βαν το 615 μ.Χ. την πό­λη και άρ­πα­ξαν με­τα­ξύ των άλ­λων και το Τί­μιο ξύ­λο. Το 626 ο αυ­το­κρά­το­ρας Η­ρά­κλειος ε­ξε­στρά­τευ­σε κα­τά των Περ­σών και τους κα­τε­τρό­πω­σε. Ε­πι­στρέ­φο­ντας (628 μ.Χ.) νι­κη­τής έ­φε­ρε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη τον Τί­μιο Σταυ­ρό. Τον ε­πό­με­νο χρό­νο (629) πα­ρέ­δω­σε αυ­τόν στον Πα­τριάρ­χη Ιε­ρο­σο­λύ­μων.
Την 14η Σε­πτεμ­βρί­ου του έ­τους αυ­τού έ­γι­νε η δεύ­τε­ρη πα­νη­γυ­ρι­κή ύ­ψω­ση του Τι­μί­ου ξύ­λου, το ο­ποί­ο κλή­ρος και λα­ός προ­σκύ­νη­σαν. Έ­τσι, στις 14 Σ/βρί­ου του 629 το Πα­νά­γιο Ξύ­λο το­πο­θε­τή­θη­κε και πά­λι στην α­γί­α Πό­λη και έ­γι­νε ξα­νά η η­μέ­ρα αυ­τή, η­μέ­ρα του «Σταυ­ρού». Α­πό τό­τε μέ­χρι σή­με­ρα η 14η Σ/βρί­ου γιορ­τά­ζε­ται λα­μπρώς στην Εκ­κλη­σί­α μας.
ε) Για την α­για­στι­κή δύ­να­μή του ο Τί­μιος Σταυ­ρός με­τα­φε­ρό­ταν α­πό το να­ό της α­γί­ας Σο­φί­ας στο Πα­λά­τι και απ’ ε­κεί την 1η Αυ­γού­στου κά­θε έ­τους πε­ρι­φε­ρό­ταν 13 η­μέ­ρες α­νά την πό­λη και πε­ρί τα τεί­χη αυ­τής τι­θέ­με­νος σε προ­σκύ­νη­ση στους να­ούς των συ­νοι­κιών της Κων/πο­λης. Στις 14 Αυ­γού­στου το Τί­μιο Ξύ­λο ξα­νά­μπαι­νε εν «πο­μπή» στο πα­λά­τι, α­γιά­ζο­ντάς το. Η πε­ρι­φο­ρά του Τι­μί­ου Σταυ­ρού γιορ­τά­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα στην Εκ­κλη­σί­α μας την 1η Αυ­γού­στου με την ο­νο­μα­σί­α «Πρό­ο­δος (πε­ρι­φο­ρά) του Τι­μί­ου Σταυ­ρού».
Α­πό τα’ α­νω­τέ­ρω πε­ρί­τρα­να φαί­νε­ται ό­τι ο Σταυ­ρός εί­ναι ό­χι μό­νον το προ­σφι­λέ­στε­ρο και α­γιό­τε­ρο Χρι­στια­νι­κό σύμ­βο­λο, αλ­λά και το α­να­ντι­κα­τά­στα­το. Χω­ρίς αυ­τό δε νο­εί­ται Εκ­κλη­σί­α του σταυ­ρω­θέ­ντος Χρι­στού. Γι’ αυ­τό οι αι­ρε­τι­κοί εί­τε δεν εκ­δη­λώ­νουν στον Τί­μιο Σταυ­ρό ευ­λά­βεια, ό­πως οι Προ­τε­στά­ντες, εί­τε τον αρ­νού­νται και τον κα­θυ­βρί­ζουν, ό­πως οι χι­λια­στές.

Η δύ­να­μη του Τι­μί­ου Σταυ­ρού
Η χά­ρη και η δύ­να­μη του Σταυ­ρού ο­φεί­λε­ται στο γε­γο­νός ό­τι εί­ναι Σταυ­ρός του Χρι­στού, όρ­γα­νο δια του ο­ποί­ου ο Κύ­ριος έ­σω­σε τον κό­σμο. Εί­ναι το θυ­σια­στή­ριο πά­νω στο ο­ποί­ο προ­σέ­φε­ρε τον ε­αυ­τό του θυ­σί­α για ό­λο τον κό­σμο, ως θύ­της και θύ­μα. Ό­λη η κέ­νω­ση, η πτω­χεί­α, η ε­ξου­θέ­νω­ση, η ο­δύ­νη, ο θά­να­τος που υ­πέ­στη για μας, κο­ρυ­φώ­νο­νται στο Σταυ­ρό. Πά­νω στο Σταυ­ρό δο­κί­μα­σε το βα­θύ­τε­ρο πό­νο και έ­ζη­σε τον με­γα­λύ­τε­ρο ε­ξευ­τε­λι­σμό για μας. Έ­γι­νε υ­πέρ η­μών κα­τά­ρα, για να μας ε­λευ­θε­ρώ­σει α­πό την κα­τά­ρα της α­μαρ­τί­ας. Στο Σταυ­ρό του Κυ­ρί­ου, συ­νο­ψί­ζε­ται το έρ­γο του και η φι­λαν­θρω­πί­α του. Στο Σταυ­ρό ο θε­άν­θρω­πος Ι­η­σούς έ­λυ­σε την τρα­γω­δί­α της αν­θρώ­πι­νης ε­λευ­θε­ρί­ας που προ­κά­λε­σε η α­νυ­πα­κο­ή των πρω­τό­πλα­στων «γε­νό­με­νος υ­πή­κο­ος μέ­χρι θα­νά­του, θα­νά­του δε σταυ­ρού», ό­πως λέ­ει ο Παύ­λος (Φιλ. 2,8). Στο Σταυ­ρό νί­κη­σε το θά­να­τό μας – «θα­νά­τω θά­να­τον πα­τή­σας»- με το να κά­νει δι­κό του το δι­κό μας θά­να­το και με την Α­νά­στα­σή του μας χά­ρι­σε α­φθαρ­σί­α και ζω­ή. Διά του σταυ­ρού έ­νω­σε τα διε­στώ­τα, μας συμ­φι­λί­ω­σε με το Θε­ό – Πα­τέ­ρα και μας χά­ρι­σε την ά­φε­ση των α­μαρ­τιών μας. Στο Σταυ­ρό α­πέ­δει­ξε με τρό­πο πει­στι­κό ό­τι μας α­γα­πά, α­κό­μη και την ώ­ρα που Τον σταυ­ρώ­νου­με.
Στη δύ­να­μη του Σταυ­ρού α­να­φε­ρό­με­νος ο ιε­ρός Χρυ­σό­στο­μος λέ­ει: «Ο σταυ­ρός εί­ναι η α­να­κε­φα­λαί­ω­ση της σω­τη­ρί­ας μας. Ο σταυ­ρός εί­ναι η πη­γή μύ­ριων πνευ­μα­τι­κών α­γα­θών. Δια του Σταυ­ρού οι πρώ­ην έκ­πτω­τοι του Πα­ρα­δεί­σου και οι στε­ρού­με­νοι τι­μής τώ­ρα γί­να­με και πά­λι παι­διά του Θε­ού.
…Δια του Σταυ­ρού οι πρώ­ην δού­λοι και υ­πη­ρέ­τες της α­μαρ­τί­ας τώ­ρα α­πο­κτή­σα­με την ε­λευ­θε­ρί­α μας. Δια του Σταυ­ρού η γη έ­γι­νε ου­ρα­νός… Ο Σταυ­ρός του Χρι­στού μάς α­νέ­συ­ρε α­πό το βυ­θό της κα­κί­ας και μας α­νέ­βα­σε στην κο­ρυ­φή. Αυ­τός διέ­λυ­σε την πλά­νη του δια­βό­λου».
Ο Σταυ­ρός του Κυ­ρί­ου εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο πα­ρά­δο­ξο της ι­στο­ρί­ας: Δια του Σταυ­ρού η ζω­ή! Δια της κα­τά­ρας η ευ­λο­γί­α! Δια της α­μαρ­τί­ας η δό­ξα! Δια της τα­πει­νώ­σε­ως η ύ­ψω­ση! Ό­πως λέ­ει ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς: «Τού­το ουν, η του Θε­ού σο­φί­α και δύ­να­μις, το δια α­σθε­νεί­ας νι­κή­σαι, το δια τα­πει­νώ­σε­ως υ­ψω­θή­ναι, το δια πτω­χεί­ας, πλου­τή­σαι», δη­λα­δή, αυ­τή εί­ναι η σο­φί­α και η δύ­να­μη του Θε­ού: το να νι­κή­σει το α­σθε­νι­κό και α­δύ­να­μο, το να υ­ψω­θεί κα­νείς, μέ­σω της τα­πει­νώ­σε­ως και να πλου­τί­σει μέ­σω της πτω­χεί­ας του.
Δεν εί­ναι τυ­χαί­ο ό­τι ο Κύ­ριος δε θέ­λη­σε να μεί­νει στη δό­ξα της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως και να α­πο­φύ­γει το Σταυ­ρό αλ­λά κα­τερ­χό­με­νος α­πό το Θα­βώρ, προ­ε­τοί­μα­ζε τους μα­θη­τές του για τα «μέλ­λο­ντα αυ­τώ συμ­βαί­νειν» (Μαρ­κ. 10,32) δη­λα­δή για το σταυ­ρι­κό του θά­να­το.

Η συμ­με­το­χή των Χρι­στια­νών
στο σταυ­ρό του Κυ­ρί­ου
Ο Κύ­ριος, με­τά την ε­πι­τί­μη­ση του Πέ­τρου, ζή­τη­σε α­πό τους μα­θη­τές του να πο­ρεύ­ο­νται και αυ­τοί σταυ­ρι­κά: «Τό­τε ο Ι­η­σούς εί­πε τοις μα­θη­ταίς Αυ­τού: εί τις θέ­λει ο­πί­σω μου ελ­θείν, α­παρ­νη­σά­σθω ε­αυ­τόν και α­ρά­τω τον σταυ­ρόν αυ­τού και α­κο­λου­θεί­τω μοι», ση­μειώ­νει ο Ματ­θαί­ος (16, 24)
Σύμ­φω­να με τα λό­για αυ­τά ο Σταυ­ρός δεν εί­ναι μό­νο «ο τύ­πος» ή «το σύμ­βο­λο» του Χρι­στού, αλ­λά εί­ναι και τρό­πος ζω­ής των χρι­στια­νών ή α­κρι­βέ­στε­ρα ο τρό­πος ζω­ής των χρι­στια­νών.
Ό­πως δεν νο­εί­ται α­λη­θι­νός Χρι­στός, χω­ρίς Σταυ­ρό, έ­τσι δε νο­εί­ται και α­λη­θι­νός Χρι­στια­νός, χω­ρίς Σταυ­ρό, χω­ρίς δη­λα­δή συμ­με­το­χή στο Σταυ­ρό του Χρι­στού, ό­πως ο ί­διος ο Σω­τή­ρας μας λέ­ει: «Ό­στις ου βα­στά­ζει τον Σταυ­ρόν ε­αυ­τού και έρ­χε­ται ο­πί­σω μου, ου δύ­να­ται εί­ναι μου μα­θη­τής». (Λουκ. 14, 27)

Αλ­λά τι ση­μαί­νει να α­κο­λου­θώ το Χρι­στό βα­στά­ζο­ντας το σταυ­ρό μου, να ζω δη­λα­δή σταυ­ρι­κά;
α) Ση­μαί­νει ό­τι σταυ­ρώ­νω τον πα­λαιό άν­θρω­πο, τα πά­θη μου. «Οι δε του Χρι­στού την σάρ­κα ε­σταύ­ρω­σαν συν τοις πα­θή­μα­σι και ταις ε­πι­θυ­μί­αις» λέ­ει ο απ. Παύ­λος (Γαλ. 5,24).
Ε­άν δεν σταυ­ρώ­νω τα πά­θη μου, τις α­δυ­να­μί­ες μου, τη φι­λαυ­τί­α μου στο Σταυ­ρό του Χρι­στού, δεν μπο­ρώ να εί­μαι α­λη­θι­νός μα­θη­τής του.
β) Ση­μαί­νει ό­τι υ­πο­μέ­νω καρ­τε­ρι­κά τις δο­κι­μα­σί­ες της ζω­ής. Η α­δι­κί­α, η πε­ρι­φρό­νη­ση, οι διωγ­μοί, οι α­νί­α­τες α­σθέ­νειες, ο πό­νος, ο θά­να­τος και άλ­λες δο­κι­μα­σί­ες μας σταυ­ρώ­νουν, αλ­λά και μας συ­νε­γεί­ρουν με το Χρί­στο. Αν α­γα­να­κτή­σου­με ζη­μιω­νό­μα­στε πνευ­μα­τι­κά. Αν τις δε­χτού­με πα­θη­τι­κά, στω­ι­κά, για­τί δεν μπο­ρού­με να κά­νου­με δια­φο­ρε­τι­κά, δεν ω­φε­λού­με­θα. Αν τις δε­χτού­με ως ε­πί­σκε­ψη του Θε­ού για την τε­λεί­ω­σή μας, τό­τε βγαί­νου­με κερ­δι­σμέ­νοι.
γ) Με­τέ­χω στο Σταυ­ρό του Κυ­ρί­ου ση­μαί­νει ό­τι α­γόγ­γυ­στα υ­πο­μέ­νω πό­νους, δέ­χο­μαι στε­ρή­σεις, α­να­λαμ­βά­νω α­γώ­νες για την προς τον Θε­ό α­γά­πη. Ο ί­διος ο Κύ­ριος δί­δα­ξε ό­τι «εί­ναι στε­νή η πύ­λη και τε­θλιμ­μέ­νη η ο­δός του Ευαγ­γε­λί­ου και ό­τι η βα­σι­λεί­α του Θε­ού βιά­ζε­ται και οι βια­στές αρ­πά­ξουν αυ­τή». Χω­ρίς βί­α στον ε­αυ­τό μας, χω­ρίς πί­ε­ση δεν υ­πο­χω­ρεί ο πα­λαιός άν­θρω­πος, δεν ξε­ρι­ζώ­νο­νται τα πά­θη. Μό­νο με την ορ­θό­δο­ξη ά­σκη­ση χα­λι­να­γω­γού­νται τα πά­θη. Τό­τε ο Χρι­στια­νός α­πό σαρ­κι­κός γί­νε­ται πνευ­μα­τι­κός. Στην Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α, που α­σκού­με­θα  σταυ­ρι­κά, λαμ­βά­νου­με την πεί­ρα της Α­να­στά­σε­ως.
Χω­ρίς Σταυ­ρό δεν υ­πάρ­χει Α­νά­στα­ση, αλ­λά ού­τε και Σταυ­ρός υ­πάρ­χει που να μην α­κο­λου­θεί­ται α­πό την Α­νά­στα­ση. Γι’ αυ­τό οι ορ­θό­δο­ξοι και τη Μ. Πα­ρα­σκευ­ή γιορ­τά­ζου­με Α­να­στά­σι­μα.
«Τον Σταυ­ρόν Σου προ­σκυ­νού­με­ν Δέ­σπο­τα και την α­γί­αν Σου Α­νά­στα­σιν δο­ξά­ζου­με», ψάλ­λου­με.
Η ε­κού­σια άρ­ση του Σταυ­ρού δεν εί­ναι μια αρ­ρω­στη­μέ­νη τά­ση του αν­θρώ­που (μα­ζο­χι­σμός), που ζη­τά­ει ι­κα­νο­ποί­η­ση στην ο­δύ­νη. Εί­ναι πη­γή δύ­να­μης, που με­τα­μορ­φώ­νει τις δυ­σκο­λί­ες και τα προ­βλή­μα­τα της ζω­ής. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι μέ­σα α­πό την πά­λη και τον α­γώ­να της ζω­ής, έ­στω και αν δεν νι­κά­με πά­ντο­τε, του­λά­χι­στον  ω­ρι­μά­ζου­με πνευ­μα­τι­κά, ώ­στε να α­ντέ­χου­με στους πει­ρα­σμούς και τις δο­κι­μα­σί­ες και να προ­χω­ρού­με.

Ο λό­γος του Σταυ­ρού σή­με­ρα
Ο κό­σμος στον ο­ποί­ο ζού­με σή­με­ρα κυ­ριαρ­χεί­ται ό­χι α­πό το σταυ­ρι­κό, αλ­λά α­πό το α­ντι­σταυ­ρι­κό πνεύ­μα. Ως ι­δα­νι­κό του έ­χει την ευ­η­με­ρί­α του, τις α­νέ­σεις του, την χω­ρίς η­θι­κούς φραγ­μούς ζω­ή του. Ο κό­σμος αυ­τός το­πο­θε­τεί την ε­λευ­θε­ρί­α ό­χι στη θυ­σί­α και στην α­γά­πη, δηλ. στο Σταυ­ρό, αλ­λά στην ι­κα­νο­ποί­η­ση του ε­γώ. Αυ­τός ο κό­σμος δεν θέ­λει να ξέ­ρει τι πά­ει να πει ά­σκη­ση, ε­γκρά­τεια, κυ­ριαρ­χί­α στα πά­θη, θυ­σί­α. Μ’ έ­να λό­γο, αρ­νεί­ται το Σταυ­ρό. Μέ­νει στη φθο­ρά, στην πλή­ξη, στην α­νί­α, στα α­διέ­ξο­δα.
Η α­γω­γή, η εκ­παί­δευ­ση, η πο­λι­τι­κή, το δί­καιο, η ψυ­χα­γω­γί­α, οι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις, τα πά­ντα εί­ναι δια­πο­τι­σμέ­να α­πό το πνεύ­μα αυ­τό.
Αυ­τός ο κό­σμος, που α­πορ­ρί­πτει το Σταυ­ρό του Χρι­στού, εί­ναι υ­πο­χρε­ω­μέ­νος σή­με­ρα να α­ντι­με­τω­πί­ζει ο­δυ­νη­ρό­τα­τες και φο­βε­ρές μά­στι­γες, που εί­ναι συ­νέ­πειες τις α­ντι­σταυ­ρι­κής του πο­ρεί­ας, της φι­λαυ­τί­ας  του και της φι­λη­δο­νί­ας του.
Οι Χρι­στια­νοί, ό­λοι ε­μείς, που ζού­με μέ­σα σ’ αυ­τό το α­ντι­σταυ­ρι­κό πε­ρι­βάλ­λον, πρέ­πει να κά­νου­με με­γά­λο α­γώ­να, για να μην πα­ρα­συρ­θού­με α­πό το πε­ριρ­ρέ­ον υ­λι­στι­κό και α­ντι­σταυ­ρι­κό πνεύ­μα. Κά­θε στιγ­μή, πρέ­πει να δια­λέ­γου­με με­τα­ξύ των δύ­ο τρό­πων ζω­ής:
“Της εν Χρι­στώ”, σταυ­ρι­κής και της εν τω κό­σμω α­ντι­σταυ­ρι­κής ζω­ής, δηλ. της σταυ­ρι­κής α­γά­πης και του α­ντι­σταυ­ρι­κού ε­γω­ι­σμού.
Με την α­γά­πη συ­σταυ­ρω­νό­μα­στε με το Χρι­στό, ε­νώ με τον ε­γω­ι­σμό σταυ­ρώ­νου­με τον Χρι­στό, γι­νό­μα­στε ε­χθροί και αρ­νη­τές του Σταυ­ρού του Χρι­στού.
Ο κό­σμος προ­σπα­θεί να φο­βί­σει και να ε­πη­ρε­ά­σει τους Χρι­στια­νούς λέ­γο­ντάς τους ό­τι με τη σταυ­ρι­κή ζω­ή – με το Σταυ­ρό στο χέ­ρι – δεν μπο­ρούν να πά­νε μπρο­στά, να προ­ο­δεύ­σουν, α­ντί­θε­τα, θα γί­νουν θύ­μα­τα εκ­με­τάλ­λευ­σης των άλ­λων. Γι’ αυ­τό προ­τρέ­πει να εκ­με­ταλ­λευ­τούν τους άλ­λους, προ­τού ε­κεί­νοι να τους εκ­με­ταλ­λευ­τούν.
Βλέ­που­με ό­τι οι κο­σμι­κοί άν­θρω­ποι θέ­λουν να φτιά­ξουν έ­να ε­πί­γειο πα­ρά­δει­σο χω­ρίς Σταυ­ρό. Κα­λούν και μας να ε­γκα­τα­λεί­ψου­με το σταυ­ρι­κό τρό­πο ζω­ής. Κά­ποιοι α­πό ο­λι­γο­πι­στί­α, πα­ρα­γνω­ρί­ζουν τη Χά­ρη, τη δύ­να­μη και την προ­στα­σί­α του Θε­ού και πα­ρα­σύ­ρο­νται α­πό το κο­σμι­κό πνεύ­μα. Αυ­τοί εί­ναι ε­κεί­νοι που χω­ρίς Σταυ­ρό α­κο­λου­θούν το Χρι­στό. Γι’ αυ­τούς ο ί­διος ο Κύ­ριος εί­πε «δεν μου εί­ναι ά­ξιοι».
Υ­πάρ­χουν ό­μως και οι άλ­λοι – δεν ξέ­ρω πό­σοι και ποιοι – που α­παρ­νού­νται τον ε­αυ­τό τους, τον κό­σμο και τα του κό­σμου και αί­ρουν – ση­κώ­νουν – το σταυ­ρό τους, με καρ­τε­ρί­α, με υ­πο­μο­νή, χω­ρίς γογ­γυ­σμό και δια­μαρ­τυ­ρί­ες, α­ντλώ­ντας δύ­να­μη α­πό τον ε­σταυ­ρω­μέ­νο, ό­πως πα­λιά α­πό το Χάλ­κι­νο φί­δι οι δη­λη­τρια­σμέ­νοι στην έ­ρη­μο Ε­βραί­οι.

 Αυ­τοί εί­ναι «ά­ξιοι»
και «ε­κλε­κτοί» του Χρι­στού
Ο λό­γος του Σταυ­ρού, σ’ ό­λες τις ε­πο­χές α­κού­γε­ται πα­ρά­δο­ξο. Στη δι­κή μας ό­μως, η ο­ποί­α έ­χει θε­ο­ποι­ή­σει την ά­νε­ση, την ευ­μά­ρεια και την ήσ­σο­να (λι­γό­τε­ρη) προ­σπά­θεια, ο λό­γος του σταυ­ρού δεν εί­ναι μό­νο πα­ρά­λο­γος, αλ­λά και α­συμ­βί­βα­στος με τη λο­γι­κή του κό­σμου.
Εί­ναι τρο­μα­κτι­κός για τους κα­νό­νες και τις συ­νή­θειες της ζω­ής του, για τις ε­πι­διώ­ξεις στο κυ­νή­γι της ευ­δαι­μο­νί­ας και της κα­λο­πέ­ρα­σης. Κι’ ό­μως το Ευαγ­γέ­λιο ε­πι­μέ­νει στα­θε­ρά να δια­κη­ρύσ­σει το λό­γο του Χρι­στού «ό­στις  θέ­λει ο­πί­σω μου α­κο­λου­θείν, α­παρ­νη­σά­σθω ε­αυ­τόν και α­ρά­τω τον σταυ­ρόν αυ­τώ και α­κο­λου­θεί­τω μοι».
Η αυ­τα­πάρ­νη­ση και η άρ­ση του σταυ­ρού φα­νε­ρώ­νουν την αυ­θε­ντι­κό­τη­τα της κλή­σης μας και του προ­ο­ρι­σμού μας. Τα η­χη­ρά και ελ­κυ­στι­κά συν­θή­μα­τα του κό­σμου, αν και αρ­χι­κά μας γο­η­τεύ­ουν, στο τέ­λος μας α­πο­γο­η­τεύ­ουν, για­τί μας πα­ρα­πλα­νούν και πα­ρα­μορ­φώ­νουν το νό­η­μα της ζω­ής. Α­πο­δει­κνύ­ουν τη μα­ταιό­τη­τα ό­λων των αν­θρω­πί­νων, ό­ταν αυ­τά δεν εί­ναι δια­πο­τι­σμέ­να α­πό το πνεύ­μα του Θε­ού, το λό­γο του Σταυ­ρού.

Σε μας δεν α­πο­μέ­νει τί­πο­τε άλ­λο, πα­ρά να ζη­τού­με α­πό τον Σταυ­ρω­θέ­ντα και Α­να­στά­ντα Κύ­ριο να μην πα­ρα­συ­ρό­μα­στε α­πό το λό­γο του κό­σμου, αλ­λά να μέ­νου­με πι­στοί στο λό­γο του Σταυ­ρού.
Παναγιώτης Θ. Παπαθεοδώρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου