H ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΟ 1833 ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1901
Του
Πρωτοπρεσβυτέρου
Ευαγγέλου
Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ.
Καθηγητού
του Πρότυπου Πειραματικού Γυμνασίου Πατρών
π. Γερασιμάγγελο Στανίτσα,
με βαθύτατο
σεβασμό, πολλή αγάπη και εξαιρετική τιμή.
Ι. Η
Εκκλησιαστική οργάνωση στην Αχαΐα και την Ηλεία μέχρι την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους
H παρουσία της Εκκλησίας στην βορειοδυτική
Πελοπόννησο και ειδικότερα στις περιοχές της Αχαΐας και της Ηλείας υπήρξε
διαχρονικά έντονη, καθώς ανάγεται με βεβαιότητα στους αποστολικούς χρόνους και
συνδέεται άρρηκτα με την ιεραποστολική δραστηριότητα του Πρωτοκλήτου αποστόλου
Ανδρέα, ο οποίος εκτός από την ίδρυση της Εκκλησίας των Πατρών, μερίμνησε και
για τη διάδοση του Χριστιανισμού μεταξύ άλλων και στην ευρύτερη περιοχή της Ηλείας.
Στη μετέπειτα περίοδο ιδρύθηκαν στην περιοχή της Αχαΐας η επισκοπή Πατρών και
στην περιοχή της Ηλείας αρχικά η επισκοπή Ήλιδος, η οποία μετονομάστηκε περί τα μέσα του 8ου
αι. σε Ωλένης με έδρα την Ήλιδα και αρχαιότερες σωζόμενες μαρτυρίες ύπαρξης επισκόπων
για μεν την επισκοπή Πατρών ήδη από το 64 μ. Χ, για δε την επισκοπή Ήλιδος/Ωλένης
από τον 4ο αι. Τόσο οι επισκοπές, όσο και οι επίσκοποι των παραπάνω
εκκλησιαστικών επαρχιών υπάγονταν στο μητροπολίτη Κορίνθου και μέσω αυτού στο
Πατριαρχείο της Πρεσβυτέρας Ρώμης, ενώ από τα μέσα του 8ου αι. η επισκοπή
Ωλένης ή Βω[ο]λαίνης εντάχθηκε στη δικαιοδοσία της προαχθείσας σε Αρχιεπισκοπή και
κατόπιν σε Μητρόπολη τοπικής Εκκλησίας των Πατρών, ως συνέπεια της υπαγωγής του
Ανατολικού Ιλλυρικού στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μέχρι και
την κατάληψή της από τους Φράγκους το 1209.
Από την περίοδο αυτή ξεκινά και η πρώτη
φάση του κοινού εκκλησιαστικού βίου των δύο επαρχιών μέχρι τα μέσα του 18ου
αι. περίπου, εφόσον και μετά την φραγκική κατάκτηση διατηρούνται στην ουσία οι
τίτλοι και τα όρια των δύο επαρχιών, με συνέπεια η λατινική πλέον επισκοπή Ωλένης
με έδρα τώρα την Ανδραβίδα να εξακολουθεί να υπάγεται διοικητικά μέχρι το 1430 στο
Λατίνο αρχιεπίσκοπο Πατρών, ο οποίος είχε την αναφορά του απευθείας στον πάπα
Ρώμης. Το ίδιο εκκλησιαστικό καθεστώς συνεχίστηκε και μετά την κατάληψη της
περιοχής από τους Οθωμανούς αρχικά και κατόπιν τους Βενετούς, οπότε με την
αποκατάσταση των ορθοδόξων αρχιερέων στους θρόνους τους η επισκοπή Ωλένης ως εκκλησιαστική
επαρχία με έδρα πλέον τη Γαστούνη, εντάχθηκε και πάλι από το 1470 κανονικά στη
δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Παλαιών Πατρών μέχρι και το 1727 ή το 1763. Περί τα
μέσα του 18ου αι. όμως διακόπτεται ο κοινός εκκλησιαστικός βίος των
δύο επαρχιών, εφόσον η επισκοπή Ωλένης αποσπάστηκε κανονικά από τη Μητρόπολη
Παλαιών Πατρών και ανυψώθηκε αρχικά σε ανεξάρτητη αρχιεπισκοπή και από το 1783
σε Μητρόπολη και «εξαρχία Ήλιδος», έχοντας
την αναφορά της απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την έδρα της από το 1790
περίπου στον Πύργο.
ΙΙ. Οι Επισκοπές
Αχαΐας και Ηλείας (1833-1852)
Στο
παραπάνω εκκλησιαστικό καθεστώς παρέμεινε η σημερινή περιοχή της βορειοδυτικής
Πελοποννήσου (Αχαΐα και Ηλεία) μέχρι και το 1833, οπότε και οι δύο μητροπόλεις αποκόπηκαν
αντικανονικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και συγκρότησαν, όπως και οι άλλες
εκκλησιαστικές επαρχίες του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου την «Ελληνική Εκκλησία» με αρχηγό το νέο Βασιλέα
των Ελλήνων Όθωνα, ο οποίος, έπειτα από πρόταση των οριζόμενων από τον ίδιο
μελών της Ιεράς Συνόδου, καθόρισε με σειρά διαταγμάτων τόσο την τιτλοφορία των
νεοσύστατων εκκλησιαστικών επαρχιών, όσο και τα πρόσωπα που θα κατείχαν τους
θρόνους τους. Ειδικότερα και στο πλαίσιο της θρυλλούμενης εκκλησιαστικής
ανασυγκρότησης και αναδιοργάνωσης «του
Βασιλείου της Ελλάδος», καταργήθηκε με το βασιλικό διάταγμα «Περί
προσωρινής διαιρέσεως των Επισκοπών του Βασιλείου της Ελλάδος» το μέχρι
τότε ισχύον κανονικό μητροπολιτικό σύστημα και υιοθετήθηκε το γερμανικό, πολιτειοκρατικού
χαρακτήρα και κατά το πρότυπο οργάνωσης των προτεσταντικών θρησκευτικών διοικητικών
ενοτήτων, σύστημα των «Κονσιστορίων». Σύμφωνα μ’ αυτό ιδρύθηκαν, με βάση τη
διοικητική διαίρεση του Κράτους σε δέκα νομούς, ισάριθμες μόνιμες επισκοπές,
καθεμιά από τις οποίες έλαβε την ονομασία του αντίστοιχου νομού, καθώς και
άλλες σαράντα προσωρινές, προκειμένου να τακτοποιηθούν οι αρχιερείς των οποίων οι επαρχίες θα καταργούνταν,
αλλά κι εκείνοι που είχαν καταφύγει από τις υπόδουλες περιοχές του Ελληνισμού
στο ελεύθερο Ελληνικό Κράτος. Οι προσωποπαγείς αυτές επισκοπές σύμφωνα με το
διάταγμα, θα καταργούνταν μετά το θάνατο του ποιμενάρχη τους και θα συγχωνεύονταν
με την μόνιμη επισκοπή του Νομού.
Έτσι, στο νεοσύστατο νομό «Αχαΐας και Ήλιδος» ιδρύθηκαν τέσσερις νέες
επισκοπές, μια μόνιμη, η «Αχαΐας»,
και τρείς προσωρινές, η «Ηλείας», η «Αιγιαλείας» και η «Κυναίθης», με συνέπεια η παλαιά Μητρόπολη Παλαιών Πατρών να
υποβιβαστεί σε επισκοπή και να λάβει τον τίτλο «Αχαΐας» ως η μόνιμη επισκοπή του νομού, ενώ η Μητρόπολη Ηλείας να
υποβιβαστεί σε προσωρινή επισκοπή «Ηλείας»,
στο θρόνο της οποίας τοποθετήθηκε αναγκαστικά ως επίσκοπος ο από Δαμαλών Ιωνάς,
ο οποίος όμως παραιτήθηκε λίγο αργότερα, λαμβάνοντας τον τίτλο του «πρώην Ηλείας». Η εξέλιξη αυτή είχε ως
αποτέλεσμα ο επισκοπικός θρόνος της Ηλείας να παραμείνει κενός, οπότε και
σύμφωνα με το παραπάνω Βασιλικό Διάταγμα έπρεπε να συνενωθεί με την μόνιμη επισκοπή
Αχαΐας, γι’ αυτό και τον Ιούνιο του 1834 η κυβέρνηση προχώρησε στην «ένωσιν» των δύο επαρχιών με την ανάθεση
της «πνευματικής επιστασίας και
διευθύνσεως» της επισκοπής Ηλείας στον εκάστοτε επίσκοπο Αχαΐας και, στην
τότε χρονική περίοδο, στον νεοεκλεγέντα επίσκοπο Μελέτιο Γημαράκη. Αυτό είχε ως
συνέπεια η επισκοπή Ηλείας να μην καταργηθεί ή απορροφηθεί από την επισκοπή Αχαΐας,
αλλά και να μην αποκτήσει έκτοτε δικό της επίσκοπο μέχρι το 1852, οπότε με βάση
το βασιλικό διάταγμα της 10ης Ιουλίου του ίδιου έτους συγχωνεύθηκε
οριστικά με την επισκοπή Αχαΐας για
να αποτελέσουν ενιαία εκκλησιαστική επαρχία μέχρι το 1899/1901 με τον τίτλο «Αρχιεπισκοπή Πατρών και Ηλείας». Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν, από το 1834
μέχρι και το 1852 δεν υφίστατο η «Αρχιεπισκοπή»
ως εκκλησιαστική επαρχία, όπως υπαινίσσεται εσφαλμένα ομάδα ερευνητών, αλλά μια
επισκοπή, η Αχαΐας, με την οποία συνενώθηκε το 1834 η επισκοπή Ηλείας και από
την οποία απορροφήθηκε το 1842 η επισκοπή Αιγιαλείας, με συνέπεια να αναβιώσει mutatis mutandis το εκκλησιαστικό καθεστώς των δύο επαρχιών μέχρι τα μέσα
του 18ου αι., αλλά και να ξεκινήσει η δεύτερη φάση του κοινού εκκλησιαστικού
τους βίου ο οποίος θα διαρκούσε μέχρι και το λυκαυγές του 20ου αι.
Ο πρώτος από τους επισκόπους Αχαΐας
στον οποίο ανατέθηκε η διαποίμανση και της επισκοπής Ηλείας, όπως ήδη
αναφέρθηκε, υπήρξε ο έμπειρος ιεράρχης Μελέτιος
Γημαράκης, μητροπολίτης πρώην Μετρών. Ο Μελέτιος κλήθηκε από την αρχή
σχεδόν της ποιμαντορίας του να αντιμετωπίσει πολλά και σοβαρά ζητήματα που
αφορούσαν τον κλήρο και των δύο επαρχιών, ο οποίος ήταν σχεδόν «απαίδευτος» και γι’ αυτό στην
πλειονότητά του δεν μπορούσε «ούτε τα
καθήκοντά του να κατανοήση», με συνέπεια να αναφύονται συχνότατα οδυνηρότατες
έριδες μεταξύ των κληρικών, ιδιαιτέρως στην Πάτρα και τον Πύργο, οι οποίες,
κατά την εκτίμησή του, επέφεραν «δυστυχίαν»
και καλλιεργούσαν «μυσαρά πάθη» στο ποίμνιο. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων
του ο Μελέτιος, προσπάθησε επίσης να περιφρουρήσει την ανεξαρτησία της
Εκκλησίας απέναντι στην πολιτική εξουσία με χαρακτηριστικότερο το γεγονός της
σφοδρής αντίθεσής του στην απόφαση του δημάρχου Πύργου (Λετρίνων) να εκποιήσει
τα αρχιερατικά άμφια του επισκόπου Ωλένης Ιωσήφ. Εκτός αυτών, όμως, ο Μελέτιος
φαίνεται ότι ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα προβλήματα των μονών και των μοναχών
της επαρχίας του, όπως επίσης και με την ενίσχυση του πνευματικού βίου του
ευσεβούς μεν «πρός τα θεία» λαού της
επισκοπής του, εντός του οποίου όμως υπήρχαν μεμονωμένες περιπτώσεις πιστών που,
είτε, λόγω της «θύραθεν σοφίας τους»,
«εξώκειλον (…) εις παραλογισμούς ασεβείας»,
είτε, λόγω των προλήψεων που τους είχαν καλλιεργηθεί εξαιτίας της αμάθειας, «εγεννήθησαν εις αυτούς αι κακαί έξεις ως
πρός τον πολιτικόν βίον των».
Η
ποιμαντορία του Μελετίου είχε διάρκεια έξι ετών περίπου (1834-1840). Μετά την
κοίμησή του ο θρόνος της επισκοπής Αχαΐας παρέμεινε κενός για δύο έτη περίπου και
αυτό εξαιτίας του γεγονότος ότι το Δεκέμβριο του 1841 επελέγη για το θρόνο της
επισκοπής Αχαΐας ο επίσκοπος Σελλασίας Θεοδώρητος, οποίος όμως δεν αποδέχθηκε τελικά
την εκλογή του. Έτσι το 1842 εξελέγη επίσκοπος Αχαΐας ο μέχρι τότε γηραιός επίσκοπος
Αιγιαλείας Γρηγόριος Δενδρινός. Η
μετάθεσή του στην επισκοπή Αχαΐας είχε ως αποτέλεσμα την άμεση απορρόφηση της
επισκοπής Αιγιαλείας από την επισκοπή Αχαΐας, ώστε ο Γρηγόριος ως επίσκοπος Αχαΐας,
να έχει πλέον υπό την άμεση πνευματική του δικαιοδοσία και μέχρι την κοίμησή
του το 1852 τις περιοχές των επισκοπών Αχαΐας, Ηλείας και Αιγιαλείας, η οποία είχε
απορροφήσει ήδη την καταργηθείσα επισκοπή Κυναίθης.
IΙΙ.
Η
Αρχιεπισκοπή Πατρών και Ηλείας (1852-1901)
Το
έτος 1852 κι έπειτα από την κανονική ανακήρυξη ως Αυτοκέφαλης της Εκκλησίας της
Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1850, αναλήφθηκε και πάλι νέα μονομερής
και ερήμην της Ιεράς Συνόδου πρωτοβουλία από την κυβέρνηση, η οποία με το νόμο
Σ΄ «Περί Επισκοπών καί Επισκόπων και περί
του υπό τους Επισκόπους τελούντος κλήρου», προχώρησε στην οριστική ρύθμιση
του αριθμού των εκκλησιαστικών επαρχιών του Βασιλείου, που θα ανέρχονταν πλέον σε
εικοσιτέσσερις (24). Από αυτές, η τοπική Εκκλησία «των Αθηνών» ανυψώθηκε σε «Μητρόπολιν»,
οι δέκα (10), των πρωτευουσών των εννέα υπολοίπων νομών και της Κορίνθου,
χαρακτηρίστηκαν «Αρχιεπισκοπές», ενώ οι
υπόλοιπες δεκατρείς (13) «Επισκοπές».
Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παραπάνω νόμου επήλθε η οριστική συγχώνευση των
δύο επισκοπών Αχαΐας και Ηλείας, από την οποία προέκυψε μια ενιαία εκκλησιαστική
επαρχία με τίτλο «Αρχιεπισκοπή Πατρών και
Ηλείας», η οποία όμως δεν συμπεριέλαβε τις περιοχές της Αιγιάλειας και των
Καλαβρύτων που αποτέλεσαν ανεξάρτητη εκκλησιαστική επαρχία.
Ως
πρώτος αρχιεπίσκοπος της νεοσύστατης αρχιεπισκοπής εξελέγη το 1852 ο αρχιμανδρίτης
του Οικουμενικού Θρόνου και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Μισαήλ Αποστολίδης, ο οποίος
παρέμεινε στο θρόνο του μέχρι το Δεκέμβριο του 1861, οπότε εξελέγη μητροπολίτης
Αθηνών. Μετά τη μετακίνηση του Μισαήλ
στην πρωτόθρονη Μητρόπολη των Αθηνών, η αρχιεπισκοπή παρέμεινε ακέφαλη για
τέσσερα έτη περίπου, γι’ αυτό και στις 22 Μαΐου 1866 εξελέγη αρχιεπίσκοπος ο καταγόμενος
από τη Βερσοβά Αιγιαλείας, αδελφός της Μονής Ταξιαρχών της περιοχής και Γραμματέας
της Ιεράς Συνόδου Κύριλλος Χαιρωνίδης,
ο οποίος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την επίλυση γενικότερων εκκλησιαστικών
προβλημάτων της εποχής του, με κορυφαίο αυτό της αυτονομίας της Εκκλησίας από
την Πολιτεία. Όμως και στην επαρχία του κατέβαλε σοβαρότατη προσπάθεια στον
φιλανθρωπικό τομέα κυρίως, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στην ίδρυση πτωχοκομείου
στην Πάτρα. Την προσπάθεια αυτή μάλιστα ενίσχυσε διαθέτοντας την οικία του και συγκροτώντας
«αδελφάτο» το 1872, στο οποίο εντάχθηκαν ως μέλη όλες σχεδόν οι εύπορες και
ιστορικές οικογένειες της πόλεως. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του
αρχιεπισκόπου όμως, το χρηματικό ποσό που συγκεντρώθηκε δεν επαρκούσε για την
ανοικοδόμηση του ιδρύματος και η προσπάθεια σχεδόν εγκαταλείφθηκε, δεδομένου
ότι και ο Κύριλλος, λόγω της πολύ ευάλωτης υγείας του, δεν μπόρεσε να
υποστηρίξει το εγχείρημα, καθώς κοιμήθηκε δύο χρόνια αργότερα, στις 12 Μαρτίου
1874.
Τον Κύριλλο διαδέχθηκε στο θρόνο της
αρχιεπισκοπής το ίδιο έτος ο καταγόμενος από την Κάτω Βλασία Καλαβρύτων, αδελφός
και αυτός της Μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας και μέχρι την εκλογή του Γραμματέας
της Ιεράς Συνόδου Αβέρκιος Λαμπίρης,
λόγιος και χαρισματικός κληρικός που οδηγήθηκε
όμως σε παραίτηση τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1878, καθώς είχε
εμπλακεί στα «Σιμωνιακά». Μετά την παραίτηση του Αβερκίου, ο θρόνος της
αρχιεπισκοπής παρέμεινε και πάλι κενός για πέντε χρόνια περίπου,
οπότε το 1883 εξελέγη αρχιεπίσκοπος ο Νικηφόρος
Καλογεράς, καθηγητής και αυτός της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Νικηφόρος ποίμανε την αρχιεπισκοπή για δύο έτη περίπου, αφού παραιτήθηκε το
1885 και αποσύρθηκε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, τις Σπέτσες, μέχρι την κοίμησή
του στις 17 Οκτωβρίου 1886. Το ίδιο έτος, εξελέγη ως διάδοχός του ο Δαμασκηνός Χριστόπουλος, ο οποίος παρέμεινε
περίπου έξι χρόνια στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, καθώς κοιμήθηκε το 1892 και αμέσως
σχεδόν τον διαδέχθηκε ο πολύς Ιερόθεος
Μητρόπουλος μέχρι το 1903, καθώς αναδείχθηκε όχι μόνο ο σπουδαιότερος από
τους αρχιεπισκόπους Πατρών και Ηλείας, αλλά και ο πλέον σημαντικός ίσως από
τους αρχιερείς της Εκκλησίας στη βορειοδυτική Πελοπόννησο μετά την εθνική παλιγγενεσία,
εφόσον κατά το σχετικά μικρό διάστημα της ποιμαντορίας του (1892-1903), συνεισέφερε
τα μέγιστα στην κατεύθυνση της πνευματικής προκοπής του κλήρου και του λαού
τόσο στην περιοχή των Πατρών, όσο και της Ηλείας.
Το έτος 1899 όμως, επήλθε και πάλι ριζική
μεταβολή στη διοικητική διαίρεση του κράτους με βάση το νόμο ΒΧΔ´ της 6ης Ιουλίου. Αυτό είχε ως συνέπεια να ακολουθήσει ξανά η,
αυτονόητη για την τότε πολιτειοκρατική αντίληψη περί των σχέσεων Εκκλησίας και
Πολιτείας, αναγκαστική αναπροσαρμογή και εναρμόνιση της εκκλησιαστικής με την
πολιτική οργάνωση. Έτσι, όπως αποφασίστηκε από την Ιερά Σύνοδο στις 15
Δεκεμβρίου 1899 κι έλαβε νομική ισχύ με το Βασιλικό Διάταγμα της 22ας Ιανουαρίου
1900, η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος θα συγκροτούνταν πλέον από τη Μητρόπολη
Αθηνών και τριάντα δύο (32) επισκοπές, δύο από τις οποίες θα ήταν η «Πατρών» και η «Ηλείας». Στην διοικητική αυτή εξέλιξη των εκκλησιαστικών πραγμάτων αντέδρασε
εντονότατα αλλά χωρίς αποτέλεσμα ο αρχιεπίσκοπος Ιερόθεος, γεγονός που είχε ως
αποτέλεσμα η περιοχή της Ηλείας, παρόλο
που ήδη από το 1899 είχε ανεξαρτητοποιηθεί εκκλησιαστικά, να μην αποκτήσει
αμέσως δικό της επίσκοπο και ο Ιερόθεος να εξακολουθήσει να ποιμαίνει και τις
δύο επαρχίες μέχρι το 1901, οπότε για τη νέα εκκλησιαστική επαρχία της Ηλείας εξελέγη
ο αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Σπηλιωτόπουλος,
που χειροτονήθηκε στις 15/17 Αυγούστου και ενθρονίστηκε στον Πύργο το
Σεπτέμβριο του 1901 ως επίσκοπος Ηλείας, ενώ ο Ιερόθεος παρέμεινε στο θρόνο του
ως «επίσκοπος Πατρών» μέχρι την
κοίμησή του το 1903.
Με την κατάργηση της αρχιεπισκοπής, τη
σύσταση δύο ανεξάρτητων επισκοπών και την ενθρόνιση του Δαμασκηνού ως επισκόπου
Ηλείας το 1901 διαχωρίστηκαν και πάλι πλήρως οι δύο επαρχίες και τερματίστηκε η
δεύτερη φάση του κοινού εκκλησιαστικού τους βίου. Αυτό είχε ως συνέπεια, η βορειοδυτική
περιοχή της Πελοποννήσου να επανέλθει προσωρινά στο εκκλησιαστικό καθεστώς του 1834,
οπότε οι δύο επαρχίες, από Μητροπόλεις κατά την προεπαναστατική περίοδο υποβιβάστηκαν
για μικρό διάστημα σε επισκοπές. Λίγο αργότερα όμως οι δύο επισκοπές προήχθησαν
και πάλι σε μητροπόλεις, επανερχόμενες εν μέρει στο εκκλησιαστικό καθεστώς που
επικράτησε στη βορειοδυτική Πελοπόννησο μετά τα μέσα του 18ου αι.
και μέχρι το 1833, δηλαδή η επισκοπή Πατρών εξονομάστηκε το 1915 σε «Μητρόπολιν Πατρών» και η επισκοπή Ηλείας
το 1922 σε «Μητρόπολιν Ηλείας και Ωλένης»,
χωρίς βεβαίως να διαθέτουν πλέον, όπως άλλωστε και οι λοιπές μητροπόλεις του Βασιλείου,
υποκείμενες σ’ αυτές επισκοπές.
*
Σε κάθε εκκλησιαστική επαρχία και οπωσδήποτε
στη νεοσύστατη αρχιεπισκοπή Πατρών και Ηλείας, οι πολυάριθμες ενορίες της
υπήρξαν το κέντρο του πνευματικού βίου, των οποίων όμως ο ακριβής αριθμός
παραμένει ακόμη άγνωστος. Είναι βέβαιο όμως, ότι ο αριθμός τους αυξήθηκε
σημαντικά, κυρίως στα αστικά κέντρα της Πάτρας και του Πύργου ως συνεπακόλουθο
της αύξησης, λόγω της σταδιακά αυξανόμενης εσωτερικής μετανάστευσης, του
πληθυσμού της υπαίθρου της περιοχής, ενώ ιδρύθηκαν οπωσδήποτε και νέες ενορίες
στις περισσότερες από τις οποίες τοποθετήθηκαν εφημέριοι, αλλά και ανακαινίστηκαν
οι υπάρχοντες ή ανοικοδομήθηκαν Ναοί και αρκετά παρεκκλήσια.
Σημαντική υπήρξε όμως και η συμβολή του
κλήρου στην καθόλου λειτουργία της αρχιεπισκοπής, το μορφωτικό και βιοτικό
επίπεδο του οποίου παρέμενε ακόμη πολύ χαμηλό, πράγμα που δεν επέτρεπε την ιδιαίτερη
καλλιέργεια και προαγωγή του ποιμαντικού έργου. Για το λόγο αυτό και αποτέλεσε
βασική μέριμνα των εκάστοτε αρχιεπισκόπων η καλύτερη οργάνωση και
εντατικοποίηση της θ. Λατρείας, όπως επίσης και η ενίσχυση του κατηχητικού
έργου με την καλλιέργεια του κηρύγματος με αποκορύφωμα το διορισμό, από τον
Ιούλιο του 1899, μόνιμου ιεροκήρυκα στην αρχιεπισκοπή, ο οποίος περιόδευε
κυρίως στην ύπαιθρο, με σκοπό τη διδασκαλία του Ευαγγελίου για την οικοδομή των
πιστών και τη στήριξη στην πίστη.
Στο έργο της πνευματικής οικοδομής του
ποιμνίου της αρχιεπισκοπής προσέφεραν επίσης σημαντικά και πολλοί άλλοι
κληρικοί και λαϊκοί, καθώς και οι κατά καιρούς αρχιεπίσκοποι όπως ο Μισαήλ
Αποστολίδης, ο οποίος περιόδευε συχνά στην επαρχία του και ομιλούσε τακτικά
στην Πάτρα και τον Πύργο. Ο πλέον δραστήριος όμως από τους αρχιεπισκόπους στον
τομέα της πνευματικής οικοδομής του ποιμνίου του, αναδείχθηκε ο Ιερόθεος
Μητρόπουλος. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο τεύχος της 4ης
Ιουνίου του 1895 του περιοδικού «Αγάπη»,
περιοδεύοντας ο σπουδαίος αυτός ιεράρχης για δεκαέξι ημέρες συνεχώς στην
περιοχή της Ηλείας, «δεν αφήκε
χωρίον, ουδέ το ελάχιστον, το οποίον να μη επισκεφθή, και εις το οποίον
να μη κάμη δύο ή τρεις θρησκευτικάς ομιλίας. Άνδρες και
γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, χωρικοί και αγρόται, ποιμένες και ποιμενίδες,
πάσα ψυχή του δήμου (Ωλένης) ενωτίσθησαν τα ρήματα της
σωτηρίας εκ του πνευματικού ποιμενάρχου των. Ούτος εν τη
ευαγγελική περιοδεία του παρακολουθείτο υπό δυο γερόντων πνευματικών,
του αρχιμ. κ. Ευγενίου Οικονόμου και του χαίροντος
φήμην ασκητού κ. Κυρίλλου. Ό,τι εμαρτύρει την
αποτελεσματικότητα του κηρύγματος είναι τούτο, ότι οι άνθρωποι
ευθύς μετά την διδασκαλίαν, επεζήτουν την εξομολόγησιν, εις
τρόπον ώστε, και δέκα πνευματικοί πατέρες αν υπήρχον, θά
είχον εργασίαν δι’ όλης της ημέρας», καταλήγοντας πως «ο μέν θερισμός
πολύς, οι δέ εργάται ολίγοι». Είναι γεγονός ότι ο
αρχιεπίσκοπος Ιερόθεος περιόδευε ακατάπαυστα
στις ενορίες των πόλεων αλλά και της υπαίθρου τόσο της Αχαΐας, όσο και της
Ηλείας, με σκοπό την αναθέρμανση και ενίσχυση της λατρευτικής ζωής, αλλά και
την πνευματική κατάρτιση του λαού, έχοντας συμπαραστάτες στο έργο αυτό εξαίρετους
κληρικούς, όπως οι Ηλίας Βλαχόπουλος, Πολύκαρπος Συνοδινός και Ευσέβιος
Ματθόπουλος, ενώ φρόντισε με κάθε τρόπο για την ενίσχυση του έργου της ιεράς
Εξομολογήσεως, καθώς, όπως υπογραμμίζεται στο παραπάνω άρθρο, εκτός από τον
αρχιεπίσκοπο, «πολλήν καί
καλήν εξομολογήσεως εργασίαν έκαμεν εν
Πύργω και ο Πρωτοσύγκελλος του Αρχιερέως κ. Γαβριήλ
Παπανικολάου».
Στο πολύπλευρο έργο της αρχιεπισκοπής,
τέλος, υπήρξε σπουδαία και η συμβολή του μοναχισμού της, παρόλο που ο 19ος
αι. επεφύλασσε για τις μονές σκληρή δοκιμασία από τις ενέργειες της
Αντιβασιλείας, με συνέπεια την κατάργηση πολλών από αυτές και τη διαρπαγή των
περιουσιών τους. Παρά ταύτα, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. στην
περιοχή των Πατρών λειτουργούσαν με
αξιοσημείωτη προσφορά αρχικά δέκα ανδρικές Μονές, οι Γηροκομείου,
Μαρίτσης, Φιλοκάλη, Ομπλού, Μπαμπιώτη, Ευαγγελίστριας, Νοτενών, Αγ. Πάντων,
Ελεούσης και Χρυσοποδαριτίσσης, ο αριθμός των οποίων μειώθηκε σε έξι περί τα
τέλη του, οπότε απέμειναν οι Γηροκομείου, Μαρίτσης, Ομπλού, Χρυσοποδαριτίσσης,
Νοτενών και Ελεούσης. Το ίδιο συνέβη επίσης και στην περιοχή της Ηλείας, όπου
κατά την υπό εξέταση περίοδο λειτούργησαν οι μονές Παναγίας Ελεούσης Λυγιάς, Παναγίας
των Βλαχερνών Κυλλήνης, Κοιμήσεως Θεοτόκου Σκαφιδιάς, Κοιμήσεως Θεοτόκου Κρεμαστής,
Αγ. Νικολάου Φραγκοπηδήματος, Κοιμήσεως Θεοτόκου Πορετσού και Χρυσοπηγής Δίβρης
με αρκετά προβλήματα, αλλά αξιοσημείωτο ποιμαντικό και ιδιαιτέρως φιλανθρωπικό
έργο.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ
ΑΧΑΪΑΣ
ΚΑΙ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΠΑΤΡΩΝ
ΚΑΙ ΗΛΕΙΑΣ
Ι. Επίσκοποι Αχαΐας με ευθύνη διαποιμάνσεως
και της
Επισκοπής Ηλείας (1834-1852)
Μελέτιος 1834-1840
----------- 1840-1842 (12ος /1841 : Εκλογή επισκόπου Σελλασίας Θεοδωρήτου)
Γρηγόριος 1842-1852
ΙΙ. Αρχιεπίσκοποι Πατρών και Ηλείας (1852-1901)
Μισαήλ 1852-1861
----------- 1861-1866
Κύριλλος 1866-1874
Αβέρκιος 874-1878
------------ 1878-1883
Νικηφόρος 1833-1885
Δαμασκηνός 1886-1892
Ιερόθεος 1892- 1899/1901
Άγνωστα στοιχεία της ιστορικής διαδρομής μια τοπικής Εκκλησίας. Για τον κόπο σας ευχαριστώ. Μου πλούτισαν την Εκκλησιαστική ιστορική γνώση.
ΑπάντησηΔιαγραφή