Εισήγηση του Μητροπολίτη Σισανίου
και Σιατίστης κ.κ. Παύλου
στην ημερίδα εις μνήμη του αοιδίμου
Μητροπολίτη Σιατίστης Αντωνίου
Ο γλυκύς Ιεράρχης
Σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί
αδελφοί,
Πρώτον θέλω να εκφράσω τις θερμές
μου ευχαριστίες στον Παναγιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κύριο Άνθιμο, ο
οποίος μας παρέχει τη δυνατότητα και την ευλογία για την διοργάνωση αυτής της
ημερίδος, εκφράζοντας και εκείνος με τον τρόπο αυτό την αγάπη του και τον
σεβασμό του προς τον μακαριστό Μητροπολίτη μας.
Θέλω επίσης να ευχαριστήσω θερμά
την ενορία του Αγίου Γεωργίου Πανοράματος και τον πατέρα Αλέξιο και τους
εφημερίους του, όπως και όλους εκείνους οι οποίοι ετοίμασαν αυτήν την αποψινή
εσπερίδα.
Είναι πραγματικά άξιοι παντός
επαίνου, γιατί κι εκείνοι με τη σειρά τους ξέρουν να τιμούν αυτούς που είναι
άξιοι τιμής που όταν, την ημέρα που κάναμε την ημερίδα για τον μακαριστό
Γέροντα Ιάκωβο, μου ανακοίνωσαν την πρόθεση τους χάρηκα ιδιαίτερα αφού άλλωστε
έχουμε μία φωτογραφία στην Μητρόπολη μας όπου ο μακαριστός Αντώνιος τελεί
μνημόσυνο στο τάφο του πατρός Ιακώβου, τον οποίο ιδιαιτέρως ευλαβείται.
Η διοργάνωση αυτής της ημερίδος,
και μάλιστα από μία πόλη διαφορετική και Μητρόπολη διαφορετική, δείχνει την
ακτινοβολία την οποία είχε ο μακαριστός Ιεράρχης Αντώνιος, όχι μόνο μέσα στα
όρια της Μητροπόλεώς του αλλά, πολύ πέρα των ορίων αυτών, όπως δείχνει η
παρουσία η δική σας, που είστε και από τη Σιάτιστα αλλά και, από τη
Θεσσαλονίκη. Δείχνει ότι, όπως το άρωμα διαχέεται και απλώνεται και δημιουργεί
μία όμορφη ατμόσφαιρα έτσι και, η φήμη της χαριτωμένης μορφής της αγίας βιοτής
του και της όλης παραστάσεώς του στην Εκκλησία ξέφυγε των μικρών ορίων της
μικράς και ιστορικής Μητροπόλεώς του και απλώθηκε και απλώνεται παντού.
Ήδη ακούσαμε προηγουμένως στο
βίντεο που είδαμε τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο να λέει αυτό που
απετέλεσε εκείνη την εποχή την κοινή συνείδηση των ανθρώπων. «Σήμερα απέθανεν
ένας Άγιος.». Αυτή είναι η κοινή συνείδηση του λαού του Θεού για τον μακαριστό
Ιεράρχη. Και αυτή, το ξαναλέω, δεν απετέλεσε την έκφραση μόνο των ανθρώπων που
τον έζησαν πολύ κοντά αλλά και, πολύ πέρα από τα όρια της Σιάτιστας και της
Μητροπόλεως. Μέσα στο λαό της Σιάτιστας και της Μητροπόλεως υπάρχει αυτή η
κοινή συνείδηση ότι, ο μακαριστός Αντώνιος ήτανε ένας Άγιος άνθρωπος. Και όταν
εγώ ενθρονίστει ως διάδοχός του και άρχισα να περιέρχομαι την Μητρόπολη όλοι
μου τόνισαν αυτήν την αλήθεια ότι, ο προκάτοχός μου ήταν ένας Άγιος άνθρωπος
και αυτό την ίδια στιγμή έθετε ένα μεγάλο και υψηλό μέτρο για μένα.
Διάλεξα σαν τίτλο αυτής της
εισήγησης το «Ο γλυκύς Ιεράρχης.» και τούτο γιατί αυτό εκφράζει την πρώτη μου
εντύπωση και την πρώτη μου σχέση μαζί του. Όταν ευρισκόμενος στο γραφείο μου
στην Ιερά Σύνοδο, κάποια στιγμή σταματά, μπαίνει μέσα και μου λέει: «Έλα
πουλάκι μου, να ξεκουραστείς πάνω στη Μητρόπολη. Έχουμε ωραία μοναστηράκια.
Έλα, να ξεκουραστείς λιγάκι.». «Γέροντα, να ‘ρθω αλλά, βλέπεται εδώ πνιγόμαστε.». Και θέλω να
εκφράσω, στον άνθρωπο αυτόν, την ευγνωμοσύνη μου για αυτή την εκτίμηση που
έδειξε σε ανύποπτο χρόνο και που δεν είναι ώρα τώρα να αναφέρω. Η ιλαρή μορφή
του φανέρωνε ότι ενώ ζούσε στον κόσμο δεν ήταν εκ του κόσμου τούτου.
Ο μακαριστός Ιεράρχης στη ζωή του
δοκιμάστηκε. Και δοκιμάστηκε αρκετά σκληρά και έντονα. Ο ίδιος περιγράφει τη
δοκιμασία του και μάλιστα στον ενθρονηστήριο λόγο του: «Παρουσιάζουμε σήμερον
ενώπιον σας μετά πολλάς και πικράς δοκιμασίας του βίου μου. Τόσο του προσωπικού
όσο και του οικογενειακού. Από μικράς ηλικίας με εμαστίγωσαν πενίας σκληρά
ποικίλαι και μεγάλαι αντιξοότητες της ζωής και πένθη πικρά του οίκου μου. Όμως,
παρά τα τεράστια ταύτα εμπόδια, με τη βοήθεια προφανώς του Παντοδυνάμου,
Παντογνώστου και Παναγάθου Θεού, επίμονως και έντονως επί μακράς δεκαετίας
υπήρξε η προσπάθεια μου, προς εξασφάλιση μετρίας ηθικής ακεραιότητος και κάπως
επαρκούς Θεολογικής συγκροτήσεως.». Αυτή την αυτοσυνειδησία είχε για τον εαυτό
του. Έναν άνθρωπο πραγματικά του Θεού. Ότι μέσα από τους αγώνες ουσιαστικά
εξασφάλισε μέτρια ηθική ακεραιότητα.
Αυτός ο άνθρωπος ο αψεγάδιαστος,
για τον οποίο κανείς δεν μπορούσε να πει τίποτα. Και δεν ήταν μια μικρή η
Θεολογική του μόρφωση αλλά, ήτανε πάρα πολύ μεγάλη. Ακούσατε ήδη ότι, σπούδασε
και στο εξωτερικό. Κι όμως ήταν και παρέμεινε ταπεινός. Και γι’ αυτό ακριβώς
υψώθηκε από τη Χάρη του Θεού, οποίος ταπεινοίς
δίδωσι χάριν.
Ο μακαριστός Αντώνιος έζησε ως
περαστικός εκ του κόσμου τούτου. Και τώρα ακόμα, γιατί καμμιά φορά όταν τον
έχουμε μπροστά μας δεν είναι εύκολο να τον εκτιμήσουμε σωστά αλλά, τώρα που
βρισκόμαστε σε κάποια απόσταση από εκείνον μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι ο
άνθρωπος αυτός δεν δέθηκε με τίποτα από τα πράγματα αυτού του κόσμου αλλά,
όντως έζησε ως πάλιμος και παρεπίδημος, περαστικός όντως εκ του κόσμου αυτού
έχοντας πάτα τη σκέψη και το νου του προς την πραγματική πατρίδα.
Η γλυκύτητα του λόγου του και της
αναστροφής του ήταν το καταστάλαγμα ενός αληθινά χαριτωμένου ανθρώπου.
Χαριτωμένου, από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος
μπορούσε κανείς να τους δει στην όλη βιοτή του.
Η ταπείνωση του. Αληθινή
ταπείνωση και όχι ταπεινολογία. Έζησε όντως ως μοναχός και ως ασκητής. Η
διαβίωση του στη Μητρόπολη, η διακονία του με τα δικά του χέρια. Η πρόνοια και
για τον διάδοχό του. Είχε αρκετά πράγματα ετοιμάσει αλλά, δεν τα χρησιμοποίησε
ποτέ ο ίδιος. Και στο ερώτημα κάποιου, που θα σας διαβάσω στο τέλος, η απάντηση
του ήταν: «Για τον διάδοχό μου.». Ο αυτοσαρκασμός του που φανερωνότανε και στην
ταπεινή αμφίεση του. Ανέφερε προηγουμένως ο κύριος Μαρκούδης ότι, ο ιερέας για
τον οποίο μιλούσε γι’ αυτό, τον είδε με ένα επιμάνικο άλλο από εδώ και άλλο από
εκεί. Αυτό που δεν ήξερε είναι ότι αυτοσαρκαζόταν. «Αυτό μου το έκανε δώρο η
Βασίλισσα Όλγα.», έλεγε. Το άλλο κάποιος άλλος. Και έτσι διασκέδαζε ίσως, τις
παρατηρήσεις που κάποιος θα μπορούσε να του κάνει καλοπροαίρετα.
Από φυλακής πρωίας ήτανε στο ναό
του Θεού και οι ιερείς της Μητροπόλεώς του γνωρίζουν ότι πολλές φορές την
καμπάνα την χτυπούσε ο δεσπότης πρωί-πρωί και όχι οι ίδιοι ούτε καν ο νεωκόρος
ή ο ιεροψάλτης. Χτυπούσε την καμπάνα και πήγαινε πρωί-πρωί. Έμπαινε στο ναό και
άρχισε να ετοιμάζει.
Χιλιάδες ανθρώπους εξομολόγησε.
Και διέθεσε χρόνο πολύ για να εξομολογεί παντού, όπου βρισκόταν. Σε συνεργασία
με τον αγαπητό μας πατέρα Στέφανο, άνθισε ο μοναχισμός στην Μητρόπολή μας. Μια
Μητρόπολη πολύ μικρή αλλά, με δέκα ζωντανά μοναστήρια, που οφείλεται η άνθισή
τους στην ταπεινή διακονία του Επισκόπου σε συνεργασία με τον πατέρα Στέφανο.
Κι έτσι άνθισε ο μοναχισμός και ανθεί και σήμερα. Και μάλιστα με έναν μοναχισμό
ανάλογα στα μέτρα του Επισκόπου Αντωνίου. Μοναχισμό ταπεινό. Μοναχισμό που
αποβλέπει στον αγιασμό των μοναχών και των μοναζουσών και όχι στα οποιαδήποτε
έργα ή στην οποιαδήποτε επίδειξη.
Ένας άνθρωπος τόσο ταπεινός που
διέθετε όμως μια λιπαρότατη μόρφωση και τον ακούσατε προηγουμένως στο διαρκές
κήρυγμά του αλλά, από την άλλη πλευρά ήταν πολλές οι Θεολογικές του μελέτες,
που τώρα τις βρίσκω στο αρχείο και μέχρι στιγμής έχω τρεις φακέλους με εργασίες
του, με το χεράκι του, και με τις υποσημειώσεις του. Πενήντα πέντε είναι
συνολικά, μέχρι στιγμής, οι γνωστές εργασίες του. Και ο μακαριστός Μητροπολίτης
επληροφορήθει την εκλογή του περιοδεύοντας στα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας. Του
το είπε κάποιος στο καφενείο που μπήκε. Γιατί εκείνος χρησιμοποιούσε τον κάθε
χώρο για άμβωνα. Και όταν του το είπανε λέει: «Ποιος; Εγώ;». Δεν το πίστευε.
Ένας άνθρωπος του βάθους. Ένας
άνθρωπος της προσευχής. Ένας άνθρωπος της μελέτης. Ένας άνθρωπος ταπεινός που
καμμιά φορά, να το πω απλά, μπορεί να μη σου γέμιζε το μάτι που η καρδία του
όμως ήξερε να διακρίνει την ευθεία καρδία ή την στρεβλή καρδία του άλλου. Και
αυτό εκφραζόταν άλλοτε με τη χαρά του και άλλοτε με την τυπικότητά του απέναντι
σε εκείνους που διέκρινε στρεβλή την καρδία τους. Και όταν μερικές φορές
υποχωρούσε, και πολλές φορές αποχωρούσε, ήταν όταν διέκρινε την σκόπιμη επιμονή
των άλλων σε δικές τους θέσεις και τοποθετήσεις. Δεν αντιδικούσε αλλά, ήξερε.
Κανείς νομίζω δεν κατάφερε ποτέ να τον γελάσει για τις πραγματικές του
προθέσεις.
Τον συνάντησα, όταν κάποια στιγμή
στο τσοτίλι σε ένα συνέδριο νεολαίας πήγα να εκπροσωπήσω τον Αρχιεπίσκοπο
Χριστόδουλο. Κι έτσι ήρθα σε μια πιο κοντινή αναστροφή μαζί του. Απ’ την πρώτη
στιγμή παρατηρούσες την ασκητικότητά του. Λιτός. Λιτότατος στο φαγητό του. Απ’
την άλλη σε έσπρωχνε να φας εσύ. «Φάε, πουλάκι μου. Φάε, πουλάκι μου. Μη
μείνεις νηστικός.». Και αυτό, όχι μόνο σε εμένα αλλά και, σε όλους τους άλλους.
Εκείνος όμως δεν χάλασε ποτέ τον κανόνα που είχε στη ζωή του.
Κάποτε τον επισκέφθησαν, διάκονος
τότε, ένας σημερινός Επίσκοπος την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, μέρα χαράς
και γιορτής αλλά, για τους πνευματικούς ανθρώπους η χαρά είναι πνευματική και
όχι εξωτερική. «Ελάτε, παιδάκια μου. Ελάτε, πουλάκια μου. Ελάτε. Καθίστε να
φάμε.». Τί είχε φαγητό; Τα φασόλια που του είχαν περισσέψει από την παραμονή.
Γι’ αυτόν όμως ήτανε γιορτή η ημέρα και όχι το φαγητό.
Ακούστηκε ήδη ότι ο μακαριστός
Αντώνιος έζησε με τον τρόπο που εκφράζει το σύνθημα «λάθε βιώσας». Και το
επέλεξε συνειδητά. Είχα όλες τις προϋποθέσεις και τις ικανότητες να φαίνεται,
να δείχνεται, να κάνει εντύπωση. Τον θυμάμαι επίσης, όταν εγώ ήμουν ακόμη
εφημέριος στο Μαντούδη της Εύβοιας, όταν ο τότε Μητροπολίτης τον έφερε στην
πανήγυρι του ναού μας Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου μαζί με τον μακαριστό επίσης
Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Διονύσιο. Χοροστάτησε ο Μητροπολίτης
Διονύσιος και ο Μητροπολίτης Αντώνιος εκήρρυξε στην πλατεία του χωριού. Κι όλοι
μείναμε κατάπληκτοι, όχι μόνο με την ευφράδεια του λόγου του αλλά και, με τα
χωρία που χρησιμοποιούσε και από την θύραθεν παιδεία και από την πατερική
γραμματεία και την Αγία Γραφή, επισημαίνοντας μετά από κάθε ένα από αυτά τα
ρητά σε ποιο βιβλίο σε ποιο κεφάλαιο σε ποιο στίχο, απ’ έξω, ήταν αυτά. Κι αυτά
φανερώνουν ότι πραγματικά η παιδεία του λείαν εκτεταμένη.
Νομίζω ότι η μορφή του μακαριστού
Μητροπολίτη, σε διάφορες απεικονίσεις, έχει το ίδιο χαρακτηριστικό γνώρισμα.
Την ιλαρότητα του προσώπου του. Την καθαρή του ματιά. Ακριβώς καθρέφτης της
καρδίας του. Μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει στο πρόσωπό του το γραφικό λόγιο
«Καρδίας ευφραινομένης θάλλει το πρόσωπο.». Και πραγματικά, αυτός ο απλός και
ταπεινός άνθρωπος πάντοτε εξέπεμπε χάρην και ευλογία και χαρά.
Πριν τελειώσω, γιατί τα πολλά θα
σας τα πούνε εκείνοι που τον έζησαν χρόνια ολόκληρα, ο πατήρ Εφραίμ, η
Γερόντισσα και ο κύριος Δάρδας που τον έζησαν και συνεργάστηκαν μαζί του επί
χρόνια πολλά. Θέλω, όμως, τελειώνοντας, να διαβάσω ένα μέρος της ακτινοβολίας
του στους απλούς ανθρώπους:
«Είχα την τιμή και την ευλογία να
τον γνωρίσω και να τον ζήσω από κοντά στα δώδεκα χρόνια της θητείας μου στον
Πεντάλοφο. Και δεν ήμουν βέβαια ο μόνος που τον σεβόταν, τον αγαπούσε και τον
θαύμαζε για τις σπάνιες, όχι μόνο για Αρχιερέα αλλά, για οποιονδήποτε θνητό,
αρετές του. Την αγιοσύνη, την σοφία, την σύνεση, την αγαθότητα, την
ταπεινοφροσύνη, την σεμνότητα, την απλότητα, την πραότητα, την αφιλαργυρία του.
Ήξερα, εξάλλου, κι εγώ, το ζούσα σε κάθε μας συνάντηση, ότι ο γέροντας είχε
επιλέξει έναν τρόπο ζωής, που όσο ξένιζε άλλο τόσο εντυπωσίαζε και συγκινούσε
καθώς έφερνε μια ειρηνική επανάσταση ενάντια σε κατεστημένες αρχές και
συνήθειες στον χώρο της Εκκλησίας και όχι μόνο. Γιατί, αν και υπερήλικας, δεν
δεχόταν να τον υπηρετούν. Γιατί, αν και δεν προβλέπεται από τους από τους
κανόνες, δεν έτρωγε κρέας. Γιατί, αν και σύγχρονος άνθρωπος, δεν είχε
αυτοκίνητο και χρησιμοποιούσε για τις μετακινήσεις του στρατιωτικά οχήματα ή τα
μέσα μαζικής μεταφοράς ή τα ποδαράκια του. Γιατί, αν και Επίσκοπος, δεν έπαιρνε
μαζί του διάκονο, δεν φορούσε τα βαριά αστραφτερά άμφια, δεν φορούσε μήτρα, δεν
κρατούσε την πατορική ράβδο, δεν επιθυμούσε να ακούει τη φήμη του, δεν του
άρεσαν οι υπερθετικοί. Θέλω εδώ να διευκρινίσω ότι προσωπικά δεν διαφωνώ με
τους τύπους που ορίζουν οι ιεροί κανόνες της Εκκλησίας μας. Ωστόσο,
νομιμοποιούμαι να διαμαρτύρομαι για κάποιες καθόλου σπάνιες, δυστυχώς
τελευταία, κραυγαλέες υπερβολές που δίνουν τροφή στα κακόπιστα και κακόβουλα
σχόλια πολλών. Θυμάμαι τον γέροντα αξημέρωτα μέσα στο καταχείμωνο, στον Άη
Θανάση, πριν ακόμα τον εφημέριο, τους επιτρόπους και την νεωκόρο να τεμαχίζει
ξεπαγιασμένος μέσα στο ιερό τις λειτουργιές μ’ ένα σουγιά και θυμάμαι έξω από
την Εκκλησία το στρατιωτικό τζιπ και το φανταράκι να κοιμάται πάνω στο τιμόνι.
Τον θυμάμαι να ιερουργεί φορώντας ένα ελαφρό, φθηνό, απέριττο και φθαρμένο σάκο
που αντί για τα κουδουνάκια που κουμπώνουν στα πλαϊνά είχε γαλάζιες
κορδελίτσες. Τον θυμάμαι να εκφωνεί στην Ωραία Πύλη το «Κύριε. Κύριε. Επίβλεψον
εξ ουρανού» κι ύστερα όταν ήταν οι ψαλτάδες να πούνε τη φήμη του, να μας γνέφει
να την παρακάμψουμε και να διαβάσουμε τον Απόστολο. Και τον θυμάμαι να βγαίνει
για το απαραίτητο κήρυγμα το ταπεινό του κουκουλάκι, το επανωκαλύμαφκο, και
ακουμπώντας τα δύο άγια του χεράκια στο απλό ξύλινο μπαστουνάκι του. Τα
κηρύγματά του ήτανε σύντομα αλλά, μεστά και περιεκτικά. Γινόταν σε γλώσσα λόγια
αλλά, κατανοητή. Ήταν συχνά κεραυνοί κατά των ισχυρών της γης γιατί ο γέροντας
κατά το πάντα καθαρά τοις καθαροίς είχε παρρησία όταν βέβαια πάντα επίκαιρα και
κατέληγε πάντα στην γνωστή επωδό: «Εξ όσων ελέχθησαν συνάγεται ότι». Κι αυτό το
«ότι» ήταν πάντα ο θρίαμβος της Αναστάσεως και όχι το σκοτάδι του τάφου. Έτσι
για να φεύγουν οι Χριστιανοί απ’ την Εκκλησιά ξαλαφρωμένοι και γεμάτη ελπίδα,
χαρά και αισιοδοξία. Τον θυμάμαι μετά την απόλυση στην εστία να περιφρονεί την
διευθυντική πολυθρόνα, να μένει ασυγκίνητος μπροστά στον δίσκο με τα κεράσματα,
να ζητάει λίγο νερό για να ευχηθεί στα παιδιά, να ακούει προσεκτικά την αναφορά
μου, να εκφράζει την ευαρέσκεια του κι ύστερα να παίρνει βιαστικά τον δρόμο της
επιστροφής ευγενής, λεπτός, πράος και μειλίχιος όπως ήτανε. Τον θυμάμαι στην
επίσημη πανηγυριώτικη τράπεζα της Αγίας Τριάδος να τρώει το πιλαφάκι του κι
ύστερα να καταλύει στο υπόγειο αρχαντικού του αυγερινού αγνοώντας τα μεγάλα,
φωτεινά, πολυτελή δωμάτια των ορόφων. Θυμάμαι σε μια τέτοια περίπτωση τον
συνόδευσα με το πρώτο ΙΧ που βρέθηκε μπροστά μας. Ένα σαραβαλάκι. Κρατούσε
μάλιστα το βαλιτσάκι του και δεν ήταν ούτε Disney, ούτε Samsonite.
Ένα παμπάλαιο, φθηνό και φθαρμένο κουτί. Στην διαδρομή από το μοναστήρι προς το
Κονστάντανσκο, το σχολίασα. Η απάντηση του γέροντα ήταν: «Την κάνει ακόμα τη
δουλειά του.». Τον θυμάμαι στο πανηγύρι του Μικροκάστρου να κουβαλάει, νύχτα,
στην πλατούλα του ένα ράντσο για τις ανάγκες κάποιου Χριστιανού και τον θυμάμαι
στο σπίτι του να μαγειρεύει, να σφουγγαρίζει και να σιδερώνει. Μαθαίνω ότι
τελευταία βάλθηκε να βάψει το Επισκοπίο στη Σιάτιστα. Τον ρώτησαν, λέει: «Πώς
τό ‘παθες στα γεράματα;». Και εκείνος απάντησε: «Για τον καινούργιο. Που θα
μείνει ο άνθρωπος;». Δεν ξέρω, αγαπητοί μου, τη δική σας προσωπική στάση
απέναντι στο φαινόμενο γέρων Αντώνιος Κόμπος αλλά, λείαν αγαπητός και σεβαστός
Μητροπολίτης, απλός, σεμνός και ταπεινός. Σας βεβαιώνω, όταν ακόμα υπηρετούσα
στον Πεντάλοφο, μου έλεγε: «Καλά κάνει ο γέροντας και είναι απέριττος και
ασκητικός αλλά, μήπως τώρα που γέρασε πολύ να σκεφθεί ότι ο διάδοχός του θα
έχει πρόβλημα.». Εξ’ όσων εν συντομία ελέχθησαν συνάγεται ότι ο γέροντάς μας θα
μείνει στην ιστορία, στην καρδιά και στη θύμηση όλων μας σαν μια ιερή μορφή,
σαν μια αγιασμένη, χαριτωμένη, φωτισμένη και πολυσχιδής προσωπικότητα, σαν ένας
δεινός οιακοστρόφος της Εκκλησίας μας που έζησε, διακόνησε και δίδαξε με το
ζωντανό παράδειγμά του, σε μία φτωχή και εκ των πραγμάτων δύσκολη επαρχία που
την κόσμησε και την ανέδειξε και αφήνει πίσω του όχι μόνο σπουδαίο έργο αλλά
και, πολύ βαριά κληρονομιά. Θα έλεγα ότι όσοι ποθούμε την Ουράνια Βασιλεία δεν
έχουμε παρά να τον μιμηθούμε, να ακολουθήσουμε τα άγια βήματά του. Αλλά, πως
μπορεί να γίνει κατορθωτό κάτι τέτοιο σε ένα σύγχρονο κόσμο, όπου κυριαρχούν η
λατρεία της ύλης, η έπαρση, η ολιγοπιστία και οι ποικίλοι συμβιβασμοί.».
Είναι λοιπόν, ένα κείμενο ενός
εκπαιδευτικού, ο οποίος όπως καταλάβατε υπηρέτησε στον Πεντάλοφο επί αρκετά
χρόνια και ο μακαριστός Αντώνιος άφησε τη σφραγίδα, όπως και σε πολλών άλλων,
και στη δική του την καρδιά.
Να έχουμε, όλοι μας, την ευχή
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου