Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021

Ἂς ἀγαπήσουμε τοὺς ἐχθρούς μας - Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

Ἂς ἀγαπήσουμε τοὺς ἐχθρούς μας

«Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν…» (Λουκ. 6,35)

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

Ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων, μοναδικὸς ἰατρός, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅπου ἄγγιζε τὸ ἅγιό του χέρι ἢ ὅποιος ἀσθενὴς τὸν ἄγγιζε, κάθε ἀσθένεια γιατρευόταν. Ἰατρεῖο του εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία· «τίς ὀδυνώμενος καὶ προσπίπτων τῷ ἰατρείῳ τούτῳ οὐ θεραπεύεται;»(Παρακλ. ἦχος δ΄, Κυρ. ἑσπ. ἀπόστ. καταν.). Νοσοκόμοι ὑπηρέτες τοῦ ἰατρείου του εἶνε οἱ κληρικοί. Καὶ τὰ φάρμακα ἐδῶ εἶνε δοκιμασμένα, ἀποτελεσματικά, στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Πρῶτο φάρμακο ἡ πίστι («μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται» Λουκ. 8,50), φάρμακο ἡ μετάνοια, φάρμακο τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, φάρμακο καὶ τὰ θεόπνευστα ῥητά, τὰ ἀθάνατα λόγια τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ ἀκοῦμε κάθε φορὰ στὴ λατρεία μας· θεραπεύουν ἀσθένειες τῆς ψυχῆς.

Ἐμεῖς βέβαια δίνουμε μεγαλύτερη προσοχὴ σὲ σωματικὲς ἀσθένειες, ὅπως εἶνε στὶς ἡμέρες μας π.χ. ἡ μάστιγα τοῦ καρκίνου, ποὺ καὶ μόνο τὸ ὄνομά της τρομοκρατεῖ.

Καὶ ὅμως κι ἀπὸ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ ὑπάρχει μιὰ ἄλλη πιὸ φοβερή, ἕνας ἄλλος «καρκίνος», ποὺ τρώει τὰ σπλάχνα τῆς ἀνθρωπότητος. Ποιά εἶνε ἡ βαρειὰ αὐτὴ ἀσθένεια, ποὺ τὰ ἀνθρώπινα μέσα δὲν μποροῦν νὰ τὴ νικήσουν; Εἶνε αὐτὸ ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· εἶνε τὸ μῖσος, ἡ ἀποστροφή, ἡ ἔχθρα ποὺ αἰσθάνεται κάποιος γιὰ τὸ συνάνθρωπό του.

Αὐτὸ τὸ αἴσθημα εἶνε δαιμονικό, θανάσιμη ἁμαρτία. Ἡ ἔχθρα ὥπλισε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ χέρι τοῦ Κάιν ἐναντίον τοῦ Ἄβελ, καὶ αὐτὴ ἔκτοτε ὑποκινεῖ τὰ ἐγκλήματα ἐναντίον ἀδελφῶν. Ὁ αἰώνας μας εἶνε αἰώνας ἐπιστημονικῶν ἐπιτευγμάτων, ἀλλὰ καὶ φρικτῶν ἐγκλημάτων, μὲ δύο παγκοσμίους πολέμους. Καὶ ποιά ἡ αἰτία τῶν πολέμων; Ἡ ἔχθρα μεταξὺ λαῶν, ἐθνῶν, συστημάτων, ἰδεολογιῶν. Ἀσθένεια θανάσιμη.

Φάρμακο ὑπάρχει; Πολλὲς ἐλπίδες στήριξε ἡ ἀνθρωπότητα σὲ διεθνεῖς ὀργανισμοὺς καὶ συμμαχίες (Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, Ο.Η.Ε., Ν.Α.Τ.Ο.) ποὺ συστάθηκαν μετὰ τὶς ἀνθρωποσφαγές. Τὰ διαβήματα, οἱ μεσολαβήσεις, οἱ διαπραγματεύσεις τῆς διπλωματίας δὲν φαίνεται νὰ θεραπεύουν ῥιζικῶς τὸ κακό· εἶνε μᾶλλον «χάπια» καὶ «ἔμπλαστρα», ἀνίκανα ν᾽ ἀγγίξουν τὴν ψυχή. Μὲ ἀνθρώπινα «γιατροσόφια» ἡ ἀσθένεια τῆς ἔχθρας δὲν γιατρεύεται· χρειάζεται θεϊκὴ συνταγή, φάρμακο ἀποτελεσματικό, ἔστω κι ἂν αὐτὸ φαίνεται δυσάρεστο· τὰ ὠφέλιμα φάρμακα εἶνε συνήθως πικρά.

* * *

Σήμερα λοιπόν, ἀγαπητοί μου, στὸ εὐαγγέλιο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς προσφέρει τὸ φάρμακο. Καὶ δίνοντας τὴ συνταγή του ἀρχίζει μὲ τὴ λέξι «Πλήν…». Ἐννοεῖ δηλαδή· Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς φιλοσοφίες, τὰ θρησκεύματα, τὶς ἰδεολογίες, ποὺ περιορίζουν τὴν ἀγάπη σὲ στενὸ κύκλο, ἐγὼ λέω κάτι τελείως διαφορετικό· τεντώνω τὸ τόξο τῆς οὐρανίου διδασκαλίας καὶ ῥίχνω σωτήριο βέλος. Ἔρχομαι πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ κατεβάζω ἐδῶ στὴ γῆ κάτι ὑψηλὸ σὰν τὸν οὐρανό, βαθὺ καὶ ἀπέραντο σὰν τὸν ὠκεανό, τὴν ἐσταυρωμένη ἀγάπη, ποὺ ἡ ἀνθρωπότης δὲν συνέλαβε τὸ ὕψος καὶ τὸ πλάτος της, καὶ λέω· «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» (Λουκ. 6,35).

Μπρὸς λοιπόν, γενναῖοι, προχωρῆστε! Μὴν ἀγαπᾷς μόνο τὴ γυναῖκα καὶ τὸ παιδί σου, τὸν συγγενῆ καὶ τὸ φίλο, τὸ χωριανὸ καὶ τὸν πατριώτη. Διάρρηξε τὸν στενόκαρδο κλοιό, σπάσε τὰ καλούπια τοῦ μίσους καὶ τῆς ἀπέχθειας. Προχώρει, γίνε ἐπίγειος ἄγγελος· διάνοιξε τὸν κύκλο τῆς ἀγάπης σου καὶ κλεῖσε μέσα του ὅλο τὸν κόσμο, κι αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς ἐχθρούς!

–Ἄχ, Κύριε, αὐτὸ εἶνε ἄφθαστο. Δὲν εἶμαι ἄγγελος· ἄνθρωπος εἶμαι. Δὲν ἔχω δύναμι νὰ ὑπομείνω τὴν κακία, τὴν ἀδικία. Ἀδύνατον! φωνάζει ὁ φτωχός, ποὺ τὸν συνθλίβει ἡ κεφαλαιοκρατία, ὁ ἐργάτης ποὺ τὸν ἐκμεταλλεύεται ὁ ἐργοστασιάρχης. Ἀδύνατον! φωνάζει ὁ πατέρας, νὰ δεχτῶ αὐτὸν ποὺ κατέστρεψε τὸ παιδί του. Ἀδύνατον! λέει ἡ γυναίκα, νὰ μὴ μισῶ αὐτὸν ποὺ δολοφόνησε τὸν ἄντρα μου. Ἀδύνατον! φωνάζουν τὰ ὀρφανά, ν᾽ ἀντικρύσουμε αὐτὸν ποὺ σκότωσε τὸν πατέρα μας… Ἀδύνατον, Κύριε· πές μας κάτι ἄλλο νὰ κάνουμε.

Παρ᾽ ὅλα ὅμως αὐτὰ ὁ Κύριος ἐξακολουθεῖ νὰ δείχνῃ τὸν σταυρό του καὶ νὰ προτρέπῃ· «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν»! Καὶ ὁ λόγος του αὐτὸς δὲν ἀποβλέπει ἀλλοῦ· θέλει νὰ θεραπεύσῃ τὴν ταραγμένη ψυχή μας.

Εἶνε πράγματι, ἀδελφοί μου, ἀξιολύπητος ὅποιος κρατάει μέσα του μῖσος κ᾽ ἔχει μνησικακία. Μαῦρες σκέψεις ἀναστατώνουν τὴν ψυχή του καὶ φαρμακώνουν τὴ ζωή του, χάνει τὸν ὕπνο του. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὑποκύπτει σ᾽ ἕνα πάθος κτηνῶδες· μοιάζει μὲ τὴν καμήλα, ζῷο ποὺ ἂν τοῦ κάνῃς κάποιο κακό, ὅσος χρόνος κι ἂν περάσῃ δὲν τὸ ξεχνάει· μόλις σὲ ξαναδῇ, θὰ ὁρμήσῃ κι ἀλλοίμονό σου.

 Ὁ μνησίκακος παγιδεύεται στὴν κακία του. Μικρὸ παιδὶ εἶχε π.χ. μιὰ διένεξι· μεγάλωσε, γέρασε, ἄσπρισαν τὰ μαλλιὰ καὶ τοῦ ᾽πεσαν τὰ δόντια, μὰ μὲ τὸ γείτονά του δὲν θέλει νὰ συμφιλιωθῇ. Στὸ τέλος χάνει καὶ τὴν ψυχή του. Μοῦ ἔλεγε ὁ καλὸς παπᾶς κάποιου χωριοῦ πῶς «πάλεψε» μ᾽ ἕνα γέροντα 85 ἐτῶν. Τὸν καλοῦσε νὰ ἐξομολογηθῇ, μὰ ἐκεῖνος εἶχε ἄσπονδο μῖσος μ᾽ ἕνα γείτονά του. –Μπαρπα - Γιῶργο, πλησιάζει τὸ τέλος, ἑξομολογήσου νὰ κοινωνήσῃς· σὲ παρακαλῶ ὅμως νὰ συχωρέσῃς τὸ γείτονα. –Ὄχι, ἀδύνατον! δὲν μπορῶ νὰ τὸν συγχωρήσω. Καὶ μὲ τὸ «Δὲν μπορῶ» βγῆκε ἡ ἀμετανόητη ψυχή του, γιὰ νὰ κάνῃ βουτιὰ στὴν κόλασι. Γιατὶ ἡ κόλασι δὲν εἶνε τίποτ᾽ ἄλλο παρὰ μῖσος σατανικό.

Συχνὰ μάλιστα ἡ μνησικακία συνοδεύεται κι ἀπὸ ἐκδικητικότητα. Ἀβυσσαλέο πάθος ἡ ἐκδίκησι· ποιός Δάντης, ποιός Σαίξπηρ, ποιός τραγικὸς μπορεῖ νὰ τὸ περιγράψῃ; Ἀφήνω ἄλλα παραδείγματα, ἀναφέρω ἕνα μόνο. Κάποτε, πολὺ παλιά, ταξίδευε ἕνα ἱστιοφόρο πλοῖο κ᾽ ἔπεσε σὲ τέτοια τρικυμία, ὥστε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ βυθιζόταν. Μέσα σ᾽ αὐτὸ ταξίδευε καὶ κάποιος ποὺ εἶχε μῖσος μὲ κάποιον συνταξιδιώτη του· ὁ ἕνας στὴν πλώρη, ὁ ἄλλος στὴν πρύμη. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ σκάφος θὰ βυθιζόταν, ὁ ἐκδικητικὸς αὐτὸς τί ἔκανε; Ἀνέβηκε στὸ κατάρτι – γιατί νομίζετε; γιὰ νὰ δῇ πρῶτα τὸν ἐχθρό του νὰ πνίγεται καὶ μετὰ νὰ πνιγῇ αὐτός! Τέτοιο εἶνε τὸ πάθος αὐτό.

* * *

«Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Ὄχι, ὁ Χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ μισῇ. Ὁ Κύριος ὄχι μόνο μὲ τοὺς λόγους του ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του διδάσκει ν᾽ ἀγαποῦμε. Ποιός ἄλλος ἀδικήθηκε περισσότερο; Ἐνῷ «διῆλθεν εὐεργετῶν»(Πράξ. 10,38), πόσες ἀδικίες καὶ διαβολὲς δὲν ἄκουσε! Καὶ τότε πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρό του συγχώρησε τοὺς δολοφόνους του λέγοντας· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι»(Λουκ. 23,34). Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριος μᾶς δίνει τέτοιο παράδειγμα, θά ᾽μαστε ἀνάξια παιδιά του ἂν δὲν ἀκολουθήσουμε τὰ ἴχνη του.

–Μὰ ὁ Χριστὸς ἦταν Θεός· ἐγὼ δὲν εἶμαι Θεός, εἶμαι μικρὸς κι ἀδύνατος· δὲν μπορῶ…

Ἄ, ἔτσι λές; Ἔ λοιπὸν ἄνοιξε τὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ τί θὰ δῇς; Ἕναν Παῦλο, ποὺ τὸν ἀπειλοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι, νὰ παρακαλῇ τὸ Θεὸ νὰ τοὺς συγχωρήσῃ (βλ. ῾Ρωμ. 9,3· 10,1· 11,14). Θὰ δῇς ἕναν Στέφανο νὰ προσεύχεται γι᾽ αὐτοὺς ποὺ τὸν λιθοβολοῦσαν «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς (=μὴν τοὺς καταλογίσῃς) τὴν ἁμαρτίαν ταύτην»(Πράξ. 7,60). Ἄνοιξε καὶ τὰ συναξάρια· καὶ θὰ δῇς, ὅτι ὁ ἅγιος Διονύσιος Ζακύνθου(17 Δεκ.) συγχώρησε καὶ προστάτευσε τὸν φονέα τοῦ ἀδελφοῦ του!

–Ἔ, αὐτοὶ ἦταν ἅγιοι· ἐγὼ εἶμαι ἀδύναμος.

Προβάλλεις, βλέπω, διαρκῶς προφάσεις. Σοῦ λέω λοιπόν, ὅτι ἔχουμε καὶ ἄλλα παραδείγματα. Στὴν ἐπανάστασι τοῦ ᾽21 ἔδρασε ὁ Γέρος τοῦ Μοριά, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Σὲ ἐμφύλια διαμάχη στὴν Πελοπόννησο οἱ Ἕλληνες, ῾Ρουμελιῶτες καὶ Μανιάτες, χωρίστηκαν –ἡ κατάρα τοῦ ἔθνους μας– καὶ ἕνα βόλι σκοτώνει τὸ παιδί του. Ὁ Κολοκοτρώνης ἔκλαψε τὸ γυιό του καὶ τὸν ἔθαψε. Μετὰ ἀπὸ χρόνια μαθαίνει ποιός τὸν σκότωσε. Πάει καὶ τὸν βρίσκει. Τρομοκρατεῖται ἐκεῖνος. Ἔλα ᾽δῶ, τοῦ λέει. Τὸν παίρνει καὶ τὸν πάει στὸ σπίτι, στὴ μάνα του. Ἐκείνη τοῦ φώναξε· –Παιδί μου, τὸ φονιᾶ τοῦ παιδιοῦ σου μοῦ ᾽φερες ἐδῶ μέσα; –Σώπα, μάνα, τῆς ἀπαντᾷ· αὐτὸ εἶνε τὸ καλύτερο μνημόσυνο τοῦ παιδιοῦ μας!

Καὶ στὸ ἔπος τῆς Ἀλβανίας, δὲν εἶνε λίγες οἱ περιπτώσεις, ποὺ ὅταν Ἕλληνες ἔπιαναν Ἰταλοὺς αἰχμαλώτους, τότε –τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου– δὲν τοὺς ἔσφαζαν· μοιράζονταν μαζί τους τὴν κουραμάνα καὶ φάρμακα.

* * *

Αὐτὴ εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἑλλάδα. Γενναία μὰ χωρὶς μῖσος, βαδίζει στὰ ἴχνη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Κ᾽ ἐμεῖς ἂς ξερριζώσουμε ἀπὸ τὴν καρδιὰ τὸ μῖσος. Ἂς ἀγαπήσουμε ὅ,τι ὡραῖο ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἀγάπη πλατειά, ἀκόμη καὶ στοὺς ἐχθρούς, γιὰ νὰ εἴμαστε ἀντάξια παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, τέκνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου