Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

Νέοι Απόστολοι (α) - Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

Νέοι Απόστολοι (α)

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

«Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ» (Ματθ. 9,37-38)

Εἴδαμε, ἀγαπητοί μου, ποιοί ἦταν οἱ ἀπόστολοι πρὶν γνωρίσουν τὸ Χριστό, καὶ ποιοί ἔγιναν μετὰ τὴ γνωριμία, τὴν τριετῆ μαθητεία καὶ συν­αναστροφὴ μαζί του, πρὸ παντὸς δὲ μετὰ τὴν ἔ­λευσι σ᾽ αὐτοὺς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ μεταβολή τους ἦταν καταπληκτικὴ καὶ τὸ ἔργο τους ἀσύγκριτο μὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἀνθρώπινο ἔργο· ἔργο θεῖο, ὑπερφυσικό. Βρῆκαν μιὰ κοι­νωνία ποὺ κυλιόταν ἐπὶ αἰῶνες στὰ σκότη, σὲ δεισι­δαιμονίες, εἰδωλολατρία καὶ διαφθορά, καὶ μέσα σὲ πολὺ σύντομο διάστημα δημιούργησαν νέα κοινωνία, μετέβαλαν κτηνώδεις ὑπάρξεις σὲ ἀγ­γελικές, τὶς ὡδήγησαν ἀπὸ τὸ παρὰ φύσιν στὸ ὑ­πὲρ φύσιν. Ποιοί; Οἱ ἀγράμματοι ἁλιεῖς τῆς Γαλι­λαίας! Αὐτὸ δὲν εἶνε ἕνα ἐξαίσιο θαῦμα; Ὁ ἱ. Χρυ­σόστομος παρατηρεῖ, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο νίκησε διὰ τῶν ἀγραμμάτων, ἀσθενῶν καὶ ἀόπλων ἁλιέων, καὶ θαυμάζει· «Ἀπὸ ποῦ νίκησαν οἱ ἀ­σθενεῖς τοὺς ἰσχυρούς, οἱ δώδεκα τὴν οἰκουμένη, ὄχι διαθέτοντας τὰ ἴδια ὅπλα, ἀλλὰ μαχόμενοι γυμνοὶ ἐναντίον ἐνόπλων;» (βλ. ὁμ. γ΄ εἰς Α΄ Κορ.· P.G. 61,28).

Στὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ οἱ ἀπόστολοι ἀποτελοῦν ἰδιαίτερο κεφάλαιο. Εἶνε οἱ ζωντανὲς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τὰ θεμέλια τῆς θείας οἰκοδομῆς, οἱ οὐρανομήκεις στῦλοι ποὺ θαυμάζουν ἀ­κόμα καὶ ἐχθροί τους. –Μιὰ μικρὴ ψαρόβαρκα, συλλογίζονται, νὰ ξεκινάῃ ἀπὸ τὴν Τιβεριάδα, νὰ διασχίζῃ ἕναν ὠ­κεανό, νὰ παλεύῃ μὲ τὰ ἄγρια κύ­ματα τῆς εἰ­δωλολατρίας, καὶ νὰ μὴ βουλιάζῃ; ἀναγνωρίζουμε τὸν ἡρωισμό τους.
Λέγοντας ὅμως αὐτὰ ἀμέσως ἀντεπιτίθενται· Σπουδαῖοι οἱ δώδεκα ἀπόστολοι, ναί, ἀξιοθαύμα­στη ἡ ἐπιτυχία τους, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ «τῷ καιρῷ ἐ­κείνῳ»· σήμερα τί; ὑπάρχουν τώρα τέτοιοι; Δεῖξ­τε μας ἕναν Παῦλο, ἕναν Πέτρο, ἕ­ναν Ἰωάννη. Πῶς θέλετε νὰ πιστέψουμε, ὅταν στὶς θέσεις ἐ­κεί­νων βλέπουμε τελείως ἀντίθετα παραδεί­γματα;…
Ἀπαντώντας σ᾽ αὐτὸ λέμε τὰ ἑξῆς. Ὅπως ἐ­πά­νω στὸ δέντρο δὲν βρίσκονται δύο φύλλα ἐν­τελῶς ὅμοια καὶ ὅπως μέσα στὸ σύμπαν δὲν ὑ­πάρχουν δύο οὐράνια σώματα ἀπολύτως ἴδια, ἔτσι καὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἂν ἀληθεύῃ ὅτι κάθε πρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο εἶνε ἀν­επανάληπτο, πολὺ περισσότερο αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τοὺς Δώδεκα ἀποστόλους, ποὺ εἶχαν μία μοναδι­­­κὴ ἀποστολὴ καὶ ἦταν ἐξ ὕψους, ἀπὸ τὸ Θεό, ὡπλισμένοι μὲ ἔκτακτη δύναμι· κανείς στὴν ἱ­στορία δὲν θὰ μπο­ρέσῃ νὰ τοὺς φτάσῃ. Μεταξὺ τῶν πιστῶν διὰ μέσου τῶν αἰώνων βρίσκουμε ὁ­μοιότητες, ὑπάρχουν ὅμως καὶ διαφο­ρὲς ποὺ τοὺς κάνουν νὰ διακρίνωνται μεταξύ τους. «Ἀ­στέρι ἀπὸ ἀστέρι διαφέρει στὴ λάμψι» (Α΄ Κορ. 15,41).
Νέος ἀπόστολος Παῦλος λοιπόν, ἀπολύτως ὅ­μοιος, δὲν πρόκειται νὰ ἐμφανιστῇ· μιμηταὶ ὅ­μως ἐ­κείνου καθὼς καὶ τῶν ἄλλων ἀποστόλων μποροῦν νὰ ἐμφανιστοῦν, Χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι μὲ ἀγῶνες καὶ κό­πους θὰ πλησιάζουν πρὸς τὰ ὑψηλὰ πρότυπα ἐκείνων. Σ᾽ αὐτὸ προτρέπει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος λέγοντας· «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (ἔ.ἀ. 11,1).
Ἐμεῖς βέβαια οὔτε τὴ σκιὰ τῶν ἀποστόλων δὲν φτάνουμε. Ἡ ἀπαίτησι ὅμως τοῦ κόσμου, νὰ βλέπῃ στοὺς Χριστιανοὺς καὶ μάλιστα στοὺς ποι­­μένες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας τὰ γνωρίσματα τῆς ἀποστολικῆς ζωῆς καὶ δράσεως, εἶνε δικαιολογημένη. Καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν πρέπει αὐ­τοὶ ἁπλῶς νὰ ἐγκωμιάζουν τοὺς ἁγίους ἀποστόλους καὶ νὰ τοὺς προβάλλουν ὡς ἀπόδειξι τῆς θεϊκῆς προελεύσεως τῆς πίστεώς μας, ἀλλὰ πρέ­πει καὶ οἱ ἴδιοι νὰ προσπαθοῦν νὰ τοὺς μοιά­­σουν δείχνοντας ὅτι καὶ σήμερα ὁ Χριστὸς νικᾷ καὶ βασιλεύει. Ὑπ᾽ αὐτὴ τὴν ἔννοια ὅλοι ὅσοι μιμοῦνται καὶ βαδίζουν στὰ ἴχνη τῶν Δώδεκα ἀποστόλων μποροῦν νὰ ὀνομαστοῦν νέοι ἀπόστολοι. Ἔτσι δὲν ὠνόμασαν τὸν μέγα Ἀ­­θανάσιο δέκατον τρίτον ἀπόστολον; Καὶ νέον ἀπόστολον δὲν ἐπευφημεῖ ἡ Ἐκκλησία τὸν ἱ. Χρυσόστομο; Καὶ ὡς ἰσαποστόλους δὲν ὑμνεῖ ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ πορεύθηκαν μὲ κόπο σὲ τόπους μακρινοὺς κ᾽ ἐκεῖ κήρυξαν καὶ μαρτύρησαν, ὅπως π.χ. ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός;

* * *
Νέους ἀποστόλους χρειάζεται κάθε γενεὰ καὶ ἐποχή. Ἡ παρουσία τους εἶνε εὐλογία, ἡ ἀπουσία τους εἶνε ἐγκατάλειψις, τιμωρία τοῦ Θεοῦ.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ὑπάρχει σήμερα ἀ­ποστολικὸ πνεῦμα; ὑπάρχουν ἀποστολικὲς μορφές; Πρὶν ἀπαντήσουμε ἂς ἀκούσουμε τί ἔλεγε γιὰ τὴ δική του ἐποχὴ ὁ ἱ. Χρυσόστομος. Συγ­κρίνον­­τας τὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο τῆς γενεᾶς του, ποὺ χρονικῶς δὲν ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὴ μαρτυρι­κὴ ἀποστολικὴ ἐποχή, ἔβλεπε ἤδη τότε μεγάλη διαφορά· λόγῳ χαλαρώσεως στὴ ζωὴ τῶν περισ­σοτέρων χριστιανῶν μετὰ τὴν παῦσι τῶν σκλη­ρῶν διωγμῶν, οἱ εἰδωλολάτρες δὲν ἑλκύονταν πιὰ στὸν Χριστιανισμὸ ὅπως τὸν καιρὸ τῶν ἀποστόλων· γι᾽ αὐτὸ ὁ ἱερὸς πατὴρ ἔλεγε μὲ πόνο·
Κανένας εἰδωλολάτρης δὲν θὰ ὑπῆρχε, ἂν ἐ­μεῖς ἤμασταν συνεπεῖς Χριστιανοί. Ἂν ὅλοι μιμούμασταν τὸν Παῦλο, πόσους θὰ ἑλκύαμε στὸ Χριστό! Ἀλλὰ τώρα πῶς νὰ ἑλκύσουμε; Οἱ εἰδωλολάτρες βλέπουν νὰ κατέχουν ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς οἱ ἴδιες ἐπιθυμίες ποὺ κατέχουν καὶ αὐ­τούς. Θέλουμε νὰ ἄρχουμε καὶ νὰ ἐξουσιάζουμε, νὰ μᾶς τιμοῦν καὶ νὰ μᾶς δοξάζουν. Πῶς νὰ θαυμάσουν τὸν Χριστιανισμό; Βλέπουν βίους ἐ­πι­λήψιμους, παραδείγματα ἁμαρτωλά, ψυχὲς γήινες. Ὅπως ἐκεῖνοι ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς τὸ χρῆμα θαυ­μάζουμε, τὸ θάνατο φοβόμαστε, τρέμουμε μὴ μᾶς λείψουν τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, στενοχωριόμαστε στὶς ἀσθένειες, μᾶς καίει ὁ ἔρωτας τῆς ματαιοδοξίας, ποθοῦμε ἀξιώματα, γινόμαστε κόλα­κες ἀπὸ φιλοδοξία καὶ φιλαργυρία. Ἀπὸ ποῦ νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι, ἀπὸ τὰ θαύματα; μὰ θαύ­ματα δὲν κάνουμε· ἀπὸ τὴν καλή μας διαγω­γή; μὰ αὐτὴ δὲν ὑπάρχει· ἀπὸ τὴν ἀγάπη; μὰ δὲν ἔμεινε οὔτε ἴχνος της. Γι᾽ αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ θὰ δώσουμε λόγο καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάνουμε ἐμεῖς καὶ γιὰ τὸν σκανδαλισμὸ ποὺ προ­ξε­νοῦμε στοὺς ἄλλους. Ἂς ξυπνήσουμε λοιπόν, ἂς δείξουμε ἐπάνω στὴ γῆ πολιτεία οὐράνια, σύμφωνα μὲ τὸ «Ἡμῶν τὸ πολί­τευμα ἐν οὐ­ρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. 3,20). Ἂς ἀγωνιστοῦμε γενναῖα γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό…
Ἀλλὰ ἔχουμε, λέμε στοὺς κατηγόρους μας, νὰ σᾶς δείξουμε μεγάλους ἄνδρες ποὺ ἔζησαν στὸ παρελθόν. –Ναί, λέει ὁ εἰδωλολάτρης, ἀλλ᾽ ἀπὸ ποῦ ἐγὼ νὰ πιστέψω, ἀπὸ τὸ παρελθόν; δὲν βλέπω νὰ πράττετε ἐσεῖς οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖνα ποὺ ἔπρατταν ἐ­κεῖνοι. Δεῖξτε μας ἕναν ἄλλο Παῦ­λο καὶ Ἰωάννη. Μὰ δὲν ἔχουμε. Ἐκεῖνοι εἶ­χαν ἀνιδιοτέλεια καὶ αὐταπάρνησι, ἐνῷ ἐμεῖς γιὰ ἕναν ὀβολὸ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ σκοτωθοῦμε καὶ νὰ σκοτώσουμε· γιὰ μιὰ φούχτα χῶμα τρέχουμε στὰ δικαστήρια· γιὰ νὰ μὴν πεθάνῃ τὸ παιδάκι μεταχειριζόμαστε τὰ πάντα, καταφεύγουμε σὲ ὅλα τὰ σατανικὰ μέσα, καὶ τὸν διάβολο προσ­κυ­νᾶμε. Κι ὅλα αὐτὰ τὰ φοβερὰ τὰ τολμοῦμε – πότε; μετὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Τί μᾶς ἀπομένει; Τίποτε ἄλλο, παρὰ τὰ θρηνήσουμε γιὰ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ συμφορά μας. Ἐλάχιστο ποσοστὸ τῆς ἀνθρωπότητος σῴ­ζεται (βλ. ὁμιλ. Ι΄ εἰς Α΄ Τιμ.· P.G. 62,551-552).
* * *
Τότε οἱ Χριστιανοὶ ἦταν τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ καί, ἐνῷ ἔπεσαν ἀνάμεσα σὲ ἀγέλη λύκων, στὴν ἄγρια καὶ διεφθαρμένη κοινωνία, νίκησαν τοὺς λύκους, τοὺς μετέβαλαν σὲ πρόβατα, πράους καὶ εὐγενικοὺς καὶ εὐεργετικούς, ἐνῷ τώρα τὰ πρόβατα, ὄχι μόνο τὰ πρόβατα ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ πρόβατα οἱ ποιμένες, ὑπέστησαν μεγάλη διαφθορὰ τῶν ἠθῶν, ἄλλαξαν φύσι, μεταβλήθηκαν σὲ λύκους, κατασπαράζουν τὴν ἱερὰ ποίμνη καὶ προξενοῦν μεγάλη ζημιὰ καὶ φθορὰ στὴν κοι­νωνία. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ χριστιανικὴ παράταξι στὶς μέρες μας νικᾶται, ἐπειδὴ στερεῖται τὴν εὐ­λογία τοῦ Καλοῦ Ποιμένος. Ἄοπλοι οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων νίκησαν τὸν ὡπλισμένο εἰδωλο­λατρικὸ κόσμο καὶ ἔστησαν τὴ σημαία τοῦ Χριστοῦ στὴν Πνύκα τῶν Ἀθηνῶν καὶ στὸ Καπιτώλιο τῆς ῾Ρώμης. Ἐνῷ κατόπιν τί ἀντιστροφὴ τοῦ ἀποστολικοῦ πνεύματος παρατηρήθηκε! Ἰσχυρὰ κράτη τῆς Εὐρώπης, ποὺ καυχόνταν γιὰ τὸ χριστι­ανικὸ πολιτισμό τους κ᾽ ἔχουν στὶς σημαῖες τους τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, κατὰ τοὺς τελευταί­ους αἰῶνες ἐξώρμησαν στὶς χῶρες τῶν λεγο­μένων ἀγρίων ἀπολιτίστων λαῶν, νίκησαν διὰ πυ­ρὸς καὶ σιδήρου τὴν ἀντίστασί τους, καὶ μετέ­βαλαν τὶς χῶρες τους σὲ ἀποικίες, τὶς ὁποῖες ἐκ­μεταλλεύονταν ἐπὶ αἰῶνες. Ποῦ ἴχνος ἀγάπης; ποῦ ἴχνος χριστιανοσύνης; Σοφὸς ἡγέτης τῶν Ἰν­διῶν, κρίνοντας τοὺς Εὐρωπαίους χριστιανοὺς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ἔλεγε· «Καλὸς ὁ Χριστιανισμός, ἀλλὰ φεύγετε μακριὰ ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς, γιατὶ τίποτα ἀπ᾽ ὅσα ὁρίζει τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἐφαρμόζουν».
«Προσέχετε παρακαλῶ σ᾽ αὐτὰ ποὺ λέμε», φωνάζει ἱε­ρὸς πατὴρ τῆς ἀρχαίας ἐκκλησίας· «θέλω νὰ σᾶς ἀ­ποδείξω καὶ νὰ σᾶς ἐνημερώσω ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφές, ὅτι δὲν εἶνε Χριστιανοὶ ὅ­λοι οἱ λεγόμενοι Χριστιανοί, ἀλλά, μὲ τὸ νὰ λέγωνται Χριστιανοὶ μόνο στὸ ὄνομα, ξεγελιῶν­ται ἀπὸ τὴ γυμνὴ ὀ­νομασία. Στὰ λόγια εἶνε Χριστιανοὶ πολλοί, ἀλλὰ στὴν πρᾶξι λίγοι καὶ σπάνιοι· στὴν ἐμφάνισι φαίνονται σὰν Χριστιανοὶ καὶ σὰν μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, στὴν πρᾶξι ὅμως εἶνε προδότες· μὲ τὰ λόγια εὐσεβεῖς καὶ εὔσπλαχνοι, μὲ τὴν πρᾶξι ἀσεβεῖς καὶ ἄσπλαχνοι· στὴν ὀνομασία Χριστιανοί, στὴν πρᾶξι ὅμως εἰδωλολάτρες, ὅπως προεῖπε ὁ προφήτης Δαυΐδ· “Ἀνακατεύτηκαν μὲ τοὺς εἰδωλολά­τρες καὶ ἔμαθαν τὶς συνήθειές τους” (Ψαλμ. 105,35). Καὶ πράγματι σ᾽ ἐμᾶς ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία αὐτή. Ἀπὸ ποῦ εἶνε Χριστι­ανοὶ ὅσοι πιστεύουν σὲ ἰουδαϊκοὺς καὶ εἰδωλολατρικοὺς μύθους, καὶ σὲ γενεαλογίες καὶ μαντεῖες καὶ ἀστρολογίες καὶ μαγεῖες καὶ σὲ φυλαχτά; καὶ σὲ παρατηρήσεις ἡμερῶν καὶ χρόνων, σὲ κληδονισμοὺς καὶ ὄνειρα καὶ σὲ λαλήματα πουλιῶν;… Πῶς θὰ θεωρηθοῦν Χριστιανοὶ αὐτοὶ ποὺ κάνουν τέτοια; Καὶ μὲ ποιό θάρρος τολμοῦν νὰ αὐτοονομάζωνται Χριστιανοί; Καὶ πῶς μάλιστα τολμοῦν νὰ προσ­έλθουν στὰ θεῖα μυστήρια αὐτοὶ ποὺ εἶνε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες;» (P.G. 59,561).
Νά γιατί οἱ ἱεραποστολὲς τῆς Δύσεως, παρ᾽ ὅ­λες τὶς ἀξιοθαύμαστες προσπάθειές τους, ἐλάχι­­στα ἀποτελέσματα ἔχουν νὰ δείξουν. Ὁ ἀντιχρι­στι­ανικὸς βίος τῶν λεγομένων χριστιανικῶν κρα­τῶν ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἐμπόδια στὴν ἐξάπλωσι τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δὲν λέμε ὅτι εἶνε τὸ μόνο. Γιατὶ ὑπάρχουν δυστυχῶς καὶ ἄλλα, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ ἀθεϊστικὸ καὶ ἀντιχριστιανικὸ πνεῦμα τῶν καιρῶν μας, καὶ ἰ­δίως ἀπὸ τὴν καταραμένη διαίρεσι τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου σὲ ποικίλες αἱρέσεις καὶ σχίσματα.
Ποταμοὶ δακρύων καὶ αἱμάτων θὰ χρειαστοῦν γιὰ νὰ ἀνακτηθοῦν τὰ χαμένα πνευματικὰ ἐδάφη καὶ νὰ πάψουν οἱ πέννες τῶν ἀν­τιχρίστων νὰ γρά­φουν, ἐξ αἰτίας τῶν ἀναξίων σημερινῶν χριστια­νῶν, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ψυχορραγεῖ. Ὁ Κύριος ἐκ λίθων νὰ ἐγείρῃ νέους χριστιανικοὺς λαούς…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου