Είμαι στο αυτοκίνητο με τον Επίσκοπο. Παραμονή
της εορτής της Αγίας Παρασκευής. Το πρόγραμμα είναι να αφήσω τον Επίσκοπο στο
μεγάλο χωριό για να χοροστατήσει στο εκεί πανηγύρι κι εγώ να συνεχίσω για ένα
μικρότερο χωριό και να συμμετάσχω ως Ιεροκήρυκας στο τοπικό πανηγύρι.
Κατά την διάρκεια της διαδρομής ο
Επίσκοπος είναι σκεπτικός. Μου ανακοινώνει πως αλλάζουμε πρόγραμμα. Αυτός θα
πάει στο μικρό χωριό και εγώ θα πάω στο μεγάλο χωριό. Διακρίνω μία περίεργη
έκφραση στο πρόσωπο και σκέπτομαι ότι κάτι δεν πάει καλά.
Φθάνουμε στο μικρό χωριό και αφήνω τον Επίσκοπο. Χαρούμενος ο ιερέας για την έκπληξη τρέχει ο ίδιος να χτυπήσει πανηγυρικά την καμπάνα. Φεύγω. Σε λίγη ώρα φθάνω στο μεγάλο χωριό. Αφήνω το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ έξω από την είσοδο του χωριού. Από εκεί μόνο με τα πόδια μπορείς να πας στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.
Βλέπω ότι στην μία άκρη του
πάρκινγκ βρίσκονται οι ιερείς των ενοριών του χωριού. Περίμεναν τον Δεσπότη
αλλά είδαν μόνο τον Ιεροκήρυκα. Τους εξηγώ ότι ο Δεσπότης πήγε απόψε στο άλλο
χωριό.
Ο εφημέριος της Αγίας Παρασκευής
μου λέει: δηλαδή, εμείς ήρθαμε εδώ για τα μούτρα σου; …
Σκέπτομαι, ωραία ξεκινήσαμε.
Άρχισα να καταλαβαίνω γιατί ο Επίσκοπος άλλαξε το πρόγραμμα. Αλλά ακόμα
είμασταν στην αρχή. Ανίδεος για το τι επρόκειτο να επακολουθήσει.
Φθάνουμε στον Ναό σαν την πομπή
των Φαρισαίων που επέστρεφαν από τον Γολγοθά. Και αντικρίζω το εξής θέαμα. Στον
εξωνάρθηκα του Ναού, δίπλα ακριβώς από την κυρίως είσοδο, ήταν τοποθετημένη μία
υπερμεγέθης ψησταριά και οι επίτροποι έψηναν σουβλάκια. Τα οποία πουλούσαν για
την ενίσχυση της ενορίας.
Μία ψησταριά δίπλα στην κεντρική
είσοδο. Παρασκευή βράδυ. Δεν μπόρεσα να αντιδράσω. Ήδη είχα ζαλισθεί από την
τσίκνα.
Ξεκίνησε ο εσπερινός. Ο ναός
γεμάτος από τον καπνό και την τσίκνα των κρεάτων που ψήνονταν.
Καθόμαστε στα στιχηρά του
εσπερινού και ο εφημέριος έρχεται και δίνει δώρα στους ιερείς. Με προσπερνά και
πάει στον επόμενο ιερέα. Περιπαικτικά του φωνάζω: ε, πάτερ, με ξέχασες…
Γυρίζει το κεφάλι και μου λέει:
τα δώρα είναι για τους παπάδες του χωριού, όχι για την αφεντιά σου…
Έβαλα τα γέλια. Δίπλα μου ένας
ιερέας σκύβει και μου λέει στο αυτί: αυτά είναι ντροπής πράγματα που κάνει… Του
απαντώ, ντροπή ξεντροπή εσύ το δώρο το πήρες… και συνεχίζω να γελώ…
Μετά τα αναγνώσματα βγαίνω για το
κήρυγμα. Αυτό δεν είναι χάβρα ιουδαίων… αυτό είναι πανηγύρι με τους
Κονιτοπουλαίους… αποπνικτική ατμόσφαιρα λόγω τσίκνας… οι πιστοί μέσα στο ναό να
αλληλοχαιρετιούνται και να μιλάνε δυνατά…
Συνεχίζω το κήρυγμα. Κάποια
στιγμή ακούω ένα τρανταχτό γέλιο και βλέπω ένα ζευγάρι κοντά στο δεσποτικό να
λέει κάποιο αστείο και όλοι να ξεκαρδίζονται στα γέλια…
Σταματώ το κήρυγμα και τους λέω:
νιώθω αδικημένος. Μπορείτε να μου πείτε και εμένα το αστείο να γελάσουμε παρέα;
Με κοιτάνε με εκείνο το βλέμμα, ποιός είναι ετούτος και τι θέλει τώρα…
Ξεκίνησαν οι ψαλτάδες τα
απόστιχα. Χαιρετώ τους ιερείς. Φεύγω και πάω στο άλλο χωριό για να πάρω τον
Επίσκοπο. Τους βρίσκω στα τελειώματα του Εσπερινού. Με κοιτά ο Επίσκοπος. Χαμογελάει.
Μου κλείνει το μάτι και λέει, θες να πας και αύριο το πρωΐ;…
Μητροπολίτης Χονκ Κονγκ Νεκτάριος
(από το νυν και αεί ανέκδοτο
βιβλίο μου Οι αναμνήσεις ενός Ιεροκήρυκα)
Ελπίζουμε ο Σεβασμιώτατος να πάρει την απόφαση και να εκδώσει το βιβλίο και μάλιστα εμπλουτισμένο και πλήρες. Έχω την αίσθηση ότι θα παράσχει ωφέλεια όχι μικρή.
ΑπάντησηΔιαγραφήα)Κοντεύουν και οι απείρου κάλους στιγμές αυτές να έρθουν και στην Ελλάδα. Είμαστε σε καλό δρόμο.
ΑπάντησηΔιαγραφήβ)Μην πυροβολείτε τα Παρασκευιατικα σουβλάκια. Μπορεί να ήταν αλαδα!