Κυριακή 25 Ιουνίου 2023

Τι σκοτίζει το νου - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Κυριακὴ Γ΄ Ματθαίου (Ματθ. 6,22-33)
 

Τι σκοτίζει το νου

Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός» (Ματθ. 6,22)

Μερικοί, ἀγαπητοί μου, λένε· Τί νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, τί νὰ κάνουμε; ὅλο τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴ­δια ἀκοῦμε!… Ἂν ὅμως τοὺς πιάσῃς αὐ­τοὺς καὶ τοὺς ῥωτήσῃς, τί λέει σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο (βλ. Ματθ. 6,22-33), μεσάνυχτα ἔχουν.
Θὰ προσπαθήσω λοιπὸν νὰ σᾶς ἐξ­ηγήσω μόνο τοῦτο τὸ ῥητό· «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός», τὸ λυχνάρι τοῦ σώματος εἶ­­νε τὸ μάτι (ἔ.ἀ. 6,22). Φτάνουν αὐτὰ τὰ λόγια νὰ σώσουν ὄχι μόνο ἐ­μᾶς ἀλλὰ καὶ τὸν κόσμο ὁ­λόκληρο. Για­τὶ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ζυγίζουν παραπάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα. Ὅσα γράμματα κι ἂν μάθῃς, ὅσα βι­βλία κι ἂν διαβάσῃς, καὶ στ᾽ ἀ­στέρια νὰ πᾷς, ἀνώτερα δὲν θὰ βρῇς· τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶνε διαμάν­τια. Ἕνα διαμάν­τι λοιπὸν ἀπὸ αὐ­τὰ θὰ σᾶς δώσω σήμερα, ἂν καὶ ἡ κοινωνία μας τώρα δὲν τὰ ἐκτι­μᾷ, τὰ περιφρονεῖ. Πάρε μιὰ χούφτα διαμάντια καὶ ῥῖξ᾽ τα στὰ γουρούνια· δὲν θὰ τὰ ἐκτιμήσουν· τὰ γουρούνια θέλουν πίτουρα, βελανίδια, βόρβορο. Μήπως προσβάλλω μ᾽ αὐτό; Μὰ ὁ Χριστὸς τὸ λέει· «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μη­δὲ βάλη­τε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (ἔ.ἀ. 7,6)· φυλάξτε, δηλαδή, τὰ ἀνεκ­τίμητα λόγια μου, μὴν τὰ πῆτε σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ τὰ ἐκτιμήσουν.

Σήμερα λοιπὸν τὸ εὐαγγέλιο ἀρχίζει μὲ τὰ λόγια «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀ­φθαλ­­μός». Τί σημαίνουν αὐτά;

* * *

Θ᾽ ἀρχίσω μ᾽ ἕνα παράδειγμα. Στὸ γηροκομεῖο τῆς Μητροπόλεως στὴ Φλώρινα ἦρθε τὶς μέρες αὐτὲς μιὰ γριά. Δὲν βλέπει καθόλου, εἶ­νε τελείως τυφλή. Τὴν ἔφεραν τὰ παιδιά της καὶ μὲ παρακάλεσαν· Κάνε μιὰ χάρι, δέσποτα· πάρε τὴ γριὰ αὐτὴ στὸ γηροκομεῖο, ὄχι γιατὶ ἐ­μεῖς δὲν ἀγαποῦμε τὴ μάνα μας, ἀλλὰ εἴμαστε φτω­χαδάκια, σκηνῖτες· γυρίζουμε ἀπὸ μέ­ρος σὲ μέρος μὲ τὰ τσαντίρια, καὶ ἂν τὴν κουβα­λᾶ­­­με μαζί μας θὰ βασανίζεται· ἔβλεπε ἄλλοτε μακριά, μάτια ἀετοῦ εἶχε, μὰ ἔ­παθε καταρ­ράκτη… Τὴν πῆρα. Τὸ γηρο­κο­μεῖο εἶνε παλα­τάκι· καὶ ψωμὶ ἔχει, καὶ νερό, καὶ κρέας, καὶ ψάρι, καὶ φάρμακο, καὶ γιατρό, τὰ πάντα ἔχει. Ἡ γριὰ ὅ­μως δὲν μένει εὐ­χαριστημένη. –Ἄχ, ματάκια μου! λέει· ποιός θὰ μοῦ δώσῃ τὸ φῶς; Πηγαίνετέ με σὲ γιατρὸ νὰ μοῦ κάνῃ ἐγ­χείρησι νὰ δοῦν τὰ μάτια μου, κι ἂς πάω πάλι στὸ τσαντίρι… Δυστυχισμένη γυναίκα.
Πιό δυστυχισμένοι ὅμως εἶνε κάποιοι ἄλ­λοι, ποὺ μάτια ἔχουν καὶ μάτια δὲν ἔχουν. Αὐ­τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα.
Τὸ νὰ ἔχῃς μάτια εἶνε κι αὐτὸ μεγάλο πρᾶ­γμα. Ἀλλὰ δὲν ἔ­χουν ἀξία τόσο τὰ μάτια αὐτά· τέτοια ὅρασι ἔ­χουν καὶ τὰ ζῷα, μερικὰ μάλιστα καὶ πιὸ ἰσχυρή. Ὅσο βλέπει π.χ. ὁ ἀετός, δὲν βλέπει ὁ ἄν­­­­θρωπος· χίλια μέτρα ψηλὰ πετάει καὶ βλέπει κάτω τὸ λαγὸ καὶ τὸν πιάνει. Τὰ μάτια μας ἔχουν ἀξία ἀνεκτίμητη, καὶ κα­λὰ κάνεις καὶ τὰ προσέχεις. Μὴν ἀμελήσῃς ὅ­μως νὰ φροντίσῃς πιὸ πο­λὺ κάποια ἄλ­λα μάτια, ποὺ ἂν ἐκεῖνα τὰ χάσῃς, εἶσαι χαμένος ὁ­ριστικά. Ποιά εἶνε ἐκεῖνα τὰ μάτια; Δὲν εἶνε τὰ σωματικά· εἶνε μάτια ψυχικά· ἔχει καὶ ἡ ψυχὴ μάτια, καὶ αὐτὰ εἶνε τὰ σπουδαιότερα. Ποιός εἶνε ὁ ὀφθαλμός, τὸ μάτι ποὺ λέει σήμε­ρα τὸ εὐαγγέλιο; – ποιός θὰ τὸ πῇ; Ἐδῶ εἶνε ἡ ἑρ­μηνεία τοῦ εὐαγγελίου. Τὸ μάτι αὐτὸ εἶνε τὸ μυαλὸ ἢ ὀρθότερα ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου.
Μυαλὸ ἔχει καὶ ἡ κόττα καὶ ἡ ἀλεποῦ καὶ ὁ λύκος καὶ ἡ ἀρκούδα… Ναί, ἀλλὰ μυαλὸ ἀπὸ μυαλὸ διαφέρει. Τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου εἶ­νε θαῦμα. Ὑπερέχει! Διότι τὸ μυαλὸ τοῦ ζῴου δὲν προοδεύει ὅ­σα χρόνια κι ἂν περάσουν· ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος!… Βλέπεις τὸ μικρὸ παιδά­κι· πάει σχολεῖο, γυμνάσιο, πανεπιστήμιο καὶ γίνεται ἕνας ἐπιστήμονας. Γιατί; Γιατὶ ἔχει μυαλό, ποὺ εἶνε ἡ μεγάλη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ θαῦ­μα ποὺ χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ ζῷο.
Ὁ Θεὸς λοιπόν, λέει τὸ εὐαγγέλιο, σοῦ ἔ­δωσε μυαλό, γιὰ νὰ ξεχωρίζῃς ἀπ᾽ ὅλη τὴν πλάσι, νὰ προοδεύῃς, καὶ νὰ γίνῃς ἐσὺ στὸν κόσμο αὐτὸν ἕνας μικρὸς θεός. Πρόσεχε τὸ μυαλό σου νὰ μὴν τὸ θολώσῃς, νὰ μὴν τὸ καταστρέψῃς, νὰ μὴν τυφλωθῇς, διότι μερικὰ πράγματα θολώνουν τὸ μυαλὸ καὶ τυφλώνουν. Τὴ γριὰ ποὺ εἴ­παμε τὴν ἔκανε τυφλὴ ὁ καταρράκτης. Καὶ ὑπάρχουν πολλοὶ «καταρράκτες», ποὺ τυφλώνουν τὶς ψυχές· ἀμφιβάλ­λω ἂν ἕνας μέσα στοὺς χίλιους βλέπῃ ὅ­πως πρέπει. Εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ εἶ­πε ὁ Χριστός ὅτι «ἔχουν μάτια καὶ μάτια δὲν ἔ­χουν»· ἔχουν μάτια τοῦ σώματος, ἀλλὰ μάτια ψυχικὰ δὲν ἔ­χουν (βλ. Μᾶρκ. 8,18· πρβλ. Ἰω. 9,41).

* * *

Θέλετε νὰ δῆτε μερικὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τυφλώνουν; Ἀναφέρω λίγα παραδείγματα.
Ἦρθε μιὰ νέα γυναίκα νύχτα στὴ μητρόπο­λι καὶ χτυποῦσε. Ἀνοίγουμε. Τί νὰ δῇς· ξυπό­­λητη, σκι­σμένα τὰ ῥοῦχα της, ματωμένο τὸ πρό­σωπό της, γδαρμένη. –Δέσποτα, σῶσε με! –Τί συνέβη; –Ὁ ἄντρας μου γυρίζει τὴ νύχτα με­θυ­σμένος· βρίζει, σπάει πιάτα καὶ ἔπιπλα, χτυπάει, δαγ­κώνει. Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ζήσω μα­ζί του. –Πῶς ἔγινε ἔ­τσι; –Ἦταν καλὸς μέχρι ποὺ ἔμ­πλεξε μὲ κάτι φίλους μπε­κρῆδες καὶ πίνουν μαζὶ στὶς ταβέρνες· ἀπὸ τότε θόλωσε τὸ μυαλό του, δὲν βλέπει μπρο­στά του οὔτε γυναῖκα οὔτε παιδιά…
Ὁ μεθυσμένος εἶνε ἐπικίνδυνος. Μιὰ παροιμία λέει· «ὁ τρελλὸς εἶδε τὸ μεθυσμένο κ᾽ ἔφυγε». Ὅταν με­θᾷς, χάνεις τὰ λογικά σου. Νά πῶς τυφλώνει τὸ κρασί. Πρόσεχε! «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός»· τὸ ἀλκοὸλ τυφλώνει, ἡ μέθη στραβώνει.
Ἄλλο. Σ᾽ ἕνα μεγάλο χωριὸ χτύπησε τὴν Κυριακὴ ὁ καλὸς παπᾶς τὴν καμπάνα· πῆ­γαν μόνο 5 ἄντρες, 10 γυναῖκες κι ὁ δίσκος ἔπια­σε 15 δραχμές. Τὴν ἴδια μέρα ἦρθαν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη μὲ αὐτοκίνητο πολυτελείας δύο ντιζέζ, «καλλιτέχνιδες», ἔστησαν παράστα­σι μὲ ὄργανα στὸ καφφενεῖο, καὶ δὲν ἔμεινε στὸ σπί­τι οὔτε γέρος οὔτε γριά· μαζεύτηκαν ὅλοι, καὶ μέχρι τὰ μεσάνυχτα βγῆκαν ἐκεῖ τὰ μάτια τους νὰ χαζεύουν τὶς ἀδιάντροπες· κι αὐ­τές, ἀφοῦ ξάφρισαν τὰ πορτο­φόλια (μάζεψαν 75.000 δρα­χμές!) σηκώθη­καν κ᾽ ἔ­φυγαν. Ὦ κόσμε· 15 δρα­χμὲς στὴν ἐκ­κλησιά (στὸ Χριστό) – 75.000 στὶς πόρνες!
Ἕνα λοιπὸν τὸ κρασί, ποὺ σκοτίζει τὸ μυαλό, δεύτερον οἱ γυναῖκες, ἡ πορνεία δηλαδή.
Θέλεις ν᾽ ἀκούσῃς ἄλλο χειρότερο ποὺ σκοτίζει τὸ νοῦ; Τὸν ἕνα τέλος πάντων τὸν ζά­λισε τὸ κρασί, τὸν ἄλλο τέλος πάντων τὸν ξελόγιασε ἡ σάρκα, ἀλλ᾽ αὐτὸν δὲν τὸν δικαι­­ολο­γῶ, γιατὶ εἶνε σὰν τὸν Ἰούδα· τὸν τύφλωσε ἡ φιλαργυρία, τὰ τριάκοντα ἀργύρια. Μοῦ ἔ­λεγε ἕνας ὑπάλληλος – γνώστης, πὼς ὑ­πάρχουν κάποιοι πού, ἐνῷ τοὺς βλέπεις ἀκάθαρτους – ἀτημέλητους, αὐτοὶ ἔχουν ἑκατομμύρια στὶς τράπεζες. Δὲν τὸ φαν­ταζόμουν· ἐγὼ τοὺς νό­μιζα φτωχαδάκια. Τὸ χειρότερο ποιό εἶνε· καλά, δουλεύουν, κάνουν οἰ­κο­­νομία, στεροῦν­ται κι ἀποταμιεύουν· δὲν τοὺς κατηγορῶ. Γίνε­­ται ὅμως ἔρανος, π.χ. τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, γίνεται ἀνακοίνωσι, φωνάζει ὁ δάσκαλος κι ὁ πα­πᾶς· καὶ στὸ χωριὸ ποὺ εἶνε αὐτοὶ μὲ τὰ ἑ­κατ­ομμύρια καταθέσεις, πόσα δίνουν· 150 δρα­χμές! Ἔ, πῶς ἔτσι νὰ πάῃ μπροστὰ ὁ κόσμος;
Ἀλλὰ τὸ χειρότερο φαρμάκι, ποὺ ζαλίζει τὸ νοῦ καὶ σκοτεινιάζει τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυ­χῆς, εἶνε – ποιό· ἡ ἀπιστία τοῦ αἰῶνος τούτου. Ὁ Χριστὸς νὰ κατεβῇ, θαύματα νὰ κάνῃ, δὲν πιστεύουν. Παράδειγμα· ἔχεις ἕνα ῥολόϊ. Ἐὰν σοῦ πῇ ἕνας ὅτι τὸ ῥολόϊ αὐτὸ φύτρωσε στὸ χωράφι, θὰ πῇς· Τρελλάθηκες; εἶνε ποτέ δυνατόν; τὸ ῥολόϊ δὲν φυτρώνει ἔτσι, κάποιος τό ᾽φτειασε. Ἄ, αὐτὸ «κάποιος τό ᾽φτειασε»; Καὶ τὰ ἄλλα «ῥολόγια» ἀπολύτου ἀκριβείας (τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, τὰ ἀστέρια) ποιός τὰ ἔφτειαξε; Αἰῶνες τώρα εἶνε στὴν ὥ­ρα τους! Γι᾽ αὐτὸ οἱ ἀστρονόμοι, κατὰ κανόνα, εἶνε πιστοὶ στὸ Θεό. Ποιός τὸ «κούρδισε» αὐτὸ τὸ «ῥολόι» νὰ δουλεύῃ ἔτσι; Τυφλὸς ὅποιος δὲν τὸ βλέπει. Αὐτὸ λέει ὁ Χριστὸς σήμερα· «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός». Λυχνάρι ποὺ φωτίζει νὰ βλέπουμε εἶνε ὁ νοῦς. Ἂν τώρα ἐσὺ τὸν σκοτίζῃς πότε μὲ λεφτὰ καὶ λίρες, πότε μὲ χαρτοπαίγνια κι ἀπάτες, πότε μὲ οὐσίες καὶ πιοτά, πότε μὲ γυναῖκες καὶ ἔ­ρωτες, πότε μὲ κλοπὲς καὶ ἀδικίες, τότε δὲν ἔ­χεις πλέον νοῦ καὶ γίνεσαι σὰν τὰ ζῷα· «ἄν­θρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυν­εβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21).

* * *

Ἀδελφοί μου· ἄνθρωπος ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ Θεὸ καταστρέφεται. Τὸ γαϊδουράκι, ἂν συμ­βῇ κάπου νὰ πέσῃ σὲ λάκκο, ὅταν ξαναπεράσῃ ἀπὸ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο προσέχει καὶ δὲν ξαναπέφτει. Ὁ κόσμος παθαίνει χειρότερα ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι. Ἔπεσε στὸ λάκκο τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου μὲ σαράντα ἑκατομμύρια σκοτωμένους. Ξαναπέφτει μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια στὸν ἴδιο λάκκο, τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μὲ ὀγδόντα ἑκατομμύρια νεκρούς. Καὶ τώρα ἑτοιμάζεται γιὰ τρίτο λάκκο, τὸν Ἁρμαγεδῶνα, ποὺ θὰ καταστρέψῃ τὰ πάντα.
Νά λοιπόν τί λέει ὁ Χριστός μας· Προσέξτε τὸ νοῦ σας! Μακριὰ ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ σκοτίζουν, ἀ­πὸ τὴν κακία ποὺ τυφλώνει. Κράτα τὸ νοῦ σου κα­θαρό, νὰ βλέπῃ τὸ Θεό, νὰ σκέφτεται τὸ καλὸ τοῦ ἄλλου. Ξυπνᾷς; βλέπεις τὸν ἥλιο; πές «Δόξα σοι, ὁ Θεός!». Πᾷς στὸ χωράφι; ἀκοῦς τὰ πουλάκια νὰ κελαηδοῦν; βλέπεις τὰ καλαμπόκια νὰ φυτρώ­νουν; βλέπεις τὰ σπαρτὰ νὰ μεστώνουν; βλέπεις τὶς μηλιὲς τὶς ἀχλαδιὲς γεμᾶτες; πὲς «Δόξα σοι, ὁ Θεός!». Ὁ ἄπιστος ὅμως δὲν βλέπει, τὸν τυφλώ­νουν τὰ κρίματα. Ἀντὶ νὰ δοξάζῃ τὸ Θεὸ ἀνοίγει στόμα καὶ βλαστημάει. Θὰ τοῦ ἄξιζε νὰ τὸν βά­λῃς σ᾽ ἕνα πύραυλο καὶ νὰ τὸν στεί­λῃς στὸ φεγγάρι, σ᾽ ἐκείνη τὴν ἐρημιὰ ποὺ δὲν ὑ­­πάρχει ἀέρας, νερό, ζωή, πράσινο φύλλο καὶ καρπός, ἀλλὰ ξεραΰλα καὶ νέκρα. Ἐδῶ στὴ γῆ μᾶς τά ᾽δωσε ὅ­λα ὁ Θεός, κι ἀντὶ γιὰ εὐχαριστῶ τὴ μπουκιὰ ἔ­χουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε.
Θεέ μου, πῶς μᾶς ἀνέχεσαι, πῶς δὲν σείεις τὴ γῆ! Θά ᾽ρθῃ μιὰ μέρα ποὺ θὰ δοῦμε σημεῖα καὶ τέρατα. Θὰ πληρώσουμε μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο ὅλες τὶς ἀτιμίες καὶ τὶς βλαστήμιες. Θὰ πληρώσῃ αὐτὴ ἡ ἀνθρωπότης. Ὑπάρχει Θεός· ὑπάρχει ἕνα μάτι ποὺ τὰ βλέπει ὅλα, ἕνα αὐτὶ ποὺ τ᾽ ἀκούει ὅλα, καὶ ἕνα χέρι ποὺ τὰ γράφει ὅλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου