ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ
11. Κλήση
Μοναχική
{Παρασπονδία. Συνέχεια 3η
για όσους δυσκολεύονται να καταλάβουν.}
Πέμπτο έτος από την εις Ινδίας απαρχή,
και : «Πήρα μήνυμα να πάω να γίνω μοναχή
! Αυτό ήταν το περίεργο. Εγώ νόμιζα ότι ο Θεός ήταν ευχαριστημένος με τόσο, ή
ότι θα με κατέβαζε πάλι στους αρρώστους και όλα αυτά, αλλά το μήνυμα ήταν.
“Τώρα μπορείς να πας να γίνεις μοναχή”» ! «Πέντε χρόνια στην Ινδία αναζητούσατε
τι;», η νέα ερώτηση. «Δεν αναζήτησα ποτέ
τίποτα ! Πήγαινα ακολουθώντας τη φωνή του Κυρίου … Σαν να είχα οδηγό άγγελο,
όπως σας το λέω. “Θα πας εδώ, θα πας εκεί”». Απάντηση άλλης τάξεως, σημαντική.
Υπέροχα βιώματα προσωπικά, ευλογημένα, συγκλονιστικά ! «Ου πάντες χωρούσι τον
λόγον τούτον, αλλ’ οις δέδοται», που λέει ο Χριστός, στην Αυρηλία είχε
δοθεί-χαριστεί ! Υπέροχη η επισφράγιση της εις Ινδίας φυγής.
Κι ακόμα, φυσικός, λογικός, ανθρώπινος ο αναστοχασμός. «Λοιπόν, εγώ η καημένη … Τώρα ποιος γελάει με τη βουλή του Θεού, να πω ότι, “ε, δεν ξέρω κανένα Μοναστήρι”, κι αφού δεν ξέρω κανένα Μοναστήρι … περίμενα. Πάλι περνάει λίγος καιρός. “Πρέπει να σηκωθείς να φύγεις τώρα” … “Θα πας”. Ότι θα πάω, θα πάω, αλλά δεν έχω τα μέσα. Εδώ είμαι, εδώ κάθομαι ! Μετά από λίγες μέρες πάλι : “Θα σηκωθείς και θα πας στο Λαντούρ”, εκεί συγκεκριμένα, αυτό είναι το τρομερό, “εκεί θα μάθεις περισσότερα γι αυτή την υπόθεση”. Είπα κι εγώ, “κανένας άγγελος θα είναι εκεί, να δούμε τι θα μου κάνει”! Και όντως, ο Θεός που προωθούσε αυτή την ιστορία, θα της στείλει τον άγγελό του εκεί, στο πρόσωπο μιας φίλης της, που είχε γίνει Ινδή μοναχή, «και είχε έρθει για δεκαπέντε μέρες, ήρθε μόνο να με δει».
Η φίλη της ζούσε σε χώρα της Ευρώπης, και
ήταν χριστιανή. Και τώρα, σε χρόνο μηδενικό-«δεκαπέντε μέρες»-είχε γυρίσει στον
Ινδουισμό, είχε γίνει Ινδουίστρια μοναχή. Η Αυρηλία, Ευρωπαία κι αυτή, και
χριστιανή, ορθόδοξη, είχε ζήσει πέντε
χρόνια στις Ινδίες, πλάι σε Ινδουιστικά Μοναστήρια, πλάι σε Ινδουιστές
μοναχούς, τους είχε διακονήσει σε θέματα φυσικοθεραπείας, κι ούτε που διανοήθηκε κάτι τέτοιο. Είχε πάει στις Ινδίες κατέχοντας την Αλήθεια, το Χριστό, όχι ψάχνοντας να τη βρει. Είχε πάει
έχοντας την αίσθηση ότι κρατάει το χέρι
του, και πάει όπου την οδηγεί. Γι αυτό και στάθηκε με αυταπάρνηση, με προσφορά,
με τη διακονία της αγάπης Εκείνου για όλους αυτούς του αλλόθρησκους. Αλλά και
δεν έπαψε να βλέπει σαν αδελφή της την Ευρωπαία φίλη της που αλλαξοπίστησε. Και
τι παράδοξο, τι εκπληκτικό ! Αυτήν που αλλαξοπίστησε διάλεξε κι έστειλε ο Θεός
να θυμίσει στην Αυρηλία το μήνυμα, την κλήση της να σηκωθεί να πάει να γίνει
μοναχή, ως η ίδια ομολογεί : «Εγώ το
είχα ξεχάσει» !
Το ακόμα πιο παράδοξο ! Εδώ θα
συναντήσει την κοσμογυρισμένη Αμερικανίδα Νέλλα Γκράχαμ Κουκ, που δεν είναι
βέβαια ορθόδοξη, αλλά θα την προωθήσει
σε Μοναστήρι ορθόδοξο, στην Παλαιστίνη, την αγία γη. «Γνώριζε πολύ καλά τα Ελληνικά, και τι Ελληνικά, θαυμάσια, καλύτερα από
τα δικά μου … Ο πατέρας της ήταν αρχαιολόγος, και την έφερε μικρό παιδί στην
Ελλάδα. Τέλειωσε εδώ στο Ελληνικό …». Και μετά … που τα είπαν, κι εξέφρασε
χαρά και θαυμασμό που συναντιόταν με μια Ελληνίδα στα βάθη των Ινδιών. «Αυτή, λοιπόν, μου λέει. “Και τώρα πού πας,
πάλι στους λεπρούς;”. “Όχι, της λέω,
παράξενο πράγμα, μου φαίνεται πως θέλει ο Θεός να γίνω καλογριά”. Δεν πρόφτασα να το πω, ξεπετιέται, με
παίρνει στην αγκαλιά της, με φιλεί, με ξαναφιλεί και μου λέει. “Εγώ θα σε στείλω. Θα πας κατ’ ευθείαν στη
Βηθανία, στον π. Θεοδόσιο. Είναι ένα
ωραίο Μοναστηράκι, που είναι σαν χωριό, και είναι όλες χαριτωμένες, και δεν ξέρω
τι, στη Βηθανία, έξω από τα Ιεροσόλυμα”».
Αξιοπρόσεκτος ο ενθουσιασμός αυτής της
προτεστάντισσας για τον ιερό πόθο και όνειρο της ορθόδοξης Αυρηλίας να γίνει
μοναχή ! Αξιοπρόσεκτη κι η άμεση διάθεση κι απόφαση να τη διευκολύνει, να τη
βοηθήσει με κάθε τρόπο ! Δεν της λέει τίποτε αρνητικό, δεν της βάζει εμπόδια,
επειδή στο δικό της εκκλησιαστικό χώρο είναι άγνωστο είδος ο Μοναχισμός … Αλλά
η Αυρηλία φαίνεται ακόμα μουδιασμένη. «Από
τα Ιμαλάια στη Βηθανία, και πώς να πας, με τι χρήματα, με τι εισιτήρια», σκεφτόταν.
Την ευχαρίστησε όμως, της είπε να γράψει στον π. Θεοδόσιο σχετικά, και μέχρι να
έρθει η απάντηση, πήγε να βοηθήσει στην ίδρυση ενός Λεπροκομείου που ήθελε να
δημιουργήσει «μια πριγκίπισσα, γιατί
είχε χάσει το γιο της, και έπρεπε να κάνει κάτι στους θεούς». Μέχρι την
τελευταία ώρα έμενε παραδομένη ολοκληρωτικά στο Χριστό που την είχε φέρει σ’
εκείνους τους τόπους, φυσικά και πνευματικά τόσο απόμακρους …
12. Στη
Βηθανία
«Η Νέλλα Γκράχαμ Κουκ ήξερε τόσο καλά τον
π. Θεοδόσιο … Ήταν μια γυναίκα πάρα πολύ … φιλόλογος, ενθουσιώδης,
ονειροπαρμένη. Είχε μελετήσει Κοράνιο, είχε μελετήσει Ινδουισμό … Αυτά τα ήξερε
ο π. Θεοδόσιος. “Κάποια τρελή θα μας στέλνει αυτή η Νέλλα πάλι. Πα, πα, πα, να
μην απαντήσω…” θα σκέφτηκε ο π. Θεοδόσιος δεν απάντησε καθόλου. Περιμένουμε έξι μήνες, τίποτα. Του ξαναγράφει αυτή … Στο τέλος λέει ο π.
Θεοδόσιος. “Αφού επιμένει τόσο, ας της πούμε να έρθει. Με δικά της ναύλα όμως.
Και τη διώχνουμε”. Λοιπόν, είπαν με δικά μου ναύλα να πάω. Και είπα κι εγώ.
“Ωραία ! Ο Θεός θέλει να πάω, αλλά δεν
έχω ναύλα. Και κάθομαι ήσυχα”. Κι
έκατσα πάλι σ’ αυτή τη χώρα».
Οι λεπτομέρειες δεν καταγράφονται άσκοπα,
αναδείχνουν τη φυσική, την ανθρώπινη
πλευρά της ροής των πραγμάτων. Πραγμάτων όμως, που μην ξεχνάμε, πίσω τους κρυβόταν ο Θεός, και την
είχε βάλει σημάδι ξανά. Γι αυτό ας την αφήσουμε να συνεχίσει με το δικό της τρόπο,
άμεσο, αυθεντικό, γλαφυρό, και αφοπλιστικά αποκαλυπτικό. «Εν τω μεταξύ, κάποιος από την Αυστραλία, που με είχε γνωρίσει, μου
στέλνει ένα γράμμα και μου λέει: “Επειδή μ’ ενδιαφέρουν πολύ αυτά που κάναμε
στην Ινδία μαζί, θέλω να έρθεις εδώ να συνεχίσουμε”. Και αυτός μου στέλνει το πρώτο τσεκ, ήταν σχεδόν το μισό εισιτήριο. Όταν βρήκα το μισό εισιτήριο, άρχισα να
λέω “αντίο” πια στον κόσμο … Και να
δείτε εκεί μια συγκινητική κατάσταση. Να μου βάζουνε στο φάκελο χρήματα, και να
μου λένε: “Αντί να τα πάμε στο βωμό, τα δίνουμε σε σένα, να τα πας στα
Ιεροσόλυμα που θα πας”. Και για τα ταξίδια μου και για όλα. Και βγήκαν δυο
αεροπορικά εισιτήρια». Και, πηδώντας από χαρά, πέταξε στα Ιεροσόλυμα …
Και, άρχισε η Αυρηλία στο Μοναστήρι της
Βηθανίας την πορεία προς τη Γαβριηλία ! Ο π. Θεοδόσιος προχώρησε τη μύησή της
στη Μοναχική ζωή, δίνοντάς της να διαβάσει την «Κλίμακα» του Αγίου Ιωάννη, του επονομαζόμενου, «της Κλίμακος». «Όταν πήγα στη Βηθανία, ακούγεται να λέει
πάλι η ίδια, ο Γέρων Θεοδόσιος μου έδωσε την “Κλίμακα” του Αγίου Ιωάννου της
Κλίμακος και μου είπε: “Σήμερα,
επειδή δεν υπάρχουν Άγιοι να μας καθοδηγούν στην πνευματική ζωή, υπάρχουν τα
βιβλία. Να χαίρεσαι, λοιπόν, με χαρά όταν σε σταυρώνουν. Αλλά, ‘ουαί’ σ’ αυτόν
που σε σταυρώνει”. Ο Θεός μας
ανοίγει πόρτες, εκεί που μας αγαπούν και μας θέλουν, αλλά εμείς λέμε ‘όχι’, και
πάμε εκεί που θέλουμε εμείς, αλλά δε μας θέλουν, και σπάμε τα μούτρα μας. Όλα
από τη βλακεία μας τα πληρώνουμε, και τη σπαζοκεφαλιά μας. Είναι μεγάλη αμαρτία
η βλακεία. Ναι στις προσκλήσεις. Όπου ανοίγει ο Θεός …».
Τον τρίτο χρόνο της μοναχικής δοκιμής, «ύστερα από μια βδομάδα έντονης νηστείας
και προσευχής για θείο φωτισμό, αξιώνομαι να πάρω το ράσο της μοναχής … Στο
δεύτερο χρόνο πάλι, η εσωτερική φωνή μου είπε: “Και εδώ προσωρινή είσαι !”. Μου
κακοφάνηκε, γιατί είπα: “Φτάνει πια”. Δεν ήξερα όμως τι με περίμενε από κει και
πέρα. Με περίμενε η Αφρική, με περίμενε η Πάτμος...» Και πράγματι, λίγο
μετά, ένα γράμμα της φίλης της Καθολικής μοναχής Marie Angelie την
πληροφορούσε, ότι ο μακαριστός Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας επιθυμούσε να
υπάρχει μια γυναικεία χριστιανική εκπροσώπηση στο σχετικό παράρτημα της
Οικουμενικής Αδελφότητας του Ταιζέ. Αυτό ήταν αρκετό για να βρεθεί στην
Ελβετία.
Εκεί, θα συναντήσει στη Βέρνη το γνωστό Μεθοδιστή Αμερικανό Ιεροκήρυκα και συγγραφέα, Stanley Jones, και, θα πάει μαζί του περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, για την εξεύρεση πόρων ίδρυσης χριστιανικών Άσραμ -Πνευματικών Κέντρων - στις Ινδίες. Στο αεροπλάνο ακούγεται να λέει: «Βγάζω το κομποσκοίνι μου, κι εκείνος με ρωτάει, “τι είναι αυτό;”. Του μιλώ για την προσευχή της καρδίας του Ιησού, “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”. Δείχνει ενδιαφέρον, όπως είχε δείξει και στη Βηθανία, όπου είχε έρθει». Κατόπιν έρχεται στο Βέλγιο, σε Μοναστήρι των Βενεδικτίνων, όπου συζητεί σχέδια για την ίδρυση ενός Χριστιανικού Οικουμενικού Κέντρου στις Ινδίες.
Πράγματα
εκπληκτικά, άξια πολλής προσοχής αυτά ! Μια ετερόδοξη φίλη της, της προσφέρει ένα ορθόδοξο μοναχικό δώρο, και της μιλάει με θαυμασμό για έναν εκλεκτό
ορθόδοξο Γέροντα. Όλα αυτά, και μαζί η γοητεία που ένιωθε μέσα της από παλιά
για το νησί του Ιωάννη της Αγάπης και το Σπήλαιο της Αποκάλυψης, τους ιερούς
αυτούς τόπους που δεν είναι έξω από τη γνώση ή το σχεδιασμό του Θεού γι αυτήν,
της αναθερμαίνουν τον πόθο να επισκεφτεί το νησί, και να γνωρίσει τον άγιο
εκείνον άνδρα ... Ήθελε να ξεκαθαρίσει και τη φωνή, που είχε ακούσει τη δεύτερη
χρονιά της παραμονής της στο Μοναστήρι της Βηθανίας, «κι εδώ είσαι προσωρινή», και σκέφτηκε πως αυτός ο Γέροντας θα ήταν
το πιο κατάλληλο πρόσωπο. «Προσεύχομαι
ν’ αξιωθώ να πάω στην Πάτμο», γράφει, μετά τη συνάντησή τους, σε επιστολή
προς την Ίλσε Φρίντεμπεργκ. Και ο Θεός θα ευλογήσει να πραγματοποιηθεί αυτή η
επιθυμία της.
Ιδιαίτερα θα καταλάβει, ότι πρόκειται για
μια ύπαρξη σε διαρκή Παύλεια πορεία στα «έθνη»,
με μια διακονία αγάπης, ωσάν αυτή, «Λουκά, ιατρού του αγαπητού». Εκείνη τότε θα
πάρει το θάρρος να ρωτήσει: «Τι λέτε
Γέροντα, να πάμε στις Ινδίες, τώρα που είμαστε ακόμα δόκιμες μοναχές»; Και
ο π. Αμφιλόχιος, φέρνοντας αμέσως στη μνήμη του την πορεία αγάπης αυτής της
γυναίκας, την πεντάχρονη παρουσία της στις Ινδίες σε θέση και στάση, «λύχνου φαίνοντος εν αυχμηρώ τόπω», τις
οικουμενικά ορθόδοξες Κωνσταντινοπολίτικες καταβολές, το «ζέοντα» ζήλο της για προσφορά, για θυσία, την κάθε άλλο παρά μικρή
ηλικία της, δεν αργεί να κάνει τον πιο χαρμόσυνο ευαγγελισμό και στις δυο, τη
Γαβριηλία και τη Θωμαϊδα: «Θα σας
χειροθετήσω εγώ μοναχές, και θα σας δώσω ευλογία να πάτε. Παράλληλα θα
γνωστοποιήσω στον π. Θεοδόσιο, τον οποίο και γνωρίζω, και βοηθώ κατά καιρούς,
ότι από τούδε κι εξής θα ανήκετε στο κλήμα της Κωνσταντινουπόλεως».
Και, χωρίς χρονοτριβή, θα τις οδηγήσει στο Παρεκκλήσι Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, Πρωτοπόρου και Καθηγητή της ασκητικής βιωτής και πολιτείας, και θα τελέσει την κουρά τους σε μοναχή, επικυρώνοντας το όνομα Γαβριηλία, που ως φαίνεται της είχε δώσει κατ’ αρχήν ο π. Θεοδόσιος, παραλλάσσοντας το Αυρηλία σ’ ένα όνομα τόσο ταιριαστό γι αυτόν τον πραγματικό άγγελο της αγάπης. Περιχαρής, ή πιο καλά, ευτυχής γι αυτή τη μεγάλη δωρεά του Θεού να την δεχτεί στο άγιο Σώμα των ολοκληρωτικά αφιερωμένων στην Αγάπη του, θα ευχαριστεί «τον άγγελο της λυχνίας της Πάτμου», και θα ψιθυρίζει ευχαριστημένη ακόμα πιο πολύ: «Στο εξής ανήκω στο κλήμα της Εκκλησίας που παροικεί στην Κωνσταντινούπολη, την πατρίδα μου»! …
13. Στο
χρέος της αγάπης
ως τον ήχο
του θανάτου.
Και ιδού τώρα, στην πιο ευτυχισμένη
ώρα της ζωής της, με συντελεσμένο το βιούμενο τόσα χρόνια υποσυνείδητα, και
ποθούμενο τελευταία ενσυνείδητα, την ιδιότητα και κατάσταση της ορθόδοξης
μοναχής. Και όπως ταίριαζε σ’ έναν
άνθρωπο, που διακήρυττε πάντα πως σημασία δεν έχει ο τύπος ή ο τόπος, αλλά ο τρόπος, δεν αποσύρεται σε κανένα Μοναστήρι. Έβλεπε να κρατάει καλά ακόμα
μέσα της η ζωή, κι ένιωθε τις δυνάμεις της ακμαίες για την συνέχιση του δρόμου
της. Γιατί αν ο Σολωμός έγραφε, από άποψη ποιητικής έμπνευσης, «τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν
ησυχάζουν», η αδελφή Γαβριηλία ένιωθε πως την καρδιά και όλη της την ύπαρξη
δονούσε το χρέος του Σταυρού της αγάπης και δεν την άφηνε να ησυχάσει. Ένιωθε
πως συνέχιζε να την ενδιαφέρει έντονα, και ότι προέχει γι αυτήν : «Η ροή της αγάπης να μην της φύγει, όχι η
ησυχία της, η ροή της αγάπης να μην την αφήσει» !
Έτσι, θα πάρει την αδελφή Μάρθα, παλιά διακόνισσα της Προτεσταντικής
Εκκλησίας, αλλά τώρα ορθόδοξη μοναχή,
και θα έρθουν στις Ινδίες ως βοηθοί και συνεργάτριες του Άγγλου ορθόδοξου ιερέα
και ιεραπόστολου π. Λάζαρου Μουρ. Εκεί θα την ξανασυναντήσει ο γνωστός μας
Stanley Jones, θα μείνει έκπληκτος από τη νέα της εμφάνιση και κατάσταση, αλλά
και από την απλότητα και ταπείνωση του πρώην Αγγλικανού και τώρα Ορθόδοξου
ιερέα π. Λάζαρου Μουρ. Στη συντροφιά τους θα προστεθεί κι ο Ραϋμόνδος Πικάρ,
σπουδαίος Ρωμαιοκαθολικός κληρικός, και άλλοι αξιόλογοι πνευματικοί άνθρωποι.
Οι αναφορές σε ονόματα γίνονται από την
ίδια, που σημειώνει και τις ιδιότητες καθενός, και ευδιάκριτα τις
δογματικές παραλλαγές που υπάρχουν, αφήνοντας να γίνει αντιληπτό, ότι εκείνο
που την ενδιέφερε και γινόταν αμέσως αισθητό, ήταν η μεταξύ τους αδελφοσύνη. Με όλα αυτά ήθελε εκείνη η άγια όντως
γυναίκα, να στρέφει την προσοχή όλων στην αγάπη, την καρδιά της Εκκλησίας, τη μόνη ουσιαστική ιδιότητα και αληθινή ταυτότητα
του χριστιανού, την μόνη δυνάμενη να ενώσει τα τόσο πεισματικά «κρατούμενα» και «διεστώτα». Θα
πρόσθετα, πως έτσι έδειχνε, τι εστί ορθόδοξη ψυχή, τι εστί όντως Ορθοδοξία, μια ζεστή αγκαλιά που και τους χωράει και
τους κρατάει όλους εντός της.
Στην ιεραποστολική ομάδα του π. Λάζαρου Μουρ θα προστεθεί σε λίγο και ο διάκονος Δαυίδ, άλλος πρώην Αγγλικανός, και όλοι μαζί, κι από κοντά οι μέχρι εκείνη την ώρα Ινδοί ορθόδοξοι πιστοί, θα συνεργαστούν, θα αγωνιστούν, και θα κατορθώσουν ν’ ανοικοδομήσουν έναν ορθόδοξο ναΐσκο, καρδιά του ιεραποστολικού τους κέντρου και της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας. Η Γαβριηλία θα μείνει τρία χρόνια κοντά στον π. Λάζαρο, πολύτιμη συνεργάτρια και ανεκτίμητη βοηθός. Θα τον συνοδεύσει σε όλες τις ιεραποστολικές εξορμήσεις του στις γύρω κωμοπόλεις και χωριά, όπου θα προεξάρχει σε θέματα νοσηλευτικής και ευρύτερης κοινωνικής διακονίας. Και θα είναι ακόμα πιο ευχαριστημένη, και πιο ευτυχισμένη, και θα δοξάζει το Θεό, που θα βλέπει τώρα να πραγματοποιείται αυτό που ευχόταν και προσδοκούσε πριν μερικά χρόνια, κατά την αρχική και από θεία κλήση «εις Ινδίας φυγήν», να κερδίζονται, ψυχές στην αληθινή χριστιανική πίστη, την αγία κατ’ Ανατολάς Ορθόδοξη Εκκλησία.
Και δεν είναι άσχετο με αυτά το ακόλουθο που διαβάζω σε γραπτό της μοναχής Αυγουστίνας: «Με εντυπωσίαζε το γεγονός ότι, όποιος αλλοδαπός τη γνώριζε, σε σύντομο χρονικό διάστημα βαπτιζόταν ορθόδοξος, ή γινόταν μοναχός ή Έλληνας, ή έδινε ελληνικά ονόματα στα παιδιά του…» Η Γαβριηλία θα ξαναγυρίσει στην Ελλάδα, και θα μείνει ακόμα λίγο στη «Νέα Ιερουσαλήμ». Τότε θα συμπέσει να έρθει στη χώρα μας ο γνωστός Γάλλος ορθόδοξος θεολόγος και συγγραφέας π. Λεβ Ζιλλέ, εξαίρετος κληρικός και Πνευματικός της από πολύ παλιά. Θα θεωρήσει θεόσταλτη την ευκαιρία, θα τον επισκεφθεί, θα δεχτεί τις σοφές συμβουλές του. Το πιο σπουδαίο, περιχαρής θα τον ακούσει να επικυρώνει τις σχετικές συμβουλές του Γέροντά της Πάτμου π. Αμφιλόχιου Μακρή. «Να μην προσκολληθείς σε ένα Μοναστήρι, αλλά να δίνεις πρόθυμα το “παρών”, όπου σε καλεί το Πνεύμα του Θεού».
Μόλις όμως που θεραπεύτηκε, νέο σήμα για
χρέος αγάπης. «Έρχεται μια μέρα η αδελφή
Παυλίνα με την αδελφή Μαρκέλλα σοβαρά άρρωστη, φυματίωση. Πρέπει να πάει στο
Νταβός της Ελβετίας. Ο κλήρος πέφτει σε μένα πάλι. Πηγαίνω στα Γραφεία του
Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και κατορθώνω ως εκ θαύματος να βρω εισιτήριο…
Επί τέλους πετάμε. Συναντάμε τρομερή θύελλα πάνω από τις Άλπεις, και αντί για
τη Λωζάννη, προσγειωνόμαστε στο Άμστερνταμ». Για το γεγονός … αυτό μας
δίνει … πληροφορίες που δείχνουν πως κινείται αδιάκοπα με την αίσθηση ότι σε
αποστολές αγάπης έχει μόνιμο συμπαραστάτη το Χριστό. «Βρέθηκα σε μια ξένη χώρα, και είχα μαζί μου μια ασθενή. Δεν είχαμε πού
να μείνουμε το βράδυ. Δυο μοναχές δεν μπορούν να πάνε σε ξενοδοχείο… Έβαλα να
λειτουργήσει το… ασύρματο τηλέφωνο της θερμής προσευχής. Κι αμέσως μου ήρθε η
οδηγία. ‘Να πας να βρεις ένα Μοναστήρι, να χτυπήσεις την πόρτα, και να ζητήσεις
φιλοξενία, και με πληρωμή ακόμα’. Και σε εικοσιτέσσερις ώρες βρισκόμασταν … μετά
από φιλοξενία φυσικά σε Καθολικό Μοναστήρι - σε ωραίο Νοσοκομείο, όπου ωραίες ψαλμωδίες
… Εκεί είναι που σε οδηγεί το πνεύμα του Θεού … Και σκέπτομαι. “Με πίστη τα,λμηρή, και κάποια ξένη γλώσσα
όλα γίνονται”». Με το δίκιο τους, λοιπόν, αδελφοί και φίλοι της να
θυμούνται που τους τόνιζε: «Όλη μου τη
ζωή πάντα είχα πίστη, σε όλες τις περιστάσεις. Πώς μ’ αρέσει η πίστη του
εκατόνταρχου» !
«Στα 1981 με 1983 πήγα δυο-τρεις φορές στη Βιέννη και στην Ελβετία συνοδεύοντας ασθενείς για τελευταία φορά» … Είναι 86 χρονών, και συνεχίζει στη διακονία του χρέους της αγάπης …
Αθανάσιος Κοτταδάκης
«Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῑς ἁγῖοις Αὐτοῦ»
ΑπάντησηΔιαγραφή