Η εικόνα δείχνει τον αββά Σισώη (+ π. 429) μπροστά στον τάφο του
Μεγάλου Αλεξάνδρου, να αντικρίζει τον σκελετό πλέον του βασιλιά, και να θρηνεί
το φευγαλέο του χρόνου και της δόξας, και το άφευκτο του θανάτου – για όλους
ανεξάιρετα.
Η εικόνα συνήθως ερμηνεύεται ως κάλεσμα στην «μνήμη θανάτου» και σε
μια φιλοσοφημένη στάση ζωής, με επίγνωση της παροδικότητας όλων των
πραγματικοτήτων του κόσμου (ουσιαστικά, ό,τι δηλώνει και η νεκρώσιμη
ακολουθία). Ωστόσο. Έχω υποστηρίξει ότι η εικόνα δεν φτιάχτηκε απλώς για αυτό
το (βασικό μεν αλλά) γενικό ζήτημα. Ο λόγος δημιουργίας της και η αποστολή της
είναι κάτι άλλο. Θα εξηγήσω με δυο λόγια, και στο τέλος του κειμένου θα δώσω
βιβλιογραφική παραπομπή σε εκτενές και εμπεριστατωμένο μελέτημά μου.
Η έρευνα δείχνει ότι υπάρχουν εδώ δύο παράδοξα στοιχεία:
1. Η εικόνα δεν υπήρχε μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα!
2. Στις πηγές για τον Σισώη (το «Γεροντικό» του 5ου-6ου αι. και το «Βυζαντινό Ζυναξάρι» του 10ου αι.) δεν αναφέρεται επίσκεψή του στον τάφο του Αλέξανδρου! Η σχετική αφήγηση συντέθηκε κι αυτή πολύ αργότερα – προφανώς παράλληλα προς την δημιουργία της εικόνας.
Αυτά φρονώ ότι μας οδηγούν στο εξής: Η εικόνα φτιάχτηκε για να
αντιμετωπίσει το συλλογικό και συντριπτικό τραύμα από την πτώση της
Κωνσταντινούπολης το 1453. Και για να υπενθυμίσει μια θεμελιώδη αλήθεια της
χριστιανικής πίστης, η οποία είχε λησμονηθεί ή υποβαθμιστεί κατά την διάρκεια
της κάποτε κραταιάς βυζαντινής αυτοκρατορία. Σύμφωνα με την χριστιανική πίστη,
τίποτα δεν είναι πραγματικά αιώνιο, ακόμα κι αν αυτό είναι κορυφαίο, λαμπρό ή
πανίσχυρο. Το μόνο αιώνιο (θα) είναι η Βασιλεία του Θεού, δηλαδή ο ριζικά
ανακαινισμένος κόσμος του μέλλοντος, που θα υπάρξει με την πρωτοβουλία του
ίδιου του Θεού – αυτού ο οποίος εγκαινίασε την Ανάσταση. Η πίστη αυτή
σχετικοποιεί όλες τις ανθρώπινες πραγματικότητες, άρα και τις εξουσίες – κι εδώ
έγκειται η «αναρχική» ευωδία της πίστης αυτής.
Στα χρόνια της αυτοκρατορίας η χριστιανική συνείδηση είχε διαβρωθεί
από την Ρωμαϊκή, προχριστιανική πολιτική, αυτοκρατορική ιδεολογία, ότι η
αυτοκρατορία ήταν αιώνια. Αν τυχόν η αυτοκρατορία έπεφτε, τότε θα ερχόταν το
τέρμα της ιστορίας και το τέλος του σύμπαντος. Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε
ενσωματωθεί συμβολικά σε αυτή την ιδεολογία (με πλατιά λαϊκή διάδοση) και είχε
καταστεί σύμβολο της αυτοκρατορικής αιωνιότητας.
Όταν όμως το αδιανόητο συνέβη, όταν δηλαδή η Βασιλεύουσα έπεσε,
κάποιοι διακήρυξαν ηχηρά αλλά ήρεμα, με την εικόνα και την αφήγηση αυτή, ότι,
παρά τον αδιανόητο πόνο και την σπαρακτική καταστροφή, η οδοιπορία στην ιστορία
ούτε σταματά, ούτε ονειρεύεται επιστροφή. Προφανώς οι δημιουργοί της εικόνας
επέλεξαν να ζευγαρώσουν τον Αλέξανδρο με τον Σισώη, αφενός επειδή ο Σισώης είχε
ζήσει στην Αίγυπτο (όπου πιστευόταν ότι ενταφιάστηκε ο Αλέξανδρος) και αφετέρου
διότι ο Σισώης συνδεόταν με την προσδοκία της ανάστασης (στον Βίο του
αναφέρεται ότι του είχε δοθεί χάρισμα να ανασταίνει νεκρούς). Το καίριο ζήτημα
εδώ, είναι ότι το μήνυμα της εικόνας είναι –μέσα από την οδύνη- ριζικά
αισιόδοξο. Είναι μια αποφασιστική υπενθύμιση ότι η ουσία δεν βρίσκεται σε
κανένα μεγαλείο, σε καμία ισχύ, ούτε και στην παλινόρθωσή τους, αλλά στο
προχώρημα της οδοιπορίας, με μαρτυρία και πράξη σε νέα, ακόμα και αδιανόητα
μέχρι πρότινος, τοπία.
[Βιβλιογραφία: Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Η Εκκλησία γίνεται όταν
ανοίγεται. Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης», εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2008
(γ΄ έκδ. 2021), σσ. 155-184].
Θ.Ν.Π. / 5-7-2024
Ας βλέπουν την εικόνα καί μερικοί Αρχιερείς που δεν χορταίνουν την πολυτέλεια καί την δόξα...
ΑπάντησηΔιαγραφή