Καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς…
«Κ.Π.»
Ὁ κύριος Ἀναστάσης εἶναι εὐσεβέστατος νέος, μὲ
φλογερὴ πίστη, μὲ φιλάνθρωποι αἰσθήματα καὶ ἔργα, καὶ μὲ εὐαίσθητη καρδιὰ. Ἀγαπάει
πολύ, ἔμπρακτα καὶ σιωπηλὰ καὶ τὸν ἀγαποῦν ὅλοι. Ἀξιόλογος καὶ ἀξιοσυμπάθητος
καὶ χρήσιμος ἄνθρωπος. Οἱ φίλοι του εἶναι πολλοὶ καὶ ἐπιδιώκουν τὴ συντροφιά
του.
Περπατάει βιαστικὸς σὲ κεντρικὸ δρόμο τῆς πόλης καὶ
συναντᾶ τυχαῖα κάποια συγγενῆ του, ποὺ καὶ ἐκείνη φαίνεται βιαστική. Χαιρετιοῦνται,
γιατί εἶχαν καιρὸ νὰ ἰδωθοῦν καὶ τὴ ρωτάει:
--Ποῦ πᾶς πρωὶ – πρωὶ μὲ τόση φόρα;
--Πάω ἐδῶ στὴν κλινικὴ νὰ συναντήσω τὸν
γυναικολόγο μου.
--Ἔχεις κάποιο πρόβλημα ὑγείας;
--Ὄχι! Πάω νὰ κάνω ἔκτρωση! Ἔχω παιδιά. Δὲν μπορῶ ἄλλο!
--Τί λὲς, χριστιανή μου; Ἀκοῦς τί λές; Ποῦ πᾶς; Νὰ
σκοτώσεις τὸ παιδί σου;
--Εἶμαι ἀποφασισμένη, μὴ μοῦ δημιουργεῖς πρόβλημα.
--Ποῦ εἶναι ὁ ἄνδρας σου; Τὸ ξέρει ὁ ἄνδρας σου;
--Εἶναι σὲ ταξίδι γιὰ τὴ δουλειά του, μακριά. Ὄχι
δὲν τὸ ξέρει. Δικό μου εἶναι τὸ σῶμα. Ἐγὼ ταλαιπωροῦμαι…
--Πᾶμε νὰ καθίσουμε στὴν καφετέρια, νὰ πιοῦμε κάτι
καὶ νὰ συζητήσουμε…
Εὐτυχῶς τὴν ἔπεισε καὶ πίνουν τὰ καφεδάκια τους στὴν πλατεία. Καὶ τί δὲν τῆς εἶπε ἐκεῖ ὁ εὐλογημένος ἄνθρωπος, ὁ κύριος Ἀναστάσης. Τῆς μίλησε γιὰ τὸ μυστήριο τῆς Ζωῆς, ποὺ μόνο ὁ ἅγιος Θεὸς τὸ ὁρίζει. Τῆς μίλησε γιὰ τὴν ἀξία τῆς ζωῆς αὐτοῦ τοῦ ἐμβρύου, γιὰ τὸ ἴδιο καὶ γιὰ την πορεία του στὸν κόσμο. Τῆς μίλησε γιὰ τὴ σχέση τῶν καλῶν συζύγων, ποὺ ὅλα τὰ συζητοῦν καὶ τὰ ἀποφασίζουν ἐν ἀγάπη.