Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

«Ὦ γλυκύ μου Ἔαρ..» - «Κ.Π.»

«Ὦ γλυκύ μου Ἔαρ..»

Ἡ ἀντίδραση τῆς φύσης στὴ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ τρομοκράτησε τὸ πλῆθος, ποὺ διαλύθηκε σὲ κατάσταση πανικοῦ. Οἱ ὑπεύθυνοι θέλουν νὰ σιγουρευτοῦν γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ Τοῦ κέντησαν τὴν πλευρὰ «καὶ ἐξῆλθε αἷμα καὶ ὕδωρ». Τῶν δὲ ληστῶν ἔσπασαν τὰ πόδια. Ὁ Κύριος νεκρὸς πιὰ μὲ ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιὰ Του συνεχίζει νὰ ἀγαπάει καὶ νὰ χύνει ἀπὸ τὴν πλευρὰ Του αἷμα καὶ ὕδωρ, στοιχεῖα ζωῆς αἰωνίου, ἀθανασίας καὶ λύτρωσης. Ὁ κόσμος φεύγει ἀλλὰ Ἐκεῖνος μένει ἐκεῖ στὸν Σταυρό Του, τὸ σύμβολο τῆς ζωῆς καὶ σωτηρίας.

Ἡ Παναγία μας, μὲ τὶς Μυροφόρες καὶ τὸν Ἰωάννη πλησιάζουν. Καταφιλοῦν τὰ ματωμένα πόδια καὶ θρηνοῦν γοερά, μόνοι μὲ Μόνο τὸν Ἐσταυρωμένο. Ὁ χρόνος ἔχει σταματήσει στὸ Γολγοθά. Ὁ πόνος ἀνυπόφορος ξεχειλίζει παντοῦ… Ὄχι δὲν εἶναι μόνοι. Καταφθάνουν καὶ δύο ἄλλοι κρυφοί τοῦ Χριστοῦ μαθητές, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος, ἐπιφανῆ μέλη τοῦ Συνεδρίου. Ἑνώνονται μὲ τοὺς ὑπόλοιπους καὶ θρηνοῦν τὸν Διδάσκαλο, καθὼς ἡ νύχτα πλησιάζει.

Ἔχουν εὐχάριστη εἴδηση: Τόλμησαν, μὲ ἀνδρεῖο φρόνημα, καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Θέλουν νὰ τὸ ἑτοιμάσουν καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν μὲ τιμές. Ἐδῶ ὅμως αὐτοὶ οἱ γενναῖοι ἄνδρες διστάζουν. Πῶς μὲ τὰ χωμάτινα χέρια τους νὰ ἀγγίξουν τὸν ἀθάνατο Θεό τους; «Σὲ Τὸν ἀναβαλλόμενον φῶς ὡς ἱμάτιον…, πῶς συνδόνι εἰλήσω Θεέ μου, ποΊαις χερσὶν προσψαύσω τὸ σόν ἀκήρατον σῶμα;» Τρέμουν. «Ὢ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ Σου τὸ κάλλος;» Μαζὶ μὲ τὴν Παναγία Μητέρα, ὅλων τὰ μύρα τῆς καρδιᾶς ξεχύνονται σὲ ὑμνολογία στὸν Κύριό τους. Ὁ Ἰωάννης, οἱ Μυροφόροι Μαθητές, οἱ Μυροφόρες Μαθήτριες, μία ἀγκαλιὰ, κατεβάζουν τὸ αἱμόφυρτο σῶμα Του ἀπὸ τὸ Σταυρό Του. Τὸν δροσίζουν μὲ τὰ καυτὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης τους, τὸ περιποιοῦνται μὲ τά πολύτιμα μύρα κι ἀρώματα, τὸ τυλίγουν σὲ σεντόνι, σύμφωνα μὲ τὰ ἔθιμα, καὶ τὸ μεταφέρουν σὲ κενὸ μνημεῖο. Εἶναι κάπως παρηγορημένοι, γιατί φρόντισαν τὴν ταφή Του καὶ γιατί γνωρίζουν ποῦ βρίσκεται… Φεύγουν, γιατί τὸ σκοτάδι, φυσικὸ καὶ ἠθικό, ἁπλώνεται βαρὺ γύρω τους. Φεύγουν, γιὰ νὰ ξαναεπιστρέψουν «λίαν πρωί». Δὲν μποροῦν νὰ μείνουν μακριά. Αὐτὸς ὁ τάφος ἔγινε λὲς τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τους…

Οἱ πανικόβλητοι σταυρωτὲς τρέμουν. Πρέπει νὰ ἀσφαλίσουν τὸν τάφο. Φοβοῦνται μήπως τὸν κλέψουν οἱ Μαθητές Του καὶ ποῦν ὅτι ἀναστήθηκε καὶ τότε «ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης» (Στὴν πρώτη τὸν πίστεψαν  ὡς Μεσσία, στὴν τελευταία θὰ πιστέψουν ὅτι ἀναστήθηκε). Ἔτσι ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον, σφραγίσαντες τὸν λίθον, μετὰ τῆς κουστωδίας… Τὸν φρουροῦσαν ὡς Νεκρὸν ἢ ὡς Βασιλέα ἀναστάντα καὶ αἰώνιο Νικητή; Τί φοβοῦνται ἄραγε; Ταλαίπωροι σταυρωτές. Καλὸ Πάσχα! Καλὴ ἀντάμωση στὸν   κῆπο τῆς Ἀναστάσεως!

«Κ.Π.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: