Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Πάρε χαρτομάντιλα - Δημήτρης Καμπουράκης


Τον βλέπω κάθε που σταματώ στο φανάρι. Έρχεται κατά πάνω μου κραδαίνοντας ένα πακετάκι χαρτομάντιλα στα λερά του χέρια ή κρατώντας προτεταμένο το ξυλίκι με το οποίο σαπουνίζουν κι έπειτα σαρώνουν το παρ-μπρίζ. Καμιά φορά έχει κρεμασμένα στους καρπούς και στον λαιμό του διάφορα μπιχλιμπίδια, από φορτιστές τηλεφώνων μέχρι κλαδευτήρια και γιγάντιους αναπτήρες. Ένα κινητό μελαψό περίπτερο από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν ή την Αίγυπτο, που προσπαθεί με ενεργητικό τρόπο να πουλήσει την πραμάτεια του.
Ο τρόπος του είναι πανομοιότυπος απέναντι σε όλους. Στέκεται έξω απ’ το τζάμι τού οδηγού, φοράει το χαμόγελο τού ανθρώπου πού πρέπει να πουλήσει οπωσδήποτε τα ασήμαντα προϊόντα του αλλιώς θα πεινάσουν τα παιδιά ή η μάνα του και σε κοιτάζει κατ’ ευθείαν στα μάτια. Σε ψάχνει, σε ψυχολογεί. Αναζητά μια απειροελάχιστη αχτίδα δεκτικότητας εκ’ μέρους σου. Αν τη διακρίνει ή υποθέσει ότι υπάρχει, ορμά κατ’ ευθείαν. Δεν επιτρέπει να υπάρξει ενδιάμεση κατάσταση, ας πούμε «σε καλημερίζω,

αλλά δε θέλω ν’ αγοράσω». Με μια αποφασιστική κίνηση σαπουνίζει το τζάμι σίγουρος ότι θα τον πληρώσω, βάζει το χέρι με τον αναπτήρα μέσα στο αμάξι μπροστά στο πρόσωπο μου ή αρχίζει να με παρακαλεί εξηγώντας πόσα πεινασμένα αδέρφια έχει να ταΐσει το βράδυ. Εκεί πια, δεν έχω επιλογή. Έχω ανοίξει διάλογο, ξεκίνησα εμπορική πράξη μαζί του. Είτε λοιπόν θα τον πληρώσω, είτε θα τού αρνηθώ ευθέως και κατηγορηματικά.
Όμως τριάντα αρνήσεις με λόγια ή χειρονομίες μέσα σε μια ώρα, κατά τη διάρκεια της διαδρομής από τη δουλειά στο σπίτι, είναι πάρα πολλές. Καταντά βασανιστικό, κουραστικό, ενοχλητικό. Διότι δε γίνεται ν’ αγοράσω δέκα πακέτα χαρτομάντιλα και να πλύνω άλλες δέκα φορές το τζάμι μέσα σ’ ένα απόγευμα. Πού καταλήγουμε λοιπόν; Ότι ο καλύτερος τρόπος ν’ αποφύγω αυτή την διαδικασία, είναι να μην δώσω καμία προσοχή στον μικροπωλητή. Να κοιτάω τεχνηέντως μπροστά, όση ώρα αυτός στο πλάι κραδαίνει τα ευτελή προϊόντα του. Να μην τού ρίξω ούτε ματιά. Έτσι μόνο θα καταλάβει ότι αποκλείεται να γίνω πελάτης του και θα τρέξει γρήγορα στον επόμενο, που μπορεί να αποδειχτεί δεκτικότερος.
Εδώ είναι το θέμα μου. Διότι εμένα αυτό το βλέμμα (μου) με σκοτώνει. Δεν θέλω να το έχω στα μάτια μου. Αυτό το αδιάφορο, σκληρό και ακίνητο ύφος τού αφεντικού, που δεν καταδέχεται να ρίξει ούτε βλέμμα στον σκλάβο. Το ατσάλινο καταφρονητικό βλέμμα προς το άπειρο, αυτού που κατέχει απέναντι σε κείνον που δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Δεν το αντέχω αυτό το στυλάκι, δε θέλω ούτε να το μάθω, ούτε να το χρησιμοποιώ. Διότι εφηύρα αυτή την «τεχνική» για να αποφύγω τον ενοχλητικό έμπορο, αλλά το αποτέλεσμα της καταλήγει να περιφρονεί ως άνθρωπο τον ταλαίπωρο μετανάστη. Εγώ, τους ανθρώπους που ενώ μιλούν δεν με κοιτούν στα μάτια, τούς φοβάμαι. Κι όταν εγώ μιλώ σε κάποιον, απαιτώ να με κοιτάζει, διαφορετικά προσβάλλομαι βαθύτατα ή θυμώνω. Πώς λοιπόν να υιοθετήσω εγώ αβασάνιστα μια τέτοια στάση; Μα κι απ’ την άλλη τι να κάνω; Να μού κοστίζει κάθε διαδρομή τριάντα ευρώ; Να γεμίσω το κάθισμα του συνοδηγού με χαρτομάντιλα, αναπτήρες, ντουντούκιες, γυαλιά που φωσφορίζουν και παπάκια που βγάζουν τη γλώσσα τους; Ή να ανοίγω συζήτηση σε κάθε φανάρι και να εξηγώ τριάντα φορές ότι «δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω»;
Ακούω συμβουλές, για να κατασιγάσω τις μυστήριες ευαισθησίες μου…
Δημήτρης Καμπουράκης
Από: www.protagon.gr

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό. Αγγίζει και περιγράφει μια κατάσταση που έχουμε όλοι μας αντιμετωπίσει!

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραίο κείμενο.Κι εγώ έχω σκεφτεί τα ίδια άπειρες φορές.Αν και σαν πρόσωπο δεν τον συμπαθώ ιδιαίτερα ομολογώ ότι αποδεικνύεται πολύ "καλή πένα" και στο βιβλίο του για τον Παπουλάκο άκουσα ότι είναι εξαιρετικός.

Χωστήρ