Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Σύναξις των Αγίων ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων των Δώδεκα - Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης


 Ο μακαριώτατος Δαβίδ από το Άγιον Πνεύμα ενηχούμενος, τρανώς εδογμάτισεν, ότι η Αγία Τριας είναι των όλων Δημιουργός, ούτω λέγων· «Τω λόγω Κυρίου οι Ουρανοί εστερεώθησαν, και τω Πνεύματι του στόματος αυτού, πάσα η δύναμις αυτών» (Ψαλ. λβ’, 6). Αύτη είναι η προάναρχος αρχή, η εν τρισί προσώποις μία Θεότης, η πάντων βασιλεύουσα. Η οποία εφιλοξενήθη επί της γης εις την δρυν του Μαμβρή, από τον προπάτορα Αβραάμ, χωρίς να αφήση τα Ουράνια. Επρομήνυε δε με την φιλοξενίαν ταύτην, την δια σαρκός του Θεού Λόγου επιφάνειαν, και τους σήμερον εορταζομένους Αγίους Αποστόλους. Επειδή και είπεν εις τον Αβραάμ· «Και ευλογηθήσονται εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γης» (Γεν. κβ’, 18) και πάλιν· «Και βασιλείς εκ σου εξελεύσονται» (Γεν. ιζ’, 6). Ο γαρ Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο δε Ισαάκ εγέννησε τον Ιακώβ, ο δε Ιακώβ εγέννησε τους δώδεκα Πατριάρχας. Και βλέπε ω ακροατά, πώς είναι σύμφωνα με την Νέαν Διαθήκην τα της Παλαιάς παραδείγματα. Οι γαρ ανωτέρω δώδεκα Πατριάρχαι, προεικόνιζον τους σημερινούς δώδεκα Αποστόλους.
Αλλά και τα δώδεκα κωδώνια οπού ηχολογούσαν, όταν ιεράτευεν εν τη Σκηνή ο Αρχιερεύς Ααρών, και αυτά λέγω τους δώδεκα τούτους Αποστόλους εδήλουν. Αυτοί γαρ ήχησαν και εκήρυξαν εις όλην την οικουμένην, του σαρκωθέντος Χριστού την επιδημίαν και το Ευαγγέλιον. Δια τούτο και ο Ωσηέ επροφήτευσεν, ότι δώδεκα δρύες θέλουν ακολουθήσουν εις τον επί γης φανέντα Θεόν, το οποίον έγινε και εμπράκτως. Και πολλά δε άλλα της Παλαιάς Γραφής, επροεικόνισαν τους ιερούς τούτους Αποστόλους.

Επειδή δε δι’ άπειρον αγαθότητα και έλεος, εκένωσε την εαυτού δόξαν ο Υιός και Λόγος του Θεού, και προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και εθέωσεν αυτήν, δια τούτο θέλων να δείξη τρανοτέραν την εις ημάς αυτού αγαθότητα, εδιάλεξε τους κατά το φαινόμενον ευτελείς δώδεκα μαθητάς του, και εποίησεν αυτούς Αποστόλους και αυτόπτας της εδικής του οικονομίας. Και αφ’ ου εμοίρασεν εις αυτούς το Άγιον Πνεύμα εν είδει πυρίνων γλωσσών, τους απέστειλεν εις όλην την υφήλιον δια να θεολογούν το της Τριάδος μυστήριον, και την θείαν οικονομίαν, και δια να ευαγγελίζουν πάντα τα έθνη, και να βαπτίζουν αυτά εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Όθεν δια μέσου αυτών εφωτίσθη όλη η κτίσις, και την Ορθόδοξον επλούτησε πίστιν, ευσεβώς την Αγίαν Τριάδα λατρεύουσα, και τον ένα της Αγίας Τριάδος ομολογούσα Θεόν ομού και άνθρωπον, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Τούτους λοιπόν τους δώδεκα ιερούς Αποστόλους, χρεωστούμεν όλοι οι Χριστιανοί να τιμώμεν και να γεραίρωμεν, ως φωστήρας του κόσμου και κήρυκας της ευσεβείας, και ως καθαιρέτας της πλάνης. Χρεωστούμεν δε να φανερώσωμεν και πώς ο κάθε Απόστολος εκήρυξε, και εις ποίον τόπον ετελειώθη. Διότι, αγκαλά και όλοι ομού οι Απόστολοι δεν ετελειώθησαν εις ένα καιρόν, ούτε εις ένα τόπον, αλλά κάθε ένας ετελειώθη εις διάφορον καιρόν και τόπον, επειδή όμως σήμερον η Εκκλησία του Θεού, εορτάζει την μνήμην όλων ομού των Αποστόλων, δια τούτο χρεωστεί να αναφέρη και όλων ομού το κήρυγμα και το τέλος.

Πρώτος λοιπόν των Αποστόλων είναι ο κορυφαίος Πέτρος, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον, πρότερον μεν εις την Ιουδαίαν και Αντιόχειαν, έπειτα δε εις τα μέρη της Μαύρης Θαλάσσης, και εις την Γαλατίαν και Καππαδοκίαν, και Ασίαν, και Βιθυνίαν, ως προείπομεν εις την εικοστήν ενάτην του παρόντος. Τελευταίον δε επήγε και έως εις την Ρώμην, και εκεί ευρών τον Σίμωνα μάγον, εδιαλέχθη με αυτόν, ο δε Σίμων εκαυχάτο, πως έχει να νικήση τον Πέτρον με τα θαύματα, εις μίαν διωρισμένην ημέραν. Όταν λοιπόν ήλθεν η διωρισμένη ημέρα, ευγήκε και ο βασιλεύς Νέρων εις την θεωρίαν ταύτην, με όλους τους πολίτας της Ρώμης. Τότε εφόρεσεν ο Σίμων εις την κεφαλήν του ένα στέφανον από δάφνην, και στερεωθείς με τας επωδάς των δαιμόνων, υψώθη από την γην και εφαίνετο μετέωρος επάνω εις τον αέρα. Ο δε Πέτρος βλέπων τον Σίμωνα, είπε προς αυτόν. Επειδή εγώ είμαι μαθητής του Χριστού του ειπόντος· «Εθεώρουν τον Σατανάν, ως αστραπήν εκ του Ουρανού πεσόντα», δια τούτο, και εγώ με την εξουσίαν εκείνου σε προστάζω, να κρημνισθής κάτω εις την γην έμπροσθεν πάντων. Όθεν φοβηθέντες ωσάν φωτίαν τον λόγον του Αποστόλου οι δαίμονες, οπού εβάσταζον τον Σίμωνα, έφυγον, και ευθύς έπεσεν ο άθλιος κατά γης, και καταπληγωθείς όλος από το πέσιμον, κακώς ο κακός ετελεύτησεν.

Τότε λοιπόν όλον το πλήθος επίστευσεν εις τον του Πέτρου Θεόν. Όθεν ο Νέρων ηβουλήθη να θανατώση τον Πέτρον. Ο δε Πέτρος τούτο γνωρίσας, εχειροτόνησεν Επίσκοπον της Ρώμης Κλήμεντα τον μαθητήν του, επειδή και ο προκάτοχός του Λίνος προς Κύριον εξεδήμησε. Παρευθύς λοιπόν ο Αγρίππας παρών ων εις την Ρώμην, επίασε τον Πέτρον, και επρόσταξε να σταυρωθή κατακέφαλα, καθώς μόνος του το εζήτησεν ο Απόστολος. Εν τω σταυρώ λοιπόν ευρισκόμενος ο μακάριος, επροσευχήθη δια την σωτηρίαν του λαού, και έτζι παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Λέγουσι δε, ότι εις ένα θεοφιλή Χριστιανόν, εφάνησαν δύω άνδρες αγνώριστοι παντελώς, οίτινες έλεγον, ότι ήλθον από τα Ιεροσόλυμα. Ούτοι λοιπόν μαζί με τον Ιλλούστριον Μάρκελον τον πιστεύσαντα τω Χριστώ εξεκάρφωσαν από τον σταυρόν το σώμα του Αποστόλου, και κατεβάσαντες αυτό, το έπλιναν με κρασί και γάλα, και το εμύρισαν με διάφορα μύρα και αρώματα, και έτζι το έκρυψαν εις ένα ιδιόκτητον τόπον, ως θησαυρόν πολύτιμον. Ο δε Νέρων ακούσας ότι απέθανεν ο Απόστολος, εκατηγόρησε τον Αγρίππαν, διατί πρότερον δεν ετιμώρησεν αυτόν με διάφορα βάσανα. Ζητώντας δε και τους μαθητάς του Πέτρου, δια να αναπληρώση εις εκείνους τον θυμόν οπού είχε κατά του διδασκάλου των, είδεν εις το όνειρόν του ένα φοβερόν άνθρωπον, ο οποίος τον έδερνεν. Όθεν φοβηθείς, δεν επείραξε τους μαθητάς του Αποστόλου. Εκ τούτου δε εκείνοι ευρόντες ελευθερίαν, εκήρυττον αφόβως τον σταυρωθέντα Θεόν αληθινόν.

Δεύτερος είναι ο Απόστολος Παύλος, ο πάντας τους Αποστόλους υπερνικήσας κατά τον ζήλον της εις Χριστόν πίστεως και τους κόπους. Ούτος λοιπόν εκήρυξε τον Χριστόν από Ιερουσαλήμ μέχρι του Ιλλυρικού, καθώς το λέγει μόνος, και φθάσας εις την Ρώμην απεκεφαλίσθη. Πώς δε, και από ποίαν αφορμήν επαρακινήθη να υπάγη εις Ρώμην, αναγκαίον είναι να διηγηθώ με συντομίαν εις τας φιληκόους σας ακοάς, εκ των Αποστολικών Πράξεων ταύτα ερανισάμενος. Αφ’ ου ο μακάριος Παύλος επήγεν εις την Καισάρειαν, και εξενίσθη, ήγουν εκόνεψεν εις τον οίκον Φιλίππου ενός των επτά διακόνων, επέρασαν ολίγαι ημέραι, και επήγεν εκεί από την Ιουδαίαν ένας Προφήτης, ονόματι Άγαβος, όστις είπε τω Παύλω. Τάδε λέγει σοι Κύριος δι’ εμού, οι αιμοχαρείς Ιουδαίοι έχουν να δέσουν τας χείρας σου και τους πόδας σου, και να σε παραδώσουν εις τα έθνη. Ο δε Απόστολος απεκρίθη. Εγώ είμαι έτοιμος, όχι μόνον να δεθώ και να προδοθώ δια τον Χριστόν εις την Ιερουσαλήμ, αλλά και να αποθάνω. Πηγαίνωντας λοιπόν εις την Ιερουσαλήμ, αντάμωσε τον αδελφόθεον Ιάκωβον και τους μετ’ αυτού, και αφ’ ου τους εχαιρέτησεν, εδιηγήθη εις αυτούς τα μεγαλεία, τα οποία δι’ αυτού εποίησεν εις τα έθνη ο Θεός.

Ύστερα δε από ολίγας ημέρας κρατήσαντες οι Ιουδαίοι τον Παύλον εις το ιερόν, τον έδειραν άσπλαγχνα, και δέσαντες αυτόν, τον έβαλαν εις την φυλακήν. Την δε ερχομένην ημέραν εξέτασεν αυτόν ο χιλίαρχος, τι φρονεί. Ο δε Παύλος άρχισεν εις το μέσον του συνεδρίου, και εδιηγήθη την γέννησιν, την ανατροφήν, την μεθηλικίωσιν, και την μάθησιν και ζήλον του. Την δε ακόλουθον ημέραν εδιηγήθη, πως εφάνη ο Χριστός εις αυτόν. Πως ετυφλώθησαν οι οφθαλμοί του, και πως πάλιν ανέβλεψε, και ότι εδίωκε τον Χριστόν εν αγνοία, ύστερον δε τούτον γνωρίσας αληθή Θεόν, ανακηρύττει αυτόν εις όλους. Ταύτα ακούσαντες οι εις το Συνέδριον καθεζόμενοι Ιουδαίοι, εφώναξαν μεγάλως προς τον χιλίαρχον λέγοντες, σήκωσον από την γην τον τοιούτον. Όθεν εις καιρόν οπού ετοιμάζοντο οι στρατιώται να τον δείρουν, αντιστάθη ο Απόστολος εις αυτούς και είπεν ότι δεν είναι συγχωρημένον εις εσάς να δείρετε ακατάκριτον άνθρωπον Ρωμαίον (Ρωμαίος γαρ ήτον ο Παύλος, καθότι οι πρόγονοί του ήτον υποκείμενοι εις τους Ρωμαίους δια βασιλικού γράμματος, ως ερμηνεύει ο κριτικός Φώτιος). Τούτον δε τον λόγον ακούσας ο χιλίαρχος, εφοβήθη, και δεν έδειρεν αυτόν, αλλά τον επαράστησεν εις το Συνέδριον, θέλωντας να μάθη τα περί αυτού. Και δια να συντέμνω τον λόγον, ο Παύλος επειδή επικαλέσθη τον εν τη Ρώμη Καίσαρα, δια να υπάγη να κριθή εκεί, τούτου χάριν επήγεν εις την Ρώμην.

Ευρόντες δε τον Παύλον εκεί μερικοί αδελφοί, εχάρησαν πολλά. Όταν δε ο Παύλος παρεστάθη εις τον καίσαρα Νέρωνα, επειδή δεν ευρέθη κανένα πράγμα άξιον θανάτου εις αυτόν, δια τούτο απεφασίσθη υπό του Νέρωνος, ότι να μένη ελεύθερος ως αθώος. Από τότε λοιπόν επήγεν ο Παύλος εις ξεχωριστόν τόπον, και εκήρυττεν, ότι ο Χριστός είναι Υιός Θεού προς εκείνους, οπού επρόστρεχον αυτώ. Αφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός έγινεν εις τον Παύλον θεία αποκάλυψις, ότι να αφήση την Ρώμην, και να υπάγη εις την Ισπανίαν. Όθεν πηγαίνωντας εκεί ο Απόστολος, πολλούς εβάπτισε, και ασθενείς ιάτρευσε, και Ιερείς εχειροτόνησε, και όλους εστήριξεν εις την πίστιν του Χριστού. Και πάλιν από την Ισπανίαν εγύρισεν εις την Ρώμην. Έξω δε εις την Ρώμην ευρισκόμενος, εδίδασκε και έκαμε να τρέχη εις αυτόν το πλήθος του λαού. Ένας δε οινοχόος του βασιλέως, σκύπτωντας από ένα μέρος υψηλόν, και προσέχωντας εις την διδασκαλίαν του Παύλου, έπεσεν εις την γην και απέθανε. Καθώς δε ήκουσε τούτο ο Παύλος, επρόσταξε να φέρουν εις αυτόν τον νεκρόν. Όθεν βαλών τας χείρας του επάνω εις αυτόν, και επικαλεσάμενος το όνομα του Χριστού, ω του θαύματος! ανέστησεν αυτόν, και υγιαίνοντα απέδωκεν εις τους δι’ αυτόν κλαίοντας. Δια τούτο και αυτός ο αναστηθείς επίστευσεν εις τον Χριστόν, και λαβών το Άγιον Βάπτισμα, ανεχώρησεν από την δούλευσιν του βασιλέως. Μαθών δε τούτο ο βασιλεύς, επρόσταξε να παρασταθή ο οινοχόος εις το βασιλικόν του βήμα. Τούτον δε παρασταθέντα ηρώτα ο βασιλεύς, εάν αρνήται την του Χριστού πίστιν. Ο δε οινοχόος απεκρίνατο, ότι δεν δύνανται να με χωρίσουν από την αγάπην του Χριστού ούτε τα ενεστώτα, ούτε τα μέλλοντα, ούτε ζωή, ούτε θάνατος. Ταύτα δε ακούσας ο βασιλεύς και απορήσας, επρόσταξεν, ότι να κατακαούν από φωτίαν, όσοι Χριστιανοί ευρίσκονται εις την φυλακήν, ο δε Παύλος να αποκεφαλισθή.

Όθεν οι δήμιοι (ήτοι οι υπηρέται των βασάνων) επήραν τον του Χριστού θείον Απόστολον, και εύγαλαν αυτόν έξω από την Ρώμην, σπουδάζοντες να τελειώσουν την βασιλικήν προσταγήν. Μία δε γυναίκα Περπετούα ονόματι, κατά συνέργειαν του Διαβόλου, έχασε το φως του δεξιού ομματίου της. Βλέπουσα δε πως επήγαιναν δια να αποκεφαλίσουν τον Παύλον, εσυμπόνεσεν η καρδία της, και εδάκρυσεν. Ο δε Παύλος είπε προς αυτήν, ω γύναι, δος μοι το μανδύλιόν σου, και όταν γυρίσω, πάλιν σοι το δίδω. Η δε γυνή έδωκεν εις αυτόν προθύμως το μανδύλιόν της. Τούτο δε βλέποντες οι στρατιώται, περιγελώντες έλεγον εις την γυναίκα, πρόσμενε ω γραία τούτον, όστις δεν γυρίζει πλέον. Όταν δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, εσχημάτισαν τον Απόστολον δια να τον αποκεφαλίσουν. Όθεν έδεσαν τα ομμάτιά του με το μανδύλιον της μονοφθάλμου γυναικός. Εις καιρόν δε οπού απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, έτρεξεν αίμα μαζί με γάλα, και έβρεξε τα ιμάτια του Αποστόλου. Το δε μανδύλιον αοράτως εδόθη εις την μονόφθαλμον γυναίκα, και παρευθύς εχαρίσθη εις αυτήν και η του οφθαλμού της ανάβλεψις. Αφ’ ου δε οι δήμιοι απεκεφάλισαν τον Απόστολον, γυρίζοντες ευρήκαν την γυναίκα, οπού εβάσταζεν εις χείρας της το μανδύλιον αιματωμένον, το οποίον θερμώς κατεφίλει, και έδειχνεν εις αυτούς τον οφθαλμόν της υγιεινόν και βλέποντα, ήτις και έλεγε. Ζη Κύριος, δεν είναι άλλος Θεός, πάρεξ εκείνος, τον οποίον ο Παύλος εκήρυττεν. Όθεν και αυτοί θαυμάσαντες το γενόμενον, επίστευσαν εις τον Χριστόν, και μαζί με αυτήν επήγαν εις τον Νέρωνα, κηρύττοντες μεγαλοφώνως τα μεγαλεία του Θεού. Ο δε Νέρων νικηθείς από τον θυμόν, επρόσταξε να λάβη ο καθ’ ένας από αυτούς ξεχωριστήν τιμωρίαν. Και ο μεν πρώτος δήμιος, απεκεφαλίσθη. Ο δε δεύτερος, εσχίσθη εις το μέσον με το σπαθί. Και ο τρίτος, ελιθοβολήθη. Η δε Περπετούα εβάλθη εις την φυλακήν. Πηγαίνουσα δε εις αυτήν η βασίλισσα και σύζυγος του Νέρωνος, ομού με τας τιμιωτέρας γυναίκας της Ρώμης, εδιδάχθησαν από εκείνην την αληθή και βεβαίαν πίστιν του Χριστού, και με το Άγιον Βάπτισμα ετελειώθησαν. Ταύτα δε μαθών ο Νέρων, την μεν Περπετούαν έδειρεν αρκετά, είτα δέσας από τον λαιμόν της μίαν πέτραν του μύλου, την έρριψεν εις τον βυθόν. Τας δε λοιπάς γυναίκας απεκεφάλισεν, επειδή δεν ηθέλησαν να αρνηθούν τον Χριστόν. Εύρεν όμως η θεία εκδίκησις τον ασεβή Νέρωνα. Διότι αυτός μισηθείς από τον λαόν της Ρώμης, έφυγεν από το βασίλειον, και επεριπάτει μέσα εις τα δάση και τα λαγκάδια, προτιμών κάλλιον να αποθάνη, παρά να ζη. Όθεν κακοπαθήσας από την ψύχραν και πείναν, κακώς την ζωήν ετελείωσε, γενόμενος φαγητόν εις τα θηρία ο ασεβής και παρανομώτατος.

Τρίτος Απόστολος του Κυρίου είναι ο πρωτόκλητος Ανδρέας, ο και αδελφός του Πέτρου. Ούτος λοιπόν εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις όλα τα παραθαλάσσια μέρη της Μαύρης Θαλάσσης, και Βιθυνίας και Αρμενίας, και γυρίσας δια της Βυζαντίδος, εκατέβη έως εις την Ελλάδα, πηγαίνωντας δε εις τας Πάτρας της Αχαΐας, εσταυρώθη από τον Αιγεάτην. 

Τέταρτος είναι ο Ιάκωβος ο του Ζεβεδαίου, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις όλην την Ιουδαίαν, και ύστερον εθανατώθη με μάχαιραν από τον Ηρώδην Αγρίππαν δια την πολλήν παρρησίαν οπού είχεν.

Πέμπτος είναι Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και Θεολόγος, ο και αδελφός Ιακώβου, ο επιπεσών εις το στήθος του Χριστού. Ούτος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Ασίαν, και εξορισθείς εις την Πάτμον από τον Δομετιανόν, πολλά πλήθη απίστων επρόσφερεν εις τον Χριστόν, και γυρίσας εις την Έφεσον, ανεπαύθη εν ειρήνη πλήρης ημερών γενόμενος.

Έκτος είναι Φίλιππος ο από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, συμπατριώτης Ανδρέου και Πέτρου. Ούτος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Ασίαν και Ιεράπολιν, μαζί με την αδελφήν του Μαριάμνην, και με τον Βαρθολομαίον. Ύστερον υπό των Ελλήνων σταυρωθείς, εθανατώθη εν αυτή τη Ιεραπόλει. 

Έβδομος είναι ο Θωμάς ο και Δίδυμος, ο οποίος κηρύξας τον Χριστόν εις Πάρθους, και Μήδους, και Πέρσας, και Ινδούς, εκτυπήθη από αυτούς με κοντάρια και ετελειώθη. 

Όγδοος είναι ο Βαρθολομαίος, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού εις τους Ινδούς τους καλουμένους Ευδαίμονας, και σταυρωθείς εις την Ουρβανόπολιν, ετελειώθη. 

Ένατος είναι Ματθαίος ο και Λευΐ, αδελφός Ιακώβου του Αλφαίου, ο τελώνης και Ευαγγελιστής, όστις έκαμε ξενοδοχίαν μεγάλην εις τον Ιησούν. Ούτος κηρύξας το Ευαγγέλιον εις την Ιεράπολιν της Συρίας, λιθοβοληθείς ετελειώθη. 

Δέκατος είναι Ιάκωβος ο Αλφαίου, ο και αδελφός Ματθαίου (και οι δύω γαρ είχον πατέρα τον Αλφαίον). Ούτος λοιπόν εκήρυξε τον Χριστόν εις τα έθνη, όθεν και επωνομάσθη σπέρμα θείον. Ταχέως δε και προθύμως προχωρήσας εις το κήρυγμα, και ελέγχων τους απαιδεύτους λαούς, εκρεμάσθη εις σταυρόν, και παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. 

Ενδέκατος είναι Σίμων ο Ζηλωτής, ο καταγόμενος από Κανά της Γαλιλαίας, όστις ονομάζεται Ναθαναήλ εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον. Ούτος λοιπόν εκήρυξεν εις όλην την Μαυριτανίαν και την χώραν της Αφρικής το Ευαγγέλιον του Χριστού, και σταυρωθείς τελειούται. (Η παράδοσις της Εκκλησίας θέλει τον Βαρθολομαίο να ονομάζεται και Ναθαναήλ).

Δωδέκατος είναι ο Ιούδας Ιακώβου, ο παρά μεν του Λουκά ονομαζόμενος Ιούδας Ιακώβου, τόσον εις το Ευαγγέλιόν του, όσον και εις τας Πράξεις. Παρά δε του Ματθαίου ονομάζεται Θαδδαίος και Λευαίος, αδελφός κατά σάρκα χρηματίσας του Κυρίου. Ούτος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Μεσοποταμίαν, ύστερον δε ετελειώθη εις την πόλιν Αραράτ, κρεμασθείς από τους απίστους και σαϊτευθείς. (Ο Άγιος Νικόδημος ακολουθεί την Δυτική Παράδοση εδώ. Ο Ιούδας Θαδδαίος δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Ιούδα Αδελφόθεο).

Ματθίας ο αντί του προδότου Ιούδα συναριθμηθείς μετά την Ανάληψιν, μαζί με τους ένδεκα Αποστόλους, εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Αιθιοπίαν, και πολλάς τιμωρίας παθών από τους απίστους, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. 

Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης


Δεν υπάρχουν σχόλια: