Ούτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σϞ’ [290], υιός Ανάκ του Πάρθου, όστις εστάθη μεγάλος και περιφανής άρχων, και συγγενής του βασιλέως Αρμενίας Κουσαρώ. Τον οποίον τούτον Κουσαρώ εθανάτωσε με δόλον ο ίδιος Ανάκ, αποσταλείς και παρακινηθείς εις τούτο από τον Αρτασύραν βασιλέα Περσών. Όθεν δια τον βασιλικόν αυτόν φόνον, εθανατώθη όλη η γενεά εκείνου. Μόνος δε ο θείος Γρηγόριος ούτος με άλλον ένα αδελφόν του, εγλύτωσεν από τον θάνατον, πεμφθείς, όταν ήτον παιδίον μικρόν, εις την επικράτειαν των Ρωμαίων, με το μέσον ενός συγγενούς του. Ευρισκόμενος λοιπόν ο θείος ούτος Πατήρ εις την Καισάρειαν της Καππαδοκίας, εμάνθανε τόσον την άλλην παιδείαν των γραμμάτων, όσον και τα των Χριστιανών δόγματα και διδάγματα. Επειδή δε ένας υιός του φονευθέντος Κουσαρώ, Τηριδάτης ονομαζόμενος, εδιώχθη εκ της Αρμενίας από τον βασιλέα των Περσών, και εδιάτριβεν εις εκείνα τα μέρη της Καισαρείας, συναριθμούμενος με τους πρώτους άρχοντας των Ρωμαίων· δια τούτο ο θείος Γρηγόριος επήγε κοντά εις αυτόν, και επρόκρινε θεληματικώς να τον υπηρετή. Όθεν, κατά μεν τα άλλα πάντα εθεράπευε τον Τηριδάτην και τον ανέπαυε. Καθό δε ήτον Χριστιανός, κατά τούτο μόνον πολλά τον ελύπει και τον επαρώξυνεν.
Επειδή δε ο Τηριδάτης έκαμε μίαν μεγάλην
ανδραγαθίαν εις βοήθειαν των Ρωμαίων, δια τούτο εις ανταπόδοσιν της χάριτος,
απεκατέστη πάλιν εις την αρχήν του πατρός του παρά του βασιλέως των Ρωμαίων,
και εξουσίαζε την Αρμενίαν. Τότε λοιπόν καλέσας τον θείον Γρηγόριον,
εμεταχειρίζετο κάθε τρόπον δια να τον κάμη κοινωνόν της θρησκείας του. Αλλ’ ο
Άγιος κρατών στερεώς την ευσεβή πίστιν, διϊσχυρίζετο, ότι ποτέ δεν θέλει την
αρνηθή. Όθεν αναβράσας ο Τηριδάτης από τον θυμόν, ευθύς επρόσταξε να δέσουν
οπίσω τους αγκώνας του Αγίου, και να τεντώσουν βιαίως άνω και κάτω το στόμα του
με ένα ξύλον. Να φορτώσουν εις τους ώμους του βώλους μεγαλωτάτους αλατίου
μεταλλικού, το οποίον ευγαίνει εις την Αρμενίαν. Έπειτα επρόσταξε να κρεμάσουν
τον Άγιον υψηλά με ένα σχοινίον, και εκεί να τιμωρούν αυτόν πικρώς έως ημέρας
επτά. Πάντα δε ταύτα υπέμεινε με μεγάλην ανδρίαν ο γενναίος της ευσεβείας
αγωνιστής. Είτα εκρέμασαν τον Άγιον κατακέφαλα από το ένα ποδάρι, και έδειραν
αυτόν άσπλαγχνα με ραβδία χοντρά. Κάτωθεν δε εκάπνιζαν αυτόν με κόπρον
βρωμερωτάτην, από την οποίαν ουδέ να αναπνεύση εσυγχωρείτο ο τρισμακάριος. Μετά
ταύτα έσφιγξαν τας άντζας του με σανίδια και σχοινία, τόσον δυνατά, ώστε οπού
από το πολύ σφίγξιμον, έσταζε αίμα από τα άκρα των δακτύλων των ποδών του.
Ύστερον δε εκάρφωσαν εις τας πατούνας των ποδών
του σιδηρά καρφία, και με αυτά ανάγκασαν αυτόν να τρέχη. Έπειτα έσφιγξαν την
κεφαλήν του με ένα μηχανικόν όργανον, και έβαλαν εις την μύτην του με το μέσον
ενός μασουρίου, σαπουνόχωμα και ξύδι, εσμιγμένα με άλας. Των οποίων η δριμύτης
έφθασεν έως και εις αυτά τα βαθουλά μέρη της κεφαλής, και έως εις αυτόν τον
εγκέφαλόν του. Είτα κατακαίουσι την κεφαλήν του εξ ημέρας, με ένα θυλακούρι
γεμάτον από θερμοτάτην στάκτην της καμίνου. Ύστερον δε πάλιν κρεμώσιν αυτόν κατακέφαλα,
και δια του αφεδρώνος ρίπτουσι πολύ νερόν μέσα εις την κοιλίαν του. Και πάλιν
κρεμάσαντες αυτόν, καταξεσχίζουσι τας πλευράς του με σιδηρά ονύχια, είτα
τραβίζουσιν αυτόν ανάσκελα επάνω εις τριβόλια σιδηρά. Και βάλλουσιν εις τους
πόδας του σιδηρά υποδήματα. Μετά ταύτα βάλλουσι περόνια εις τα γόνατά του με
σιδηράς σφήνας, και κρεμώσιν αυτόν. Ούτω δε κρεμάμενος, διαμένει ο Άγιος τρεις
ολοκλήρους ημέρας. Ύστερον χύνουσιν εις όλον το σώμα του βρασμένον μολύβι.
Αφ’ ου δε ταύτα πάντα εγένοντο, ερρίφθη δεδεμένος
ο τρισόλβιος μέσα εις ένα βαθύν λάκκον: ήτοι εις ξηροπήγαδον, ευρισκόμενον εις
την πόλιν Αρταξά. Το οποίον ήτον γεμάτον από βόρβορον και θανατηφόρα οφίδια.
Και εκεί διαμένει χρόνους ολοκλήρους δεκαπέντε, τρεφόμενος κρυφίως από μίαν
γυναίκα χήραν. Και επειδή ο βασιλεύς Τηριδάτης έχασε τας φρένας του, και έτρωγε
τας σάρκας του· και μεταβαλών την ανθρωπίνην μορφήν εις μορφήν χοίρου, εβόσκετο
μαζί με τους χοίρους εις τα βουνά· δια τούτο η αδελφή του, Κουσαροδούκτα
ονόματι, είδεν όνειρον, και ήκουσε φωνήν λέγουσαν. Εάν ο Γρηγόριος δεν εύγη από
τον λάκκον, ο Τηριδάτης δεν υγιαίνει. Τούτου χάριν ευγήκεν ο Άγιος από τον
λάκκον σώος και αβλαβής, και ιατρεύει τον Τηριδάτην. Είτα Αρχιερεύς Αρμενίων
καταστάς, ήτοι χειροτονηθείς, και όλους τους εν τη Αρμενία ευρισκομένους
βαπτίσας εις τον ποταμόν Ευφράτην, εχειροτόνησεν εις αυτούς Επισκόπους. Επειδή
δε απεφάσισε να ησυχάση εις το εξής, έβλεπε δε τον βασιλέα Τηριδάτην, οπού δεν
άφινεν αυτόν, δια τούτο, αντί μεν εαυτού αφίνει Αρχιερέα εις την Αρμενίαν ένα
από τους εδικούς του υιούς, Ροστάνην, ή Αριστάνην ονομαζόμενον. Αυτός δε
ανεχώρησεν εις τα υψηλότατα βουνά της Αρμενίας και εκεί ησύχασε κατά τον πόθον
οπού είχεν. Έτζι λοιπόν διαπεράσας ο μακάριος τον δρόμον της ζωής του,
μαρτυρικώς, αποστολικώς, και ασκητικώς, μεταβαίνει προς Χριστόν τον ποθούμενον,
δια να λάβη τους μισθούς και στεφάνους των κόπων του.
Άγιος Νικόδημος
Αγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου