Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

Η Πέμπτη Κυριακή του Λουκά και η Παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος

Η Πέμπτη Κυριακή του Λουκά και η Παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου

Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος

Το έτος 2025 η Κυριακή 2 Νοεμβρίου είναι η Πέμπτη Κυριακή του Λουκά και το ευαγγελικό ανάγνωσμα είναι η περικοπή Λουκάς 16:19–31, γνωστή ως η Παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου. Πρόκειται για μία από τις πιο συγκλονιστικές περικοπές του Ευαγγελίου, που φέρνει τον πιστό αντιμέτωπο με το μυστήριο του πόνου, της κοινωνικής αδικίας και της αιώνιας δικαιοσύνης του Θεού. Με τρόπο απλό, αλλά βαθιά θεολογικό, ο Χριστός αντιπαραθέτει δύο ανθρώπινες υπάρξεις: τον πλούσιο, ο οποίος ζούσε μέσα στην απόλαυση και την αυτάρκεια, και τον φτωχό Λάζαρο, που υπέμενε σιωπηλά τη φτώχεια, τις πληγές και την περιφρόνηση.

Η παραβολή αυτή δεν αποτελεί καταδίκη του πλούτου καθεαυτού, αλλά προειδοποίηση για την πνευματική τύφλωση που γεννά η αυτάρκεια και η αδιαφορία. Ο πλούσιος δεν καταδικάζεται γιατί ήταν πλούσιος· καταδικάζεται γιατί ο πλούτος του δεν έγινε μέσο αγάπης, αλλά τείχος απομόνωσης. Ο Λάζαρος, αντίθετα, δεν σώζεται επειδή υπέφερε, αλλά επειδή μέσα στον πόνο του παρέμεινε ταπεινός, εμπιστευόμενος τον Θεό. Αυτό που κρίνεται είναι η στάση της καρδιάς: η αδιαφορία και η εγωκεντρική ζωή από τη μια, η ταπείνωση και η ελπίδα στην αγάπη του Θεού από την άλλη.

Η παραβολή ειπώθηκε από τον Χριστό σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Στο κεφάλαιο 16 του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου, ο Ιησούς απευθύνεται κυρίως στους Φαρισαίους, «φιλάργυροι όντες» (Λουκ. 16:14), οι οποίοι δικαιολογούσαν τον εαυτό τους μπροστά στους ανθρώπους θεωρώντας τον πλούτο ένδειξη θείας εύνοιας. Ο Κύριος τους αντιπαραθέτει την εικόνα της αντιστροφής: ο πλούσιος χάνει όλα του τα προνόμια μετά θάνατον, ενώ ο ταπεινός και περιφρονημένος Λάζαρος αναπαύεται στους κόλπους του Αβραάμ. Η διδασκαλία του Χριστού ξεπερνά τα όρια της ηθικής καταγγελίας —αγγίζει το μυστήριο της αιωνιότητας και αποκαλύπτει ότι η δικαιοσύνη του Θεού είναι διαφορετική από την ανθρώπινη.

Η Εκκλησία, με σοφία, συνδέει αυτό το ευαγγελικό ανάγνωσμα με μια ιστορική μνήμη: την έκρηξη του ηφαιστείου του Βεζούβιου στις 6 Νοεμβρίου του 475 μ.Χ. Η Πέμπτη Κυριακή του Λουκά, τοποθετείται κάθε χρόνο ανάμεσα στις 30 Οκτωβρίου και στις 6 Νοεμβρίου. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία. Οι καταστροφικές συνέπειες της έκρηξης, που έφθασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, συγκλόνισαν την αυτοκρατορική πρωτεύουσα και έγιναν για τους χριστιανούς της εποχής μια ζωντανή υπενθύμιση του πόσο πρόσκαιρη είναι η ανθρώπινη ζωή, ο υλικός πλούτος και η επίγεια δόξα.

Η Εκκλησία, μέσα από αυτή τη σύνδεση, θέλησε να διδάξει ότι όλα τα υλικά αγαθά, όσο λαμπρά κι αν φαίνονται, μπορούν να χαθούν σε μια στιγμή. Μόνο η μετάνοια, η φιλανθρωπία και η έμπρακτη αγάπη έχουν αιώνια αξία. Η Πέμπτη Κυριακή του Λουκά γίνεται έτσι μια πνευματική πρόσκληση να στραφεί ο άνθρωπος από την αυτάρκεια στην αλληλεγγύη, από τη συσσώρευση αγαθών στη δωρεά, από τη ματαιότητα στην πίστη.

Το μήνυμα της ευαγγελικής αυτής περικοπής παραμένει ουσιαστικό τόσο θεολογικά όσο και κοινωνιολογικά. Η διδασκαλία του Χριστού δεν περιορίζεται στη μέλλουσα ζωή, αλλά αγγίζει την καρδιά της ανθρώπινης κοινωνίας, υπενθυμίζοντας ότι η αξία του ανθρώπου δεν καθορίζεται από την οικονομική δύναμη, αλλά από την ικανότητά του να αγαπά και να μοιράζεται. Σε μια εποχή που η υπερκατανάλωση και η ατομικιστική νοοτροπία καλλιεργούν την απομόνωση, η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου προβάλλει τη φιλανθρωπία ως πράξη δικαιοσύνης και κοινωνικής συνοχής. Η «πνευματική φτώχεια» δεν σημαίνει αδυναμία, αλλά επίγνωση της εξάρτησής μας από τον Θεό και από τους άλλους. Η φωνή του Αβραάμ —«τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου»— λειτουργεί ως κάλεσμα για αυτοκριτική, μεταστροφή και κοινωνική ευθύνη. Η αληθινή ζωή, μας λέει η Εκκλησία, δεν βρίσκεται στα τραπέζια της αυτάρκειας, αλλά στην πόρτα μας, εκεί όπου περιμένει ο κάθε “Λάζαρος” ζητώντας όχι ελεημοσύνη, αλλά αναγνώριση και αγάπη.

***

The Fifth Sunday of Luke and the Parable of the Rich Man and Lazarus

In the year 2025, Sunday, November 2nd, marks the Fifth Sunday of Luke, and the Gospel reading is from Luke 16:19–31, known as the Parable of the Rich Man and Lazarus. This is one of the most striking passages in the Gospels, confronting the believer with the mystery of suffering, social injustice, and the eternal justice of God. In a simple yet deeply theological way, Christ contrasts two human lives: the rich man, who lived in pleasure and self-sufficiency, and the poor Lazarus, who silently endured poverty, wounds, and disregard.

This parable is not a condemnation of wealth itself, but a warning against the spiritual blindness that self-reliance and indifference produce. The rich man is not condemned for being rich; he is condemned because his wealth did not become a means of love but a wall of isolation. Lazarus, on the other hand, is not saved merely because he suffered, but because in his suffering he remained humble, trusting in God. What is judged here is the disposition of the heart: indifference and self-centeredness on one side, humility and hope in God’s love on the other.

Christ gave this parable within a specific context. In chapter 16 of the Gospel of Luke, Jesus addresses mainly the Pharisees, “who were lovers of money” (Luke 16:14), and who justified themselves before others by considering wealth a sign of divine favor. The Lord opposes their worldview with the image of reversal: the rich man loses all his privileges after death, while the humble and despised Lazarus is comforted in the bosom of Abraham. Christ’s teaching surpasses mere moral criticism—it touches the mystery of eternity and reveals that God’s justice is not the same as human justice.

The Church, in its wisdom, associates this Gospel reading with a historical event: the eruption of Mount Vesuvius on November 6th, 475 AD. The Fifth Sunday of Luke is set each year between October 30th and November 6th. This placement is not accidental. The destructive consequences of the eruption, which reached as far as Constantinople, deeply shocked the imperial capital and became for the Christians of that time a vivid reminder of how fleeting human life, material wealth, and earthly glory truly are.

Through this connection, the Church sought to teach that all material goods, however splendid they may seem, can vanish in an instant. Only repentance, charity, and active love have eternal value. The Fifth Sunday of Luke thus becomes a spiritual invitation for humanity to turn from self-sufficiency to solidarity, from accumulation to generosity, from vanity to faith.

The message of this Gospel passage remains essential, both theologically and sociologically. Christ’s teaching is not confined to the afterlife but penetrates the core of human society, reminding us that a person’s worth is not determined by economic power but by the capacity to love and to share. In an age dominated by overconsumption and individualism, the parable of the Rich Man and Lazarus presents charity as an act of justice and social unity. “Spiritual poverty” does not mean weakness but awareness of our dependence on God and on one another. The voice of Abraham—“Son, remember that in your lifetime you received your good things”—resounds as a call to self-examination, conversion, and social responsibility. True life, the Church tells us, is not found at the tables of self-indulgence, but at our very door, where every “Lazarus” waits—not for pity, but for recognition and love.

Δεν υπάρχουν σχόλια: