Θ΄
Οι μαθητές σου ήταν παρέα. Στηρίζονταν ο ένας στον άλλο και στη λύπη και στη χαρά τους. Είχαν ένα αυτί να τους ακούσει, έναν ώμο να γείρουν, ένα πρόσωπο να καθρεφτιστούν. Είχαν μια αγκαλιά να σφίξουν και μια καρδιά να ακούσουν καθώς ακουμπά σιμά στο πρόσωπό τους. Είχαν φίλους, αδελφούς να μιλήσουν για κείνον που αγαπούσαν.
Εγώ ήμουν μόνη! Δεν είχα ανθρώπινη παρηγοριά. Δεν ήξερα με ποιον να μοιραστώ τη χαρά μου ούτε και τον πόνο μου. Ναι, τον πόνο μου. Σ’ το είπα πώς η αγάπη μου δεν είχε την τελειότητα να αφήνει τελείως έξω τον εαυτό μου. Σήμερα πια καταλαβαίνω το λάθος μου. Η τέλεια αγάπη σε κάνει να ξεχνάς πως υπάρχεις. Στην τέλεια αγάπη υπάρχει μόνο εκείνος που αγαπάς. Μα τότε δεν τα ήξερα όλα αυτά.
Είναι απίστευτα σκληρό να μην έχεις πού να πεις τη χαρά σου. Ίσως χειρότερο κι απ’ το να μην έχει πού να πεις τον πόνο σου. Νιώθεις πως δεν είσαι άνθρωπος πια. Τότε στρέφεσαι με πάθος στο Θεό. Στράφηκα κι εγώ και ζήτησα με πόνο, με ένταση, με όλη τη δύναμη της ύπαρξής μου εσένα. Ένιωθα πως αν σε ξαναβρώ θα τα έχω όλα. Αν πάλι σε χάσω η κόλαση ήταν ήδη εδώ. (Δεν ξέρω πως θα είναι η κόλαση μα φαντάζομαι πως την κάνει ακόμα οδυνηρότερη η θέα του Παραδείσου. Εκείνο το μεγάλο χάσμα που λένε πως χωρίζει αυτά τα δυο δε φτάνει για να στερήσει από τους κολασμένους την μακρινή έστω όψη του Παραδείσου και τους κάνει να πονούν περισσότερο). Έτσι ένιωθα τώρα κι εγώ. Σε είχα συναντήσει και ήξερα τι είναι ο Παράδεισος. Τώρα που σε έψαχνα μπορώ να καταλάβω επιτέλους τον Αδάμ να ολολύζει απέναντι στην κλειστή του πόρτα. Να θρηνεί η Εύα. Τι θαύμα που κατόρθωσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους μετά! Εγώ νομίζω πως δεν θα τα κατάφερνα. Θα ξάπλωνα εκεί μπροστά και θα περίμενα το θάνατο. Και δεν θα τον έβλεπα πια σαν τιμωρία. Θα τον περίμενα σα φίλο. Σαν το απαλό προσκέφαλο της ανάπαυσης μέχρι την εκπλήρωση της προφητείας του λυτρωμού.
Ήταν σούρουπο όταν συναντηθήκαμε. Είχα σταματήσει την αναζήτηση μιας ακόμα ημέρας και καρφώνοντας το βλέμμα στο χώμα περίμενα. Ίσως να ‘φταιγε η καρδιά μου που χτυπούσε τόσο δυνατά ώστε δεν άκουσα τα βήματά σου. Ίσως πάλι… Κούνησα λίγο τα μάτια και τα αντίκρισα. Τα πόδια σου. Δε γινόταν να λαθέψω. Τα γνώριζα τόσο καλά όσο και το πρόσωπό σου. Ήταν το μόνο μέρος του κορμιού σου που είχα αγγίξει. Είχαν ακόμα σημάδια από τα καρφιά. Μια πληγή κλεισμένη, μα ορατή. Στάθηκαν μπροστά μου ακίνητα. Είχαν μια λάμψη και ... αν και το χώμα τριγύρω περίσσευε στον κήπο της Γεθσημανή δεν ήταν σκονισμένα. Σήκωσα το βλέμμα και σε είδα. Ήσουν τόσο ίδιος και τόσο διαφορετικός μαζί! Δεν ήξερα τι να κάνω. Ενστικτωδώς όρμησα να επαναλάβω την παλιά μου εκείνη κίνηση. Την κίνηση που είχε αλλάξει τη ζωή μου. Να τ' αγκαλιάσω όπως είχα κάνει τότε στο τραπέζι. Ήμουν σίγουρη πως τίποτε το άπρεπο, τίποτε το απαγορευμένο δεν περιείχε η κίνηση αυτή. Άκουσα όμως τη φωνή σου να απευθύνεται πρώτη φορά σ' εμένα.
-Μη μ’ ακουμπάς! Δεν είμαι πια εκείνος που ήξερες μονάχα. Τον πρώτο δρόμο τον τέλειωσα. Τον τέλειωσα ψηλά στο σταυρό. Μου μένουν δυο δρόμοι ακόμα. Μα πριν τους ακολουθήσω πρέπει να σας σιγουρέψω όλους πως ο θάνατος δε με νίκησε.
Αναρωτιόμουν ποιοι να ήταν οι δρόμοι όταν άκουσα τη φωνή σου να λέει:
-Ξέρω, πως είναι πολλά αυτά που δεν καταλαβαίνεις. Πίστεψε με όμως, καλύτερα να αγαπάς παρά να καταλαβαίνεις! Εξάλλου θα καταλάβεις. Όχι τώρα. Πρέπει να περιμένεις λίγο. Μη φύγεις από τα Ιεροσόλυμα. Περίμενε τον Παράκλητο. Εκείνος θα σου τα εξηγήσει όλα. Αλλά μη φοβάσαι! Κι εγώ.. κι εγώ θα είμαι πάντα κοντά σου.
Ύστερα χάθηκες. Χάθηκες όπως σβήνει μια οπτασία. Έμεινα ακίνητη περιμένοντας, ελπίζοντας πως θα ξαναφανείς. Θα ‘πρεπε να νιώθω μια απέραντη θλίψη που σε έχανα τόσο γρήγορα ξανά. Μα πράγμα περίεργο, τώρα ένιωθα χαρά. Μια χαρά που κανένας και τίποτα δεν μπορούσε να μου πάρει. Ύστερα σηκώθηκα. Ήθελα να τρέξω. Να μοιραστώ με άλλους την εμφάνισή σου, τη χαρά μου. Μα, δεν ήξερα με ποιον. Οι μαθητές σου ήταν για μένα μακρινοί. Κάποιοι από αυτούς μου προκαλούσαν φόβο. Ένας τους ήταν Ζηλωτής. Άνθρωπος δεμένος με το νόμο. Άνθρωπος που ‘βαζε πάνω από όλα την πατρίδα, το γένος. Με φοβίζουν κάτι τέτοιοι. Είχες κατορθώσει να τον αλλάξεις;
Σκεπτόμουν ποιον θα μπορούσα να πλησιάσω ευκολότερα. Δυο πρόσωπα ήρθαν στο μυαλό μου. Ο μεγαλύτερος κι ο μικρότερος από τους μαθητές σου. Ο Πέτρος κι ο Ιωάννης. Τον πρώτο τον είδα να κλαίει έξω απ’ την αυλή του Αρχιερέα. Ήξερε από πτώση. Ήξερε για την ανάγκη της συγχώρεσης. Τον άλλο τον έζησα να στέκεται –μόνος αυτός από τους μαθητές σου- κάτω από το σταυρωμένο κορμί σου όταν όλοι σε εγκατέλειψαν. Αυτός ήξερε από αγάπη. Πτώση και αγάπη ήταν τα μόνα κλειδιά που ίσως άνοιγαν την πόρτα της καρδιάς τους στην Πόρνη.
Στάθηκα έξω από το κτήριο που ήξερα πως μαζεύονταν. Κοιτούσα τα μικρά παράθυρα του υπερώου να μένουν σκοτεινά μέρες ολόκληρες. Έψαχνα να βρω μια εξήγηση μέσα στο μυαλό μου. Δεν μπορεί παρά να ήταν εκείνη η φράση του αγγέλου: «…Ότι θα σας συναντήσει στη Γαλιλαία». Είχαν πάει λοιπόν εκεί για να τον συναντήσουν.
Όταν γύρισαν δεν τόλμησα να τους πλησιάσω. Στεκόμουν ώρες ολόκληρες απέναντι απ’ τα παράθυρά τους και κοιτούσα. Ένα σούρουπο γύρισαν δυο με την ψυχή στο στόμα και πρέπει κάτι να τους είπαν γιατί κάποιοι απ’ αυτούς ξεκίνησαν μέσα στη νύχτα που έπεφτε να φύγουν. Άκουσα τη λέξη Εμμαούς.
Μιαν άλλη φορά -αυτό το είδα γιατί είχαν πλησιάζει στο παράθυρο- μιλούσαν όλοι μαζί κάνοντας κοφτές κινήσεις με τα χέρια σ’ έναν απ’ όλους που μόλις είχε μπει στο σπίτι. Πρέπει να του διηγούνταν μια εμφάνισή σου γιατί είχαν πυρετό στα μάτια. Εκείνος τους κοιτούσε λιγάκι παγωμένος και πρέπει κάτι να τους ξέκοψε.
Δεν ξέρω τι έγινε μετά μα άρχισαν όλο και πιο συχνά να ακούγονται φήμες πως άντρες και γυναίκες, μαθητές σου όλοι κοντινότεροι και μακρινοί σε συναντούσαν στα πιο απίθανα μέρη: στο τραπέζι την ώρα που κόβανε ψωμί, δίπλα στη θράκα που ‘ταν αναμμένη στην ακρογιαλιά, σε έναν κήπο η Μαρία η Μαγδαληνή.
Απορούσα για δυο πράγματα. Το πρώτο πως δε σε γνώριζαν. Η μια σε πέρναγε για τον κηπουρό κι ο άλλος περπατούσε μαζί σου ώρα πολλή μέχρι να σε καταλάβει. Μέχρι κι ένας μαθητής σου ζήτησε να σ’ αγγίξει με τ’ ακροδάχτυλα για να πιστέψει. Άλλοι σου λέγανε να φας ψωμί, ψάρι και μέλι και σε κάποιους αναγκάστηκες να γεμίσεις τη βάρκα πάλι με ψαριά για να σε γνωρίσουν. Τούτο το τελευταίο περιστατικό με γέμισε με χαρά. Όχι ότι ήμουνα ψαράς αλλά να, το να κάνεις ξανά στον καθένα εκείνο που ξέρε από εσένα είναι όσο να ναι ειρηνευτικό της καρδιάς. Εκείνα τα εκατόν τριάντα τρία ψάρια στου Πέτρου τη βάρκα ειρήνευαν τις όποιες ανησυχίες μου από το «Μη μ’ αγγίζεις» που μου ‘πες κείνο το απόγιομα.
Αλεξανδρεύς
Τις προηγούμενες συνέχειες μπορείς να διαβάσεις εδώ
8 σχόλια:
Είσαι εξαιρετικός. Σε κάθε νέα παρουσίαση στην συνέχεια είσαι απροσδόκητος και πρωτότυπος.
Πολύ όμορφα κυλάει η ιστορία.
νοιώθω υπέροχα εδώ! κείμενα, φωτογραφίες, αρμονικά δοσμένα- δεμένα. λεπτό άρωμα πνευματικό αναδύεται! από το "ὁτι ηγάπησε πολύ" μπράβο!
Καλό απόγευμα!
ΩΡΑΙΕΣ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ!!!Π
Χριστός Ανέστη!
Αν αγαπήσουμε και μεις πολύ
Αν σταυρωθούμε θυσιαστικά,
θ' αναστηθούμε -και μεις- μέσα στον κήπο της Χαράς του Ηγαπημένου...
Κουράγιο!
Λίγος κόπος ακόμη και φτάσαμε!
Υπέροχο!
Αγαπητέ Αλεξανδρέα, από την πρώτη στιγμή που πρωτοδιάβασα το υπέροχο τούτο κείμενο, το ερωτεύτηκα... ήταν και παραμένει μια εμπειρία, ένας υψιπέτης λόγος, μια άνοδος στο απέραντο, μια εισδοχή στο αιώνιο... με γοήτευσε, με καθήλωσε... και η τιμή μεγίστη που μου κάνεις! πως να σ' ευχαριστήσω; πως να εκφράσω αυτό που νιώθω... γυρνώ και ξαναπετώ μέσα από τις λέξεις σου στα ακροσύνορα της γραφής σου... την εκτίμησή μου, το σεβασμό μου στην σκέψη σου και την γραφίδα σου!!
με άφησε με μια αίσθηση που δεν περιγράφεται
μικρό αλλά τόσο περιεκτικό και δυνατό
Δημοσίευση σχολίου