Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Η ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΤΡΩΝ ΕΤΙΜΗΣΕ, ΥΜΝΗΣΕ ΚΑΙ ΕΜΕΓΑΛΥΝΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Ο με­γά­λος Φώ­της Κό­ντο­γλου γρά­φει για την Κοί­μη­ση της Θε­ο­τό­κου: “Θά­να­τος δεν υ­πάρ­χει ε­δώ πέ­ρα που εί­ναι η μη­τέ­ρα της Ζω­ής. Κι’ ού­τε μοι­ρο­λό­για και ξό­δια θρη­νη­τε­ρά, πα­ρά χα­ρά α­νε­κλά­λη­τη, γά­μος πνευ­μα­τι­κός, τρά­πε­ζα α­για­σμέ­νη που έ­χει α­πι­θω­μέ­νον α­πά­νω της τον άρ­το της ζω­ής και το κρα­σί της α­θα­να­σί­ας, και πί­νου­νε οι χρι­στια­νοί και με­θά­νε έ­να με­θύ­σι ά­γιο, α­γνό, ά­μω­μο και δεν βρί­σκο­νται πια μπρο­στά σ’ έ­να λεί­ψα­νο που το κη­δεύ­ου­νε, αλ­λά βρί­σκο­νται στη Να­ζα­ρέτ, στό σπί­τι το χα­ρού­με­νο και το μο­σκο­βο­λη­μέ­νο α­πό την παρ­θε­νι­κή ευω­δί­α της Πα­να­γί­ας...”.
Η γιορ­τή αυ­τή στην Ορ­θο­δο­ξί­α α­πο­τε­λεί έ­να δεύ­τε­ρο Πά­σχα. Η Υπε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κος εί­ναι ο πραγ­μα­τι­κός ο­δη­γός, για ό­σους θέ­λουν ν’ α­νυ­ψώ­νο­νται προς τον Θε­ό. Έρ­γο της εί­ναι να πρε­σβεύ­ει στον Τρια­δι­κό Θε­ό για ό­λους τους αν­θρώ­πους. Για μας τους Ορ­θο­δό­ξους η Θε­ο­τό­κος εί­ναι η «α­κα­ταί­σχυ­ντος προ­στα­σί­α και η α­με­τά­θε­τος προς τον ποι­η­τή με­σι­τεί­α».
Ο θά­να­τος στο πρό­σω­πο της Πα­να­γί­ας ο­νο­μά­ζε­ται “κοί­μη­σις”, μας υ­πεν­θυ­μί­ζει ο Ο­μό­τι­μος κα­θη­γη­τής του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Α­θη­νών Γέ­ωρ­γιος Πα­τρώ­νος και συ­νε­χί­ζει. Αυ­τό εί­ναι το νό­η­μα της ε­ορ­τής. Πρό­κει­ται για μια εν­δια­φέ­ρου­σα ερ­μη­νεί­α του θα­νά­του ως κοί­μη­σης και ύ­πνου. Αυ­τή η έν­νοια εί­ναι βα­θύ­τα­τα α­γιο­γρα­φι­κή. Στην Και­νή Δια­θή­κη σχε­δόν πά­ντο­τε ο θά­να­τος δια­φό­ρων αν­θρώ­πων, ι­διαί­τε­ρα μά­λι­στα αυ­τών που α­να­στή­θη­καν α­πό τον Χρι­στό, πα­ραλ­λη­λί­ζε­ται με βα­θύ­ ύ­πνο. Η κό­ρη του Ια­εί­ρου, αν και α­ναγ­γέλ­λε­ται ο θά­να­τός της, για τον Ι­η­σού “κε­κοί­μη­ται”. Στον υ­ιό της χή­ρας της Να­ϊν, που ήτ­αν νε­κρός και κη­δεύ­ε­ται, ο Ι­η­σούς α­φού του έ­πια­σε το χέ­ρι στη σο­ρό ε­ντέλ­λε­ται, “νε­α­νί­σκε, σοι λέ­γω ε­γέρ­θη­τι”. Για τον νε­κρό φί­λο του Λά­ζα­ρο, ο Κύ­ριος θα πει: “Λά­ζα­ρος ο φί­λος η­μών κε­κοί­μη­ται, αλ­λά πο­ρεύ­ο­μαι ί­να ε­ξυ­πνή­σω αυ­τόν”. Η κοί­μη­ση μας προ­ϊ­δε­ά­ζει για την έ­γερ­ση.
Η Πα­να­γί­α ως άν­θρω­πος, α­σφα­λώς, “κε­κοί­μη­ται”. Εί­ναι ό­μως και ζω­ο­δό­τρα, έ­τε­κε την ζω­ή. Στο πρό­σω­πό της ο θά­να­τος νι­κή­θη­κε, ό­πως πριν α­πό την ί­δια νι­κή­θη­κε ο πό­νος, η ο­δύ­νη και η α­πελ­πι­σί­α. Η Ορ­θό­δο­ξη α­γιο­γρα­φί­α πο­τέ δεν πα­ρου­σί­α­σε την Πα­να­γί­α θρη­νο­λο­γού­σα και κλαί­ου­σα, αλ­λά μάλ­λον σιω­πού­σα προ του ε­ντα­φια­σμού του Υ­ιού της. Εί­ναι η Μά­να που προσ­δο­κά τον υ­ιόν της και πά­λιν ζώ­ντα. Η Πα­να­γί­α με τη στά­ση της ει­κο­νί­ζει την προσ­δο­κί­α της α­νά­στα­σης. Προ­σβλέ­πει προς τη ζω­ή και ό­χι στο θά­να­το.
Βέ­βαια, η Πα­να­γί­α ό­πως και ο Χρι­στός, κα­τά την αν­θρώ­πι­νη φύ­ση, α­πο­δέ­χθη­κε το φυ­σι­κό και σω­μα­τι­κό θά­να­το, ό­χι ό­μως με μια έν­νοια τε­λι­κό­τη­τας, αλ­λά ως κά­τι το προ­σω­ρι­νό, ως έ­ναν α­πλό ύ­πνο προσ­δο­κώ­ντας την έ­γερ­ση και την α­νά­στα­ση. Η Κοί­μη­ση της Πα­να­γί­ας και η ση­με­ρι­νή ε­όρ­τια η­μέ­ρα μας προ­ϊ­δε­ά­ζουν και για τη δι­κή μας κοί­μη­ση αλ­λά και για την α­νά­στα­σή μας. Κά­τω απ’ αυ­τή την προ­ο­πτι­κή, ο θά­να­τος χά­νει την α­πό­λυ­τη και φρι­χτή του μορ­φή και δεν α­πο­τε­λεί πλέ­ον μόν­μη α­πει­λή. Α­πλά παίρ­νει τη μορ­φή μιας διά­βα­σης και “με­τά­στα­σης” α­πό τα πα­ρό­ντα και α­πα­τη­λά στα αιώ­νια και ου­σιώ­δη. Ο θά­να­τος εί­ναι το α­να­γκαί­ο πέ­ρα­σμα για την κατ’ ου­σί­αν ζω­ή της αιω­νιό­τη­τας.

ΙΕ­ΡΑ ΜΟ­ΝΗ ΠΑ­ΝΑ­ΓΙΑΣ ΓΗ­ΡΟ­ΚΟ­ΜΗ­ΤΙΣ­ΣΗΣ
 Α­πό νω­ρίς το α­πό­γευ­μα, πα­ρα­μο­νής της ε­ορ­τής της Κοι­μή­σε­ως της Θε­ο­τό­κου, αν­θρώ­πι­να “κύ­μα­τα” α­νη­φό­ρι­ζαν στο μο­να­στή­ρι της Πα­να­γιάς της Γη­ρο­κο­μη­τίσ­σης για να προ­σκυ­νή­σουν τη χάρη Της.
Στις 9.00 το βρά­δυ ξε­κί­νη­σε χο­ρο­στα­τού­ντος του Σε­βα­σμιω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του μας κ. Χρυ­σο­στό­μου ο Μέ­γας Αρ­χιε­ρα­τι­κός Ε­σπε­ρι­νός μετ’ Αρ­το­κλα­σί­ας εις τον ο­ποί­ο συμ­με­τεί­χαν ο Κα­θη­γού­με­νος της Ιε­ράς Μο­νής, Πρω­το­σύ­γκελ­λος π. Συ­με­ών Χα­τζής, ο η­γού­με­νος της Ιε­ράς Μο­νής Αγίων Πάντων της Τριταίας Αρ­χι­μαν­δρί­της π. Αρτέμιος Αργυρόπουλος, οι Αρ­χι­μαν­δρί­τες π. Χρύ­σαν­θος Στελ­λά­τος, π. Θε­ο­δό­σιος Τσι­τσι­βός, π. Φι­λό­θε­ος Μα­ρού­δας, π. Ει­ρη­ναί­ος Σω­τη­ρό­που­λος, π. Πέ­τρος Μπο­ζί­νης, π. Αμ­βρό­σιος Γκουρ­βέ­λος, π. Χριστόδουλος Ζώης, π. Γερβάσιος Παρακεντές, π. Μεθόδιος (Ι. Μ. Κηφησίας) οι Πρω­το­πρε­σβύ­τε­ροι π. Ευάγγελος Πριγκιπάκης, π. Αν­δρέ­ας Γε­ωρ­γα­κό­που­λος, οι Πρε­σβύ­τε­ροι π. Θεόκλητος Παντελίδης, π. Ιωάννης Κολώνης, π. Γρη­γό­ριος Κόρ­δας, π. Βα­σί­λειος Πα­τσός, π. Ιωάννης Μπαρούσης, π. Περικλής Ρίπισης, π. Ιωάννης Δημητρόπουλος, π. Γεράσιμος Δημητρόπουλος, π. Παναγιώτης Θωμάς οι Διά­κο­νοι  Σε­ρα­φείμ, Προκόπιος, Ιωσήφ, Ιωακείμ, Κωνσταντίνος.
Α­ΠΟ­ΣΠΑ­ΣΜΑ­ΤΑ ΤΗΣ Ο­ΜΙ­ΛΙΑΣ ΤΟΥ ΣΕ­ΒΑ­ΜΙΩ­ΤΑ­ΤΟΥ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙ­ΤΟΥ ΜΑΣ κ. ΧΡΥ­ΣΟ­ΣΤΟΜΟΥ
Ε­ντυ­πω­σια­σμέ­νος ο Σε­βα­σμιώ­τα­τος α­πό την πα­ρου­σί­α των χι­λιά­δων προ­σκυ­νη­τών τό­σο κα­τά την πα­ρα­μο­νή, ό­σο και α­πό την α­κο­λου­θί­α των Ε­γκω­μί­ων της Υ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου την περ. Κυ­ρια­κή το α­πό­γευ­μα, ξε­κί­νη­σε την ο­μι­λί­α του με αυ­τό το γε­γο­νός, λέ­γο­ντας.
Άν­θρω­ποι, μι­κροί και με­γά­λοι, άν­δρες και γυ­ναί­κες, πλού­σιοι και πτω­χοί, ε­να­πο­θέ­τουν στα χέ­ρια της Πα­να­γί­ας, πό­νους και στε­ναγ­μούς, πό­θους και ελ­πί­δες για­τί γνω­ρί­ζουν ό­τι η Μα­ριάμ θα με­τα­φέ­ρει γορ­γά τα αι­τή­μα­τα του κα­θε­νός προς τον Θε­όν και Ε­κεί­νος δια πρε­σβειών της Πα­να­γί­ας Μη­τρός Του θα γί­νει ί­λε­ως πά­σιν η­μίν.
Εν συ­νε­χεί­α ο Ε­πί­σκο­πος α­να­φέρ­θη­κε στο με­γα­λεί­ο της Υ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου, στη δό­ξα της στον Ου­ρα­νό και στη γη και στην πα­να­γί­α Κοί­μη­ση και την προς τον Ου­ρα­νόν Με­τά­στα­σή της, χρη­σι­μο­ποι­ή­σας χω­ρί­α α­πό τους Αγίους Ιωάννη Δαμασκηνό και Ά­γιο Γρη­γό­ριο τον Πα­λα­μά.
Ο Ε­πί­σκο­πος α­νέ­φε­ρε λό­γους α­γα­θούς για τον Κα­θη­γού­με­νο της Μο­νής και Πρω­το­σύ­γκελ­λο π. Συ­με­ών Χα­τζή και της Συ­νο­δεί­ας αυ­τού.

·         Πριν την απόλυση ο Σεβασμιώτατος έδωσε το οφίκκιο του Αρχιμανδρίτου στον ιερομόναχο π. Χρυσόστομο Μπαρούση, Αδελφό της Ιεράς Μονής.
·          Ο Καθηγούμενος της Μονής π. Συμεών μας έλεγε ότι στα χρόνια της Ηγουμενίας του πρώτη φορά είδε Δήμαρχο στον Εσπερινό της εορτής του Μοναστηριού και αυτός ήτο ο νυν κ. Ιωάννης Δημαράς!

ΙΕ­ΡΑ Α­ΓΡΥ­ΠΝΙΑ
Με­τά τον πα­νη­γυ­ρι­κό Αρ­χιε­ρα­τι­κό Ε­σπε­ρι­νό, ε­τε­λέ­σθη Ιε­ρά Α­γρυ­πνί­α εις την οποία προεξήρχε για πρώτη φορά ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. Χρυσόστομος με συλλειτουργούς τους Αρχιμανδρίτες π. Χριστοφόρο Μεϊντανά, π. Θεοδόσιο Τσιτσιβό, π. Χρυσόστομο Μπαρούση, τον Πρεσβύτερο π. Θεόκλητο Παντελίδη και τους Διακόνους Σεραφείμ Αργυρόπουλο και Ιωακείμ Σταματόπουλο.
Η ένδυση του Μητροπολίτου έγινε στο κέντρο του Ναού.
Στο δεξιό Ιερό Αναλόγιο έψαλαν ο Πρωτοψάλτης του Ιερού Ναού Αγ. Διονυσίου Νικόλαος Κυδωνιάτης και στο αριστερό ο Δημήτριος Σακαλής, Λαμπαδάριος του ιδίου Ναού.
Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι οκτώ άγια Δισκοπότηρα επί 40΄ περίπου κοινωνούσαν τους πιστούς το Σώμα και Αίμα του Κυρίου μας.
Η Ιερά Αγρυπνία ολοκληρώθηκε στις 3.00 περίπου τα ξημερώματα.   
Α­ΝΗ­ΜΕ­ΡΑ ΤΗΣ Ε­ΟΡ­ΤΗΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙ­ΤΟΥΡ­ΓΙΑ
Α­νή­με­ρα της Ε­ορ­τής συλ­λει­τούρ­γη­σαν ο Κα­θη­γού­με­νος της Ιε­ράς Μο­νής Γη­ρο­κο­μεί­ου π. Συ­με­ών Χα­τζής, ο Αρ­χι­μαν­δρί­της π. Φι­λό­θε­ος Μα­ρού­δας και οι Διά­κο­νοι Σε­ρα­φείμ και Ιερόθεος.   
Αλέξανδρος Κολλιόπουλος






4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Έχει και η Πάτρα το μεγάλο της πανηγύρι για την Παναγία μας. Το Γηροκομειό είναι η Τήνος της Αχαΐας.

Ανώνυμος είπε...

Η Πάτρα ήταν αδειανή αλλά όσοι μείναμε προσκυνήσαμε στην μονή την χάρη της. Η αγρύπνια ήταν υπέροχη. Και του χρόνου.

Ανώνυμος είπε...

Το Μοναστήρι απέκτησε ζωή για εκατό χρόνια με τους νέους ιερομονάχους.

Ανώνυμος είπε...

Συμφωνώ ότι πλέον η μονή Γηροκομείου είναι μοναστήρι νέων μοναχών που θα δώσουν πνευματική ζωντάνια σε όλη την περιοχή. Ο Πατρών Χρυσόστομος και μόνο για αυτό μπορεί να καυχηθεί εν Κυρίω.