Κοσσυφοπέδιο
Iστορική-θεολογική προσέγγιση της ομώνυμης μάχης 626 έτη μετά (28/6/1389-28/6/2015).
Ζαφειρόπουλου
Ανδρέα, Μ. Sh
Θεολόγου-Εκπαιδευτικού
Η παρούσα εργασία δημοσιεύτηκε στον
“ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟ”, Αρ. Φυλ. 418-419, Πάτρα, Ιούλιος 2015.
Στην ιστορία του
σερβικού λαού, η οποία διαρκεί χίλια και πλέον έτη, το Κοσσυφοπέδιο (Κόσοβο και
Μετοχία) αποτελούσε επί αιώνες την εθνική, την πολιτισμική, την πολιτική, την
πνευματική και την θρησκευτική εστία τους. Για τους Σέρβους, οι οποίοι διήνυσαν
ένα εκτενές χρονικό διάστημα υπό ξένη κατοχή, η επαρχία του Κοσσυφοπεδίου
συμβολίζει τα θεμέλια επί των οποίων διατηρήθηκε η εθνική αυτοσυνειδησία τους,
αλλά και εδραιώθηκε η σύγχρονη εθνική και κρατική οντότητά τους, η οποία
διαμορφώθηκε βαθμιαία στα έτη των απελευθερωτικών αγώνων από τον οθωμανικό
ζυγό.
Όταν οι σύγχρονοι
Σέρβοι ισχυρίζονται ότι δεν δύναται να υπάρχει η Σερβία και ο λαός της χωρίς το
Κοσσυφοπέδιο, αυτό δεν αποτελεί κατάλοιπο ενός παθιασμένου εθνικού ρομαντισμού,
αλλά υπάρχει, θα λέγαμε, μία έντονη συναισθηματική και μεταφυσική δύναμη, οι
οποίες διατηρούν άσβεστη την μνήμη του Κοσσυφοπεδίου στις ψυχές των Σέρβων.
Πυρήνα τους αποτελεί το ιστορικό δίκαιο της εκεί μακραίωνης διαμονής τους. Η
ίδια η ιστορία αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα για τα ανωτέρω, καθώς το
Κοσσυφοπέδιο είναι από τις πρώτες περιοχές, στις οποίες εγκαταστάθηκαν οι
νεοεισερχόμενοι Σέρβοι στον Αίμο, επί αυτοκράτορα Ηράκλειτου.
Στις απόπειρες
των ζουπάνων (ηγεμόνων) να δημιουργήσουν ισχυρά κράτη, απηλλαγμένα από την
βυζαντινή επικυριαρχία και τον βουλγάρικο επεκτατισμό, το Κοσσυφοπέδιο
(ολόκληρο το Κόσοβο και το μεγαλύτερο μέρος της Μετοχίας) υπήρξε ο βασικός
κορμός του κράτους της Ράσκας, το οποίο εκτεινόταν και ανατολικότερα στην πόλη
Ράση και στην πέριξ αυτής περιοχή. Εν συνεχεία, εκεί υπήρξε και η έδρα της
πρώτης κραταιάς μεσαιωνικής μεγάλης ζουπανίας, την οποία ίδρυσε ο Στέφανος
Νεμάνια (1168-1196) κατορθώνοντας για πρώτη φορά να ενώσει τους
κατακερματισμένους Σέρβους. Αρχική πρωτεύουσα του κράτους ήταν η Ράση, σε
απόσταση αναπνοής από το Κοσσυφοπέδιο, το οποίο σταδιακά αναλάμβανε τον
πρωταγωνιστικό ρόλο στο διάβα της σερβικής ιστορίας. Και τούτο, διότι η
γεωγραφική θέση του επέτρεπε στο Κοσσυφοπέδιο να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο
λίθο του σερβικού πολιτισμού και της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας για την
ανάπτυξη και την προκοπή του λαού.
Έτσι, το
Κοσσυφοπέδιο απετέλεσε το βαρύκεντρο της ονομαζόμενης «Παλαιάς Σερβίας».
Επιπλέον, η έδρα της αρχιεπισκοπής της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, πολύ
σύντομα μετεφέρθη στο Πέκιο (1253), πόλη του Κοσσυφοπεδίου, όπου και παρέμεινε
για πολλούς αιώνες. Ακόμα και σήμερα οι πατριάρχες ενθρονίζονται εκεί με τον
τίτλο: «μακαριότατος αρχιεπίσκοπος Πεκίου, μητροπολίτης Βελιγραδίου και
Καρλοβακίου και πατριάρχης των Σέρβων». Εκεί ευρίσκονται και τα σπουδαία πολιτισμικά,
θρησκευτικά μνημεία και ιστορικά προσκυνήματα υψηλής αρχιτεκτονικής και
ζωγραφικής αξίας. Εκεί ανεδείχθησαν οι πρώτοι εθνικοί ήρωες και άγιοι των
Σέρβων στην χορεία των οποίων ο λαός κατέταξε αγίους βασιλικής καταγωγής
(δεκαέξι τον αριθμό), αλλά και εκκλησιαστικούς ηγέτες τους (δεκαεπτά
αρχιεπισκόπους και πατριάρχες).
Το Κοσσυφοπέδιο
αποτελεί τις Θερμοπύλες των Σέρβων. Ό,τι έπραξε ο Λεωνίδας με τους Σπαρτιάτες
και τους Θεσπιείς, θα λέγαμε ότι έπραξε αντιστοίχως ο πρίγκιπας Λάζαρος με τον
στρατό του στην ομώνυμη μάχη (15/28 Ιουνίου 1389) πολεμώντας γενναία τις ορδές
των Οθωμανών. Ένα γεγονός, το οποίο αποτελεί το κέντρο της μετέπειτα σερβικής
ιστορίας και της εθνικής και θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας του λαού.
Ο «μέγας αιών της
Σερβίας» έληξε με τον θάνατο του αυτοκράτορα Στεφάνου Δουσάν (1331-1355), την
24η Δεκεμβρίου και σε ηλικία μόλις 48 ετών.[1] Ο εικοσάχρονος υιός του
Στέφανος Ούρεσης Ε΄ (1355-1371), ο οποίος τον διαδέχθηκε, δεν κατόρθωσε να
διατηρήσει την αυτοκρατορία, η οποία εντός μίας δεκαετίας κατακερματίστηκε.[2] Τις
αποσχιστικές τάσεις πρώτος έσπευσε να εκφράσει ο ετεροθαλής αδελφός τού Δουσάν
και ηγεμόνας της Θεσσαλίας, Συμεών, αυτοανακηρυσσόμενος ως «αυτοκράτωρ Σέρβων
και Ελλήνων». Αν και τελικά απέτυχε, οι ενέργειές του συνέβαλαν στην απόσχιση
της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.[3]
Από όλους αυτούς
τους εμφύλιους πολέμους μεταξύ των Σέρβων ηγεμόνων, αλλά και των βυζαντινών,
ωφελημένοι ήσαν οι Οθωμανοί,[4]
καθώς δεν υπήρχε καμία ισχυρή χριστιανική δύναμη να ανακόψει την πορεία τους
προς την Ευρώπη. Επιπλέον, οι χριστιανοί ηγεμόνες (Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες)
δεν είχαν αντιληφθεί τον οθωμανικό κίνδυνο, διότι ο καθένας ενδιαφερόταν για τα
προσωπικά του συμφέροντα, επιδιώκοντας την αύξηση των εδαφών του. Λαμπρή
εξαίρεση, ο ηγεμών των Σερρών Ιωάννης Ούγκλεσης Μρνιάτσεβιτς[5]
(1365-1371), ένας ικανός ηγέτης με πολλές στρατιωτικές και διοικητικές
ικανότητες. Κάλεσε σε χριστιανική πανστρατιά όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες.
Όμως, στην
Κωνσταντινούπολη την περίοδο αυτή επικρατούσαν οι ενωτικοί, οι οποίοι προσέβλεπαν
στην εξ εσπερίας αρωγή και όχι σε βαλκανική συμμαχία.[6] Την ίδια αδιαφορία ο Ιωάννης
Ούγκλεσης εισέπραξε και εκ των άλλων ηγεμόνων, πλην του αδελφού του Βουκάσιν
(Μρνιάτσεβιτς). Τα δύο αδέλφια έθεσαν ως στόχο την κατάληψη της Ανδριανουπόλεως
και την εκδίωξη των Οθωμανών από την Χερσόνησο. Την αρχική νίκη τους τελικά
διαδέχθηκε η απόλυτη καταστροφή, αφού στους Τσερνομιανούς (Ορμένιο) στον ποταμό
Έβρο (Μάριτσα), μεταξύ Φιλιππούπολης και Αδριανούπολης, ξημερώματα της 26ης
Σεπτεμβρίου 1371, οι Οθωμανοί τούς αιφνιδίασαν και τους κατέσφαξαν. Οι δύο
αδελφοί έπεσαν στην μάχη ηρωικώς μαχόμενοι.[7] Η μάχη των Τσερνομιανών
έμελλε να ανοίξει διάπλατα τις πύλες των Βαλκανίων στους μουσουλμάνους
κατακτητές. Ένα-ένα, τα χριστιανικά κράτη περιήρχοντο υπό την εξουσία των
Οθωμανών γινόμενα φόρου υποτελή[8] στον
Σουλτάνο και αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να εκστρατεύουν ως σύμμαχοί του.
Για την κατάκτηση
της Σερβίας από τους Οθωμανούς καθοριστική σημασία είχε η μάχη του
Κοσσυφοπεδίου, η οποία διαδραματίστηκε στο Κοσσυφοπέδιο (Kosovo Polje) στις 15/28 Ιουνίου του 1389. Ηγέτης του
συμμαχικού σερβικού στρατού ορίστηκε ο πρίγκιπας Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς,
ηγεμόνας της Μοραβίας. Η εν λόγω μάχη αποσπά επί αιώνες την προσοχή των
ιστορικών, οι οποίοι άλλοτε με μείζονα και άλλοτε με ελάσσονα επιτυχία,
αποπειρώνται να την αναπαραστήσουν. Οι χρησιμοποιούμενες πηγές δεν μας παρέχουν
όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τους συμμετέχοντες σε αυτή τη μάχη καθώς
και για την έκβασή της. Διαφέρουν ανάλογα με την εποχή στην οποία γράφηκαν,
αλλά και τον ίδιο τον συγγραφέα. Το φημισμένο αυτό γεγονός για το οποίο γίνεται
λόγος σε πλείστα σερβικά δημώδη άσματα, ο σερβικός λαός δεν λησμόνησε ποτέ.
Πιθανότατα η μάχη
του Κοσσυφοπεδίου μαινόταν στα βόρεια της γραμμής, η οποία εκκινεί από την
Πρίστινα με κατεύθυνση το χωριό Κρούσεβατς έως και τον ποταμό Λάμπ (Λάβα). Η
περιοχή αυτή αποκαλείται «Γκαζιμεστάν» και δεσπόζει σε όλη την περιοχή, καθώς
ευρίσκεται υψηλότερα του υπόλοιπου οροπεδίου. Από άποψη τακτικής, ο χώρος πέριξ
των ποταμών Λάμπ και Σίτνιτσα είναι η ιδανική
περιοχή για συγκέντρωση και σύγκρουση μεγάλων ένοπλων δυνάμεων. Από
στρατηγικής άποψης, αποτελεί τον κομβικό οδικό άξονα επικοινωνίας μεταξύ των
περιοχών του ποταμού Μοράβα με την Αδριατική και των νοτίων περιοχών του Βαρδάρη
με τα βόρεια και βορειοδυτικά διαμερίσματα, έως την Βοσνία. Το πεδίο στο οποίο
διαδραματίστηκε η μάχη το διασχίζει ένας παλιός μεσαιωνικός οδικός άξονας, ο
λεγόμενος «άξονας της Πρίστινας», ο οποίος έφθανε ως εκεί από την πόλη Κοσόβσκα
Μιτρόβιτσα. Έπειτα, ο άξονας αυτός μεριζόταν προς δύο κατευθύνσεις: το ένα
σκέλος κατευθυνόταν προς τη Ράση, βορειοανατολικά της περιοχής και το δεύτερο,
το οποίο ονομαζόταν «Βασιλική οδός», οδηγούσε προς την περιοχή δίπλα στον
ποταμό Ιμπάρ στα βόρεια.[9]
Στον στρατό του
πρίγκιπα Λαζάρου ευρίσκοντο πολύ περισσότεροι Σέρβοι άρχοντες και ευγενείς από
ότι μπορούμε να υποθέσουμε σήμερα από τις γραπτές πηγές, και επίσης, πρέπει να αναφέρουμε
ότι η πλειοψηφία τους επέζησε της μάχης.[10] Σε αναφορές της
πριγκίπισσας Μίλιτσας -μετέπειτα μοναχής Ευγενίας-, η οποία μόνασε στην μονή
του Αγίου Παντελεήμονα, του έτους 1395, αναφέρονται οι άρχοντες και οι
υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του στρατού του πρίγκιπα Λαζάρου, οι οποίοι έλαβαν
μέρος στη μάχη. Επίσης, απορρίφθηκαν και οι ισχυρισμοί για την συμμετοχή
Κροατών στρατιωτών στη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου, στο πλευρό του χριστιανικού
στρατού.[11]
Ο στρατός του
Σέρβου πρίγκιπα δεν υπερέβαινε τις δέκα έως δώδεκα χιλιάδες, άτομα
(10.000-12.000). Ο Βουκ Μπράνκοβιτς διοικούσε τρεις έως πέντε χιλιάδες
(3.000-5.000) στρατιώτες, και ο βοεβόδας Βλάτκο Βούκοβιτς έφερε μαζί του δύο με
τρεις χιλιάδες στρατιώτες (2.000-3.000). Επομένως, ο σερβικός συμμαχικός
στρατός αριθμούσε περί τις δεκαπέντε με είκοσι χιλιάδες (15.000-20.000) άνδρες.
Περίπου οι πέντε χιλιάδες (5.000) εξ αυτών συνιστούσαν τις βοηθητικές μονάδες.[12]
Ο πιο αξιόπιστος
συγγραφέας, από οθωμανικής πλευράς, ο Ουρούτζης (Urudž), ο οποίος περιέγραψε την μάχη του Κοσσυφοπεδίου, αναφέρει ότι ο οθωμανικός
στρατός αποτελείτο από στρατιωτικές μονάδες της Ανατολίας και της Ρωμυλίας.[13]
Αυτό σημαίνει πως ο στρατός του Μουράτ, στην μάχη του Κοσσυφοπεδίου, αριθμούσε
περί τους πενήντα πέντε χιλιάδες τετρακόσιους πενήντα (55.450) στρατιώτες. Κατά
την πρώτη φάση της μάχης από τον οθωμανικό στρατό, πολεμούσαν από είκοσι πέντε
έως τριάντα χιλιάδες (25.000-30.000) μαχητές.[14] Στον στρατό του σουλτάνου Μουράτ Α΄ συμμετείχαν και οι δύο υιοί του, ο Βαγιαζήτ, ως διοικητής των στρατιωτών από τη Ρωμυλία, και ο Γιακούμπ Τσελεμπί, διοικητής των
στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία. Ο συγγραφέας Γ. Σκριβάνιτς υποστηρίζει ότι ένας στρατός αυτής της ισχύος,
όπως του Μουράτ, μπορούσε να καταλάβει μέτωπο σε πλάτος τριών χιλιομέτρων και
σε βάθος έως τριακοσίων μέτρων.[15]
Στον χριστιανικό
στρατό, ο πρίγκιπας Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς βρισκόταν στο κέντρο της παράταξης,
δεξιά ήταν ο Βουκ Μπράνκοβιτς και αριστερά ο Βλάτκο Βούκοβιτς. Πιθανόν πλάι
του, βρίσκονταν οι δύο ανεψιοί του, οι Στέφανος και Λάζαρος Μούσιτς, καθώς και
ένας μικρός αριθμός σωματοφυλάκων. Έμπροσθεν του ιππικού βρίσκονταν, σε μια
προεξοχή, οι πεζοί τοξότες ενώ στη δεύτερη γραμμή μάχης ήσαν ανεπτυγμένοι οι
στρατιώτες του πεζικού.[16]
Ο Σκριβάνιτς αναφέρει
ότι οι στρατιωτικές παρατάξεις και των δύο αντιπάλων βρίσκονταν στην αριστερή
όχθη του ποταμού Λάμπ. Η δεξιά οθωμανική πτέρυγα έφθανε ως τις βόρειες
βουνοπλαγιές του Μπρνίτσκο Μπρντο και η αριστερή πτέρυγα έως τη βόρεια πλευρά
του χωριού Μαζγκίτα, καθώς και ότι το μέτωπο της παράταξης είχε βορειοδυτική
κατεύθυνση. Το σερβικό μέτωπο ήταν εστραμμένο προς τα νοτιοανατολικά. Το πεζικό
του βρισκόταν στην κατάταξη, αμέσως πίσω από το ιππικό, οι βοηθητικές δυνάμεις
βρίσκονταν στο τέλος του μετώπου, και ένα μέρος τους βρισκόταν στον οδικό
άξονα, ο οποίος συνέδεε το χωριό Μιλόσεβο με το χωριό Μπάμπιν Μοστ, και επίσης
στην δεξιά όχθη του ποταμού Λάμπ.[17]
Σύμφωνα με όσα
αναφέρουν οι τουρκικές πηγές, τη μάχη εκκίνησαν οι Σέρβοι, με επίθεση των
τοξοτών. Έπειτα από αυτό, προχώρησαν στην επίθεση οι τοξότες των οθωμανικών
στρατευμάτων, με καθήκον να αραιώσουν τις τάξεις των χριστιανικών δυνάμεων και
να επιφέρουν φθορές στο σερβικό ιππικό. Κατά πάσα πιθανότητα, οι Οθωμανοί
χρησιμοποίησαν για αυτό το σκοπό και ένα μέρος του ιππικού τους, για να
προκαλέσουν την επίθεση του εχθρού. Ο οθωμανικός στρατός είχε ως στόχο να
παρασύρει τους Σέρβους να επιτεθούν πρώτοι και έπειτα από αυτό να τους ωθήσει ενώπιον
του οθωμανικού πεζικού, οι άνδρες του οποίου βρίσκονταν καλυμμένοι πίσω από
διάφορα φυσικά ή τεχνητά εμπόδια στο πεδίο της μάχης. Η απόσυρση του οθωμανικού
ελαφρού ιππικού και των τοξοτών κράτησε έως ότου οδηγηθεί ο σερβικός στρατός
στο βεληνεκές άλλων Οθωμανών τοξοτών και στρατιωτών του πεζικού, οι οποίοι
ανέμεναν κρυμμένοι στις τάφρους, από όπου εξήρχοντο αιφνιδίως και ορμούσαν τάχιστα
εναντίον των Σέρβων ή τους στόχευαν ρίχνοντας τα βέλη τους καλυμμένοι πίσω από
ορισμένα φυσικά εμπόδια.[18]
Βέλη εξαπέλυαν
όχι μόνο πεζικάριοι Οθωμανοί στρατιώτες, αλλά και έφιπποι. Επακολούθησε ισχυρή
επίθεση του σερβικού ιππικού, υπό τη διοίκηση του Βουκ Μπράνκοβιτς. Αυτή η
επίθεση διέσπασε την αριστερή πτέρυγα των Οθωμανών και το σερβικό ιππικό
διείσδυσε στα νότα των οθωμανικών δυνάμεων, καταστρέφοντας το πρώτο αμυντικό μέτωπό
τους. Επομένως, σωστά οι Τούρκοι συγγραφείς λέγουν, σαφέστατα, ότι οι Σέρβοι
υπερίσχυσαν των δυνάμεων του Γιακούμπ Τσελεμπί και ότι διέλυσαν εντελώς την
αριστερή πτέρυγα των οθωμανικών δυνάμεων.[19]
Θεωρείται ότι
μεγάλη σύγχυση ανάμεσα στους Σέρβους μαχητές προκάλεσαν οι λεγόμενοι bozundžije, οι οποίοι φωνασκώντας αναφέρονταν σε υποτιθέμενη
προδοσία από μέρους Σέρβων αρχόντων και καλούσαν τους Σέρβους μαχητές να
εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης. Με τις φωνές τους, προκαλούσαν αναστάτωση και
σύγχυση ανάμεσα στους Σέρβους ιππότες, οι οποίοι ακούγοντάς τους βρέθηκαν σε
αμηχανία και δεν γνώριζαν αν θα έπρεπε
να αποχωρήσουν ή να συνεχίσουν να μάχονται. Και εκείνη την στιγμή, μέσα
σε όλη αυτή τη σύγχυση επακολούθησε ισχυρή αντεπίθεση των δυνάμεων του
Βαγιαζήτ. Όμως, πριν από αυτή την αντεπίθεση, και πριν λάβει ο Βαγιαζήτ τη
διοίκηση επί των οθωμανικών δυνάμεων, είχε τραυματιστεί θανάσιμα ο σουλτάνος
Μουράτ Α΄.[20]
Στην πολεμική
πονηρία των Οθωμανών, ο Μίλος Κόμπιλιτς (ή Όμπιλιτς) απάντησε, επίσης με πονηρία
και με δικό του τέχνασμα, της «τακτικής του αιφνιδιασμού»,[21] το οποίο μετατράπηκε σε
ηρωικό ανδραγάθημα. Όμως, στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε πως φαίνεται
σχεδόν αδύνατον ένας έφιππος να προσπελάσει τις ισχυρές δυνάμεις του οθωμανικού
στρατού και επίσης, να διέλθει από το σημείο και από τον τόπο στον οποίο οι
σερβικές δυνάμεις είχαν να αντιμετωπίσουν την πιο έντονη πίεση των εχθρικών
δυνάμεων, για να φθάσει ως το αντίσκηνο του σουλτάνου Μουράτ. Πιθανόν ο Μίλος
να βρισκόταν ανάμεσα σε Σέρβους άρχοντες στη δεξιά πτέρυγα, η οποία τελούσε υπό
την διοίκηση του Βουκ Μπράνκοβιτς, ο οποίος πραγματοποιώντας μία ισχυρή επίθεση
έφθασε ως το κέντρο του οθωμανικού μετώπου, απωθώντας τα στρατεύματα του
Γιακούμπ Τσελεμπί, και αναγκάζοντάς τα να υποχωρήσουν. Μόνο τότε μπορούσε να
δημιουργηθεί ιδανική κατάσταση για τον Όμπιλιτς και την δολοφονία του Μουράτ.[22]
Ο Κωνσταντίνος
Φιλόσοφος δεν αναφέρει το όνομα, αλλά γράφει ότι «τον τρομερό σουλτάνο σκότωσε ένας ευγενής Σέρβος στρατιώτης, ο οποίος
τον πλησίασε παριστάνοντας έναν λιποτάκτη».[23] Αργότερα, το όνομα αυτού
του ευγενούς Σέρβου στρατιώτη (άρχοντα), αναφέρεται στο περιθώριο του κειμένου.
Η πλειοψηφία των εντόπιων και των ξένων πηγών τονίζει ότι ο δολοφόνος του
σουλτάνου Μουράτ ήταν «έξοχος άρχοντας
και διακεκριμένος ήρωας». Συμφωνούμε με την άποψη του συγγραφέα Γ.
Σκριβάνιτς για την αυθεντικότητα του ονόματος του Μίλος Όμπιλιτς, έχοντας υπόψη
ότι πλάι στον Μουράτ, αντίστοιχα στον Βαγιαζήτ, ευρίσκοντο ορισμένοι Σέρβοι
υποτελείς των Οθωμανών, οι οποίοι γνώριζαν τον Μίλος ή είχαν την ευκαιρία να
μάθουν το όνομά του από τους αιχμαλωτισμένους Σέρβους και Βοσνίους.[24]
О Тоύρκος συγγραφέας Νεσρής, ο οποίος
στηρίζεται στις περιγραφές του Ασίκ-πασά Ζάδε και της λαϊκής παράδοσης, τον 16ο
αιώνα, τονίζει ότι ο Μίλος ορκίστηκε στο δείπνο,[25] το οποίο είχε διοργανώσει ο
πρίγκιπας Λάζαρος, το προηγούμενο βράδυ ότι θα σκοτώσει τον σουλτάνο.[26]
Μετά τον θάνατο
του Μουράτ, σουλτάνος ανακηρύχθηκε ο υιός του Βαγιαζήτ.[27] Αυτός με ξεκούραστο στρατό όρμησε
εναντίον της αριστερής πτέρυγας του σερβικού στρατού, την οποία επέτυχε να
κατατροπώσει, και έπειτα από αυτό επιτέθηκε στο κέντρο των σερβικών δυνάμεων,
όπου βρισκόταν ο πρίγκιπας Λάζαρος. Πίσω από τον Βαγιαζήτ σε σφοδρή επίθεση
προχώρησε και το κεντρικό σώμα των οθωμανικών δυνάμεων, από κοινού με το ιππικό,
υπό την διοίκηση του Αλή-πασά.[28]
Καθώς τώρα η αντεπίθεση των Οθωμανών ήταν εστραμμένη προς την «καρδιά» των
σερβικών δυνάμεων, είναι προφανές ότι το γεγονός αυτό έδωσε την ευκαιρία στον
Βλάτκο Βούκοβιτς και στον Βουκ Μπράνκοβιτς να σωθούν, επειδή και οι δύο τους ευρίσκοντο
στις πλαϊνές πτέρυγες, καθώς δεν πρόλαβαν να φτάσουν στο κέντρο της μάχης, για
να βοηθήσουν τον πρίγκιπα Λάζαρο και τους μαχητές του.[29]
Καθότι έβρεχε
διαρκώς την προηγούμενη νύχτα, ο ποταμός Σίτνιτσα είχε πλημμυρίσει, και μάλιστα
τα ύδατά του εκχειλίστηκαν. Ακριβώς για αυτό ο συγγραφέας Γ. Σκριβάνιτς θεωρεί
ότι ο Βουκ Μπράνκοβιτς βρέθηκε σε αδιέξοδο και εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης,
καθώς τα άλογα με τους βαρέως οπλισμένους ιππότες βούλιαζαν στο λασπωμένο
έδαφος και καθίστατο αδύνατο να πολεμήσουν. Από αυτό το γεγονός ορμώμενη η
σερβική λαϊκή παράδοση αποκάλεσε προδότη τον Βουκ Μπράνκοβιτς.[30]
Ενδιαφέρον έχει η διαπίστωση ότι η ίδια λαϊκή παράδοση δεν θεωρεί προδότη και
τον Βλάτκο Βούκοβιτς, ο οποίος, επίσης, εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης και
σώθηκε από βέβαιο θάνατο, ούτε αποκάλεσε προδότη τον Τζούρατζ Στρατιμίροβιτς, ο
οποίος δεν ενεφανίσθη ποτέ, για να βοηθήσει τον πεθερό του και τους χριστιανούς
μαχητές, αλλά ούτε αποκάλεσε προδότη τον Μάρκο Κραλιέβιτς, ο οποίος πολεμούσε
στο πλευρό των Οθωμανών.[31]
Σχεδόν όλες οι
πηγές αναφέρουν ότι ο πρίγκιπας Λάζαρος αιχμαλωτίστηκε από κοινού με ορισμένους
Σέρβους άρχοντες, και ότι οι Οθωμανοί τον οδήγησαν ενώπιον του νέου σουλτάνου
Βαγιαζήτ, όπου και θανατώθηκε. Στο «Ημερολόγιο του μοναστηριού Τρόνοσα»
αναφέρεται σχεδόν το ίδιο περιστατικό, δηλαδή ότι, καθώς προσπαθούσε να
δραπετεύσει ο Λάζαρος, έπεσε από το άλογό του σε μία παγίδα για λύκους, την
οποία είχαν σκάψει οι χωρικοί. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο Δανιήλ ο Νεότερος, ο
πρίγκιπας ήταν τραυματισμένος στο κάτω μέρος του προσώπου του, καθώς κατά την
πτώση του από το άλογο «η κόψη ενός σπαθιού τον τραυμάτισε στο μάγουλο».[32]
Με τον θάνατό
του, ο Λάζαρος, κατέστη σύμβολο της αντίστασης στην αξιολογική οπτική του
σερβικού λαού και το Κοσσυφοπέδιο θεωρήθηκε ότι είναι οι Θερμοπύλες τους. Η 28η
Ιουνίου αποτελεί για αυτούς εθνική εορτή. Από στρατιωτικής άποψης, η μάχη του
Κοσσυφοπεδίου έληξε χωρίς πραγματικό νικητή. Απεσταλμένοι του Βόσνιου ηγεμόνα
Τβέρκο Α΄ Κουτρούμανιτς μετέδωσαν σε πολλές γερουσίες της Ευρώπης ότι ο
χριστιανικός στρατός νίκησε τους Οθωμανούς και ότι ο Βαγιαζήτ αποσύρθηκε με τον
στρατό του προς την περιοχή Μπρους. Για την Σερβία, αυτή η ήττα σήμανε το
οριστικό τέλος τής στρατιωτικής ισχύος της και την στέρηση της ελευθερίας της. Εξαντλημένοι
από τις απώλειες, οι διάδοχοι του πρίγκιπα Λαζάρου, ο δωδεκάχρονος υιός του πρίγκιπας
Στέφανος και η σύζυγός του πριγκίπισσα Μίλιτσα, ήταν αναγκασμένοι να συνάψουν
ειρήνη με την συγκατάθεση του Σέρβου πατριάρχη Σπυρίδωνα, ως φόρου υποτελείς
στον νέο σουλτάνο.[33] Για
τους Οθωμανούς, η νίκη σήμανε την κατάκτηση της Χερσονήσου του Αίμου. Ο δρόμος
είχε πλέον ανοίξει διάπλατα για περαιτέρω κατακτήσεις. Πάντως χρειαστήκαν
εβδομήντα επιπλέον έτη έως την οριστική κατάκτηση της Σερβίας (1459).
Μετά την εν λόγω
μάχη, εκκινεί η σταδιακή υποδούλωση των Σέρβων στον οθωμανικό ζυγό. Μάλιστα,
για έτι περαιτέρω ασφάλεια, αναγκάστηκαν να μεταφέρουν την έδρα του σερβικού
Πατριαρχείου στο Σμεντέρεβο (Σεμένδρια), ένα μικρό φρούριο στην συμβολή των
ποταμών Δούναβη και Γιέζαβα, όπου είχε εγκατασταθεί ο ηγεμόνας Γεώργιος
Μπράνκοβιτς (Djuradj, 1427-1456).[34] Να παρατηρήσουμε επίσης,
ότι ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς και ο επόμενος πατριάρχης Νικόδημος Β΄ (1445-1455)
αρνήθηκαν να στείλουν αντιπροσώπους στην σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439)
για την υπογραφή της ενώσεως των Εκκλησιών και παρά την προέλαση των Οθωμανών.[35] Με
αξιοπρέπεια ο σέρβος Πατριάρχης απαντά στον φραγκισκανό Ιωάννη Καπιστράνους
(1455): «Ενενήντα έτη έζησα με αυτήν την
πίστη που ενστάλαξαν στην ψυχή μου οι πρόγονοί μου και, κατά συνέπεια, ο λαός
μου με θεωρεί σοφό, αν και άτυχο. Τώρα θέλετε να μεταστραφώ και να πιστέψουν
πως έπαθα γεροντική άνοια ή, όπως λέει ο απλός λαός, πως έχω χαζέψει; Προτιμότερο
να πεθάνω παρά να προδώσω την πίστη των προγόνων μου».[36]
Η μάχη του
Κοσσυφοπεδίου δεν έγινε αντικείμενο μόνο δημωδών ασμάτων και λαϊκών διηγήσεων,
αλλά κυρίως ενός θρύλου αναφορικά με την μοίρα του σερβικού λαού, ο οποίος
παρέμεινε ζωντανός έως τις ημέρες μας. Ο ηρωικός θάνατος του πρίγκιπα Λαζάρου,
στην συνείδηση του σερβικού λαού, έγινε δεκτός ως πράξη μαρτυρικού θανάτου, με
σκοπό την απόκτηση της αιωνίου επουράνιας βασιλείας και όχι της εφήμερης γήινης
εξουσίας. Ο Λάζαρος προτίμησε να πεθάνει ελεύθερος παρά να ζήσει υποτελής στους
Οθωμανούς. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, το Κοσσυφοπέδιο, από τούδε και στο εξής
θα αποτελεί την Ιερουσαλήμ του πιστού σερβικού λαού και τις Θερμοπύλες της
εθνικής αυτοσυνειδησία τους.
Εντέλει, το
ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου δεν σχετίζεται μόνον με γεωγραφικά και δημογραφικά
στοιχεία. Αποτελεί το αιώνιο λίκνο των Σέρβων. Είναι ο χώρος όπου οικοδομήθηκε
η σερβική εθνική και θρησκευτική συνείδηση. Εκεί συνάφθηκε η Διαθήκη του
σερβικού λαού με τον Θεό. Συνάμα αποτελεί την οδό του αγώνα και της θυσίας από
την στιγμή κατά την οποία ο πρίγκιπας Λάζαρος αποφάσισε να αντισταθεί στις
οθωμανικές ορδές και να μεταποιήσει την βιογραφία του σε αγιογραφία. «Εἰσέλθετε
διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν
ἀπώλειαν, καὶ πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς. Τί στενὴ ἡ πύλη καὶ
τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν!».[37]
Επέλεξε λοιπόν, ο Λάζαρος, την οδό της αρετής, η οποία άγει τον άνθρωπο στην
Επουράνια Βασιλεία. Αυτή η πράξη του προσέδωσε εσχατολογική διάσταση στην
ιστορία. Η απόφασή του να αντισταθεί στις τρομερές δυνάμεις του σκότους και της
σκλαβιάς ήταν να παραμείνει ο «πύρινος στύλος» της μακραίωνης σερβικής
ιστορίας. Το ιστορικό αυτό γεγονός της μάχης του Κοσσυφοπεδίου αποτελεί
κορυφαία πράξη ηγέτη, αλλά και του λαού, ο οποίος συνετάχθη με την απόφασή του.
Η κληρονομία του
αγίου πρίγκιπα είναι σαφής: στις δύσκολες καταστάσεις και τα διλήμματα, ο
άνθρωπος οφείλει να επιλέγει να ταχθεί στην πλευρά της Βασιλείας του Θεού, να
ακολουθήσει την οδό της θυσίας για την πραγμάτωση του ύψιστου στόχου.
Ευρισκόμενος ενώπιον του διλήμματος της ιστορικής συγκυρίας, ο πρίγκιπας
Λάζαρος επέλεξε την βασιλεία της αλήθειας και της δικαιοσύνης του Θεού
αποφασίζοντας για τον ίδιο προσωπικά, αλλά και για χάρη του λαού του. Για τον
λόγο αυτό κατέστη όχι μόνο πολιτικός, αλλά και εξέχων πνευματικός εκπρόσωπος
του σερβικού λαού, εκείνος ο οποίος δύναται να εκπροσωπήσει στον ανώτατο βαθμό
την συνείδηση του σερβικού λαού και τις παρακαταθήκες του αγίου Σάββα.
Η κληρονομία του
δεν είναι πεπαλαιωμένη και δεν έχει υπερβαθεί, διότι αυτή συνεπάγεται την
αιώνια θεία αλήθεια. Και αυτό αποδεικνύεται από τα ιστορικά γεγονότα, τα οποία
θέτουν τον σερβικό λαό ενώπιον διλημμάτων, καθώς υπάρχει πάντοτε κάποιος
«Μουράτ» που επιθυμεί να τους υποτάξει ψυχή τε και σώματι. Η απόφαση λοιπόν,
του σερβικού λαού να αγωνισθεί για τα ιερά και τα δίκαια δεν είναι δύσκολη,
καθώς διαθέτει τέτοιους διδασκάλους και τέτοια πρότυπα. Όπως τόνισε ο Σέρβος
πατριάρχης Ειρηναίος στο χριστουγεννιάτικο μήνυμά του, στον χώρο του
Κοσσυφοπεδίου δεν παύουν τα δεινοπαθήματα και η αδικία εις βάρος των Σέρβων,
καθώς επί αιώνες πραγματοποιούνται απόπειρες βίαιης αρπαγής του από την αγκαλιά
της μητέρας Σερβίας. Επιπλέον, ο Σέρβος πατριάρχης υπενθύμισε ότι το
Κοσσυφοπέδιο αποτελεί μέρος της διαθήκης των Σέρβων.[38]
Για τους
ανεξοικείωτους στην βαλκανική ιστορία ξένους παρατηρητές, η ταύτιση των Σέρβων
με το Κοσσυφοπέδιο, ιδίως σε καιρούς κρίσης, μπορεί να φαίνεται παράλογη. Όμως,
για τους ίδιους το Κοσσυφοπέδιο συνιστά το βαρύκεντρο της μεσαιωνικής ιστορίας τους,
του ένδοξου παρελθόντος τους. Διάσπαρτο από ναούς και μονές μνημεία, χίλια
τριακόσια και πλέον στον αριθμό, τα οποία υπενθυμίζουν την χιλιετή διαρκή
ιστορική, πολιτισμική και εκκλησιαστική-θρησκευτική κληρονομιά τους. Στην οπτική
των Σέρβων, το Κοσσυφοπέδιο είναι το ένδοξο πεδίο μάχης, το δικό τους ιερό
θυσιαστήριο, η δική τους Ιερουσαλήμ.
Το Κοσσυφοπέδιο
παραμένει μία ανοικτή πληγή στο «σώμα» της Σερβίας και ολόκληρης της Χερσονήσου
του Αίμου με άγνωστη εξέλιξη, καθώς στην επίλυση τού ζητήματος, εμπλέκονται
ισχυροί παίκτες και παράγοντες. Από την άλλη, το κρατικό μόρφωμα, το οποίο
αυτοαποκαλείται «Δημοκρατία του Κοσόβου» (Republic of Kosovo-Republika e
Kosoves) παραμένει μία υπανάπτυκτη οικονομία, η οποία χαρακτηρίζεται από το
χαμηλό βιοτικό επίπεδο, καθώς η ανεργία, η πενία, η εξαθλίωση και η παραοικονομία
πρωταγωνιστούν καθιστώντας το την πτωχότερη περιοχή της Ευρώπης.
Λόγω των
προαναφερθέντων, η συνέχιση της σύγκρουσης δεν οδηγεί πουθενά, παρά μόνον στην
αλληλοεξόντωση! Οφείλουν εκατέρωθεν, Σέρβοι και Αλβανοί Κοσοβάροι, καθώς και οι
ισχυρές Δυνάμεις που εμπλέκονται στην περιοχή, με ειλικρίνεια να
προγραμματίσουν ένα μέλλον ειρηνικό για τους ίδιους και τους απογόνους τους.
Είναι εφικτό να βρεθεί λύση, αρκεί να υπάρχει αλληλοκατανόηση και
αλληλοϋποστήριξη των πολιτικών και των θρησκευτικών παραγόντων της περιοχής. Τα
Βαλκάνια ήσαν και θα παραμείνουν μία πυριτιδαποθήκη. Όμως, σήμερα δεν
εξυπηρετεί κανέναν η συνέχιση της υπαρχούσης καταστάσεως. Κάθε λύση, η οποία
επιβάλλεται με βία και εκβιασμό δεν μπορεί να αποτελέσει τίποτε άλλο, παρά πηγή
δυστυχιών και αιματοχυσιών, όπου υποφέρουν εξίσου και οι δύο λαοί. Θα πρέπει να
εστιαστεί, λοιπόν, η προσπάθεια όλων των εμπλεκομένων στην αποκατάσταση της
ειρήνης, σύμφωνα με την δικαιοσύνη του Θεού και το δίκαιο των ανθρώπων επ’
αγαθώ της κοινωνίας. Όταν οι ισχυροί του πλανήτη επιθυμούν την ειρηνική
συμβίωση των λαών και των εθνών και εργάζονται για αυτή τότε γίνεται εφικτή.
Αυτή άλλωστε είναι και η μόνιμη ευχή της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Φορητή εικόνα
βυζαντινής τεχνοτροπίας, στην οποία αναπαρίσταται η εν λόγω μάχη. Ο βασιλεύς
Λάζαρος και οι Σέρβοι πολεμιστές φέρουν φωτοστέφανο και μετά τον ηρωικό θάνατό τους
αναβαίνουν στην ουράνια βασιλεία, όπου τούς υποδέχονται οι άγιοι Σάββας και
Συμεών. Σύμφωνα και πάλι με την παράδοση, την παραμονή της μάχης ο Λάζαρος ερωτήθηκε
αν προτιμά την παροδική επίγεια βασιλεία ή την αιώνια και επουράνια. Και αυτός
τελικά επέλεξε την δεύτερη
H σαρκοφάγος του
αγίου Λαζάρου στην μονή Ραβάνιτσα
Το μνημείο στο
Γκαζιμεστάν προς τιμήν της μάχης του Κοσσυφοπεδίου
Ο βασιλιάς
Λάζαρος τείνει προς την βασιλεία των ουρανών (Car Lazar se privoleva carstvu
nebeskom)[39]
Πετάει το γκρίζο
γεράκι,
Από την αγία πόλη
των Ιεροσολύμων,
Και φαίνεται πως
παίρνει στα φτερά του
Ένα αηδόνι μικρό.
Όμως, αυτό το
πουλί δεν ήταν γκρίζος γέρακας,
Αλλά ήταν ο άγιος
Ηλίας,
Ο οποίος δεν
κομίζει το αηδόνι
Αλλά κομίζει ένα
γράμμα της Θεοτόκου,
Και το έφερε στον
τσάρο στο Κόσοβο
Ακουμπά το γράμμα
στα γόνατα του τσάρου
(Και το γράμμα
λέει τα εξής:)
«Πρίγκιπα Λάζαρε,
τίμιε άνθρωπε
Προς ποιά
βασιλεία γέρνεις;
Μήπως αγαπάς την
ουράνια βασιλεία;
Ή αγαπάς την
επίγεια βασιλεία;
Αν αγαπάς την
επίγεια βασιλεία
Καβάλα σε άλογο
και σφίξε τα ηνία!
Ιππότες, να έχετε
ζωσμένα τα σπαθιά
Και ορμήστε
εναντίον των Τούρκων
Όλος ο τουρκικός
στρατός θα πεθάνει!
Αν όμως, αγαπάς
περισσότερο τη βασιλεία τού ουρανού
Τότε χτίσε μια
εκκλησιά στο Κόσοβο:
Μην χαράξεις τα
θεμέλια της από μάρμαρο,
Αλλά από καθαρό
μετάξι πορφυρό
Και τότε πήγαινε
μαζί με το στρατό να μεταλάβετε
Όλος ο στρατός
σου θα αφανιστεί
Και συ πρίγκιπα,
θα πεθάνεις μαζί τους!»
Όταν ο τσάρος
Λάζαρος άκουσε αυτά τα λόγια
Άρχισε να
σκέφτεται τι να πράξει:
«Πολυαγαπημένε
Θεέ μου, τι να πράξω και πώς να συμπεριφερθώ;
Προς ποιά
βασιλεία να γύρω και να προσχωρήσω:
Στην βασιλεία του
ουρανού;
Ή στην επίγεια
βασιλεία;
Αν προσχωρήσω
στην επίγεια βασιλεία
Αυτή είναι
παροδική,
Και η ουράνια
παντοτινή και αιώνια».
Ο τσάρος
(Λάζαρος) προτίμησε τη βασιλεία του ουρανού
Και όχι την
επίγεια.
Και έχτισε στο
Κοσσυφοπέδιο εκκλησιά:
Δεν χάραξε
θεμέλια από μάρμαρο,
Αλλά από μετάξι πορφυρό,
Και κάλεσε τον
Σέρβο πατριάρχη
Και δώδεκα
μεγάλους επισκόπους
Και διέταξε τον
στρατό να μεταλάβει.
[1] Кон. Јиречек, Историја Срба, τ. Ι, Београд 1952, σ. 211.
[2] Станоје Станојевић, Сви Српски бладари, Београд 1989, σ. 26-27.
[3] Το ίδιο επέλεξαν να πράξουν και οι λοιποί τοπικοί άρχοντες. Ο Βουκάσιν
Μρνιάτσεβιτς από κοινού με τους αδελφούς του, Ούρεση και Γκόϊκο, στην ηγεμονία
της Δαλματίας και Ραγκούσας καταλαμβάνοντας την νοτιοδυτική Μακεδονία και
φθάνοντας πέριξ της Πρίστινας. Ανατολικότερα του Βουκάσιν οι αδελφοί Δραγάτης
και Κωνσταντίνος Δελιγιάνοβιτς κατείχαν την ηγεμονία, η οποία συμπεριλάμβανε
τις πόλεις Κουμάνοβο, Κράτοβο, Στιπ, Στρώμνιτσα και Βελεβούσδιο. Στην περιοχή
του Μοράβα, ηγεμόνας έγινε ο πρίγκιπας Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς, στο
Κοσσυφοπέδιο ο Βουκ Μπράνκοβιτς. Στο Ρούτνικ και το Ζλάτιμπορ (δυτικά του
κράτους του πρίγκιπα Λάζαρου), ο ζουπάνος Νικόλαος Αλματάνοβιτς και στην Ζέτα οι
αδελφοί Βάλσιτς. Ο εγγονός του Στέφανου Δραγούτιν, Τβέρκος Α΄ Κουτρούμανιτς,
έγινε ηγεμόνας της Βοσνίας, και αναγορεύτηκε βασιλεύς της Ράσκας.
Станоје Станојевић, Историја српскога народа, Београд, σ. 108.
Εντέλει εκ της ισχυρής και μεγάλης αυτοκρατορίας του Δουσάν προέκυψαν
δεκατέσσερις νέες ηγεμονίες. Γεωργίου-Νεκταρίου
Λόη, «Η πολιτική και η εκκλησιαστική κατάσταση στην Σερβία μετά τον Στέφανο Δουσάν και η είσοδος των Οθωμανών
στα Βαλκάνια», εισήγηση ανακοινωθείσα στο Α΄ Επιστημονικό Συνέδριο, Π.Μ.Σ-Ορθόδοξη
Θεολογία του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, Πάτρα 3-4 Μαΐου 2014 & Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Οι βαλκανικοί λαοί, Θεσσαλονίκη 2000, σ.
20.
[4] Ο Ορχάν υπήρξε προσωπικός φίλος του Ιωάννη Καντακουζηνού και έλαβε
μέρος σε πολλές από κοινού επιχειρήσεις στην Βαλκανική. Το ίδιο έπραξε και ο
υιός του, Ματθαίος (1325-1383). Ο σουλτάνος Μουράτ Α΄ (1362-1389), κυρίευσε την
Αδριανούπολη (1363) και την κατέστησε πρωτεύουσα του οσμανικού κράτους. Γεωργίου-Νεκταρίου Λόη, «Η πολιτική και
η εκκλησιαστική κατάσταση στην Σερβία μετά
τον Στέφανο Δουσάν και η είσοδος των Οθωμανών στα Βαλκάνια».
[5] Την ηγεσία των Σερρών τού την παραχώρησε η χήρα τού Δουσάν, Ελένη, η
οποία απεσύρθη δεχόμενη το μοναχικό σχίμα με το όνομα Ελισάβετ. Σχετικά με τον
δεσπότη Ούγκλεση, βλ: Γεώργιος-Νεκτάριος
Λόης, «Ιωάννης Ούγκλεσης (1365-1371). Η πόλη των Σερρών το κράτος των
Σέρβων και οι σχέσεις με το Άγιο Όρος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο», Χριστιανική Μακεδονία-Η ενδοχώρα της στον
κόσμο της Ορθοδοξίας της Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 2014, σ.
173-181.
[6] Г. Острогорски, Византија
и Словени, Београд 1965, σ. 603.
[7] Γεωργίου-Νεκταρίου Λόη, «Η
πολιτική και η εκκλησιαστική κατάσταση στην Σερβία μετά τον Στέφανο Δουσάν και
η είσοδος των Οθωμανών στα Βαλκάνια».
[8] Από το έτος 1380 έως το 1386, οι Οθωμανοί κατέλαβαν τις πόλεις της
Μακεδονίας Μοναστήρι, Πρίλεπο και Αχρίδα, φτάνοντας ως το Δυρράχιο, την Κρόια
και τη Σκόδρα, ελέγχοντας όλες τις οδούς. Το έτος 1385 κατέκτησαν την Σαρδική
(Σόφια) και ένα χρόνο αργότερα την Ναϊσσό.
Παρόλα αυτά, οι απόπειρες των Οθωμανών να εισβάλουν στην Σερβία απωθήθηκαν
(1381, 1386, 1388). Μαρίας
Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Οι
βαλκανικοί λαοί, σ. 23-24.
[9] Г. Шкриванић, Косовска
битка (15 Јуна 1389), Цетиње 1956, σ. 54.
[10] Р. Михаљчић, Лазар
Хребељановић, историја, култ, предање, Београд 1989, σ.
120.
[11] Марија Вушковић,
«Средњовековни живот у Косовском циклусу епске поезије», Мастер Рад,
Универзитет у Нишу, Филозофски факултет, Департман за историју, 2012, σ. 149.
[12] Г. Шкриванић, Косовска
битка, σ. 32.
[13] Από
αυτές τις δύο περιοχές ήλθαν από δέκα χιλιάδες (10.000) στρατιώτες. Το
οθωμανικό πεζικό αριθμούσε είκοσι χιλιάδες (20.000) στρατιώτες (αζάπηδες). Σε
αυτόν τον αριθμό πρέπει να προσθέσουμε τέσσερις χιλιάδες (4.000) γενίτσαρους,
δύο χιλιάδες τετρακόσιους πενήντα (2.450) ιππείς, έξι χιλιάδες (6.000) «σπαχήδες» ή σιπαχήδες (στρατιωτικό τάγμα
σωματοφυλάκων των υψηλόβαθμων αξιωματικών και αρχόντων) και τέλος, ένα τάγμα
υποτελών στρατιωτών (3.000). Επίσης, στον οθωμανικό
στρατό, στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, συμμετείχε και
ο μεγάλος βεζύρης και ανώτατος στρατιωτικός δικαστής, ο
Καντί Ασκέρ Αλή πασάς.
Τουρκικές πηγές αναφέρουν τον Αλή πασά ως
τον κατακτητή της Βουλγαρίας και ως τον οργανωτή
της εκστρατείας των Οθωμανών εις βάρος της
Σερβίας. Πλάι σε αυτούς,
στο Κοσσυφοπέδιο έφθασαν ο μπέης Αβρενέζ, ο πασάς Γιγκίτ-μπέης,
ο Γιαχσί πασάς, τοποτηρητής της Ρωμυλίας, ο
Εϊνέ–μπέης, ο Σαρούτζα πασάς, διοικητής των δυνάμεων του πεζικού, ο Ινετζίκ, ο
Τιβούτζα Μπαλαμπανί, ο Κουρδ–αγάς, διοικητής του πυροβολικού, ο Χαϊδάρ, ο Μαλκότς
Χαμίντ, διοικητής των τοξοτών, ο
Μουσταφά Τσελέμπιγια, ο Σαχίν-μπέης, ο Ίσα-μπέης,
ο Καρά-Μουκμπίλ και ο Σιρ Μέρντ. Οθωμανικές
πηγές αναφέρουν ότι από τους ορθόδοξους χριστιανούς
ως υποτελείς στο πλευρό των κατακτητών
πολεμούσε ο Κωνσταντίνος Δεγιάνοβιτς, ενώ
δεν αποκλείουν την πιθανότητα να πολεμούσε και ο Μάρκο Κραλιέβιτς με τον αδελφό
του, Αντριγιάς, όπως αναφέρεται στο ημερολόγιο τού
σερβικού μοναστηριού Τρονόσα (Tronoša).
А. Олесницки,
«Турски извори о косовском боју»,
Гласник СНД ХIV (1934), σ. 59-98, εδώ σ. 64, Г.
Шкриванић, Косовска
битка, σ. 33, 59 & М. Вушковић, «Средњовековни живот у Косовском циклусу епске поезије», σ. 150-151.
[14] Г. Шкриванић, Косовска
битка, σ. 33, 59.
[15] Г. Елезовић, Турски
извори за историју Југословена, Братство XXVI, Београд 1932, σ. 7-12.
[16] Г. Шкриванић, Косовска
битка, σ. 58 & Г. Елезовић, Турски извори за историју Југословена, σ.
56-57.
[17] Г. Шкриванић, Косовска
битка, σ. 59-60.
[18] Г. Шкриванић, Косовска
битка, σ. 60, 63 & Г. Елезовић, Турски извори за историју Југословена, σ. 61,
63-64.
[19] А. Олесницки, «Турски извори о косовском боју», σ. 77 & Г. Елезовић, Турски извори за историју Југословена, σ. 57, 63.
[20] М. Вушковић, «Средњовековни
живот у Косовском циклусу епске поезије», σ. 154.
[21] Στη δυτική ορολογία της διεξαγωγής πολέμου, αυτή ήταν η λεγόμενη
«τακτική του αιφνιδιασμού». Συγκεκριμένα, οι ιππότες εφήρμοζαν την εν λόγω
πολεμική τακτική σε περίπτωση που έβλεπαν πως ο εχθρός υπερείχε αριθμητικά ή
όταν έβλεπαν ότι συνέτρεχε κάποιος λόγος, ο οποίος θα μπορούσε να απειλήσει τη
νίκη τους. Συνήθως, μόνον ένας στρατιώτης εφήρμοζε αυτήν την τακτική στην
πράξη. Ο ρόλος του ήταν να σκοτώσει τον ανώτατο στρατιωτικό διοικητή του
αντιπάλου, προκαλώντας σύγχυση στις τάξεις του. Έλαβε, άραγε, ο Μίλος Όμπιλιτς
την απόφαση να προβεί σε κάτι παρόμοιο, βλέποντας την έκβαση της μάχης; Είναι
απόλυτα δυνατόν να έγιναν τα πράγματα ακριβώς έτσι. Θυσιάζοντας τον εαυτό του,
με την ηρωική αυτή πράξη, ο Μίλος μεταποίησε την ήττα των Σέρβων σε νίκη
πραγματική και επική.
[22] Г. Шкриванић, Косовска
битка, σ. 60, 63 & Г. Елезовић, Турски извори за историју Југословена, σ. 78
& М. Вушковић, «Средњовековни
живот у Косовском циклусу епске поезије», σ. 154-155.
[23] Константин Филозоф, Живот деспота Стефана, (επιμ.)
В. Јагић, Г. Милановац 2004, σ. 261.
[24] Г. Шкриванић, Косовска
битка, σ. 76.
[25] Η
ορκωμοσία του Μίλος Όμπιλιτς εμφανίζεται σε όλα τα σερβικά δημώδη άσματα του
«Κύκλου του Κοσόβου». Όμως, αυτής της ορκωμοσίας προηγείται συκοφαντία με την
οποία ο πρίγκιπας Λάζαρος κατηγορεί τον Μίλος ότι θα τον προδώσει στη μάχη του
Κοσσυφοπεδίου:
«Ευχαριστώ εσένα δοξασμένε πρίγκιπα Λάζαρε,
σ’ ευχαριστώ για την πρόποσή σου,
για την πρόποση και για το δώρο σου,
όχι όμως, για τον λόγο σου, τον οποίο ακούσαμε!
Επειδή, μα το Θεό μου,
και το ορκίζομαι μα την πίστη μου!
Εγώ άπιστος δεν ήμουν ποτέ,
ούτε ήμουν ποτέ, ούτε θα γίνω ποτέ προδότης,
αλλά έχω σκοπό, αύριο στο Κοσσυφοπέδιο
τη ζωή μου να δώσω για τη χριστιανική πίστη!»
Απόσπασμα σε
ελεύθερη μετάφραση παραδοσιακού άσματος, το οποίο ανήκει στον «Κύκλο του
Κοσόβου» με τίτλο «Кнежева вечера» (Ο δείπνος του
βασιλέα) και στο οποίο εξιστορούνται γεγονότα από το δείπνο, το οποίο παρέθεσε
ο πρίγκιπας Λάζαρος την παραμονή της μάχης.
[26] М. Вушковић, «Средњовековни
живот у Косовском циклусу епске поезије», σ. 157.
[27] Δύο Τούρκοι συγγραφείς αναφέρουν ότι αυτού του γεγονότος προηγήθηκε η
δολοφονία του Γιακούμπ Τσελεμπί, τον οποίο ο αδελφός του, ο Βαγιαζήτ, «έστειλε
στην τελική κρίση μπροστά στο Θεό».
[28] Г. Елезовић, Турски
извори за историју Југословена, σ. 57, 71, 77.
[29] М. Вушковић, «Средњовековни
живот у Косовском циклусу епске поезије», σ. 158.
[30] Ο Βουκ
Μπράνκοβιτς, κατόρθωσε να αντισταθεί στους Οθωμανούς έως το έτος 1392, οπότε
και ο ίδιος ήταν αναγκασμένος να υποταγεί σε αυτούς. Και μάλιστα, τον
υποχρέωσαν να δεχτεί ένα σώμα του στρατού τους στο Σφιντζάνι, του Κοσσυφοπεδίου.
Το έτος 1396, τον φυλάκισαν και παρέδωσαν την πλειοψηφία των εδαφών του στον
πρίγκιπα Στέφανο Λαζάρεβιτς, υιό του πρίγκιπα Λάζαρου. Душан Батаковић, Косово
и Метохија у српском-арбанашким односима, σ. 16-17.
[31] М. Вушковић, «Средњовековни
живот у Косовском циклусу епске поезије», σ. 160-161.
[32] М. Вушковић, «Средњовековни живот у Косовском циклусу епске поезије», σ. 161-162.
[33] Душан Батаковић, Косово
и Метохија у српском-арбанашким односима, σ. 16.
[34] Ιωάννη Ταρνανίδη, Ιστορία της σερβικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη
2007, σ. 63.
[35] Γεωργίου-Νεκταρίου Λόη, Οι προκαθήμενοι της Σερβικής Ορθοδόξου
Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 63-64.
[36] Радомир Поповић, Српска Црква у историји, Београд 2002, σ. 36.
[37] Μτθ 7, 13-14.
[38] Ημερήσια εφημερίδα «Večernje novosti», 4 Ιανουαρίου 2014.
[39] Παραδοσιακό σερβικό άσμα, το οποίο ανήκει στον «Κύκλο του Κοσόβου». Σε
ελεύθερη μετάφραση.
10 σχόλια:
Γίνεται άμεσα κατανοητό γιατί αποτελεί την κοιτίδα των Σέρβων το Κοσσυφοπέδιο. Πολύ καλή δουλειά. Συγχαρητήρια στον κ. Ζαφειρόπουλο. Καλή συνέχεια στο έργο του.
Τέτοια θέματα σου πλουτίζουν τις ιστορικές γνώσεις για τις γειτονικές περιοχές της πατρίδας μας.
Εξαιρετική εργασία.
Αναμφίβολα καλή μελέτη. Ο αναγνώστης κατανοεί το λόγο για τον οποίο οι Σέρβοι θεωρούν το Κοσσυφοπέδιο ως την κοιτίδα τους. Πράγματι τέτοιες μελέτες απουσιάζουν. Συγχαρητήρια στον κ. Ζαφειρόπουλο.
Παρότι μου άρεσε η δουλειά του κ. Ζαφειρόπουλου, εντούτοις έχω δύο σημαντικές ενστάσεις. Ο συγγραφέας δεν μας λέγει για την πρωταρχική κατάσταση του Κοσσυφοπεδίου πριν την εμφάνιση των Σέρβων, ούτε για την πληθυσμιακή κατάσταση και τις αλλαγές που διαδραματίστηκαν και σε τι ποσοστό την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αυτά τα δύο είναι ιδιαίτερα σημαντικά για να εξάγουμε όποιο συμπέρασμα. Αναμένουμε την προσθήκη αυτή.
Τέτοιου είδους εργασίες μας βοηθούν να κατανοήσουμε τα τεκταινόμενα στα Βαλκάνια. Συγχαρητήρια.
Μόλις σήμερα κατάφερα να διαβάσω την πολύ καλή μελέτη του κ. Ζαφειρόπουλου. Είναι πράγματι εξαιρετική!! Μου λύθηκαν πολλές απορίες που είχα. Αν δεν κάνω λάθος ο κ. Ζαφειρόπουλος έκανε Διδακτορικό στον κ. Νεκτάριο Λόη, ο οποίος είναι και ο ειδικότερα για τα ζητήματα που άπτονται της Σερβίας.
κ. Ζαφειρόπουλε Συγχαρητήρια. Ιδιαίτερα κατατοπιστική η εργασία σας. Αναμένουμε και άλλες που να αφορούν τα Βαλκάνια. Καλή συνέχεια στο επιστημονικό έργο σας.
Ευχαριστούμε τον κ. Ζαφειρόπουλο για την επιστημονική δουλειά που μας προσέφερε. Τέτοιες εργασίες βοηθούν την επιστήμη και εμάς να κατανοήσουμε το πρόβλημα.
Μέρες τώρα θέλω να γράψω ένα σχόλιο και όλο το ξεχνώ όταν είμαι εδώ. Ζαφειρόπουλε έκανες πολύ καλή δουλειά αλλά είχες και καλό δάσκαλο. Την είχα τυπώσει την εργασία και την διάβασα. Μπράβο.
Την βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επιστημονικά την εργασία του κ. Ζαφειρόπουλου. Μπράβο. Και άλλες τέτοιες μελέτες να δούμε στο μέλλον.
Δημοσίευση σχολίου