Απόρροια της Θεολογίας για τη φυσική εικόνα και τη σχέση της με το Αρχέτυπο, υπήρξε και είναι η θεολογία για τις «τεχνητές» λεγόμενες εικόνες, αυτές δηλ. που δημιουργεί ο αγιογράφος με σκοπό την αισθητή παράσταση του θείου (Χριστός, Παναγία, άγιοι). Κατ’ αρχήν πρέπει να διευκρινισθεί ότι η εικονογραφία είναι μια καθαρώς εκκλησιαστική τέχνη. Κατά τον Ρώσο αγιογράφο Λεων. Ουσπένσκι «Η εικόνα είναι μια αγιογραφία και όχι μια ζωγραφιά θρησκευτική…». Ο ρόλος της εικόνας δεν είναι διακοσμητικός ή αναπαραστατικός, αλλ’ έχει μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη αποστολή σαν λατρευτικό αντικείμενο, και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας. Η εικόνα δεν είναι «ωραία» ως έργο τέχνης, αλλά για την αλήθεια που εκφράζει. Δεν ενδιαφέρεται να δώσει χαρά στα μάτια, αλλά να μιλήσει στην ψυχή του ανθρώπου. Χαρακτηρίζεται ως «νηστευτική τέχνη», γιατί είναι τέχνη λακωνική και χρησιμοποιεί τα απαραίτητα, όσα αρκούν, για να εκφράσει το δόγμα ή την ιστορία. Ιδιαίτερα η βυζαντινή αγιογραφία, ως τέχνη, δεν παριστάνει, αλλά εκφράζει. Η εικόνα ονομάζεται «θεολογία με ορατές παραστάσεις» και επειδή είναι τέχνη λειτουργική, συμπληρώνει και ερμηνεύει τη λειτουργία.
Και πάλι κατά τον Ουσπένσκι: «Για την ορθόδοξη Εκκλησία η εικόνα είναι κάποια γλώσσα που εκφράζει τα δόγματά της και τις εντολές της τόσο καλά όσο και ο λόγος. Είναι μια θεολογία που εκφράζεται με σχήματα και με χρώματα που τα βλέπει με το μάτι…». Η εικονογραφία, ως τέχνη της Εκκλησίας, αναπτύσσεται μέσα στο χώρο του Ναού, ζει και κινείται μέσα στην ατμόσφαιρα της λατρείας, που τελείται μέσα στο Ναό. Τοιχογραφίες και φορητές εικόνες με την τεχνοτροπία τους, τη στάση και εμφάνιση των αγίων μορφών δημιουργεί στους πιστούς μια ατμόσφαιρα κατανυκτική, που τους βοηθεί να συμμετέχουν ενεργότερα στα τελούμενα μέσα στο ναό. Ο τρόπος εικονογράφησης και, κυρίως, η μυστική γλώσσα και η θέση των εικόνων και τοιχογραφιών στα διάφορα τμήματα του ναού, δίνουν απτή την εικόνα της ουράνιας πραγματικότητας. Αφαρπάζουν τους πιστούς από τον εδώ κόσμο και τους μεταφέρουν εκεί που διηνεκώς τελείται η θεία Λειτουργία από τον ίδιο το Χριστό, που περιστοιχίζεται από τις τάξεις των αγγέλων και τους χορούς των αγίων. Με ένα εντελώς ξεχωριστό τρόπο η αγιογραφία, ιδιαίτερα η βυζαντινή, υπενθυμίζει και αισθητοποιεί τη θ. Ευχαριστία. Η θ. Λειτουργία προσφέρεται απ’ ολόκληρη την Εκκλησία, στρατευόμενη και θριαμβεύουσα, και κατά την ώρα που τελείται «τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω προσομιλεί».
Στην ιστορική της πορεία η εικονογραφία θα περάσει από διάφορα στάδια. Έτσι, στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες (1ος-4ος μ.Χ.), δηλ. στην περίοδο των διωγμών, η χριστιανική τέχνη είναι κυρίως ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ. Είναι η τέχνη των κατακομβών, κυρίως με σύμβολα (ιχθύς, αμνός, ελάφι, άμπελος, κιβωτός κ.ά.), που δείχνει αδιαφορία στην καλλιτεχνική μορφή. Κατόπιν, με τον Μ. Κωνσταντίνο, και τον θρίαμβο του Χριστιανισμού (313 μ.Χ.) η αγιογραφία θα καταστεί ΙΣΤΟΡΙΚΗ, δηλ. θα ερμηνεύσει το ιστορικό περιεχόμενο της πίστης. Στην περίοδο αυτή έχουμε παραστάσεις από τη ζωή του Χριστού, της Παναγίας, των Μαρτύρων, που με το αίμα τους στήριξαν την Εκκλησία.
Μετά την Εικονομαχία (9ος αι.) και τη νίκη της Εκκλησίας, με τη θεολογία που αναπτύχθηκε για τη σημασία και το σκοπό των εικόνων, η εκκλησιαστική τέχνη θα εξελιχθεί σε ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ, αφού το περιεχόμενό της το αντλεί από τις δογματικές αλήθειες της πίστεως. Ο Παντοκράτορας στον τρούλο του Ναού εκφράζει το «ομοούσιον» του Πατέρα με τον Υιό.
Τέλος, κατά την περίοδο των Κομνηνών και λίγο αργότερα με τους Παλαιολόγους (11ος-15ος αι.) με την ανάπτυξη του μοναστικού πνεύματος και την καλλιέργεια της Εκκλησιαστικής Γραμματείας, η τέχνη της Εκκλησίας θα γίνει ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ. Οι εικονογραφικές συνθέσεις θα είναι πλουσιότερες και πολυπρόσωπες, όπως, π.χ. ο Ακάθιστος Ύμνος, σκηνές από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια, με κεντρικά θέματα που αναφέρονται στη ζωή της Θεοτόκου (Γέννηση, Εισόδια, Κοίμηση κ.λπ.).
Ποιο, όμως, είναι το βαθύτερο νόημα ή αυτό που καλύτερα ονομάζουμε «Θεολογία της εικόνας;».
Δύο μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας και θεολόγοι θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τη μεγάλη δογματική σημασία της εικόνας. Οι Τρεις Λόγοι του αγίου Ιω. του Δαμασκηνού «προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας» και το έργο του ι. Φωτίου που επιγράφεται «ΑΜΦΙΛΟΧΙΑ», είναι βασικές πηγές που μπορούμε ν’ αντλήσουμε σημαντικές αλήθειες σχετικά με το περιεχόμενο, το υλικό της τέχνης, την τιμή και την προσκύνηση που πρέπει να αποδίδονται στις εικόνες. Κατά τον καθηγητή Νικ. Ματσούκα, σχολιαστή και μεταφραστή του έργου του αγ. Ιω. του Δαμασκηνού «… η ορθόδοξη εικονογραφία στηρίζεται στο Χριστολογικό δόγμα. Επειδή… ενανθρώπισε ο Λόγος, απολύτως θεμιτή και δυνατή είναι η απεικόνιση του Χριστού και της Αγ. Τριάδος, μια και ο Λόγος είναι αυτός που αποκαλύπτει την Τριάδα…». Η απεικόνιση του θείου, σύμφωνα με την ορθόδοξη Θεολογία, βασικά στηρίζεται στην ενανθρώπιση του Λόγου. «… όταν… ίδης δια σε γενόμενον άνθρωπον τον ασώματον, τότε ποιήσεις της ανθρωπίνης μορφής το εκτύπωμα. όταν ορατός σαρκί ο αόρατος γένηται, τότε εικονίσεις το του οραθέντος ομοίωμα…», σημειώνει ο ι. Δαμασκηνός. Και σε άλλο σημείο συμπληρώνει: «Ει μεν γαρ του Θεού του αοράτου εικόνα ποιούμεν, όντως ημαρτάνομεν. αδύνατον γαρ το ασώματον και ασχημάτιστον και αόρατον και απερίγραπτον εικονισθήναι… Θεού γαρ σαρκωθέντος και οφθέντος επί της γης σαρκί και ανθρώποις συναναστραφέντος δι’ άφατον αγαθότητα και φύσιν και πάχος και σχήμα και χρώμα σαρκός αναλαβόντος την εικόνα ποιούντες ου σφαλλόμεθα…».
Ο ι. Φώτιος λέει, επίσης, ότι ο αγιογράφος δεν επινοεί την ειδική μορφή με την οποίαν εξεικονίζεται ο Χριστός… αλλά προσπαθεί, με συνεργό τη χάρη του Αγ. Πνεύματος να εξεικονίσει «καθαράς… και ακιβδήλους, ιεροπρεπώς και ιεροτύπως τις εμφάσεις των πρωτοτύπων». Επίσης, η απεικόνιση και η προσκύνηση της Θεοτόκου και των αγίων στηρίζονται στην ενανθρώπιση του Λόγου. Γράφει ο ι. Δαμασκηνός: «προσκυνώ Χριστού εικόνι ως σεσαρκωμένου Θεού, της Δεσποίνης των απάντων της Θεοτόκου οία μητρός του Υιού του Θεού, των αγίων ως φίλων του Θεού… Και τοιαύτα δι’ αιδούς άγω και προσκυνήσεως. «η γαρ της εικόνος τιμή προς το πρωτότυπον διαβαίνει», φησίν ο θείος Βασίλειος». Και συμπληρώνει: «Επειδή η θεότητα ενώθηκε ουσιαστικά και ασύγχυτα με τη φύση μας σαν ένα ζωοποιό και σωτήριο φάρμακο, πράγματι δοξάστηκε η φύση μας και μπολιάστηκε στην αφθαρσία. Γι’ αυτό και στο όνομα των αγίων υψώνονται ναοί και εικόνες ζωγραφίζονται». Μάλιστα η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος δίνει ιδιαίτερη σημασία στην αναγραφή του ονόματος του εικονιζομένου αγίου. γιατί το όνομα του αγίου που αναγράφεται πάνω στην εικόνα του μεταδίδει σ’ αυτή τη θεία ενέργεια και χάρη, την ευλογία του πρωτοτύπου. Άλλωστε τα αρχέτυπα των εικόνων είναι ιερά, ιστορικά πρόσωπα, τα οποία ευαρέστησαν στο Θεό. Η αγιότητά τους «διαβαίνει» στα άγια λείψανά τους, στους τάφους και στις εικόνες τους. Οι εικόνες τους είναι μέτοχοι της δύναμης και της αγιότητας των πρωτοτύπων των οποίων το όνομα φέρουν.
Παράλληλα ο αγ. Ιω. ο Δαμασκηνός, αφού τονίζει πολλές φορές στους λόγους του ότι, «Ου προσκυνώ την κτίσιν, παρά τον κτίσαντα», ομολογεί και το σεβασμό του στην ύλη, που κι αυτή είναι δημιούργημα «καλόν λίαν» του Θεού κι έχει το δικό της σκοπό και τη δική της αξία.
«Σέβω ουν την ύλην, γράφει, και δι’ αιδούς άγω και προσκυνώ, δι’ ης η σωτηρία μου γέγονεν, σέβω δε ουχ ως Θεόν, αλλ’ ως θείας ενεργείας και χάριτος έμπλεων. «… ουχ ύλη το του σταυρού ξύλον το τρισύλβιον; … ουχ ύλη η ζωηφόρος πέτρα, ο τάφος ο άγιος, η πηγή της ημών αναστάσεως; ουχ ύλη το μέλαν και τα των Ευαγγελίων δέρματα; ουχ ύλη η ζωοποιός τράπεζα η τον άρτον ημίν της ζωής χορηγούσα; ουχ ύλη προ τούτων απάντων το του Κυρίου μου σώμα και αίμα; Και καταλήγει: «Ή, λοιπόν, εξαφάνισε το σεβασμό και την προσκύνηση όλων αυτών ή συγκατάνευσε στην εκκλησιαστική παράδοση και στην προσκύνηση των εικόνων του Θεού και των φίλων Του, που ονομάζονται και αγιάζονται και για το λόγο αυτό δέχονται ως δώρο πάνω τους το θείο πνεύμα».
Τέλος, ο ι. Φώτιος, επίσης, ομολογεί ότι: «Ο θεώμενος» τις εικόνες ανάγεται στο εικονιζόμενο και δι’ αυτού στον Θεό. Ο πιστός προσκυνώντας την εικόνα κάποιου αγίου δεν προσκυνεί απλώς τον εικονιζόμενο άγιο, αλλά προσκυνεί έμμεσα στον Θεό. Η αγιάζουσα δύναμη και ενέργεια, η οποία ενεργείται δια των εικόνων και των εικονιζομένων είναι η «άκτιστος» ενέργεια του Θεού. Ο χριστιανός που προσκυνεί την εικόνα του Χριστού ταυτόχρονα προσκυνεί και τον Θεό-Πατέρα, αφού ο Χριστός είναι εικόνα του αοράτου Θεού-Πατρός. Δηλ. τιμώντας και προσκυνώντας ο πιστός την εικόνα του Κυρίου τιμά και προσκυνεί τον Υιό και τον Πατέρα, αφού Αυτός (δηλ. ο πατήρ) είναι το «αρχικό αίτιο», το «αρχέτυπο» του Υιού και του Αγ. Πνεύματος και ύλης της δημιουργίας. Τιμά, επίσης, και το Αγ. Πνεύμα, αφού «ομοία και απαράλλακτος εστιν εικών του Υιού…».
Επομένως ο Τριαδικός Θεός είναι η τελική αναφορά κάθε τιμής και προσκύνησις των ιερών εικόνων.
Είναι γεγονός ότι στην έριδα, που ονομάστηκε εικονομαχία και συντάραξε την Εκκλησία περισσότερο από εκατό χρόνια (8ος-9ος αι.), κατά βάση συγκρούστηκαν δύο αντίθετοι κόσμοι και πολιτισμοί. Ο πολιτισμός της ελληνορθόδοξης παράδοσης και αυτός των ανατολικών αντιλήψεων που είχαν «ανεικονικό» χαρακτήρα. Φυσικά νίκησε η ελληνορθόδοξη παράδοση, αφού αυτή εξέφραζε το γνήσιο Αποστολικό και Πατερικό πνεύμα, όπως αυτό διατυπώθηκε στους «όρους» και τα «σύμβολα» των Οικουμενικών Συνόδων και τελικά συνοψίστηκε στο «Συνοδικόν» της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (786-7 αι.), με το οποίον «κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών, και τους Αυτού αγίους, εν λόγοις τιμώντες, εν συγγραφαίς, εν νοήμασιν, εν θυσίαις, εν Ναοίς, εν Εικονίσμασι, τον μεν ως Θεόν και Δεσπότην προσκυνούντες και σέβοντες, τους δε δια τον κοινόν Δεσπότην ως γνησίους θεράποντας τιμώντες και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες».
«Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την Οικουμένην εστήριξε».
Παναγιώτης Μαρτίνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου