Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

ΤΕ­ΧΝΗ­ΤΗ ΕΙ­ΚΟ­ΝΑ - Παναγιώτης Μαρτίνης


Α­πόρ­ροια της Θε­ο­λο­γί­ας για τη φυ­σι­κή ει­κό­να και τη σχέ­ση της με το Αρ­χέ­τυ­πο, υ­πήρ­ξε και εί­ναι η θε­ο­λο­γί­α για τις «τε­χνη­τές» λε­γό­με­νες ει­κό­νες, αυ­τές δηλ. που δη­μιουρ­γεί ο α­γιο­γρά­φος με σκο­πό την αι­σθη­τή πα­ρά­στα­ση του θεί­ου (Χρι­στός, Πα­να­γί­α, ά­γιοι). Κατ’ αρ­χήν πρέ­πει να διευ­κρι­νι­σθεί ό­τι η ει­κο­νο­γρα­φί­α εί­ναι μια κα­θα­ρώς εκ­κλη­σια­στι­κή τέ­χνη. Κα­τά τον Ρώ­σο α­γιο­γρά­φο Λε­ων. Ου­σπέν­σκι «Η ει­κό­να εί­ναι μια α­γιο­γρα­φί­α και ό­χι μια ζω­γρα­φιά θρη­σκευ­τι­κή…». Ο ρό­λος της ει­κό­νας δεν εί­ναι δια­κο­σμη­τι­κός ή α­να­πα­ρα­στα­τι­κός, αλ­λ’ έ­χει μια βα­θύ­τε­ρη και ου­σια­στι­κό­τε­ρη α­πο­στο­λή σαν λα­τρευ­τι­κό α­ντι­κεί­με­νο, και α­πο­τε­λεί α­να­πό­σπα­στο μέ­ρος της λει­τουρ­γί­ας. Η ει­κό­να δεν εί­ναι «ω­ραί­α» ως έρ­γο τέ­χνης, αλ­λά για την α­λή­θεια που εκ­φρά­ζει. Δεν εν­δια­φέ­ρε­ται να δώ­σει χα­ρά στα μά­τια, αλ­λά να μι­λή­σει στην ψυ­χή του αν­θρώ­που. Χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως «νη­στευ­τι­κή τέ­χνη», για­τί εί­ναι τέ­χνη λα­κω­νι­κή και χρη­σι­μο­ποιεί τα α­πα­ραί­τη­τα, ό­σα αρ­κούν, για να εκ­φρά­σει το δόγ­μα ή την ι­στο­ρί­α. Ι­διαί­τε­ρα η βυ­ζα­ντι­νή α­γιο­γρα­φί­α, ως τέ­χνη, δεν πα­ρι­στά­νει, αλ­λά εκ­φρά­ζει. Η ει­κό­να ο­νο­μά­ζε­ται «θε­ο­λο­γί­α με ο­ρα­τές πα­ρα­στά­σεις» και ε­πει­δή εί­ναι τέ­χνη λει­τουρ­γι­κή, συ­μπλη­ρώ­νει και ερ­μη­νεύ­ει τη λει­τουρ­γί­α.
Και πά­λι κα­τά τον Ου­σπέν­σκι: «Για την ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α η ει­κό­να εί­ναι κά­ποια γλώσ­σα που εκ­φρά­ζει τα δόγ­μα­τά της και τις ε­ντο­λές της τό­σο κα­λά ό­σο και ο λό­γος. Εί­ναι μια θε­ο­λο­γί­α που εκ­φρά­ζε­ται με σχή­μα­τα και με χρώ­μα­τα που τα βλέ­πει με το μά­τι…». Η ει­κο­νο­γρα­φί­α, ως τέ­χνη της Εκ­κλη­σί­ας, α­να­πτύσ­σε­ται μέ­σα στο χώ­ρο του Να­ού, ζει και κι­νεί­ται μέ­σα στην α­τμό­σφαι­ρα της λα­τρεί­ας, που τε­λεί­ται μέ­σα στο Να­ό. Τοι­χο­γρα­φί­ες και φο­ρη­τές ει­κό­νες με την τε­χνο­τρο­πί­α τους, τη στά­ση και εμ­φά­νι­ση των α­γί­ων μορ­φών δη­μιουρ­γεί στους πι­στούς μια α­τμό­σφαι­ρα κα­τα­νυ­κτι­κή, που τους βο­η­θεί να συμ­με­τέ­χουν ε­νερ­γό­τε­ρα στα τε­λού­με­να μέ­σα στο να­ό. Ο τρό­πος ει­κο­νο­γρά­φη­σης και, κυ­ρί­ως, η μυ­στι­κή γλώσ­σα και η θέ­ση των ει­κό­νων και τοι­χο­γρα­φιών στα διά­φο­ρα τμή­μα­τα του να­ού, δί­νουν α­πτή την ει­κό­να της ου­ρά­νιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Α­φαρ­πά­ζουν τους πι­στούς α­πό τον ε­δώ κό­σμο και τους με­τα­φέ­ρουν ε­κεί που δι­η­νε­κώς τε­λεί­ται η θεί­α Λει­τουρ­γί­α α­πό τον ί­διο το Χρι­στό, που πε­ρι­στοι­χί­ζε­ται α­πό τις τά­ξεις των αγ­γέ­λων και τους χο­ρούς των α­γί­ων. Με έ­να ε­ντε­λώς ξεχω­ρι­στό τρό­πο η α­γιο­γρα­φί­α, ι­διαί­τε­ρα η βυ­ζα­ντι­νή, υ­πεν­θυ­μί­ζει και αι­σθη­το­ποιεί τη θ. Ευ­χα­ρι­στί­α. Η θ. Λει­τουρ­γί­α προ­σφέ­ρε­ται απ’ ο­λό­κλη­ρη την Εκ­κλη­σί­α, στρα­τευό­με­νη και θριαμ­βεύ­ου­σα, και κα­τά την ώ­ρα που τε­λεί­ται «τα ά­νω τοις κά­τω συ­νε­ορ­τά­ζει και τα κά­τω τοις ά­νω προ­σο­μι­λεί».
Στην ι­στο­ρι­κή της πο­ρεί­α η ει­κο­νο­γρα­φί­α θα πε­ρά­σει α­πό διά­φο­ρα στά­δια. Έ­τσι, στους πρώ­τους χρι­στια­νι­κούς αιώ­νες (1ος-4ος μ.Χ.), δηλ. στην πε­ρί­ο­δο των διωγ­μών, η χρι­στια­νι­κή τέ­χνη εί­ναι κυ­ρί­ως ΣΥΜ­ΒΟ­ΛΙ­ΚΗ. Εί­ναι η τέ­χνη των κα­τα­κομ­βών, κυ­ρί­ως με σύμ­βο­λα (ι­χθύς, α­μνός, ε­λά­φι, ά­μπε­λος, κι­βω­τός κ.ά.), που δεί­χνει α­δια­φο­ρί­α στην καλ­λι­τε­χνι­κή μορ­φή. Κα­τό­πιν, με τον Μ. Κων­στα­ντί­νο, και τον θρί­αμ­βο του Χρι­στια­νι­σμού (313 μ.Χ.) η α­γιο­γρα­φί­α θα κα­τα­στεί Ι­ΣΤΟ­ΡΙ­ΚΗ, δηλ. θα ερ­μη­νεύ­σει το ι­στο­ρι­κό πε­ριε­χό­με­νο της πί­στης. Στην πε­ρί­ο­δο αυ­τή έ­χου­με πα­ρα­στά­σεις α­πό τη ζω­ή του Χρι­στού, της Πα­να­γί­ας, των Μαρ­τύ­ρων, που με το αί­μα τους στή­ρι­ξαν την Εκ­κλη­σί­α.
Με­τά την Ει­κο­νο­μα­χί­α (9ος αι.) και τη νί­κη της Εκ­κλη­σί­ας, με τη θε­ο­λο­γί­α που α­να­πτύ­χθη­κε για τη ση­μα­σί­α και το σκο­πό των ει­κό­νων, η εκ­κλη­σια­στι­κή τέ­χνη θα ε­ξε­λι­χθεί σε ΔΟΓ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΗ, α­φού το πε­ριε­χό­με­νό της το α­ντλεί α­πό τις δογ­μα­τι­κές α­λή­θειες της πί­στε­ως. Ο Πα­ντο­κρά­το­ρας στον τρού­λο του Να­ού εκ­φρά­ζει το «ο­μο­ού­σιον» του Πα­τέ­ρα με τον Υ­ιό.
Τέ­λος, κα­τά την πε­ρί­ο­δο των Κο­μνη­νών και λί­γο αρ­γό­τε­ρα με τους Πα­λαιο­λό­γους (11ος-15ος αι.) με την α­νά­πτυ­ξη του μο­να­στι­κού πνεύ­μα­τος και την καλ­λιέρ­γεια της Εκ­κλη­σια­στι­κής Γραμ­μα­τεί­ας, η τέ­χνη της Εκ­κλη­σί­ας θα γί­νει Α­ΦΗ­ΓΗ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΗ. Οι ει­κο­νο­γρα­φι­κές συν­θέ­σεις θα εί­ναι πλου­σιό­τε­ρες και πο­λυ­πρό­σω­πες, ό­πως, π.χ. ο Α­κά­θι­στος Ύ­μνος, σκη­νές α­πό τα Α­πό­κρυ­φα Ευαγ­γέ­λια, με κε­ντρι­κά θέ­μα­τα που α­να­φέ­ρο­νται στη ζω­ή της Θε­ο­τό­κου (Γέν­νη­ση, Ει­σό­δια, Κοί­μη­ση κ.λπ.).
Ποιο, ό­μως, εί­ναι το βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα ή αυ­τό που κα­λύ­τε­ρα ο­νο­μά­ζου­με «Θε­ο­λο­γί­α της ει­κό­νας;».
Δύ­ο με­γά­λοι Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας και θε­ο­λό­γοι θα μας βο­η­θή­σουν να κα­τα­νο­ή­σου­με τη με­γά­λη δογ­μα­τι­κή ση­μα­σί­α της ει­κό­νας. Οι Τρεις Λό­γοι του α­γί­ου Ιω. του Δα­μα­σκη­νού «προς τους δια­βάλ­λο­ντας τας α­γί­ας ει­κό­νας» και το έρ­γο του ι. Φω­τί­ου που ε­πι­γρά­φε­ται «ΑΜ­ΦΙ­ΛΟ­ΧΙΑ», εί­ναι βα­σι­κές πη­γές που μπο­ρού­με ν’ α­ντλή­σου­με ση­μα­ντι­κές α­λή­θειες σχε­τι­κά με το πε­ριε­χό­με­νο, το υ­λι­κό της τέ­χνης, την τι­μή και την προ­σκύ­νη­ση που πρέ­πει να α­πο­δί­δο­νται στις ει­κό­νες. Κα­τά τον κα­θη­γη­τή Νικ. Μα­τσού­κα, σχο­λια­στή και με­τα­φρα­στή του έρ­γου του αγ. Ιω. του Δα­μα­σκη­νού «… η ορ­θό­δο­ξη ει­κο­νο­γρα­φί­α στη­ρί­ζε­ται στο Χρι­στο­λο­γι­κό δόγ­μα. Ε­πει­δή… ε­ναν­θρώ­πι­σε ο Λό­γος, α­πο­λύ­τως θε­μι­τή και δυ­να­τή εί­ναι η α­πει­κό­νι­ση του Χρι­στού και της Αγ. Τριά­δος, μια και ο Λό­γος εί­ναι αυ­τός που α­πο­κα­λύ­πτει την Τριά­δα…». Η α­πει­κό­νι­ση του θεί­ου, σύμ­φω­να με την ορ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γί­α, βα­σι­κά στη­ρί­ζε­ται στην ε­ναν­θρώ­πι­ση του Λό­γου. «… ό­ταν… ί­δης δια σε γε­νό­με­νον άν­θρω­πον τον α­σώ­μα­τον, τό­τε ποι­ή­σεις της αν­θρω­πί­νης μορ­φής το ε­κτύ­πω­μα. ό­ταν ο­ρα­τός σαρ­κί ο α­ό­ρα­τος γέ­νη­ται, τό­τε ει­κο­νί­σεις το του ο­ρα­θέ­ντος ο­μοί­ω­μα…», ση­μειώ­νει ο ι. Δα­μα­σκη­νός. Και σε άλ­λο ση­μεί­ο συ­μπλη­ρώ­νει: «Ει μεν γαρ του Θε­ού του α­ο­ρά­του ει­κό­να ποιού­μεν, ό­ντως η­μαρ­τά­νο­μεν. α­δύ­να­τον γαρ το α­σώ­μα­τον και α­σχη­μά­τι­στον και α­ό­ρα­τον και α­πε­ρί­γρα­πτον ει­κο­νι­σθή­ναι… Θε­ού γαρ σαρ­κω­θέ­ντος και ο­φθέ­ντος ε­πί της γης σαρ­κί και αν­θρώ­ποις συ­να­να­στρα­φέ­ντος δι’ ά­φα­τον α­γα­θό­τη­τα και φύ­σιν και πά­χος και σχή­μα και χρώ­μα σαρ­κός α­να­λα­βό­ντος την ει­κό­να ποιού­ντες ου σφαλ­λό­με­θα…».
Ο ι. Φώ­τιος λέ­ει, ε­πί­σης, ό­τι ο α­γιο­γρά­φος δεν ε­πι­νο­εί την ει­δι­κή μορ­φή με την ο­ποί­αν ε­ξει­κο­νί­ζε­ται ο Χρι­στός… αλ­λά προ­σπα­θεί, με συ­νερ­γό τη χά­ρη του Αγ. Πνεύ­μα­τος να ε­ξει­κο­νί­σει «κα­θα­ράς… και α­κι­βδή­λους, ιε­ρο­πρε­πώς και ιε­ρο­τύ­πως τις εμ­φά­σεις των πρω­το­τύ­πων». Ε­πί­σης, η α­πει­κό­νι­ση και η προ­σκύ­νη­ση της Θε­ο­τό­κου και των α­γί­ων στη­ρί­ζο­νται στην ε­ναν­θρώ­πι­ση του Λό­γου. Γρά­φει ο ι. Δα­μα­σκη­νός: «προ­σκυ­νώ Χρι­στού ει­κό­νι ως σε­σαρ­κω­μέ­νου Θε­ού, της Δε­σποί­νης των α­πά­ντων της Θε­ο­τό­κου οί­α μη­τρός του Υ­ιού του Θε­ού, των α­γί­ων ως φί­λων του Θε­ού… Και τοιαύ­τα δι’ αι­δούς ά­γω και προ­σκυ­νή­σε­ως. «η γαρ της ει­κό­νος τι­μή προς το πρω­τό­τυ­πον δια­βαί­νει», φη­σίν ο θεί­ος Βα­σί­λειος». Και συ­μπλη­ρώ­νει: «Ε­πει­δή η θε­ό­τη­τα ε­νώ­θη­κε ου­σια­στι­κά και α­σύγ­χυ­τα με τη φύ­ση μας σαν έ­να ζω­ο­ποιό και σω­τή­ριο φάρ­μα­κο, πράγ­μα­τι δο­ξά­στη­κε η φύ­ση μας και μπο­λιά­στη­κε στην α­φθαρ­σί­α. Γι’ αυ­τό και στο ό­νο­μα των α­γί­ων υ­ψώ­νο­νται να­οί και ει­κό­νες ζω­γρα­φί­ζο­νται». Μά­λι­στα η Ζ΄ Οι­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος δί­νει ι­διαί­τε­ρη ση­μα­σί­α στην α­να­γρα­φή του ο­νό­μα­τος του ει­κο­νι­ζο­μέ­νου α­γί­ου. για­τί το ό­νο­μα του α­γί­ου που α­να­γρά­φε­ται πά­νω στην ει­κό­να του με­τα­δί­δει σ’ αυ­τή τη θεί­α ε­νέρ­γεια και χά­ρη, την ευ­λο­γί­α του πρω­το­τύ­που. Άλ­λω­στε τα αρ­χέ­τυ­πα των ει­κό­νων εί­ναι ιε­ρά, ι­στο­ρι­κά πρό­σω­πα, τα ο­ποί­α ευα­ρέ­στη­σαν στο Θε­ό. Η α­γιό­τη­τά τους «δια­βαί­νει» στα ά­για λεί­ψα­νά τους, στους τά­φους και στις ει­κό­νες τους. Οι ει­κό­νες τους εί­ναι μέ­το­χοι της δύ­να­μης και της α­γιό­τη­τας των πρω­το­τύ­πων των ο­ποί­ων το ό­νο­μα φέ­ρουν.
Πα­ράλ­λη­λα ο αγ. Ιω. ο Δα­μα­σκη­νός, α­φού το­νί­ζει πολ­λές φο­ρές στους λό­γους του ό­τι, «Ου προ­σκυ­νώ την κτί­σιν, πα­ρά τον κτί­σα­ντα», ο­μο­λο­γεί και το σε­βα­σμό του στην ύ­λη, που κι αυ­τή εί­ναι δη­μιούρ­γη­μα «κα­λόν λί­αν» του Θε­ού κι έ­χει το δι­κό της σκο­πό και τη δι­κή της α­ξί­α.
«Σέ­βω ουν την ύ­λην, γρά­φει, και δι’ αι­δούς ά­γω και προ­σκυ­νώ, δι’ ης η σω­τη­ρί­α μου γέ­γο­νεν, σέ­βω δε ουχ ως Θε­όν, αλ­λ’ ως θεί­ας ε­νερ­γεί­ας και χά­ρι­τος έ­μπλε­ων. «… ουχ ύ­λη το του σταυ­ρού ξύ­λον το τρι­σύλ­βιον; … ουχ ύ­λη η ζω­η­φό­ρος πέ­τρα, ο τά­φος ο ά­γιος, η πη­γή της η­μών α­να­στά­σε­ως; ουχ ύ­λη το μέ­λαν και τα των Ευαγ­γε­λί­ων δέρ­μα­τα; ουχ ύ­λη η ζω­ο­ποιός τρά­πε­ζα η τον άρ­τον η­μίν της ζω­ής χο­ρη­γού­σα; ουχ ύ­λη προ τού­των α­πά­ντων το του Κυ­ρί­ου μου σώ­μα και αί­μα; Και κα­τα­λή­γει: «Ή, λοι­πόν, ε­ξα­φά­νι­σε το σε­βα­σμό και την προ­σκύ­νη­ση ό­λων αυ­τών ή συ­γκα­τά­νευ­σε στην εκ­κλη­σια­στι­κή πα­ρά­δο­ση και στην προ­σκύ­νη­ση των ει­κό­νων του Θε­ού και των φί­λων Του, που ο­νο­μά­ζο­νται και α­γιά­ζο­νται και για το λό­γο αυ­τό δέ­χο­νται ως δώ­ρο πά­νω τους το θεί­ο πνεύ­μα».
Τέ­λος, ο ι. Φώ­τιος, ε­πί­σης, ο­μο­λο­γεί ό­τι: «Ο θε­ώ­με­νος» τις ει­κό­νες α­νά­γε­ται στο ει­κο­νι­ζό­με­νο και δι’ αυ­τού στον Θε­ό. Ο πι­στός προ­σκυ­νώ­ντας την ει­κό­να κά­ποιου α­γί­ου δεν προ­σκυ­νεί α­πλώς τον ει­κο­νι­ζό­με­νο ά­γιο, αλ­λά προ­σκυ­νεί έμ­με­σα στον Θε­ό. Η α­γιά­ζου­σα δύ­να­μη και ε­νέρ­γεια, η ο­ποί­α ε­νερ­γεί­ται δια των ει­κό­νων και των ει­κο­νι­ζο­μέ­νων εί­ναι η «ά­κτι­στος» ε­νέρ­γεια του Θε­ού. Ο χρι­στια­νός που προ­σκυ­νεί την ει­κό­να του Χρι­στού ταυ­τό­χρο­να προ­σκυ­νεί και τον Θε­ό-Πα­τέ­ρα, α­φού ο Χρι­στός εί­ναι ει­κό­να του α­ο­ρά­του Θε­ού-Πα­τρός. Δηλ. τι­μώ­ντας και προ­σκυ­νώ­ντας ο πι­στός την ει­κό­να του Κυ­ρί­ου τι­μά και προ­σκυ­νεί τον Υ­ιό και τον Πα­τέ­ρα, α­φού Αυ­τός (δηλ. ο πα­τήρ) εί­ναι το «αρ­χι­κό αί­τιο», το «αρ­χέ­τυ­πο» του Υ­ιού και του Αγ. Πνεύ­μα­τος και ύ­λης της δη­μιουρ­γί­ας. Τι­μά, ε­πί­σης, και το Αγ. Πνεύ­μα, α­φού «ο­μοί­α και α­πα­ράλ­λα­κτος ε­στιν ει­κών του Υ­ιού…».
Ε­πο­μέ­νως ο Τρια­δι­κός Θε­ός εί­ναι η τε­λι­κή α­να­φο­ρά κά­θε τι­μής και προ­σκύ­νη­σις των ιε­ρών ει­κό­νων.
Εί­ναι γε­γο­νός ό­τι στην έ­ρι­δα, που ο­νο­μά­στη­κε ει­κο­νο­μα­χί­α και συ­ντά­ρα­ξε την Εκ­κλη­σί­α πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό ε­κα­τό χρό­νια (8ος-9ος αι.), κα­τά βά­ση συ­γκρού­στη­καν δύ­ο α­ντί­θε­τοι κό­σμοι και πο­λι­τι­σμοί. Ο πο­λι­τι­σμός της ελ­λη­νορ­θό­δο­ξης πα­ρά­δο­σης και αυ­τός των α­να­το­λι­κών α­ντι­λή­ψε­ων που εί­χαν «α­νει­κο­νι­κό» χα­ρα­κτή­ρα. Φυ­σι­κά νί­κη­σε η ελ­λη­νορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση, α­φού αυ­τή ε­ξέ­φρα­ζε το γνή­σιο Α­πο­στο­λι­κό και Πα­τε­ρι­κό πνεύ­μα, ό­πως αυ­τό δια­τυ­πώ­θη­κε στους «ό­ρους» και τα «σύμ­βο­λα» των Οι­κου­με­νι­κών Συ­νό­δων και τε­λι­κά συ­νο­ψί­στη­κε στο «Συ­νο­δι­κόν» της Ζ΄ Οι­κου­με­νι­κής Συ­νό­δου (786-7 αι.), με το ο­ποί­ον «κη­ρύσ­σο­μεν Χρι­στόν τον α­λη­θι­νόν Θε­όν η­μών, και τους Αυ­τού α­γί­ους, εν λό­γοις τι­μώ­ντες, εν συγ­γρα­φαίς, εν νο­ή­μα­σιν, εν θυ­σί­αις, εν Να­οίς, εν Ει­κο­νί­σμα­σι, τον μεν ως Θε­όν και Δε­σπό­την προ­σκυ­νού­ντες και σέ­βο­ντες, τους δε δια τον κοι­νόν Δε­σπό­την ως γνη­σί­ους θε­ρά­πο­ντας τι­μώ­ντες και την κα­τά σχέ­σιν προ­σκύ­νη­σιν α­πο­νέ­μο­ντες».
«Αύ­τη η πί­στις των Α­πο­στό­λων, αύ­τη η πί­στις των Πα­τέ­ρων, αύ­τη η πί­στις των Ορ­θο­δό­ξων, αύ­τη η πί­στις την Οι­κου­μέ­νην ε­στή­ρι­ξε».    
Παναγιώτης Μαρτίνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: