Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Η Γέν­νη­ση του Χρι­στού στον προ­φη­τι­κό και πα­τε­ρι­κό λό­γο - Παναγιώτης Μαρτίνης


Η Γέν­νη­ση του Χρι­στού 
στον προ­φη­τι­κό και πα­τε­ρι­κό λό­γο

Του Παναγιώτου Μαρτίνη Θεολόγου Δρ. 

“Και ο λό­γος σάρ­ξ ε­γέ­νε­το” (Ιω. 1,14)
“Τα Χρι­στού­γεν­να εί­ναι η αρ­χή ό­λων των εκ­κλη­σια­στι­κών ε­ορ­τών και γε­γο­νό­των της Εκ­κλη­σί­ας... Διό­τι έ­να σω­τη­ριώ­δες και θε­όσ­δο­το γε­γο­νός... συ­νέ­βη σε μί­α δε­δο­μέ­νη ι­στο­ρι­κή στιγ­μή... ώ­στε  να μεί­νει με­τά για πά­ντα. Δηλ. έ­γι­νε λει­τουρ­γι­κό, αν­θρω­πο­σω­τή­ριον, συ­νε­χώς πα­ρα­τει­νό­με­νον ...μέ­χρι της Δευ­τέ­ρας πα­ρου­σί­ας” (Ιου­στ. Πό­πο­βιτ­ς).
Ας προ­σπα­θή­σου­με να πλη­σιά­σου­με το κο­σμο­σω­τή­ριο  αυ­τό “Μυ­στή­ριο” της θ. Ε­ναν­θρω­πή­σε­ως, ό­πως προ­α­ναγ­γέλ­λε­ται  α­πό τον προ­φη­τι­κό λό­γο και στη συ­νέ­χεια, ως Ευαγ­γέ­λιο, ε­ξυ­μνεί­ται και θε­ο­λο­γεί­ται α­πό τον πα­τε­ρι­κό λό­γο.
Ή­δη στο πρώ­το βι­βλί­ο της Π.Δ., στη Γέ­νε­ση, ο ί­διος ο Θε­ός υ­πό­σχε­ται και προ­φη­τεύ­ει την έ­λευ­ση του Μεσ­σί­α. Εί­ναι το λε­γό­με­νο “Πρω­τευαγ­γέ­λιον”, ό­τι ο Θε­ός δεν θ΄ α­φή­σει τον άν­θρω­πο στη πτώ­ση του.
Κρύ­βε­ται στα λό­για του Θε­ού προς τον ό­φι - διά­βο­λο. “Θα θέ­σω έ­χθρα α­νά­με­σα σε σέ­να και στη γυ­ναί­κα, α­νά­με­σα στους α­πο­γό­νους σου και στους α­πο­γό­νους αυ­τής “αυ­τός (ο Χρι­στός) σου τη­ρή­σει κε­φα­λήν, και συ τη­ρή­σεις αυ­τού πτέρ­ναν” Γεν. Γ, 15).
Αλ­λά και ο Πα­τριάρ­χης Ια­κώβ, ό­ταν κά­λε­σε τους γιούς του για να τους ευ­λο­γή­σει, φτά­νο­ντας στον Ιού­δα, α­πό τη φυ­λή του ο­ποί­ου θα γεν­νιό­ταν ο Χρι­στός, προ­φη­τι­κά του λέ­ει: “Ιού­δα, σέ­να θα υ­μνή­σουν τα α­δέλ­φια σου... δεν θα λεί­ψει άρ­χο­ντας α­πό τη φυ­λή σου... μέ­χρις ό­του έλ­θει Ε­κεί­νος, στα χέ­ρια του ο­ποί­ου α­πό­κει­νται οι ε­ξου­σί­ες, “Αυ­τός προσ­δο­κί­α Ε­θνών” (Γεν. Μ.Θ΄, 8-10).

Ε­πί­σης, στο Δευ­τε­ρο­νό­μιο α­να­φέ­ρο­νται οι λό­γοι του Θε­ού στο Μω­ϋ­σή: “Θα α­να­στή­σω  σ΄ αυ­τούς, δηλ. στους Ισ­ρα­η­λί­τες , έ­να προ­φή­τη α­πό τα α­δέλ­φια τους και θα δώ­σω τα λό­για μου στο στό­μα του, ο ο­ποί­ος θα του δι­δά­ξει  “καθ΄ό­τι αν ε­ντέ­λω­μαι αυ­τώ” (Ι­Η΄,18).
Πολ­λές και α­νά­λο­γες προ­φη­τεί­ες  υ­πάρ­χουν και στο βι­βλί­ο των Ψαλ­μών. Θα α­να­φερ­θού­με  μό­νο σ΄ αυ­τή που βρί­σκε­ται  στον Ψαλ­μ. 13, 7-8: “Κύ­ριος εί­πε προς με υ­ιός μου ει συ, ε­γώ σή­με­ρα γε­γεν­νη­κά σε αί­τη­σαι παρ΄ ε­μού, και δώ­σω σοι έ­θνη την κλη­ρο­νο­μί­αν σου και την κα­τά­σχε­σίν σου τα πέ­ρα­τα της γης”.
Και, α­φού πα­ρα­τρέ­ξου­με  πρό­σω­πα και γε­γο­νό­τα, που, μέ­σα α­πό τα κεί­με­να της Π. Δια­θή­κης, προ­βάλ­λε­ται το πρό­σω­πο του α­να­με­νό­με­νου Μεσ­σί­α, φτά­νου­με και στους προ­φή­τες, οι ο­ποί­οι αιώ­νες πριν ε­ξαγ­γέλ­λουν την Ε­ναν­θρώ­πη­ση, τη δι­δα­σκα­λί­α, τα θαύ­μα­τα, το Πά­θος και την Α­νά­στα­ση του Κυ­ρί­ου. Δια­βά­ζο­νται και τις α­κού­με σ΄ ό­λες τις με­γά­λες Δε­σπο­τι­κές γιορ­τές.
Πρώ­τος ο Η­σα­ϊ­ας (8ος π.Χ. αι.), ο πέ­μπτος Ευαγ­γε­λι­στής ό­πως α­πο­κα­λεί­ται, αν και έ­ζη­σε 800 χρό­νια πριν τη Γέν­νη­ση του Κυ­ρί­ου, προ­φη­τεύ­ει: “δια τού­το δώ­σει Κύ­ριος ο Θε­ός υ­μίν ση­μεί­ον, ι­δού η Παρ­θέ­νος εν γα­στρί έ­ξει, και τέ­ξε­ται υ­ιόν, και κα­λέ­σεις το ό­νο­μα αυ­τού Εμ­μα­νου­ήλ (Ησ. Ζ΄, 14). Ο ί­διος προ­φή­της σε άλ­λη προ­φη­τεί­α του μας δί­νει τα ο­νό­μα­τα και τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τα του προσ­δο­κώ­με­νου Μεσ­σί­α. Γρά­φει: “Παι­δί­ον ε­γεν­νή­θη η­μίν, υ­ιός και ε­δό­θη υ­μίν, ...και κα­λεί­ται το ό­νο­μα αυ­τού με­γά­λης βου­λής άγ­γε­λος, θαυ­μα­στός σύμ­βου­λος, Θε­ός ι­σχυ­ρός... άρ­χων ει­ρή­νης, πα­τήρ του μέλ­λο­ντος αιώ­νος...” (Ησ. Θ΄, 6-7).
Στον προ­φή­τη των θρή­νων, ό­πως α­πο­κα­λεί­ταιο Ιε­ρε­μί­ας (7ος αι. π. Χ.), βρί­σκου­με την προ­φη­τεί­α: “Αυ­τός εί­ναι ο Θε­ός μας, κα­νείς άλ­λος δεν μπο­ρεί ν΄ α­να­με­τρη­θεί μ΄ αυ­τόν. Αυ­τός έ­χει ό­λη την ο­δό της σο­φί­ας... “με­τά τού­το ε­πί της γης ώ­φθη και εν τοις αν­θρώ­ποις συ­να­νε­στρά­φη” (Βα­ρούχ Γ΄, 36-38).
Ε­πί­σης, ο προ­φή­της Μι­χαί­ας (8ος π.Χ. αι.) θα γρά­ψει: “Και συ Βη­θλε­έμ ...μι­κρή εί­σαι με­τα­ξύ των πό­λε­ων του Ιού­δα. Αλ­λά α­πό σέ­να θα προ­έλ­θει έ­νας άν­δρας, που θα γί­νει άρ­χο­ντας του Ισ­ρα­η­λι­τι­κού λα­ού. “Και οι έ­ξο­δοι αυ­τού απ΄ αρ­χής εξ η­με­ρών αιώ­νος” (Μιχ. Ε΄,1).
Τέ­λος, ο Δα­νι­ήλ, που α­νή­κει στους τέσ­σα­ρας με­γά­λους προ­φή­τες (7ος αι.), στο βι­βλί­ο που φέ­ρει τ΄ ό­νο­μά του, κά­νει την ε­ξής προ­φη­τεί­α: “... Μέ­σα στα σύν­νε­φα του ου­ρα­νού εί­δα να έρ­χε­ται κά­ποιος ως υ­ιός αν­θρώ­που... Σ΄ αυ­τόν δό­θη­καν ε­ξου­σί­α και δό­ξα και βα­σι­λεί­α, ώ­στε ό­λοι οι λα­οί, κά­θε ε­θνι­κό­τη­τας και γλώσ­σας, να τον υ­πη­ρε­τούν. “Η ε­ξου­σί­α αυ­τού ε­ξου­σί­α αιώ­νιος, ή­τις ου πα­ρε­λεύ­σε­ται και η βα­σι­λεί­α αυ­τού ου δια­φθα­ρή­σε­ται” (Ζ΄, 13-14).
Κι ερ­χό­μα­στε στην με­τά την Ε­ναν­θρώ­πι­ση του Κυ­ρί­ου πε­ρί­ο­δο. Την ευ­λο­γη­μέ­νη πε­ρί­ο­δο, στην ο­ποί­α ζού­με και μεις σή­με­ρα. Πολ­λά και πλού­σια τα ε­γκώ­μια, οι ο­μι­λί­ες και οι λό­γοι των πα­τέ­ρων, ι­διαί­τε­ρα στο γε­γο­νός της θ. Ε­ναν­θρώ­πη­σης του Κυ­ρί­ου. Στα­χυο­λο­γού­με ε­λά­χι­στα στοι­χεί­α α­πό τα κεί­με­νά τους με το βα­θύ θε­ο­λο­γι­κό τους πε­ριε­χό­με­νο.
Πρώ­τος ο Μ. Α­θα­νά­σιος (3ος μ.Χ. αι) στην πε­ρί­φη­μη “Πε­ρί της Ε­ναν­θρω­πή­σε­ως του Λό­γου” ο­μι­λί­α του, ση­μειώ­νει: “Γι΄ αυ­τό, λοι­πόν, ο Λό­γος του Θε­ού ήλ­θε με τη θέ­λη­σή Του, και ως ει­κό­να του Θε­ού πα­τέ­ρα Του ε­πα­νέ­φε­ρε κο­ντά του τον άν­θρω­πο, που και αυ­τός εί­ναι ει­κό­να του Θε­ού”. Στη συ­νέ­χεια, α­φού συν­δέ­ει θαυ­μά­σια ό­λα τα γε­γο­νό­τα του α­πο­λυ­τρω­τι­κού έρ­γου του Κυ­ρί­ου, α­πό την Ε­ναν­θρώ­πη­ση μέ­χρι το Πά­θος και την Α­νά­στα­ση, κα­τα­λή­γει: “...άρ­τι δε με­τά την ε­πι­δη­μί­αν του Σω­τή­ρος και τον του σώ­μα­τος αυ­τού θά­να­τον και την α­νά­στα­σιν κα­τα­φρο­νεί­ται (ο θά­να­τος) ... και δια της Ε­να­να­θρω­πή­σε­ως του Λό­γου η των πά­ντων ε­γνώ­σθη πρό­νοια... Αυ­τός ε­νην­θρώ­πη­σεν, ί­να η­μείς θε­ο­ποι­η­θώ­μεν”.
Ο δεύ­τε­ρος, με­τά τον Ιω­άν­νη τον Ευαγ­γε­λι­στή, θε­ο­λό­γος, ο Γρη­γό­ριος ο Να­ζιαν­ζη­νός (4ος αι.), ση­μειώ­νει στον 45ο λό­γο του: “Αυ­τός ο ί­διος ο Λό­γος του Θε­ού, ο προ­αιώ­νιος, ο α­ό­ρα­τος, ο α­σώ­μα­τος ... ο λό­γος του Πα­τέ­ρα έρ­χε­ται προς τη δι­κή του ει­κό­να και φο­ρεί το αν­θρώ­πι­νο σώ­μα... και παίρ­νει λο­γι­κή ψυ­χή... κα­θα­ρί­ζο­ντας το ό­μοιο με το ό­μοιο, και γί­νε­ται σε ό­λα άν­θρω­πος, ε­κτός α­πό την α­μαρ­τί­α... “Ο ων γί­νε­ται και ο ά­κτι­στος, κτί­ζε­ται, και ο πλου­τί­ζων, πτω­χεύ­ει; γαρ την ε­μήν σάρ­κα, ιν΄ πτω­χεύ­ει γαρ ε­γώ πλου­τή­σω την αυ­τού θε­ό­τη­τα. Τι το πε­ρί ε­μέ τού­το μυ­στή­ριον; Με­τέ­λα­βον της ει­κό­νος, και ουκ ε­φύ­λα­ξα, με­τα­λαμ­βά­νει της ε­μής σαρ­κός,  ί­να και την ει­κό­να σώ­ση και την σάρ­κα α­θα­να­τί­ση”.
Ο Μ. Βα­σί­λειος (4ος αι.) σε σχε­τι­κή ο­μι­λί­α του εκ­φρά­ζει την α­πο­ρί­α! “Μά­γοι προ­σκυ­νού­σι και χρι­στια­νοί συ­ζη­τού­σι πώς εν σαρ­κί Θε­ός και πο­τα­πή  σαρ­κί;... Σι­γά­σθω τα πε­ριτ­τά εν Εκ­κλη­σί­α Θε­ού, δο­ξα­ζέ­σθω τα πε­πι­στευ­μέ­να, μη πε­ριερ­γα­ζέ­σθω τα σιω­πό­με­να”.
Αλ­λά και ο λα­λί­στα­τος ι. Χρυ­σό­στο­μος στην ο­μι­λί­α του “Εις το γε­νέ­θλιον του Κυ­ρί­ου”, θα εκ­φρά­σει την α­νά­γκη σιω­πής και δέ­ους. Γρά­φει σχε­τι­κά: “Ο πα­τέ­ρας τον υ­ιό γέν­νη­σε, χω­ρίς α­πώ­λεια κά­ποιου μέ­ρους της θε­ό­τη­τός Του; η παρ­θέ­νος τον γέν­νη­σε χω­ρίς φθο­ρά της παρ­θε­νί­ας της... “Ό­θεν ού­τε η ά­νω αυ­τού γέν­νη­σις ε­ξή­γη­σιν έ­χει, ού­τε η εν ύ­στε­ροις και­ροίς πρό­ο­δος πο­λυ­πραγ­μο­νεί­σθαι α­νέ­χε­ται. “Ό­τι μεν γαρ έ­τε­κεν η Παρ­θέ­νος, σή­με­ρον οί δα, και ό­τι ε­γέν­νη­σεν  ο Θε­ός α­χρό­νως πι­στεύ­ω, τον δε τρό­πον της γεν­νή­σε­ως σιω­πή τι­μάν με­μά­θη­κα...”.
 Ο αγ. Ιω. ο Δα­μα­σκη­νός (8ος αι.), πα­ρα­τη­ρεί ό­τι η εν­σάρ­κω­ση του Θε­ού - Λό­γου εί­ναι μια ύ­ψω­ση του αν­θρώ­που, μια θέ­ω­ση της αν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως. “Ως ο­μού γε­νέ­σθαι τα τρί­α, την πρό­σλη­ψιν, την ύ­παρ­ξιν, την θέ­ω­σιν αυ­τής υ­πό του Λό­γου”.
Τέ­λος, ο αγ. Ι­σα­άκ ο Σύ­ρος θα γρά­ψει: Ο Ε­ναν­θρω­πή­σας Κύ­ριος φό­ρε­σε τη στο­λή της τα­πεί­νω­σης, “ί­να μη κα­τα­φλε­χθή η κτί­σις τη αυ­τού θε­ω­ρί­α”.
Τε­λειώ­νο­ντας έ­χου­με την αί­σθη­ση ό­τι ψήγ­μα­τα προ­σφέ­ρα­με α­πό τον πλού­σιο πα­τε­ρι­κό λό­γο για το γε­γο­νός της Ε­ναν­θρω­πή­σε­ως του Κυ­ρί­ου, για την “μη­τρό­πο­λιν των ε­ορ­τών”, κα­τά τον ι. Χρυ­σό­στο­μο.
Α­ξί­ζει να κλεί­σου­με με τα λό­για του Καπ­πα­δό­κη πα­τέ­ρα, Γρη­γο­ρί­ου του Θε­ο­λό­γου: “Τοι γα­ρούν ε­ορ­τά­ζω­μεν μη πα­νη­γυ­ρι­κώς, αλ­λά θε­ϊ­κώς, μη κο­σμι­κώς, αλ­λά υ­περ­κο­σμί­ως... μη τα της πλά­σε­ως αλ­λά τα της α­να­πλά­σε­ως”.

“Ο πε­ρί τους αν­θρώ­πους έ­ρως τον Θε­όν ε­κέ­νω­σεν” (Νικ. Κα­βά­σι­λας)                           
Κα­λά Χρι­στού­γεν­να  
Πηγή Εφημερίδα "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: