ΒΙΩΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΙΑ
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Αναστάσιος Ν. Δάρδας
Δρ Ιστορικής Θεολογίας Α.Π.Θ.
Όταν έγινε η τιμή στην
ταπεινότητά μου να είμαι εισηγητής στη σημερινή ημερίδα, αντιμετώπισα αρκετή δυσκολία.
Πώς να ανοιχθής στο πέλαγος των όσων έλεγε, έγραφε, και κυρίως έπραττε ο
μακαριστός μητροπολίτης Αντώνιος, επί τριανταένα έτη ποιμενάρχης της
Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης; Για να αποφύγω τον κίνδυνο καταποντισμού,
κατέφυγα στη σύνθεση του παρακάτω εγκωμίου:
Ποίοις πνευματικοίς ῥήμασιν, ἐπαινέσωμεν τόν ποιμενάρχην;
τόν ἐν θεωρίᾳ ἀμείνονα, καί τόν ἐν τῆ πράξει πανάριστον .
τόν σοφόν ἐν διδαχαῖς ἀλείπτην,
ποιμένα τῆς Σιατίστης τόν Ἀντώνιον,
τόν ὄντως ἐν ὁσιότητι βιώσαντα .
τόν ἀκοίμητον προστάτην περικλύτου ποίμνης,
ὅν ἐβράβευσεν ὁ Χριστός, ὁ αὐτῶ τε καί ἡμῖν παρέχων χάριν τήν ἄκτιστον.
Με οδηγό το εγκώμιο αυτό, θα
εκδιπλώσω λίγες πτυχές, κυρίως εκείνες που προσωπικά εβίωσα κατά τα έτη
(1974-2005) της αγιοπατερικής
αρχιερατείας του.
Ποίοις εὐφημιῶν ῥήμασιν, ἐπαινέσωμεν τόν
ποιμενάρχην;
«Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων[1]». Ο
στίχος αυτός των Βιβλικών Παροιμιών, αρμόζει στον τιμώμενο ποιμενάρχη, ο οποίος
υπήρξε αρχιερατική φυσιογνωμία, από τις πνευματικότερες, ιεροπρεπέστερες,
ασκητικότερες, αγιότερες, του 20ου αιώνα. Πέρασαν δώδεκα χρόνια από
την κοίμησή του, την 15η Δεκεμβρίου 2005. Με την πάροδο των ετών,
όλο και περισσότερο έρχονται μπροστά μας, οι εκλάμψεις της φωτεινής παρουσίας
του, που στη διάρκεια του επίγειου βίου του, όταν τον ζούσαμε, δεν διαθέταμε
επαρκή πνευματικά αισθητήρια να τις συλλάβουμε. Άλλωστε έχουν ξεθωριάσει οι
λίγες ανθρωπίνως αδύναμες πλευρές της μορφής του, οι οποίες, αν αναλυθούν
βαθύτερα, θα είναι πολύ διδακτικές, γιατί προτρέπουν σε πνευματικά αθλήματα και
παλαίσματα για πολύ προχωρημένους.
Ο ίδιος δεν ωμιλούσε για τον
εαυτό του, δεν επεδίωκε δημοσιότητα. Μοναδική φορά όταν, την Κυριακή της
Ορθοδοξίας το 1978, εκφώνησε στο μητροπολιτικό ναό Αθηνών τον μνημειώδη
πανηγυρικό λόγο[2], που
εντυπωσίασε τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο. Μας είπε, εν
Κυρίω σεμνοπρεπώς καυχώμενος: «Εντυπωσιάστηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας».
Θα επαινέσωμεν επομένως, «απορούμενοι
αλλ’ ουκ εξαπορούμενοι»,2α
Τόν ἐν θεωρίᾳ ἀμείνονα,
καί τόν ἐν τῆ πράξει πανάριστον.
Ό,τι διαλαμβάνεται στο γνωστό
απολυτίκιο των αποστολικών πατέρων, «την πράξιν εύρες θεόπνευστε εις θεωρίας
επίβασιν», στηριζόμενο σε πατερικές προτροπές, βρήκε αντιστοιχία στον ασκητή
μητροπολίτη Αντώνιο. Το έθεσε ο ίδιος στο χειροτονητήριο εις αρχιερέα λόγο του,
στο Αγρίνιο την 25η Μαΐου 1974: «Οφείλουν όλα τα εκκλησιαστικά
στελέχη να ζουν και να δρουν θεωρητικώς και πρακτικώς μέσα εις την σύγχρονον
ζωήν και όχι μακράν αυτής, εάν βεβαίως θέλουν το όνομα του Κυρίου να δοξασθή[3]» .
Στοιχών τω κανόνι τούτω, μετά τα
εγκύκλια γράμματα στο Άργος, όπου γεννήθηκε το 1920, καθοπλίστηκε θεωρητικά, με
τις σπουδές στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, στη Θεολογική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Οξφόρδη και στο Παρίσι την
εκπόνηση διδακτορικής διατριβής με θέμα: «Θρησκευτική και κοσμική εξουσία κατά
την Καινήν Διαθήκην», το 1969. Και ως καθηγητής και ως επίσκοπος αργότερα, παρά
το φόρτο του αγιαστικού, διδακτικού και ποιμαντικού έργου, λιπαράς παιδείας,
θύραθεν και θεολογικής, κάτοχος, εξέδωκε πληθώρα μελετών, κυρίως ερμηνευτικών
της Καινής Διαθήκης. Όλες οι μελέτες διακρίνονται για την επιστημονική
πληρότητα, εμβρίθεια, μεθοδικότητα και άψογο ελληνικό λόγο.
Ο θεωρητικός εξοπλισμός του αειμνήστου
ανδρός ήταν γνωστός στους θεολογικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους, γι’ αυτό,
στις αρχιερατικές εκλογές, την 22α Μαΐου, σαν σήμερα πριν από 43
χρόνια, το 1974, ενώ αρχικά η Ιεραρχία τον προώριζε για άλλη μητρόπολη της
Βορείου Ελλάδος, την τελευταία στιγμή έγινε αλλαγή, με το σκεπτικό ότι η
Σιάτιστα πλούσια σε παράδοση, ιστορία και πολιτισμό, δικαιούται επίσκοπο, με
παιδεία και θεολογικά γράμματα. Έτσι εξελέγη για τη μητρόπολη Σισανίου και
Σιατίστης. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση που έγινε στον υποφαινόμενο, μετά
την εκλογή, από τον πολύν Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιο, τοποτηρητή τότε της
μητροπόλεώς μας. «Να σου πω, εσύ ξέρεις από θεολογικά γράμματα, ο Αντώνιος
είναι κάτοχος παιδείας και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή». Είχε βέβαια το
σκοπό του να το πη αυτό, ο σοφός και συνετός μακαριστός Διονύσιος.
Αν όμως ο αείμνηστος Αντώνιος
υπήρξε αμείνων εν θεωρία, αναδείχθηκε και «εν τη πράξει πανάριστος». Ο
μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας Θεόκλητος, προσφωνώντας κατά τη χειροτονία
τον εψηφισμένο, υπογράμμισε: «Ταπεινός και πράος, προσηνής και μειλίχιος, γλυκύς
και ανεπιτήδευτος, ανώτερος χρημάτων και γεηρών παθών, κατέκτησες τας καρδίας
του λαού μας[4]».
Θα σταθούμε ενδεικτικά στα όσα
υπογράμμισε στο χειροτονητήριο λόγο του και τα τήρησε κατά την ποιμαντορία του.
Μνημείο καλλιέπειας, αρχαιομάθειας, θεολογικής κατοχυρώσεως, εκείνος ο λόγος.
Αφού δικαιολόγησε τους ενδοιασμούς για την προσέλευσή του στους βαθμούς της
ιερωσύνης, ωμολόγησε ότι προσέρχεται στην αρχιερωσύνη για να ποιμάνη το ποίμνιο
που του εμπιστεύθηκε η Εκκλησία. Συνόψισε σε μια τετράδα τις απαραίτητες
αρετές, τα προσόντα του κληρικού, πρώτα την ένθερμη πίστη στην ορθότητα της
διδασκαλίας του Χριστού, δεύτερο την συνεχή επιμονή και υπομονή, τρίτο τη
θαρραλέα ευστάθεια ιδεών και τέταρτο την ατέρμονα και μόνιμη αγάπη προς τους
ανθρώπους. Έμφαση έδωσε στην ευστάθεια των ιδεών, «της οποίας, ιδίως
μεταπολεμικώς, οι πλείστοι άνθρωποι, κατά συντριπτικήν πλειοψηφίαν, στερούνται
και καθημερινώς αντ’ αυτής, εφαρμόζουν τους λίαν αμφιβόλου ευσυνειδησίας
χρησιμοθηρικούς ελιγμούς».[5]
Στον ενθρονιστήριο λόγο του, την
12η Ιουνίου 1974, ο ιεράρχης της θεωρίας και της πράξης, είχε
επισημάνει ότι «δεν αρκεί μόνο η θερμοτάτη πίστις. Απεναντίας, πρέπει, καθώς
πλήν του Χριστού, λέγει και ο ουρανοβάμων Παύλος, ο Απόστολος των Εθνών, να
συνδυάζεται αύτη με την βασιλίδα των αρετών, την αγάπην[6], και είχε υπογραμμίσει την
επιγραμματική φράση του τελειωτή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, του
Αριστοτέλη, στη Ρητορική: « Ηγεμονίς εστι των αρετών, το πάντας ευεργετείν»[7]. Συνεπής
προς αυτά που διεκήρυξε, επετέλεσε, συνετά, αθόρυβα και καίρια, έργο σοβαρό και
υπεύθυνο στον τομέα της κοινωνικής προσφοράς, στο οποίο προΐστατο ο ίδιος. Η
διαπίστωση του ποιητή του Μεγάλου Κανόνος Αγίου Ανδρέου Κρήτης, ότι «άνευ πόνων
ου πράξις, ου θεωρία κατορθωθήσεται»,7α ήταν καθημερινό του βίωμα.
Είναι καιρός τώρα να
προσεγγίσουμε
Τόν σοφόν
ἐν διδαχαῖς ἀλείπτην.
Πρώτιστο καθήκον θεωρούσε την διδαχή
των αληθειών της αμωμήτου Ορθοδόξου πίστεως. Επεσήμανε στο λόγο του την Κυριακή
της Ορθοδοξίας: «Η Θεολογία είναι της Ορθοδόξου Εκκλησίας το ιδιαίτερον
λειτούργημα, το οποίον εκφράζει γενικώς την ζωήν της. Κατά τον Παύλον μάλιστα,
είναι η ιερουργία του Ευαγγελίου του Θεού. Διά τούτο ακριβώς και γίνεται λόγος
περί του μυστηρίου της Θεολογίας, το οποίον τρανώς παρέδωκε τη Εκκλησία των
Αγίων Πατέρων ο χορός…… Και το μυστήριον της Θεολογίας επιτελούν οι Θεολόγοι,
Κληρικοί και Λαϊκοί». [8]
Εντός αυτού του ορθόδοξου
πλαισίου, εκινείτο «ο εν διδαχαίς σοφός» επίσκοπος. Ιεροκήρυκας από τους πλέον
διακεκριμένους της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκήρυττε «πανταχού τον λόγον»[9], με καταπληκτική ευχέρεια,
εντός λογικών χρονικών ορίων, με αριστοτεχνική μεθοδικότητα και ζηλευτή
αποδοτικότητα. Έτερπε τον ακροατή, που άνετα παρακολουθούσε τον ειρμό των
λεγομένων και γαλήνευε ακόμα και όταν, τόσο απαλά και διακριτικά, ήλεγχε την
αδικία και την ποικιλώνυμη αμαρτία, την «οφιώδη και θηριόμορφη»[10],
όπως έλεγε. Απέφευγε τους φιλιππικούς και τις αυστηρές ιερεμιάδες, δεν
προσέθετε στο άλγος των τραυμάτων πληγές. Ο λόγος του κατερχόταν χωρίς βροντές,
όχι εν συσσεισμώ , αλλά ως αύρα λεπτή. Επέκρινε μάλιστα εκείνους τους κληρικούς
που, με δικανικό τρόπο, ως δικηγόροι της αλήθειας του Θεού, παρουσιάζουν το Θεό
τιμωρό. Ο Κύριος, έλεγε, ο πρεσβύτερος αδελφός μας, είναι Θεός οικτιρμών και
πάσης παρακλήσεως. Ως διδάσκαλος, είχε πάντα προ οφθαλμών, το του ιερού
Χρυσοστόμου, αξεπέραστο αξίωμα: «Ουδέν ούτω προς διδασκαλίαν επαγωγόν, ως το
φιλείν και φιλείσθαι»[11].
Και τώρα θα ατενίσωμε τον
Ποιμένα τῆς Σιατίστης τόν Ἀντώνιον, τόν ὄντως ἐν ὁσιότητι
βιώσαντα.
Ποιμένας, με όλο το ύψος του
αρχιερατικού αξιώματος και όλο το βάρος της ποιμαντικής του ευθύνης, «εβίωσε
όντως εν οσιότητι». Οι μοναχικές αρετές της παρθενίας, ακτημοσύνης και υπακοής,
συνέχισαν να κοσμούν τον φιλέρημο άνδρα και στην αρχιερατική του πορεία.
Από μικρός είχε σκληραγωγηθή με
τη στέρηση και τις δοκιμασίες της ζωής. Είπε ο ίδιος στον ενθρονιστήριο λόγο
του: «Από μικράς ηλικίας με εμαστίγωσαν πενία σκληρά, ποικίλαι και μεγάλαι
αντιξοότητες της ζωής και πένθη πικρά του οίκου μου»[12]. Σ’ όλο το βίο του
ασκητικός, ακτήμων, λιτοδίαιτος, απροσποίητα απλός, ανεπιτήδευτος στην αμφίεση,
έτεινε να είναι ανενδεής, χωρίς να φύγη από το μέτρο της ευπρέπειας. Στα παραπάνω,
μερικοί έδιναν και δίνουν περισσότερη έμφαση και έκταση, με αποτέλεσμα να
κυκλοφορούν και να καταγράφονται, υπό το συναίσθημα θαυμασμού, ανυπόστατα ή
παραποιημένα περιστατικά και να παραχαράσσονται η απλοϊκότητα, η ασκητικότητα
και το ταπεινόν του σεμνού επισκόπου. Προσωπικά αντιμετώπισα ένα πειρασμό, όταν
εκκλησιαστικός αξιωματούχος με ρώτησε: «Ο δεσπότης σας δεν τρώει κρέας. Το
κάνει για άσκηση…..;» Δεν συμπλήρωσε τη
φράση του, φαινόταν όμως ότι ήθελε να συνεχίση με μια διάζευξη. Φρόνιμος «ως οι
όφεις» απάντησα : «Διάγει ασκητικά. Πάντως τρώει ψάρι, αλλά είναι λιτοδίαιτος».
Ας μην υποτιμήσουμε λοιπόν τον μακαριστό γέροντα, υπερβάλλοντες και παραποιούντες
τις αρετές και τα χαρίσματά του, για δημιουργία εντυπώσεων, που δεν ωφελούν
κανένα. Χαρακτηρισμοί, όπως «ο δεσπότης των τρόλεϋ» και άλλοι, δεν συνιστούν
αρετές υψηλές για να τις υπερτονίζουμε. Το μεγαλείο του ήταν στα «χαρίσματα τα
κρείττονα» και στην «καθ’ υπερβολήν οδόν» της αγάπης.
Την οσιακή βιοτή του αειμνήστου,
εβίωσα από την πρώτη εβδομάδα της ενθρονίσεως του. Είχα την ευλογία να τον
συνοδεύσω στο Αγρίνιο, για να μεταφέρη τα προσωπικά του αντικείμενα. Διέμεινε
σε ταπεινή ισόγεια κατοικία, που θύμιζε κελλί μοναχού. Βιβλία, άλλο ένα ράσο,
μια ιερατική στολή και ένα πετραχήλι.
Την αγάπη του για τη μοναχική ζωή
εκδήλωσε, με το αμέριστο ενδιαφέρον και τη συμπαράσταση του γέροντα πατρός
Στεφάνου για την αναστήλωση και στελέχωση των ιερών μονών της επαρχίας του[13], «περί
ων ουκ έστι νυν λέγειν κατά μέρος». Διότι είναι ώρα να τον αισθανθούμε ως
Τόν ἀκοίμητον
προστάτην περικλύτου ποίμνης.
Μητρόπολις Σισανίου και Σιατίστης,
περίκλυτος, και ιστορική. Η έδρα της, από το Σισάνιο, βυζαντινή πολιτεία,
μεταφέρθηκε στη Σιάτιστα, όταν μητροπολίτης ήταν ο πολύς Ζωσιμάς, εξέχουσα
φυσιογνωμία αρχιερατική (1686-1746), με εκκλησιαστική και εθνική δράση, που
εχρημάτισε και αρχιεπίσκοπος Αχρίδος.[14] Κέντρο παιδείας και
εμπορίου η Σιάτιστα στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, ευτύχησε να έχη
αξιόλογους ποιμένες. Μεταπολεμικά, άμεσοι προκάτοχοι του Αντωνίου υπήρξαν, ο
Ιάκωβος ο κατόπιν Μυτιλήνης (1945-1958) και Πολύκαρπος (1958-1972), τους
οποίους εμνημόνευσε στον ενθρονιστήριο λόγο του. Διάδοχός του ο σήμερον
θεοφιλώς διαποιμαίνων κ.Παύλος, του οποίου η ποιμαντορία, εδώ και ένδεκα χρόνια,
αποτελεί συνέχεια επιτυχημένη, με τη θεολογική του συγκρότηση, το δυνατό με
παρρησία λόγο και την εκκλησιολογικά ορθόδοξη συνείδηση, στην ίδια αγιοπατερική
γραμμή πλεύσης, όχι κατ’ αντιγραφήν, αφού οι ποιμένες «έχουν χαρίσματα κατά την
χάριν την δοθείσαν αυτοίς διάφορα». [15]
Αυτή την ιστορική εκκλησιαστική
επαρχία, εποίμανε «σωφρόνως, δικαίως και ευσεβώς»15α ο μητροπολίτης
Αντώνιος, ο μακροβιότερος αρχιερεύς εκτός του Ζωσιμά, ο οποίος τον 17ο
αιώνα και 18ο αιώνα, αρχιεράτευσε ολόκληρη εξηκονταετία. Από την
πρώτη ημέρα της εγκαταστάσεώς του στη Σιάτιστα, «έθεσε την χείρα επ’ άροτρον»
και επεδόθηκε με ζήλο στο πολύπλευρο έργο του. Περιώδευε, «ευλογών και αγιάζων»
το ποίμνιο όλων των ενοριών της επαρχίας, πολλές φορές το χρόνο. Με δύσκολες
καιρικές συνθήκες, τυλιγμένος με μια κουβέρτα για να προφυλαχθή από τον κρύο
αέρα του χιονιά, που έβαζε πανταχόθεν το στρατιωτικό τζίπ, πριν αναλάβει τη
μετακίνηση με το αυτοκίνητό του, ο εν Χριστώ αδελφός Βάϊος Φώτης, έφθανε και στο πιο απόμακρο χωριό. Συμμέτοχος
πολλάκις ο ομιλών, μαρτυρεί και «αληθής εστιν η μαρτυρία αυτού». Ποιμένας λογικών προβάτων, ακοίμητος
προστάτης, με σύνεση και διάκριση οδηγούσε τους πιστούς εις νομάς σωτηρίους.
Επικράτησε σε κάποιους η άποψη
ότι, λόγω της απλότητας, της μειλιχιότητας και γενικά της καλοσύνης του, υπήρξε
χαλαρός στο διοικητικό τομέα. Κάθε άλλο. Με σύνεση, ευστροφία και αυστηρότητα
όταν έπρεπε, κρατούσε σταθερά τους οίακας της επαρχίας του. Σεβόταν τους
ιερείς-συμπρεσβύτερους, αλλά επέπληττε όσους σήκωναν «καπετανάτο», ενεργούντες
«δίχα γνώμης επισκόπου». Κυρίως αποστρεφόταν τους ευσεβοφανείς-δολιοφθορείς,
ιερατικούς και κοσμικούς, όπως έλεγε και έγραφε, και ανέφερε το αποκρουστικό
παράδειγμα, του ημιαρειανίζοντος επισκόπου Καισαρείας Ακακίου (340-365), του
μονόφθαλμου, ο οποίος «ήτο μεν ευφυέστατος και ευγλωττότατος, αλλά τελείως
ελλιπής εις ακεραιότητα χαρακτήρος. Κατέστη διαβόητος διά την αναλόγως των
περιστάσεων εναλλαγήν των φρονημάτων του. Ελέγετο ότι ήτο «έτερος μεν την δόξαν, έτερος δε την γλώτταν». Αυτός και
πολλοί άλλοι απεδείχθησαν σκανδαλοποιοί, εναντίον των οποίων ο Χριστός
εξεστόμισε το μνημειώδες εκείνο φρασίδιον του:
«Ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι ου το σκάνδαλον έρχεται».[16]
Παρωξύνετο το πνεύμα του πράου
ποιμένα, όταν αντιμετώπιζε αποκλίνουσες καταστάσεις «γεροντισμού». Τον βλέπαμε
να εκρήγνυται σε περιπτώσεις προκλητικής ανυπακοής, καλυμμένης με τον μανδύα
«υπακοής στο γέροντα». Τους ανακαλούσε στην τάξη, είτε κατ’ ιδίαν, είτε εν μέσω
Εκκλησίας: «Να κάνουμε γέροντα το Χριστό», τόνιζε με νόημα. Φτάσαμε να έχουμε
τόσες ορθοδοξίες, όσοι είναι οι «γέροντες».
Για όλα αυτά, που σύντομα
αναφέραμε, και για άλλα πολλά που παραλείψαμε, τον υπέρ Χριστού και της Αγίας Αυτού
Εκκλησίας εργασάμενον επίσκοπον Αντώνιον, «τον του καλού Ποιμένος ομόζηλον
ποιμένα»,[17]
Εβράβευσεν ὁ Χριστός, ὁ αὐτῶ τε καί ἡμῖν παρέχων χάριν τήν ἄκτιστον.
Βραβεία και στέφη τα ουράνια,
απολαμβάνει πλέον ο μακάριος επίσκοπος, χοροβατών εν ταις αυλαίς του Κυρίου.
Αυτά τα βραβεία είναι άφθαρτα και αιώνια. Τους δικούς μας επαίνους τους δέχεται
ευχάριστα, όταν εμείς επακολουθούμε «τοις ίχνεσιν αυτού». Ποτέ δεν ήταν τόσο
θλιμμένος, όσο όταν στα πρόσωπα ημών των εγκωμιαστών, έβλεπε ταπεινολογία αντί
ταπείνωσης, υπερβολική χλιδή αντί λελογισμένης λιτότητας, άμετρη κοσμικότητα
και εξωστρέφεια αντί σεμνότητας και περισυλλογής, ακόρεστη διάθεση πλουτισμού
αντί αυτάρκειας και ολιγάρκειας. Σε κάποια τέτοια περίπτωση μας είπε: « Αχ
μανούλα μου, λόγια, λόγια, μόνο λόγια, ουδαμού πράξη. Τον χάσαμε τον
παράδεισο».
Μένει αξέχαστη η φράση του, μια
παραμονή πρωτοχρονιάς, μετά τον εσπερινό στον μητροπολιτικό οίκο: «Πουθενά
εμπιστοσύνη, ούτε στον εαυτό μου», με καταφανή τη θλίψη στο πρόσωπό του. Ποιος
ξέρει ποια ρομφαία διήλθε την ψυχή του. Ωστόσο
αμέσως επανήλθε στο πρόσωπό του η σύμφυτη γλυκύτητα και ιλαρότητα,
ευχήθηκε καλή χρονιά, φύγαμε όλοι και μόνος, μονώτατος, «παννύχοις στάσεσι τον
Θεόν ιλασκόμενος»[18],
σίγουρα εδέετο υπέρ του ποιμνίου και υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου.
Από καιρό σε καιρό, πνευματικά
παιδιά του αειμνήστου, ερωτούν, αναμένοντας κάτι έκτακτο, κάτι θαυματουργικό.
Με άλλα λόγια επιζητούν σημεία, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι αυτή η αναζήτηση
είναι αβεβαιότητα και ολιγοπιστία. Αντί να είναι πιστοί θέλουν να γίνουν
πεποιθότες. Πολλοί όμως είναι εκείνοι που αναπολούν μυστικά όσα εβίωσαν από τον
αξιέραστο πατέρα τους. Δεν ξεχνούν ότι η πίστη είναι εκούσια συγκατάθεση, είναι
ελευθερία, ενώ η πεποίθηση είναι καταναγκασμός, είναι δουλεία των αισθήσεων και
της λογικής. Ας μην αδημονούμε. Το θαύμα είναι πνευματική εμπειρία και
προσωπικό βίωμα, προερχόμενο από το μυσταγωγό επίσκοπο. Τα σημεία ανήκουν στη
βούληση του Θεού.
Δεν αποτολμώ να προσεγγίσω τις
τελευταίες ημέρες και ώρες του αξιάγαστου ιεράρχη. Απαιτείται υψηλό πνευματικό
αισθητήριο. Θα σταθώ σε μια καθαρά ανθρώπινη στιγμή. Έκανε εντύπωση σ’ έναν από
τους θεράποντες γιατρούς η επιθυμία του για τη ζωή, το ότι ήθελε να ζήση. Ας μη
λησμονούμε όμως ότι και αυτός ο Θεάνθρωπος Κύριος, εψέλλισε το «παρελθέτω απ’
εμού το ποτήριον τούτο», και ότι «γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο»,
για να επισφραγίση με το «γενηθήτω το θέλημά σου».[19] Οι ανθρώπινες στιγμές των
αγίων είναι διδακτικότερες των εκστάσεων και των πνευματικών πτήσεων.
Χειροτονούμενος ο αοίδιμος,
πρεσβύτερος το 1967 και επίσκοπος το 1974, εζήτησε τις προσευχές των
χειροτονούντων και του λαού, ώστε όταν ο Κύριος τον καλέση κοντά του, να
μπορέση ο ποιμανθείς λαός να πη κάποια φράση, παρεμφερή με εκείνη του Γκαίτε:
«ήλθες να μας αλλάξης, να μας φωτίσης, να μας διδάξης». [20] Εκείνος έκαμε το χρέος του
και βρίσκεται στην αγκαλιά του Θεού. Ο καθένας μας ας αναλογισθή, πόσο
διδάχθηκε, πόσο φωτίστηκε, πόσο άλλαξε, ποια μυστική αλλοίωση επήλθε στον εαυτό
του, χάρη στον φωτόμορφο ποιμένα, τον άνθρωπο του Θεού.
Όταν έγινε συζήτηση για το τι αντιπροσωπευτικό
θα έπρεπε να χαραχθή στον τάφο του αξιομακάριστου ποιμένα, ο τοποτηρητής,
αείμνηστος Γρεβενών Σέργιος, μας είπε: «Βρείτε πέντε λέξεις». «Αναστήσεται εν
τη εσχάτη ημέρα»,[21] είπαμε.
Αυτό γράψαμε. «Αναστήσεται», άρα «αναστησόμεθα». Ιδού το θαύμα, ώδε η πίστη. Να
έχουμε τις πρεσβείες του, να έχουμε την ευχή του.
[1] Παροιμ. 10,7.
[2] «Η επικράτησις της Ορθοδοξίας», Εκκλησία, αρ.
7, 1η Απριλίου 1978, σ. 109-113.
2α Β’ Κορ. 4,8.
[3] Επισκόπου Αντωνίου Γ. Κόμπου, Μητροπολίτου, Η
εκλογή, χειροτονία και ενθρόνισις του Σεβασμιωτάτου
Μητροπολίτου, Σισανίου και Σιατίστης κ. Αντωνίου, Σιάτιστα 1993, σελ 24.
[4] Επισκόπου Αντωνίου, όπ. π., σελ 17.
[5] Όπ.π.,
σελ 27.
[6] Όπ.π., σελ 34.
[7] Αριστοτέλους, Ρητορική τέχνη, 1367β.
[9] Δοξαστικόν Εωθινόν Γ’.
[10] Οι χαρακτηρισμοί της αμαρτίας «κατά Ισίδωρον
τον Πηλουσιώτην», όπως ο ίδιος ο μακαριστός Αντώνιος επεσήμαινε.
[11] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία, Υπόμνημα εις την
Α΄ προς Τιμόθεον Επιστολήν, Migne P.G., 2,259.
[12] Επισκόπου Αντωνίου, όπ.π., σελ. 33.
[13] Αναστασίου Ν.Δάρδα, Τα μοναστήρια της
Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης, Θεσσαλονίκη 1993, Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της
Θεοτόκου Μικροκάστρον, Ο μοναχός και φιλομόναχος επίσκοπος, 2005.
[14] Αναστασίου Ν. Δάρδα, Η επισκοπή-μητρόπολη
Σισανίου και Σιατίστης, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 27-39.
[15] Ρωμ. 12,6.
15α
Τιτ 2,12.
[16] «Η επικράτησις της Ορθοδοξίας», όπ.π., σελ.
110-111.
[17] Δοξαστικόν Αίνων εορτής Αγίου Νικολάου, ΣΤ’
Δεκεμβρίου.
[18] Προσόμοιο Σαββάτου εσπέρας, Κυριακής Δ’
Νηστειών (Ιωάννου της Κλίμακος).
[19] Λουκ. 22, 42-44, Ματθ. 26, 42.
[20] Επισκόπου Αντωνίου, όπ. οπ, σελ 29.
[21] Ιωάν.
11, 23-24.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου