Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως - π. Γρηγόριος Μουσουρούλης


Κυριακή τοῦ Θωμᾶ
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως
 «Ἑωράκαμεν τόν Κύριον»  (Ἰω. ιβ´1)

«Ἑωράκαμεν τόν Κύριον»
          Βράδυ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς Ἀναστά­σεως. Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι πλήν τοῦ Θωμᾶ βρίσκονται συγκεντρωμένοι στό ὑπερῶο τῆς Ἱερου­σαλήμ μέ τό ἴδιο αἴσθημα νά πλακώνει τίς ψυχές τους. Αἴσθημα ἀφόρητης θλίψης καί ἀπογοήτευ­σης γιά τά γε­γο­νό­τα τῆς Πα­ρα­σκευ­ῆς. Ζώντας μέσα σ' αὐτή τήν ἀσφυκτική ἀτμόσφαιρα τῆς ἀπελπισίας  βλέ­πουν ξαφ­νι­κά τόν Ἀ­να­στη­μέ­νο Κύ­ριο νά εἰ­σέρ­χε­ται «τῶν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων» καί νά τούς λέ­ει: «εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν». Ἀμέσως ἡ ἀ­πο­γο­ή­τευ­σή τους με­τα­τρά­πηκε σέ ἀ­πέ­ραν­τη χα­ρά! Χαρά τήν ὁποία ὁ δύσπιστος καί ἀπαιτητικός Θωμᾶς θά δοκιμάσει ἔπειτα ἀπό ὀκτώ ἡμέρες, χάρη στήν συγκατάβαση τοῦ Θείου Διδασκάλου. Τότε ὁ Θω­μᾶς  σέ μί­α ἔ­κρη­ξη ἐν­θου­σια­σμοῦ καί πί­στε­ως  θά ὁμολογήσει: «Ὁ Κύ­ριός μου καί ὁ Θε­ός μου».
          Τά περιστατικά αὐτά μᾶς δίνουν τήν εὐκαιρία νά μελετήσουμε πιό προσεκτικά τήν ἐναλλαγή τῶν ψυχικῶν διαθέσεων τῶν μαθητῶν ἀπέναντι στό γεγονός τῆς Ἀνα­στάσεως, βγάζοντας ταυτόχρονα τά ἀπα­ραίτητα συμπεράσματα γιά τή δική μας ζωή.

****
«Ἑωράκαμεν τόν Κύριον»
           Δέν ἦ­ταν μό­νο ὁ Θω­μᾶς πού ἔ­δει­ξε δυ­σπι­στί­α στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὅ­λοι οἱ μα­θη­τές τό ἴ­διο αἰ­σθά­νον­ταν μέ­χρι νά δοῦν οἱ ἴδιοι τόν Κύ­ριο Ἀ­να­στη­μέ­νο. Τό ἀπόγευμα τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων κλειδα­μπα­ρω­μέ­νοι στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ ἦ­ταν πε­ρί­τρο­μοι καί κα­τα­πτο­η­μέ­νοι ὄ­χι μό­νο «διά τόν φό­βον τῶν Ἰ­ου­δαί­ων» ἀλ­λά καί δι­ό­τι εἶ­χαν συγ­κλο­νι­σθεῖ ἀ­πό τόν τόσο ἐπώ­δυνο θάνατο τοῦ Διδασκάλου τους. Ὅ­λες τους οἱ ἐλ­πί­δες εἶ­χαν σβή­σει. Ἦ­ταν πε­πει­σμέ­νοι ὅ­τι ἡ ὑ­πό­θε­ση τοῦ Μεσσία ἔ­λη­ξε ἄ­δο­ξα μέ τή στα­ύ­ρω­σή Του· ὀ­χυ­ρω­μέ­νοι στήν πε­πο­ί­θη­ση ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά τόν εἶ­δαν ἄν­θρω­ποι ζων­τα­νό. Δέν μπο­ροῦ­σαν νά πι­στέ­ψουν στά λό­για τῶν μυ­ρο­φό­ρων γυ­ναι­κῶν, οἱ ὁποῖες τούς βεβαίωναν ὅτι εἶδαν τόν Κύριο Ἀναστημένο· Στήν ψυχή καί τή διάνοια τῶν Ἀποστόλων «ἐ­φά­νη­σαν … ὡ­σεί λῆ­ρος τά ρή­μα­τα αὐ­τῶν καί ἠ­πί­στουν αὐ­ταῖς» (Λουκ. κδ΄11). Τούς φάνηκαν σάν φλυαρία καί ἐπινόηση τῆς φαντασίας τά λόγια τῶν γυναικῶν καί δέν πίστεψαν. Ἤθελαν νά δοῦν οἱ ἴδιοι μέ τά μάτια τους τόν Ἰησοῦ Χριστό, νά γίνουν αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες τῆς Ἀναστά­σε­ως.
Τήν ἴδια στάση εἶχε καί ὁ Θωμᾶς. Με­λαγ­χο­λι­κός καί δύ­σπι­στος κλει­σμέ­νος καί βυ­θι­σμέ­νος στίς ἀ­παι­σι­ό­δο­ξες σκέ­ψεις του ἀρ­νεῖ­ται νά πι­στεύ­σει ἐάν δέ δεῖ μέ τά μάτια του καί δέν ψηλαφήσει μέ τά χέρια του. Ὁ τρα­γι­κός θά­να­τος στόν Γολ­γο­θᾶ τοῦ ἀ­γα­πη­μέ­νου του δι­δα­σκά­λου τόν εἶ­χε ρίξει σέ ἀ­πέ­ραν­τη ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση. Δέν μπο­ροῦ­σε κι αὐτός νά ἀ­πεγ­κλω­βι­σθεῖ ἀ­πό τόν σκο­τει­νι­α­σμέ­νο λα­βύ­ριν­θο τῶν σκέ­ψε­ών του. Ζη­τοῦ­σε πει­στή­­­ρια τοῦ θαύ­μα­τος, ἀ­πο­δεί­ξεις τῆς ἀ­να­στά­σε­ως. Μι­ά βδο­μά­δα, ὅπως εἴπαμε, κρά­τη­σε ψυχική του ταλαιπωρία μέσα σέ μαρ­­τυρικές ἀμφιβολίες. Πῶς λοιπόν αὐτοί οἱ δύσπιστοι μαθητές πέρασαν ἀπό τή δυσπιστία πού κάποτε ἄγγιξε τά ὅρια τῆς ἀπιστίας στήν ἀκράδαντη πίστη ὅτι ἡ Ἀνάσταση εἶναι γεγονός ἀδιαμφισβήτηο καί ἀπό δύσπιστοι ἔ­γι­ναν οἱ πλέ­ον ἀ­ξι­ό­πι­στοι καί εὐθαρσεῖς κήρυκες τῆς Ἀνα­στά­σεως ἕ­ως ἐ­σχά­του τῆς γῆς;
*******
Οἱ μαθητές, ἀδελφοί, μετράπηκαν σέ ἀπτό­ητους κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως διότι εἶδαν τόν Ἀναστάντα καί βεβαιώθηκαν ἀπολύτως «ἐν πολ­λοῖς τε­κμη­ρί­οις», μέ ἀλλεπάλληλα καί ἀδιάσειστα ἀποδεικτικά στοιχεῖα, ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος ἀνέ­στη ἐκ νεκρῶν καί ζεῖ.
Οἱ Μυροφόροι γυναῖκες βλέπουν "τόν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπό τοῦ μνημείου" καί τόν Τάφο ἄδειο. Βλέπουν τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους, τά "ὀθόνια κείμενα μόνα" (Λουκ. κδ΄2,12) καί ὁ Κύριος νά λείπει. Σάν νά ξύπνησε ἀπό ἕνα βαθύ ξεκουραστικό ὕπνο καί ἔφυγε ἀφήνοντας πίσω του τά "ἐντάφια σπάργανα", καθώς καί τό "σουδάριον"τυλιγμένο ὄμορφα σ' ἔνα τόπο μέσα στό μνημεῖο.
Οἱ ἄγγελοι  βεβαιώνουν ὅτι ὁ Κύριος "ἠγέρθη" καί εἶναι μάταιο νά ζητοῦν τόν "ζῶντα μετά τῶν νεκρῶν"(Λουκ. κδ΄5-6).
Ὁ Κύριος δέν φάνηκε ἁπλῶς ὡς ὀπτασία. Ὁ Ἀ­να­στάς Κύ­­ριος γιά νά βεβαιώσει καί νά στη­ρί­ξει τούς μα­θη­τές του στό θαῦμα τῆς Ἀναστάσως καί νά τούς κα­τα­στήσει ἀταλάντευτους μάρ­τυ­ρες, πραγ­μα­το­ποι­εῖ ἀλ­λε­πάλ­λη­λες καί δι­α­δο­χι­κές ἐμ­φα­νί­σεις ἐνώ­πι­όν τους. Ἐμ­φα­νί­ζε­ται στούς δύ­σπι­στους μα­­θη­τές του μέ πολλές ἀποδείξεις ἐ­πί σα­ράν­τα ἡ­μέ­­ρες. Εἰ­σέρ­χε­ται κε­κλει­σμέ­νων τῶν θυ­ρῶν, δι­α­τη­ρεῖ ἐ­πά­νω του τά ση­μά­δια τοῦ πά­θους του.  Μέ δύο ἀπ' αὐτούς συμπορεύεται ἐπί πολλή ὥρα μέχρι τήν Ἐμμαούς, συζητώντας μαζί τους καί κάνοντας τίς ψυχές τους νά ἀναθαρροῦν, νά πείθονται, νά στηρίζονται ξανά στήν πίστη. Ἄλλοτε πάλι προτρέπει τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί εἰδικά τόν Θωμᾶ νά τόν ψηλαφήσουν γιά νά βεβαιωθοῦν, ἐνῶ ἐν τῷ μεταξύ οἱ Μυροφόρες ἤδη τόν εἶχαν προσκυνήσει, ἀκουμπώντας μέ σεβασμό τά πόδια Του (Ματθ. κη΄9).
Καί τό ἀκόμη πιό ἐντυπωσιακό, ζητεῖ καί τρώγει "ἐνώπιον αὐτῶν"μπροστά στά μάτια τους ψάρι καί μέλι ἀποδεικνύοντας ὅτι μέ τό Σῶμα Του ἀναστήθηκε ((Λουκ. κδ΄42-43. Τέλος ζεῖ μαζί τους καί τούς συναναστρέφεται ἀπό πολύ κοντά μέ ἀλλεπάλληλες ἐμφανίσεις.
Ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως ὄ­χι μό­νο στούς δώ­­δε­κα ἀλ­λά καί σέ ὁμάδα μα­θη­τῶν πε­ρισ­σο­τέ­ρων ἀ­πό πεν­τα­κό­σι­ους. Γιά νά δώ­σει πει­στή­ρια σέ με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­ριθ­μό μαρ­­τύ­ρων ὥ­στε τό θαῦ­μα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως νά μήν ἐ­πι­δέ­­χε­ται καμ­μί­α ἀμ­φι­σβή­τη­ση.
Ἔ­πρε­πε οἱ μαθητές νά εἶ­ναι μάρ­τυ­ρες πε­πει­σμέ­νοι ἀ­πο­λύ­τως γιά νά βε­βαι­ώ­νουν τό γε­γο­νός τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως· ὥστε μέ ἐνθουσιασμό καί χαρά νά δια­λα­λοῦν παντοῦ «ἑ­ω­ρά­κα­μεν τὸν Κύ­ριον», «οὐ δυνάμεθα γὰρ ἡμεῖς ἃ εἴδομεν καὶ ἠκού­σαμεν μὴ λαλεῖν». Δέν μπο­ροῦ­με νά μήν διαλοῦ­με παντοῦ γύρω αὐτά πού οἱ ἴδιοι εἴδαμε. «Ἠγέρ­θη ὁ Κύριος ὄ­ν­τως». Αὐτό ἦταν καί εἶναι τό κεν­τρι­κό­τε­ρο σημεῖο στή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας· πά­νω σ’­ αὐ­τό στη­­ρί­­ζε­­ται ὅ­λο τό οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς πί­στε­ώς μας· δι­ό­τι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι ἀτρά­ντα­χ­τη ἀπόδειξη τῆς θεότητός του καί προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς δι­κῆς μας ἀ­να­στά­σε­ως.
Οἱ ἀ­πό­στο­λοι λοιπόν καί οἱ ἄλ­λοι μαθητές μέ ἀ­πό­λυ­τη βε­βαι­ό­τη­τα δι­ε­κή­ρυ­ξαν στά πέ­ρα­τα τῆς γῆς τό γε­γο­νός τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως ἀ­κό­μη καί μπρο­στά στο­ύς δυ­­να­το­ύς τῆς γῆς οἱ ὁποῖοι μέ φοβερή μανία ἀπει­λοῦ­σαν νά το­ύς συν­τρί­ψουν. Καί ἡ μαρ­τυ­ρί­α τους αὐ­τή ἔ­χει κα­θο­ρι­στι­κή βα­ρύ­τη­τα δι­ό­τι προ­η­γή­θη­κε ὅ­πως εἴ­δα­με σ’ ὅ­λους αὐ­τούς τό στά­διο τῆς με­γά­λης δυ­σπι­στί­ας.  Γι’αὐτό καί μέ τήν βεβαιότητα τῆς Ἀ­να­στά­­σε­ως ἔ­χυ­σαν τό αἷ­μα τους με­τά ἀ­πό δι­ωγ­μο­ύς καί βα­σα­νι­στή­ρια κι αὐτοί  καί ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἄλλοι μάρτυρες· μάρ­τυ­ρες τῆς Ἀναστάσεως μέ τό λόγο τους, τήν ζωή τους καί τό αἷμα τους. Μέ τήν πί­­στη αὐ­τή ἀ­μέ­τρη­τες ψυ­χές λά­τρευ­σαν τόν Ἀ­να­στάν­τα Κύ­ριο, ἀ­φο­σι­ώ­θη­καν σ’ Αὐ­τόν καί ἔ­φθα­σαν σέ ὕ­ψη ἀ­ρε­τῆς καί ἁ­γι­ό­τη­τος.
*****
«Ἑωράκαμεν τόν Κύριον»
          Ἀ­δελ­φοί, τό ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, εἴπαμε, δέν εἶναι γεγονός ἄσχετο ἤ ἀδιάφορο μέ τόν καθένα μας. Ἐφ' ὅσον ἡ Θυσία Του γιά τίς ἁμαρτίες μας προσφέρθηκε, ἡ Ἀνάστασή Του ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Θεός Πατήρ δέχτηκε τή θυσία αὐτή καί χάρισε στήν ἀνθρω­πότητα τήν ἄφεση. Ἐδικαίωσε, ἐζωοποίησε καί ἐδόξασε  τόν Νέο Γενάρχη μας. Ὅσες καί ὅποιες ἄν εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας, πονεμένοι, πληγωμένοι, πεσμένοι, ἀνήσυχοι γνωρίζουμε μέ σιγουριά ὅτι κοντά στόν Ἀναστάντα  θά βροῦμε τήν ἄφεση καί τήν ἀνάπαυση τῶν ἀδύνατων ψυχῶν μας. Καί μ'  αὐτή τήν ἔννοια καί τήν προοπτική καλούμαστε ὅλοι μας νά γίνουμε μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως. Νά ζοῦμε τήν Ἀνάσταση καί νά τήν μαρτυροῦμε ὄ­χι μό­νον ὡς ἱ­στο­ρι­κό γε­γο­νός, ἀλ­λά καί ὡς πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α νέας ἀναστημένης ζωῆς. Καί νά διαλαλοῦμε τό «Χριστός Ἀνέστη» μέ τό λόγο μας καί τήν ζωή μας. 
Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης

Δεν υπάρχουν σχόλια: