ΞΕΡΡΙΖΩΣΕ ΤΟ ΑΓΚΑΘΙ ΤΟΥ ΜIΣΟΥΣ!
«Οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα;» (Ματθ.
18,33)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ὡραία, ἀγαπητοί μου, ἡ παραβολὴ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου (βλ. Ματθ.
18,23-35). Δὲν τὴν εἶπε ἄνθρωπος, τὴν εἶπε ὁ Χριστός μας.
Ὑπῆρχε, λέει, ἕνας καλὸς βασιλιᾶς ποὺ εἶχε
πλούτη μεγάλα. Δὲν τὰ κράτησε ὅμως μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅπως κάνουν συνήθως
οἱ πλούσιοι· μοίρασε ἀπὸ αὐτὰ καὶ στοὺς δούλους του. Ἕνα πρᾶγμα μόνο τοὺς
ζήτησε· νὰ ἐργασθοῦν μ᾽ αὐτά, νὰ τὰ πολλαπλασιάσουν γιὰ τὸ καλὸ τὸ δικό τους καὶ
τῶν ἄλλων.
Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἦρθε ἡ ὥρα ὁ βασιλιᾶς νὰ
λογαριαστῇ μαζί τους, νὰ δῇ πῶς χρησιμοποίησαν τὰ ἀγαθά του. Τοῦ ἔφεραν λοιπὸν
καὶ ἕνα δοῦλο ποὺ εἶχε πάρει «μύρια τάλαντα» (ἔ.ἀ. 18,24), πολὺ μεγάλο ποσό, δὲν
ἐργάστηκε ὅμως ὅπως ἔπρεπε καὶ τώρα δὲν εἶχε νὰ ἐπιστρέψῃ τὸ ποσό. Σοῦ ἔχω
δώσει τόσα, τοῦ λέει ὁ βασιλιᾶς· τί ἔκανες μ᾽ αὐτά; Μὰ ὁ δοῦλος δὲν εἶχε
πεντάρα· πῶς νὰ ἐξοφλήσῃ τὸ μεγάλο αὐτὸ χρέος; Ἐπειδὴ ὅμως ὁ βασιλιᾶς ἔπρεπε ὁπωσδήποτε
νὰ εἰσπράξῃ τὰ χρήματά του, διατάζει νὰ πουληθῇ ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του κι ὅ,τι
ἄλλο εἶχε γιὰ νὰ σβήσῃ τὸ χρέος.
Περίεργη φαίνεται σήμερα αὐτὴ ἡ διαταγή· ἀλλὰ τὸν καιρὸ τῆς δουλείας, προτοῦ νὰ ᾽ρθῇ ὁ Χριστὸς στὴ γῆ, εἶχε ὁ δανειστὴς δικαίωμα νὰ βγάλῃ σὲ πλειστηριασμό, «στὸ σφυρί», ὄχι μόνο τὰ κτήματα ἀλλὰ καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ ὀφειλέτου· θεωροῦνταν κι αὐτὰ μέρος τῆς ἰδιοκτησίας του, ὅπως π.χ. τὰ ζῷα του.
Ἀκούγοντας αὐτὴ τὴ διαταγὴ ὁ δοῦλος συγκλονίσθηκε. Νὰ τὰ χάσῃ ὅλα; ἦταν φοβερό. Πέφτει στὰ γόνατα, προσκυνάει τὸ βασιλιᾶ καὶ μὲ πόνο καὶ δάκρυα λέει· Πολυχρονεμένε μας, σὲ παρακαλῶ δός μου μιὰ μικρὴ προθεσμία, καὶ ὑπόσχομαι ὅτι θὰ σοῦ ἐπιστρέψω ὅλο τὸ χρέος. Ὁ βασιλιᾶς βλέποντας τὴν ἐλεεινὴ κατάστασί του τὸν λυπήθηκε καὶ τὸν ἀφήνει ἐλεύθερο χαρίζοντάς του τὸ χρέος.
Τί ἀνέλπιστο δῶρο ἦταν αὐτὸ ποὺ πῆρε! Ἀκοῦστε ὅμως τί κάνει ἐν συνεχείᾳ ὁ
δοῦλος αὐτὸς καὶ κρίνετε μόνοι σας τὴ διαγωγή του! Μόλις βγῆκε ἀπ᾽ τὸ ἀνάκτορο
τοῦ βασιλιᾶ νά καὶ συναντᾷ ἕνα συνάδελφό του, ἕναν ἄλλο δοῦλο. Ἐκεῖνος χρωστοῦσε
σ᾽ αὐτὸν «ἑκατὸν δηνάρια» (ἔ.ἀ. 18,28), ἕνα μικρὸ δηλαδὴ ποσό. Τὸν πιάνει ὅμως
ἀπ᾽ τὸ λαιμὸ καὶ φωνάζει·
–Δός μου ὅ,τι ὀφείλεις.
Ἐκεῖνος πέφτει στὰ πόδια τοῦ πρώτου δούλου
καὶ τὸν παρακαλεῖ μὲ τὰ ἴδια λόγια ποὺ εἶχε πεῖ αὐτὸς προηγουμένως στὸ βασιλιᾶ·
–Δός μου μιὰ προθεσμία καὶ θὰ σὲ ξοφλήσω.
Μὰ ὁ πρῶτος δοῦλος δὲν ὑποχωρεῖ. Ζητάει
ἀμέσως τὰ χρήματα. Κ᾽ ἐπειδὴ ἐκεῖνος δὲν εἶχε, ὁ σκληρὸς δοῦλος τὸν καταγγέλλει
καὶ τὸν ῥίχνει στὴ φυλακή! Ποιός τὸ περίμενε;
Ὅταν εἶδαν οἱ συνάδελφοί τους, οἱ ἄλλοι
δοῦλοι, τὰ γεγονότα αὐτά, τρέχουν καὶ τὸ ἀναφέρουν στὸν ἀφέντη τους·
–Βασιλιᾶ, λένε, ἐκεῖνος ποὺ τοῦ χάρισες
τὰ «μύρια τάλαντα», ἔρριξε στὴ φυλακὴ τὸν συνάδελφό του γιὰ «ἑκατὸν δηνάρια».
Ὁ βασιλιᾶς τὸν καλεῖ καὶ τοῦ λέει αὐστηρά·
–Πονηρὲ δοῦλε, ὅλο τὸ μέγα ἐκεῖνο χρέος
ἐγὼ τὸ χάρισα σ᾽ ἐσένα ἐπειδὴ μὲ παρακάλεσες· δὲν ἔπρεπε κ᾽ ἐσὺ νὰ σπλαχνιστῇς
τὸν σύνδουλό σου ὅπως ἐγὼ σπαχνίστηκα ἐσένα;
Ἐξωργισμένος ὁ κύριός του ἀναιρεῖ τὴν ἀρχικὴ
ἀπόφασι καὶ τὸν καταδικάζει νὰ τὸν βασανίζουν ὥσπου νὰ ἐξοφλήσῃ τὸ χρέος του.
Καὶ ὁ Κύριος, ἀφοῦ εἶπε τὴν παραβολή, ἐξάγει
τέλος τὸ δίδαγμα. Ἔτσι, λέει, θὰ κάνῃ καὶ σ᾽ ἐσᾶς ὁ οὐράνιος Πατέρας μου, ἐὰν
δὲν συγχωρήσετε ὁ καθένας στὸν ἀδελφό του ἀπ᾽ τὴν καρδιά σας τὰ σφάλματά τους.
* * *
Παραβολὴ εἶνε αὐτή, ἀδελφοί μου. Ἀλλά, ὅπως καταλαβαίνετε, στὴν παραβολὴ
ὁ Χριστὸς ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ. Ποιός λοιπὸν εἶνε ὁ βασιλιᾶς, ποιά τὰ
πλούτη ποὺ διαθέτει, ποιοί εἶνε οἱ δοῦλοι, ποιό τὸ μεγάλο χρέος τοῦ ἑνός, καὶ
ποιό τὸ μικρὸ χρέος τοῦ ἄλλου;
Βασιλιᾶς ἀγαθὸς δὲν εἶνε ἄλλος παρὰ ὁ
Θεός. Αὐτὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καὶ διαθέτει θησαυροὺς ἄπειρους, τοὺς ὁποίους
ἀπὸ ἀγάπη καὶ καλωσύνη ἐμπιστεύεται σ᾽ ἐμᾶς.
Πλούτη του εἶνε τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ
ἀγαθὰ ποὺ δανείζει στοὺς δικούς του· ἡ γῆ ποὺ καλλιεργοῦμε, τὰ δέντρα ποὺ μᾶς
τρέφουν, τὰ ζῷα ποὺ μᾶς ὑπηρετοῦν, τὰ κτήρια ποὺ κατοικοῦμε, τὰ πλούτη ποὺ ἔρχονται
στὰ χέρια μας, οἱ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς περιστοιχίζουν καὶ μᾶς βοηθοῦν. Καὶ τί δὲν μᾶς
ἔχει δώσει ὁ Κύριος. Μᾶς ἔδωσε ὑγεία καὶ ποικίλα χαρίσματα, μυαλὸ γιὰ νὰ
σκεπτώμαστε τὸ ἀγαθό, γλῶσσα γιὰ νὰ τὸν δοξολογοῦμε καὶ νὰ μιλᾶμε θεάρεστα,
χέρια γιὰ νὰ εὐεργετοῦμε, πόδια γιὰ νὰ βηματίζουμε κατὰ τὸ θέλημά του, καρδιὰ
πρὸ παντὸς γιὰ ν᾽ ἀγαποῦμε Αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους (γονεῖς, ἀδέρφια, φίλους,
συγγενεῖς, τὸν κόσμο ὅλο, καὶ τοὺς ἐχθροὺς ἀκόμα). Τόσο μεγάλος εἶνε ὁ βασιλιᾶς
μας καὶ τόσο μεγάλα τὰ πλούτη ποὺ μᾶς παραχωρεῖ.
Ποιοί εἶνε οἱ δοῦλοι; Εἶνε ὁ καθένας ἀπὸ
μᾶς, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ὅπως δημιούργησε τὰ ζῷα γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι
ἔκανε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ λατρεύῃ Αὐτόν, τὸν Θεό. Μᾶς ὀνομάζει δούλους ἡ
παραβολή, γιατὶ κάθε ἄνθρωπος (ἀκόμη κι ὁ ἄρχοντας ποὺ ἐξουσιάζει ἕνα λαὸ ὁλόκληρο,
καὶ ὁ στρατηγὸς ποὺ διατάζει ἕνα στράτευμα, καὶ ὁ ἐργοστασιάρχης ποὺ ἔχει
χιλιάδες ἐργάτες), ὅλοι ἀνεξαιρέτως μπροστὰ στὸ Θεὸ εἶνε δοῦλοι. Τόσο μεγάλος εἶνε
ὁ Θεός, καὶ τόσο μικρὸς ὁ ἄνθρωπος. Ὅ,τι εἶνε ἕνα σκουλήκι μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο,
τὸ ἴδιο κι ἀκόμη κατώτερο εἶνε ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὸ Θεό.
Ποιό εἶνε τὸ μεγάλο χρέος, τὰ «μύρια
τάλαντα» τοῦ πρώτου δούλου; Τὸν Θεὸ πρέπει νὰ τὸν λατρεύουμε, νὰ προσπαθοῦμε νὰ
τὸν εὐχαριστοῦμε. Ἐμεῖς ὅμως, ἀντὶ νὰ λατρεύουμε τὸ Θεό, λατρεύουμε τὸν
διάβολο· δὲν ὑπηρετοῦμε τὸν Κύριο, ἀλλὰ δουλεύουμε στὴ σάρκα. Ἀντὶ νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε,
λὲς καὶ βάλαμε σκοπὸ νὰ τὸν λυποῦμε. Καὶ ὅ,τι κάνουμε, κάθε ἁμαρτία, τὴν
σημειώνουν οἱ ἄγγελοι στὰ βιβλία τοῦ οὐρανοῦ καταλεπτῶς.
Οἱ ἁμαρτίες μας δὲν εἶνε μία, δύο καὶ
τρεῖς· εἶνε πολλές, ἀναρίθμητες, σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τὴν ἄμμο τῆς
θαλάσσης, τὰ φύλλα τῶν δέντρων, τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς, τὶς σταγόνες τοῦ ὠκεανοῦ.
Τόσο ἀμέτρητα εἶνε καὶ τὰ δικά σου ἁμαρτήματα. Γιατὶ ἁμαρτάνουμε μὲ τὴ γλῶσσα
(ψέματα, κατακρίσεις, ὅρκοι, βλασφημίες, αἰσχρολογίες, κοτσομπολιά…)· ἁμαρτάνουμε
μὲ τὰ μάτια, ποὺ ἀντὶ νὰ βλέπουν τὰ κάλλη τ᾽ οὐρανοῦ, γίνονται παράθυρα ἀπ᾽ ὅπου
μπαίνει μέσα μας ὁ ψυχικὸς θάνατος (βλ. Ἰερ. 9,21)· ἁμαρτάνουμε μὲ τὸ χέρι, ποὺ
μ᾽ αὐτὸ κλέβουμε, χτυπᾶμε, ψευδορκοῦμε, φονεύουμε…· ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ πόδια, ποὺ
μ᾽ αὐτὰ τρέχουμε σὲ κέντρα τοῦ διαβόλου καὶ ὄχι στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ· ἁμαρτάνουμε
μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά, τὸ μυστικὸ ἐργαστήριο ὅπου κατασκευάζουμε κάθε
πονηρία. Ἂν καθήσῃ ὁ καθένας μας καὶ μετρήσῃ ἁμαρτήματα, θὰ βρῇ ὅτι εἶνε ὀφειλέτης
τόσο μεγάλου χρέους ὅσο ὁ πρῶτος δοῦλος. Νά τὰ «μύρια τάλαντα».
Καὶ ὁ Θεὸς τί κάνει; Ἀντὶ νὰ μᾶς δικάσῃ
αὐστηρὰ καὶ νὰ μᾶς κλείσῃ στὴ φυλακὴ τῆς αἰωνίου κολάσεως, μᾶς σπλαχνίζεται,
μακροθυμεῖ, περιμένει τὴ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή μας. Κι ὅταν δῇ ὅτι ἐμεῖς
μετανοοῦμε εἰλικρινὰ καὶ ζητοῦμε τὸ ἔλεός του, τότε συγχωρεῖ ὅλες τὶς ὀφειλές
μας – πόσο ἀγαθὸς εἶνε! παίρνει ἕνα σφουγγάρι καὶ σβήνει ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ἔστω
καὶ ἂν αὐτὰ εἶνε ἀναρίθμητα.
Καὶ ποιό εἶνε τὸ μικρὸ χρέος τοῦ ἄλλου
δούλου; Εἶνε τὰ πταίσματα τοῦ πλησίον πρὸς ἐμᾶς· αὐτὰ εἰκονίζουν τὰ «ἑκατὸν
δηνάρια»· καὶ βέβαια εἶνε πολὺ λιγώτερα ἀπὸ τὶς δικές μας ὀφειλές. Τί ὅρο μᾶς
θέτει ὁ Θεός· ὅταν τοῦ ζητοῦμε νὰ μᾶς συγχωρήσῃ (τὰ «μύρια τάλαντα»), νὰ
συγχωροῦμε κ᾽ ἐμεῖς στοὺς ἄλλους (τὰ «ἑκατὸν δηνάρια»). Αὐτὸ δὲν εἶνε
συμφέρον μας; δὲν εἶνε λογικό; δὲν εἶνε φυσικό; Μᾶς χαρίζει ἑκατομμύρια, δὲν θὰ
χαρίσουμε ἐμεῖς λίγες δραχμές; Μᾶς δίνει ἕναν ὠκεανὸ ἀγάπης, δὲν θὰ δώσουμε ἐμεῖς
λίγες σταγόνες; Ἐὰν δὲν τὸ κάνουμε, δὲν εἴμαστε Χριστιανοί· δὲν μᾶς ἀναγνωρίζει
ὁ Κύριος ὡς παιδιά του, μᾶς ἀποκηρύττει, μᾶς κάνει ἀπόπαιδα.
* * *
Ἀδελφέ μου, πρόσεξε! Ἂν ἔχῃς μῖσος στὴν καρδιά σου, εἶσαι μακριὰ ἀπ᾽ τὸ
Θεό. Μπορεῖ νὰ ἐκκλησιάζεσαι, νὰ προσεύχεσαι, ν᾽ ἀνάβῃς λαμπάδες, νὰ κάνῃς
λειτουργίες, νὰ μελετᾷς θρησκευτικὰ βιβλία κ.τλ.. Ἐφ᾽ ὅσον στὴν καρδιὰ ἔχεις τὸ
φοβερὸ ἀγκάθι, τὸ μῖσος καὶ τὴν ἐκδίκησι, ὅλα πᾶνε χαμένα.
Ξερρίζωσέ το, γιὰ νὰ βρῇς τὴν ἀνάπαυσι
τῆς καρδιᾶς σου, νὰ σὲ ἀγαπήσουν οἱ ἄνθρωποι, νὰ σὲ προστατεύουν οἱ ἄγγελοι·
ξερρίζωσέ το πρὸ παντὸς γιὰ νὰ βρῇς ἔλεος ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἡ
ὁποία θά ᾽νε φοβερὴ γιὰ τοὺς σκληρόκαρδους, ἀλλὰ χαρμόσυνη γιὰ ᾽κείνους ποὺ ἀγαποῦν
καὶ συγχωροῦν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου