Η Ψυχολογία της Λατρείας δεν έχει αναπτυχθεί
ιδιαίτερα, είναι φτωχή η παρουσία της μέχρι τώρα στον ελλαδικό χώρο. Όμως,
είναι μια περιοχή, κατά τη γνώμη μου, η οποία μπορεί να προσφέρει πολλά σε αυτό
που ονομάζουμε «Ποιμαντική της Λατρείας». Αν το ποιμαντικό κριτήριο είναι το
έσχατο, πέρα και από την Ιστορία της Λατρείας, ούτε και αυτό νομίζω ότι μπορεί
να ορθοποδήσει από μόνο του σήμερα, στον νεωτερικό και μετανεωτερικό άνθρωπο,
χωρίς τη βοήθεια της Ψυχολογίας της Λατρείας. Μια τέτοια μικρή απόπειρα θα προσπαθήσω
να καταθέσω και παρακαλώ τους σοφότερους εμού στα λειτουργικά θέματα να μέ
διορθώσουν για ό,τι δεν ισχύει.
Όπως γνωρίζουμε, η λειτουργική έρευνα έχει
οδηγήσει σε αναθεώρηση πολλών παλαιών αυτονοήτων, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες
δεκαετίες κατά τις οποίες κινητοποιήθηκε ευρύτερα η θεολογική σκέψη και έβγαλε
την Εκκλησία από μια μακρά περίοδο αδράνειας. Όπως παρατηρούμε, σήμερα δεν
κηρύσσουμε, δεν ποιμαίνουμε, και δεν εξομολογούμε ακριβώς όπως την δεκαετία του
’50 και του ’60, πολλώ μάλλον όπως του ‘30. Υπάρχουν τεράστιες αλλαγές.
Αντίστοιχα, υφίστανται πλέον και λειτουργικά πορίσματα με τις αντίστοιχες
αλλαγές.
Θα προσπαθήσω να διερευνήσω, λοιπόν, γιατί οι αλλαγές στην λειτουργική πράξη δεν συγχρονίζονται με τα πορίσματα, γιατί μένουν τόσο πίσω.
Στην Ελλάδα διαθέτουμε μια καλή παράδοση
λειτουργιολόγων, και διότι έχουμε εντόπια χειρόγραφα στον ελλαδικό χώρο τα
οποία αυτοί ερευνούν, αλλά και διότι διαθέτουμε το προνόμιο της ελληνικής
γλώσσας και επομένως πολύ πιο εύκολη πρόσβαση στα χειρόγραφα αυτά, που
βρίσκονται και εκτός Ελλάδος εννοείται. Αυτή η καλή παράδοση λειτουργιολόγων
έχει αποδώσει πλούσια γραπτά. Στην πράξη όμως παρατηρούμε ένα παράδοξο: άλλα διδάσκονται στις Θεολογικές Σχολές και
στις Εκκλησιαστικές Ακαδημίες και άλλα εφαρμόζονται στην πράξη! Άλλα έχουν
παραδώσει ως κληρονομιά στα συγγράμματά τους οι λειτουργιολόγοι μας και αλλιώς
τελείται η Λειτουργία στις ενορίες και στα μοναστήρια.
Δεν εννοώ πως η Λατρεία έχει μείνει αμετάβλητη σε
σύγκριση με πριν από μερικές δεκαετίες. Υπάρχουν αλλαγές. Πρέπει κατά τη γνώμη
μου να πιστώσουμε και τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο για κάποιες από αυτές τις
αλλαγές, οι οποίες, λόγω της ενθάρρυνσής του, εφαρμόστηκαν, ή τουλάχιστον
αρχίζουν να επεκτείνονται, όπως η επαναφορά της εκτενούς και των ευχών υπέρ των
κατηχουμένων, το αλληλουϊάριο με θυμίαμα μετά τα αναγνώσματα κ.ά. Αλλά, παρά
τις αλλαγές που υπάρχουν, είμαστε πολύ πίσω.
Και φέρνω μερικά ενδεικτικά παραδείγματα. Πολύ
μελάνι έχει ξοδευτεί για να παρουσιάσουν οι εκλεκτοί λειτουργιολόγοι μας τους
καρπούς των ερευνών τους γύρω από την απαγγελία των ευχών της Λειτουργίας εις
επήκοον του εκκλησιάσματος. Όπως γνωρίζετε πολύ καλά, όμως, στην ενοριακή και
την μοναχική πράξη αυτό αποτελεί ακόμη την εξαίρεση, παρόλο που αυξάνονται σε
αριθμό οι λίγοι κληρικοί οι οποίοι διαβάζουν τις ευχές εις επήκοον!
Επίσης πολλά
έχουν λεχθεί για τον τρόπο ανάγνωσης του Αποστόλου. Τα δίπτυχα της Εκκλησίας
της Ελλάδος επί σειρά ετών παρέθεταν το απόσπασμα από την Πενθέκτη το οποίο
αποθαρρύνει κάθε «άτακτη βοή», όπως χαρακτηριστικά γράφει. Εκατοντάδες ή
χιλιάδες Λειτουργίες που γίνονται στις ενορίες της χώρας κάθε Κυριακή, όμως,
διακρίνονται για «άτακτες βοές» κατά τον Απόστολο! Δεν έχει αλλάξει απολύτως
τίποτα.
Έγραφε ο μακαριστός Φουντούλης ότι δεν δίνουμε
καλυμμαύχι κατά την χειροτονία διακόνου, διότι δεν είναι άμφιο. Άλλωστε δεν
επιτρέπεται να είναι κάποιος με καλυμμένη κεφαλή μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων
Δώρων. Είτε τό έγραψε είτε όχι, όλοι σχεδόν οι Μητροπολίτες δίνουν καλυμμαύχι
όταν χειροτονούν διάκονο!
Έγραφε ακόμη για το φελόνι του αρχιμανδρίτη στα
μυστήρια, Βαπτίσεις και Γάμους, το οποίο κατάντησε δυσεύρετο είδος. Για να δεις
αρχιμανδρίτη να φορέσει φελόνι είναι μια σπάνια περίπτωση και γίνεται εντελώς
συνειδητά από κάποιον που έχει διαβάσει και ξέρει. Ενώ έχει τονιστεί, έχει
διδαχθεί στα αμφιθέατρα, έχει γραφεί στα βιβλία, στις «Απαντήσεις στις
λειτουργικές απορίες» και αλλού, συνεχίζουν χωρίς συνέπειες, δηλαδή δεν τούς
ελέγχουν οι Επίσκοποί τους για το ότι δεν φορούν φελόνι αλλά επανωκαλύμμαυχο.
Και μάλιστα παρατηρείται και το τραγελαφικό κατά την γνώμη μου φαινόμενο, στον
χορό του γάμου, όταν γίνεται από αρχιμανδρίτη, να έχουμε ένα μοναχικό κουκούλι
το οποίο προηγείται καλωσορίζοντας στον έγγαμο βίο το ζευγάρι!
Έχουμε
επίσης στη Λειτουργία μας τα επείσακτα του παλατίου. Με άλλα λόγια, στη Θεία
Λειτουργία συνυπάρχουν αυτά που ο μακαριστός Κοζάνης Διονύσιος ονόμαζε «σκουριά»
μαζί με «διαμάντια». Έχουμε τα πρωτοχριστιανικά στοιχεία που φανερώνουν τους
θεολογικούς άξονες της Λατρείας, ανάμεικτα με απαράδεκτες προσθήκες. Έχουν τόσο
ενσωματωθεί με την μακρά αυτή χρήση επί αιώνες, ώστε ένας που γίνεται κληρικός,
βλέποντας το κείμενο στην φυλλάδα, δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποιος είναι ο
πυρήνας της αλήθειας της Λειτουργίας και ποια είναι τα επείσακτα τα οποία
πρέπει να αποβληθούν.
Και ουσιαστικά φτάνουμε στο σημείο, οι λαϊκοί
σίγουρα, αλλά δυστυχώς και πολλοί κληρικοί, να αποδίδουν σε ολόκληρο το κείμενο,
από το «Ευλογημένη» έως το «Δι’ ευχών», την ίδια βαρύτητα και θεολογική σημασία
και ιστορική εγκυρότητα χωρίς καμία διάκριση. Αυτά όμως τά έχουν διδαχθεί στις
Θεολογικές Σχολές και στις Εκκλησιαστικές Ακαδημίες.
Επίσης, η παράλειψη του «Αμήν» των εκφωνήσεων από
τους ψάλτες, καθώς και η παράλειψη του «Αμήν» του καθαγιασμού κανονικά από όλον
τον λαό, έστω από το αναλόγιο, από τους ψάλτες, έστω από τους συλλειτουργούς,
έστω από τα παιδιά του ιερού. Είμαστε στον εικοστό πρώτο αιώνα και εξακολουθούν
πρεσβύτεροι και επίσκοποι να λένε το «Αμήν» οι ίδιοι, το οποίο είναι απολύτως
απαράδεκτο και χωρίς νόημα!
Αυτά είναι ενδεικτικά παραδείγματα. Επίσης,
γνωρίζουμε ότι ούτε και η περίφημη εγκύκλιος του 2004 της Ιεράς Συνόδου δεν
εφαρμόζεται σχετικά με την εις επήκοον απαγγελία των ευχών, η οποία
αντικατέστησε επιτέλους με πολύ μεγάλη καθυστέρηση την παλιά εγκύκλιο του 1956 (που
δεν έφερνε κανένα θεολογικό επιχείρημα, μόνο επιχειρήματα ευταξίας και
ομοιομορφίας ανέφερε, διότι τότε δεν είχαν οι άνθρωποι την κατάλληλη θεολογική
γνώση, η σκιά της εποχής ήταν πολύ βαρειά…). Ούτε αυτή η εγκύκλιος δεν
τηρείται, λοιπόν, ούτε καν από τους Μητροπολίτες που υπέγραψαν τότε την
εγκύκλιο αυτή ως Διαρκής Ιερά Σύνοδος.
Το προϊόν της διερώτησής μου θα είναι γιατί, όταν
το θέμα εναπόκειται στην πειθώ, είμαστε τόσο δύσκολοι να κάνουμε αλλαγές; Νόμιζα,
ετοιμαζόμενος γι’ αυτή την εισήγηση, ότι θα βρω δυο-τρεις αιτίες ψυχολογικής
φύσεως, όπως λέει και ο τίτλος, γιατί καθυστερούν οι αλλαγές και δεν γίνεται η
θεωρία πράξη. Τελικά κατέγραψα δέκα αιτίες! Θα προσπαθήσω να τίς αναφέρω όσο
γίνεται πιο σύντομα. Γιατί τόση αντίσταση στην τεκμηριωμένη αλλαγή;
Πρώτον, η δύναμη
της συνήθειας. Είναι πανίσχυρη, όπως ξέρουμε. Τήν έχουν οι λαϊκοί,
αντιστέκονται όταν προσπαθεί να τούς αλλάξει κάτι ο εφημέριός τους. Και τό
καταλαβαίνουμε αυτό για τους λαϊκούς επειδή είναι αθεολόγητοι οι άνθρωποι. Αλλά
παραμένει ακατανόητη για τους κληρικούς! Είναι ανεπίτρεπτο η δύναμη της
συνήθειας να νικά την Θεολογία!
Δύναμη της συνήθειας σημαίνει αυτοματισμό. Ο αυτοματισμός, ως ψυχολογικό φαινόμενο, υπονομεύει
την κατανόηση και ενεργή συμμετοχή του λειτουργού. Βεβαίως, ώς έναν βαθμό είναι
επιθυμητός και ένας αυτοματισμός. Φανταστείτε να είχαμε για παράδειγμα πενήντα
τύπους Λειτουργιών και κάθε Κυριακή να τελούσαμε διαφορετικό τύπο Λειτουργίας!
Θα δυσκολευόμασταν όλοι. Χρειάζεται σε έναν βαθμό ο αυτοματισμός, αλλά υπάρχει
ένα κρίσιμο σημείο, πέρα από το οποίο υπονομεύεται η ίδια η ενεργή συμμετοχή
του λειτουργού λόγω του αυτοματισμού. Και βεβαίως, μετά επικρατεί η συνήθεια.
Δεύτερο αίτιο, η τυπογραφία. Εκτός από τα σωστά διέδωσε και τα σφάλματα, οπότε
δημιούργησε μια νοοτροπία σε εκείνον ο οποίος είναι λογικό, όταν παραλαμβάνει
το έντυπο βιβλίο, να μην γνωρίζει όλη την ιστορία της Λατρείας. Έτσι αποκτά τη
νοοτροπία περί μιας σχεδόν θεόθεν παγιωμένης διατύπωσης και πρακτικής, δηλαδή
σαν να έπεσε η ακολουθία με τις οδηγίες της από τον ουρανό! Και αυτό μετά
ισχύει για όλη την Ελλάδα. Τώρα που έχουμε συνηθίσει την τυπογραφία, δεν
μπορούμε να φανταστούμε πώς ήταν η Εκκλησία χωρίς τυπογραφία για 1500 ή 1600
χρόνια. Δεν μπορούμε να φανταστούμε τον πλούτο των τοπικών παραδόσεων, την
ανταλλαγή ευχών και συνηθειών, για τις οποίες δεν αποφάσιζε καμία Σύνοδος
κεντρικά. Υπήρχε μια αποκεντρωμένη κατάσταση που τώρα πλέον εξέλιπε. Από την
εισαγωγή της τυπογραφίας παρατηρήθηκε μεγάλος δισταγμός ακόμη και να διορθωθούν
και οφθαλμοφανή λάθη των εντύπων βιβλίων. Πολλά χρόνια πέρασαν μέχρι να
διορθωθούν τέτοια σφάλματα.
Τρίτον, συγκεντρωτική
νοοτροπία, ότι όλα πρέπει να ξεκινούν άνωθεν από εντολή της Ιεράς Συνόδου. Ως
προς τον τρόπο απαγγελίας των ευχών, βέβαια, υπάρχει εγκύκλιος της Ιεράς
Συνόδου, και έτσι αυτό είναι άλλοθι! Αλλά αυτή η νοοτροπία υπάρχει κατ’
απομίμηση της πολιτικής, δηλαδή εδώ
έχουμε τα μέλη της Εκκλησίας και τους λειτουργούς της που είναι και πολίτες,
άρα έχουν παραστάσεις και αντανακλαστικά πολιτών ενός συγκεντρωτικού κράτους.
Στην Ελλάδα περιμένουμε τα πάντα από την κεντρική διοίκηση, δεν υπάρχουν
πρωτοβουλίες αποκεντρωτικές. Έτσι ανεπαισθήτως διαμορφώσαμε μια στάση η οποία,
για την παραμικρή αλλαγή, περιμένει οδηγίες άνωθεν. Ακόμη και για την διόρθωση
των εσφαλμένων!
Αυτό όμως ουδέποτε υπήρχε στην εκκλησιαστική
ιστορία. Παρ’ όλα αυτά οι Έλληνες κληρικοί αδρανούμε και υποκύπτουμε στο
συγκεντρωτικό μοντέλο. Ναι, ωραία τά λένε οι λειτουργιολόγοι μας, αλλά ο δεσπότης
μπορεί να μην το δεχτεί, η Σύνοδος δεν απεφάνθη επ’ αυτού. Υπόψιν ότι δεν
επρόκειτο να εκδοθεί, κατά την γνώμη μου, η εγκύκλιος του 2004 για την εις επήκοον
απαγγελία των ευχών εάν δεν είχαν προηγηθεί ανά την Ελλάδα πολλοί κληρικοί που
είχαν αγνοήσει την παλιά πρακτική! Αν δηλαδή δεν είχαν προηγηθεί τυπικώς παρήκοοι
κληρικοί οι οποίοι έλεγαν τις ευχές εις
επήκοον επί δεκαετίες, δεν θα είχε προκύψει το αίτημα για έκδοση της εγκυκλίου.
Δεν ήταν οι χριστιανικές οργανώσεις μόνο, υπήρχαν πολλοί ζωντανοί λειτουργοί οι
οποίοι τήν είχαν εφαρμόσει. Με άλλα λόγια, ήλθε η παρακίνηση της Ιεράς Συνόδου
από την πράξη που ίσχυε από κάτω, κάτι το οποίο είναι συμβατό με την Ιστορία
της Λατρείας.
Μια τέταρτη αιτία αντίστασης είναι η άρνηση να
παραχωρηθεί η εξουσία του κληρικαλισμού.
Διότι το να ακούγονται οι ευχές, το να συμψάλλουν οι άνθρωποι, να
συναπαγγέλλουν και να λένε τα «Αμήν», μειώνει τον κληρικαλισμό. Και έτσι μάς
φέρνει πιο κοντά στην Αρχαία Εκκλησία, στους πρώτους αιώνες, κάτι που πολλοί
κληρικοί δεν θέλουν να συμβεί, είναι πολύ απλό. Η διαπίστωση αυτή είναι τραγική
διότι καταδεικνύει ότι πολλοί κληρικοί μας υστερούν σε εκκλησιολογικό φρόνημα
και βλέπουν τον λαϊκό ως αντίπαλο!
Πέμπτον, ψευδής
θεολογικοποίηση, δηλαδή θεολογικοφανείς ερμηνείες οι οποίες αναπτύσσονται
εκ των υστέρων, όπως παραδείγματος χάριν, τι συμβολίζουν τα άμφια. Μπήκε το
στέμμα του αυτοκράτορα ως δήθεν ακάνθινος στέφανος κλπ. Πράγματα ανυπόστατα, τα
οποία εκ των υστέρων δίνουν ένα κύρος, ώστε να κλείνουν τα στόματα των
αγνοούντων. Έτσι λοιπόν αναπτύχθηκαν δήθεν θεολογικά επιχειρήματα κατά της
λειτουργικής ανανέωσης, τα οποία παρασύρουν τους νεότερους κληρικούς μας σε
πλάνη. (Αρκετά από αυτά ανασκευάζω στο βιβλίο μου Το ξεχασμένο Μυστήριο).
Έκτον, η προσωπολατρία
υπερισχύει έναντι της έρευνας. Αυτό είναι ένα φαινόμενο Κοινωνικής Ψυχολογίας
το οποίο πρέπει να μάς απασχολήσει γενικότερα. Λίγοι άνθρωποι επηρεάζονται από
βιβλία, οι περισσότεροι επηρεάζονται από πρόσωπα. Εάν ο πνευματικός του
κληρικού δεν εφαρμόζει αυτές τις λειτουργικές αλλαγές, δεν θα τίς εφαρμόσει
ούτε ο ίδιος. Αυτό αποτελεί προσωπολατρικό στοιχείο. Πρέπει να μάθουμε να
κάνουμε υπακοή και στην θεολογική επιστήμη και να αλλάζουμε το θέλημά μας,
γιατί ο πνευματικός μας μπορεί να είναι άγιος άνθρωπος, αλλά ενδέχεται να
λειτουργεί λάθος. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο.
Έβδομον, υποτίμηση
των λαϊκών καθηγητών. Δεν λέω
περισσότερα, καταλαβαίνετε. «Εμείς οι παπάδες ξέρουμε καλύτερα. Εμείς οι
μητροπολίτες ξέρουμε καλύτερα». Έτσι οι κληρικοί και λαϊκοί φοιτητές, οι
διαποτισμένοι από το δηλητήριο του κληρικαλισμού, γράφουν όσα πρέπει για να
περάσουν το μάθημα και κατόπιν τα θάπτουν στην λήθη.
Όγδοον, εχθρότητα
προς την Δύση απ’ όπου ξεκίνησε η λειτουργική ανανέωση. Γράφουν κατά
καιρούς κάποιοι κληρικοί ταγμένοι κατά της λειτουργικής ανανέωσης ότι αυτά
είναι εφευρήματα των Ρωμαιοκαθολικών και εμάς δεν πρέπει να μάς επηρεάζουν!
Άγνοια ασύλληπτη…
Ένατον, γενικότερη απαξίωση των αλλαγών ως ιδεολογία: «Δεν θέλουμε αλλαγές!». Αυτό
επίσης συναρτάται με την κοινωνική και πολιτική ζωή του Έλληνα. Υπάρχει μια
μερίδα Ελλήνων που δεν θέλουν γενικότερα αλλαγές, δηλαδή είναι προσκολλημένοι σε
αυτό το οποίο γνωρίζουν. Η συντηρητικότητα
ως συστατικό της νεοελληνικής κοινωνίας δηλαδή. Εννοείται πως λειτουργικές
αλλαγές συνέβαιναν συνεχώς στην ιστορία της Εκκλησίας και κανονικά αυτή η στάση
θα όφειλε να επηρεάζει και την κοινωνικοπολιτική ζωή. Στον λαό μας, όμως,
συνέβη το αντίστροφο: όλα τα ελαττώματα της κοινωνικοπολιτικής ζωής επηρέασαν
και την εκκλησιαστική. Η «ζύμη» αλλοιώθηκε!
Και δέκατον, εσφαλμένη επίκληση του ορθολογισμού. Ισχυρίζονται κάποιοι,
δηλαδή, πως οι λειτουργικές αλλαγές δίνουν πρόσφορο έδαφος για ορθολογισμό. Το
οποίο δεν ισχύει φυσικά, απλώς οι Πατέρες μας ακολουθούσαν σε αρκετά θέματα τον
«ορθόν λόγον», όπως τόν αποκαλούσαν, δηλαδή δεν διέστρεφαν την λογική ακολουθία
των πραγμάτων. Και προβάλλουν συνεχώς αυτοί οι άνθρωποι το επιχείρημα «όχι
νοησιαρχία, αλλά βίωμα και μέθεξη», δείχνοντας την σύγχυση που υπάρχει στο
μυαλό τους. Βεβηλώνουν την έννοια του βιώματος ταυτίζοντάς την με το παράλογο.
Κλείνοντας, τονίζω ότι επαναλαμβάνουμε εμείς οι
κληρικοί την χρόνια κακοδαιμονία των πιστών, τους οποίους διδάσκουμε και
νουθετούμε, αλλά αυτοί δεν θέλουν να αλλάξουν πατροπαράδοτες εσφαλμένες συνήθειες.
Τό λέμε μεταξύ μας στις συζητήσεις οι ποιμένες, ότι εξηγούμε στους ανθρώπους και
μάς απαντούν: «Όχι, όπως τά μάθαμε από τους γονείς μας, από τον παππού, από την
γιαγιά». Ενώ αυτό το παράπονο που εμείς εκφράζουμε για τους λαϊκούς είναι πολύ
σωστό και αληθινό, κάνουμε ακριβώς το ίδιο πράγμα στην Λατρεία. Δηλαδή, το τι
παραλάβαμε ή ακούσαμε από κάποιον που εμπιστευόμαστε βαραίνει περισσότερο από
την έρευνα.
Εν ολίγοις, αυτά δεν αποτελούν λεπτομέρειες, ούτε
κάνουμε έναν αγώνα για ομοιομορφία, η οποία άλλωστε δεν υπήρξε ποτέ. Κάνουμε
αυτόν τον αγώνα διότι ο τρόπος με τον
οποίο λατρεύουμε αποκαλύπτει την εκκλησιολογία μας. Και όταν η Λατρεία
πάσχει, πάσχει η εκκλησιολογία μας, δηλαδή η αντίληψή μας για όλο το Σώμα του
Χριστού. Και αντίστροφα, όταν πάσχει η εκκλησιολογία, πάσχει η Λατρεία.
Χρειάζεται να θέτουμε τις κατάλληλες ερωτήσεις
στην Παράδοση, στην ιστορία μας, και να είμαστε πρόθυμοι για τις απαντήσεις.
Διότι, αν δεν τό πράξουμε, τότε το κενό θα τό καλύψουν οι άπειρες δήθεν «παραδόσεις»
που θα φτιάξει ο καθένας μας. Σάς ευχαριστώ.
Προσκεκλημένη εισήγηση στην ημερίδα της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης για
λειτουργικά θέματα τον Μάϊο του 2019.
7 σχόλια:
Σωστές παρατηρήσεις αλλά δεν υπάρχουν αυτιά για να ακούσουν.
Είναι πραγματικότητα το ότι αρχιμανδρίτες δεν φορούν φελόνι αλλά επανωκαλύμμαυχο σε ορισμένες ακολουθίες πρέπει να λυθούν τέτοια ζητήματα αν το φελόνι δεν λέει κάτι να σταματήσουμε να το φοράμε και εμείς.
Την εισήγηση αυτή ο π. Βασίλειος θα πρέπει να την κάνει σε σύγκληση της ιεραρχίας των Μητροπολιτών και βοηθών Επισκόπων μήπως και καταλάβουν κάτι τι. Θα πρόσθετα και υποψηφίων επισκόπων δηλαδή ‘αρχιμανδριτών’ όχι ότι θα γίνει κάτι αλλά να τα ακούσουν….
Γιατί είναι τόσο μεγάλη η απόσταση
μεταξύ θεωρίας και πράξης στη Λατρεία;,,,, -καθόλου μεγάλη απόσταση,,,(..εν τη ταπείνωση Αυτού,η κρίσις Αυτού ήρθη,,,)
Άγνωστα όλα αυτά αφού πολλοί των κληρικών έλαβαν το πτυχίο με το ‘’σωτήριο 5’’
Πρέπει σε όλες τις Μητροπόλεις της ελληνικής επικράτεια να παρακολουθήσουν ταχύρρυθμα σεμινάρια και όσοι δεν πραγματοποιήσουν τα όσα θα διδαχθούν να υπάρξουν πνευματικές κυρώσεις γιατί όχι και διοικητικές.
Για το θέμα του εκκολαπτηρίου των πολλών Επισκόπων τι να πω ακολουθούν το Φανάρι που γέμισε από τιτουλάριους.
Ο Θεός να φωτίζει.
Σε ότι αφορά στο 8ο επιχείρημα περί για την β΄ Βατικανής συνόδου.
Επειδή όντως είναι παρεμφερή τόσο κάποια αιτήματα αλλαγών όσο και το γενικότερο πνεύμα ανανέωσης:
Πώς αποτιμάται στην εκκλησιαστική ιστορία;
Υπάρχουν άραγε μελέτες για της επιπτώσεις των αλλαγών αυτών τόσο σε εκείνο που ονομάζουμε «εκκοσμίκευση» των Ρωμαιοκαθολικών όσο και στην υποδοχή τους από το ποίμνιο των τους σε ένα βάθος πείρας ήδη 50 χρόνων;
Θα είχε ενδιαφέρον αυτή η ενασχόληση και οι εκβολές της στο σήμερα που μπορεί να φώτιζε και την «ασύλληπτη άγνοια».
«Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν.»
(Β΄ Θεσ. β΄15)
Ἡ εἰσήγηση πραγματοποιήθηκε πρίν ἀπό πέντε χρόνια, τό Μάϊο τοῦ 2019.
Ἐνδιαφέρον θά εἴχε νά μαθαίναμε ἄν καί τί ἀποτελέσματα ἔφερε μετά παρελεύσεως πενταετίας καί πλέον.
¨Ωστόσο θέλω νά πιστεύω πώς ὅλες οἱ παραπάνω περιπτώσεις, μερικές δικαιολογημένα, «σκοντάφτουν», βρίσκουν πρόσκομμα σέ αὐτό πού λέμε παράδοση καί παραδόσεις.
Αὐτή λοιπόν ἡ τήρηση τῶν παραδόσεων πού γίνεται «πρόσκομμα» στήν ἐφαρμογή τῶν ἀνωτέρω εἶναι πού μᾶς προφυλάσσει ἐνίοτε ἀπό πολλά στραβοπατήματα καί ἐκτροπές ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ γενικότερα.
Μέ τό πρόσχημα ἄλλαξε τοῦτο, φτιάξε τό ἄλλο, τό εἶπαν οἱ εἰδικοί, τό εἶπαν οἱ λειτουργιολόγοι, σέ λίγο θά πάρουν τέτοιο θάρρος οἱ ἀναθεωρητές κι ἀντιστάσεως μή οὔσης θά μᾶς τά ἀλλάξουν ὅλα.
Κι ἄν δεχτοῦμε τό ἕνα ἤ τό ἄλλο, πού πράγματι μπορεῖ νά εἶναι κι ἔτσι ὅπως τά λένε, τότε χωρίς νά τό θέλουμε θἀ ἔχουμε ἀνοίξει διάπλατα τήν «κερκόπορτα» τῆς Πίστεως.
Καί θά ἀρχίσουμε νἀ ξηλώνουμε τό ἕνα νά καταργοῦμε τό ἄλλο καί τελειωμό δέν θἄχει.
Ὅμως, τό «ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις» ἔχει τή δυναμική νά γίνεται ποδηγέτης ἄγρυπνος, ἀλάνθαστο κριτήριο καί ὁδοδείκτης ἄριστος σέ θέματα Πίστεως κι ὄχι μόνο.
Γιατί ἄραγε ἐμεῖς νά τό ἀγνοήσουμε;
Ἀναρωτιέμαι.
Ὅσο γιά τό ὅτι σήμερα « δεν κηρύσσουμε, δεν ποιμαίνουμε, και δεν εξομολογούμε ακριβώς όπως την δεκαετία του ’50 και του ’60, πολλώ μάλλον όπως του ‘30» προσπαθῶ νά δῶ πού εἶναι τό ὄφελος γιά τόν πιστό.
Ἔγινε περισσότερο φλογερός ἤ χαλαρός, περισσότερο θερμός ἤ χλιαρός;
Μια ματιά γύρω μας ἴσως μᾶς ὁδηγήσει σέ ἀσφαλῆ συμπεράσματα.
Μέ τόν προσήκοντα σεβασμό
Θεόδωρος Σ.
Δημοσίευση σχολίου