Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Άρνηση σε πρόσκλησι - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Άρνηση σε πρόσκλησι

Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Θὰ μιλήσουμε μὲ ἁπλᾶ λόγια, ἀγαπητοί μου. Τὸ ἀκούσατε τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 14,16-24. Ματθ. 22,14). Εἶνε ἡ ὡραία παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου. Ἀλλὰ προτοῦ νὰ μποῦμε στὴν παραβολή, θὰ σᾶς πῶ μιὰ ἱστορία.
Ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυκας σὲ κάποιο ἄλλο μέρος, μιὰ μέρα βρῆκα στὸ δρόμο ἕναν ὑπάλληλο. Ἦταν πολὺ στενοχωρημένος, μέχρι ση­μείου νὰ θέλῃ ν᾿ αὐτοκτονήσῃ. –Τί σοῦ συν­έβη, λέω, πέθανε ἡ γυναίκα σου, τὸ παιδί σου; σὲ τιμώρησαν, σὲ ἀπέλυσαν ἀπὸ τὴν ὑπη­ρεσία;… –Ὄχι τίποτα ἀπ᾿ αὐτά. –Τότε; –Δέχτηκα μιὰ προσβολὴ καὶ δὲν τὴν ὑποφέρω. –Ποιά προσβολή; –Νά, χθὲς ἔγινε τραπέζι· ἦταν ὅ­λοι οἱ σπουδαῖοι, κ᾿ ἐμένα δὲν μὲ κάλεσαν. Δὲν τὸ ἀνέχομαι. –Τόσο εὔθικτος εἶσαι, λέω, καὶ τόσο κατάκαρδα τὸ πῆρες; –Βεβαίως. Ἀ­κοῦς ἐκεῖ, νὰ καλέσουν τὴ σάρα καὶ τὴ μάρα κ᾿ ἐμένα νὰ μὴ μὲ καλέσουν; Τὸ θεωρῶ ἀνυπό­φορο… Τότε κ᾿ ἐγὼ ἔκανα στροφὴ καὶ τοῦ λέω· –Μὴ στενοχωριέσαι· ἔχω στὴν τσέπη μία ἄλλη πρόσκλησι γιὰ σένα. –Τί; –Σὲ καλεῖ κάποιος τιμητικῶς σὲ μεγάλο τραπέζι… Αὐ­τός, ὅπως τοῦ μιλοῦσα σοβαρά, τὸ πίστεψε καὶ λέ­ει· –Ποιός, ὁ νομάρχης; –Μπᾶ, κάποιος ἀνώτερος. –Ὁ ὑπουργός; –Παραπάνω. –Ποιός, ὁ βασιλιᾶς; –Παραπάνω. –Ποιός; –Κάποιος, ποὺ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ θεωρεῖς μεγάλους εἶνε μπροστά του πελώρια μηδενικά.
 Σὲ καλεῖ ἐ­κεῖνος ποὺ κυβερνᾷ τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ, ποὺ ἔ­φτειαξε κ᾿ ἐσένα κ᾿ ἐμένα.

Σὲ καλεῖ «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15). –Ποιός; λέει (κατάλαβε ποῦ τὸ πήγαινα). –Σὲ καλεῖ ὁ Χριστός! –Ὁ Χρι­στός; –Ναί, ὁ Χριστός. Κι ἂν θεωρῇς προσ­βολὴ τὸ ὅ­τι δὲν σὲ κάλεσαν οἱ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν «μεγάλοι», μὴ στενοχωριέσαι· σὲ καλεῖ ὁ Χριστός. –Ποῦ; πότε; –Κάθε Κυριακὴ ποὺ χτυ­­πᾷ ἡ καμ­πάνα· κάθε χτύπημα εἶνε μία πρόσ­κλησι…

Ὁ Χριστὸς καλεῖ ἐσένα, τὸν ἄλλο, ὅλους. Ὄχι βέβαια καὶ τὸ μασόνο, τὸ χιλιαστή, τὸ μου­σουλμᾶνο, τὸ βουδδιστή, τὸ βραχμᾶνο, ὅποιον ἀνήκει σὲ ἄλλη θρησκεία. Καλεῖ ὅσους πιστεύουν σ᾿ αὐτὸν καὶ φέρουν τὸ ὄνομα τοῦ ὀρ­­θοδόξου Χριστιανοῦ· ἄντρες – γυναῖκες, μι­κροὺς – μεγάλους. Εἶνε ὑποχρεωτικό. Οἱ ἱεροὶ κανόνες λένε καθαρά, ὅτι ὅποιος χωρὶς λόγο λείψῃ τρεῖς Κυριακὲς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, αὐ­τὸς διαγράφεται ἀπὸ τὰ μητρῷα της, ἀποκόπτεται, μὲ ἄλλα λόγια εἶνε ἀφωρισμένος.
Ὁ Χριστὸς καλεῖ. Καὶ οἱ ἄνθρωποι τί κάνουν; Ἐλάχιστοι ἔρχονται.
Κ᾿ εἶνε ὅλοι σχεδὸν βαπτι­σμένοι, ὅλοι δηλώνουν «Χριστιανὸς ὀρθόδοξος». Κουράστηκαν τὰ χέρια τῶν ἀστυνομι­κῶν νὰ τὸ γράφουν στὶς ταυτότητες. Ἐν τού­τοις ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ Χριστιανοὺς ἕνας μόνο ἐκκλησιάζεται. Ἂν ἐκκλησιάζονταν ὅλοι, θά ᾿πρεπε νὰ γκρεμίσουμε τοὺς ναοὺς καὶ νὰ τοὺς χτίσουμε μεγαλύτερους. Ἡ πλειονότης λείπει χωρὶς λόγο σοβαρό (ὡρισμένοι μόνο δικαιολογοῦνται· ἕνας γέρος σακάτης, μιὰ γυ­ναίκα ἄρρωστη, κάποιοι μὲ εἰδικὰ ἐπαγγέλμα­τα). Ἕνας στοὺς ἑκατὸ ἐκκλησιάζεται. –Οἱ ἄλ­λοι; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Ποιούς ὅμως νὰ κλάψω; ἐ­κείνους ποὺ ἀπουσιάζουν, ἢ αὐτοὺς ποὺ εἶνε παρόντες μὲν τῷ σώματι ἀλλ᾿ ἀπόντες τῷ πνεύ­ματι; ἂν τοὺς ρωτήσῃς τί εἶπε ὁ ἀπόστολος, δὲν ξέρουν. Ποῦ εἶν᾿ ἐκείνη ἡ ἐποχή, ποὺ ἔμ­παιναν στὴν ἐκκλησία ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι καὶ ἔνιωθαν τὴ λειτουργία! Ἐγὼ γνώρισα ἀγράμματο τσοπᾶνο ποὺ ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω τὴ θεία Λειτουργία, τὸ «Πιστεύω» κ.τ.λ.. Σήμερα γραμμα­­τισμένοι, μ᾿ ἕνα μάτσο διπλώματα, δὲν ξέρουν νὰ σοῦ ποῦν ἕνα ῥητὸ τῆς ἁγίας Γρα­φῆς· κι ὅταν ἔρθουν στὴν ἐκκλησία, ἄλλος κοι­τάζει τὸν πολυέλεο, ἄλλος χαζεύει, ἄλλος βλέπει τὸ ῥολόι, ἄλλος ξύνεται· δὲν ὑπάρχει ἐνδιαφέρον.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, κάτι εἶνε καὶ τὸ ὅτι ἔρ­χονται. Ἀλλὰ ἔρχεται μόνο τὸ ἕνα ἑκατοστό. Οἱ ἄλλοι; Ἡ διαγωγή τους εἶνε ἀγενής, ὅπως τῶν καλεσμένων τῆς σημερινῆς παραβολῆς.
Κάποιος, λέει, ἔκανε δεῖπνο. Τὰ ἑτοίμασε ὅλα καὶ κάλεσε πολλοὺς στὸ τραπέζι. Ὁ ἕνας εἶπε· –Ἀγόρασα χωράφι καὶ πάω νὰ τὸ δῶ· δὲν θὰ ἔρθω… Ὁ ἄλλος ἦταν ζῳέμπορος. –Ἀ­γόρασα, λέει, πέντε ζευγάρια βόδια· πρέπει νὰ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω… Ὁ ἄλλος ἦταν νιόπαν­τρος καὶ λέει ἀδιάντροπα· –Ἐγὼ θὰ πάω νὰ γλεντήσω μὲ τὴ γυναῖκα μου· ἄφησέ με ἥ­συχο… Ὅλοι τους τραβήχτηκαν, τὸν ἄφησαν, καὶ οἱ θέσεις ἔμειναν κενές.
Τότε ὁ οἰκοδεσπό­της κάλεσε ἄλλους καὶ συμπλήρωσε τὰ κενά.

* * *

Κάτι τέτοια προφασίζεται κι ὁ καθένας ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Ὁ ἕνας, γιατὶ ἀποβραδὶς ξημερώθηκε παίζον­τας χαρτιά· ὁ ἄλλος γιατί, ἂν εἶνε καλοκαίρι, παίρνει τὸ αὐτοκίνητο καὶ πάει γιὰ κολύμπι… Εἶπα καὶ ἄλλοτε τὸ παράδειγμα τοῦ Μπράουν, ἐκείνου ποὺ ἀνακάλυψε τοὺς πυραύλους. Εἶ­χε πάει νὰ παραθερίσῃ στὴ Μύκονο μὲ τὴ γυναῖκα του. Τὴν Κυριακή, ὅταν χτύπησε ἡ καμ­πάνα, ἐνῷ οἱ ἄλλοι πῆγαν στὴν παραλία, αὐ­τὸς πῆγε στὴν ἐκκλησία. Τὸν ρώτησαν· –Πᾷς ἐσὺ στὴν ἐκκλησία; –Ἀπὸ παιδὶ πιστεύω στὸ Θεό· καὶ τώρα ἀκόμη πιὸ πολύ, γιατὶ εἶδα τὸ Θεό μέσα στὰ ἔργα του!…
Κι ἂν ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, ἀδειάσουμε τὴν ἐκκλησία, δὲν μᾶς ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός. Δὲν χρειάζεται ἀνθρώπους ποὺ ἔρχονται νὰ ἐκ­κλησιαστοῦν μὲ τὸ ζόρι. Παρατηρῶ ὅτι μερι­κὲς φορές, ἐνῷ βγαίνουν τὰ ἅγια, κάποιοι ἐ­κείνη τὴν ὥρα ἔρχονται. Ἐὰν ἐφαρμοσθῇ τὸ κανονικὸ δίκαιο, πρέπει νὰ μὴν ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος. Λέω νὰ τὸ κάνω κάποτε· ἀλλὰ ξέρω, θὰ σηκωθοῦν ὅλοι νὰ φωνάζουν. Κανονικῶς, μὲ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» πρέπει ἡ ἐκ­κλησία νὰ κλείνῃ, ὅσο λίγοι κι ἂν ἔχουν ἔρθει. Πέντε; πέντε! Ὄχι νά ᾿ρχεται ὁ καθένας ὅποτε θέλει. Στὸν κινηματογράφο ἢ στὴ δεξίωσι δὲν πηγαίνουν ὅποτε νά ᾿νε, ἀλλὰ στὴν ὥρα τους. Στὸ ναό; Αὐτὴ εἶνε ἡ τιμὴ ποὺ ἀποδίδουμε στὸ μεγαλοδύναμο Θεό; Γίναμε ἀσεβέ­στατοι. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ὁ Θεός· ἐμεῖς Τὸν ἔχουμε ἀνάγκη. Ὁ ἥλιος δὲν ἔχει ἀ­νάγκη τὰ δέντρα, τὰ δέντρα ἔχουν ἀνάγκη τὸν ἥλιο· κ᾿ ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη τὴ θρησκεία. Με­γάλοι καὶ μικροί, κι ὁ ἀσπρομάλλης γέρος καὶ τὸ μικρὸ παιδί, κι αὐτὸς ποὺ εἶνε στὴν κορυ­φὴ τοῦ ἀξιώματος κι ὁ στρατιώτης, ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἔχουμε ἀνάγκη τὸ Θεό. Καὶ ἐνῷ ἐ­μεῖς δὲν ἔχουμε τίποτα νὰ προσθέσουμε στὴ μεγαλωσύνη Του, ἐμεῖς χρειαζόμαστε Ἐκεῖ­νον καὶ τὴν Ἐκκλησία του. Ἀνοῖξτε τὴν ἱστορία νὰ δῆτε. Πεντακόσα χρόνια, ποὺ περάσαμε σκλαβωμένοι, ποιός κράτησε αὐτὴ τὴν ἔρη­μη καὶ μαρτυρικὴ φυλή, ποιός παρηγόρησε αὐτὸ τὸ λαό; Ἡ θρησκεία καὶ μόνο ἡ θρησκεία. Φέσια θὰ φορούσαμε ἀκόμα, ἂν δὲν ἦ­ταν ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Δὲν τὰ λέμε ἐμεῖς, τὰ λένε οἱ ξένοι. Καὶ τὸ 1943, ποὺ ἤμουν κ᾿ ἐ­γὼ στὴ Φλώρινα, καὶ ἀκουγόταν νὰ χτυπᾷ ἡ μπόττα τοῦ Γερμανοῦ κ᾿ ἦταν σκλαβιὰ καὶ ἐ­ρημιά, ποιός παρηγόρησε τὸ λαὸ καὶ ποιός τὸν κράτησε ὄρθιο; Ἡ θρησκεία τῶν πατέρων μας. Καὶ πάντοτε ἡ θρησκεία.
Τὴ χρειαζόμαστε τὴ θρησκεία. Κι ἂν ἔρθῃ μέρα ποὺ θὰ σβήσουμε τὴ θρησκεία τῶν πατέ­­ρων μας, θά ᾿νε καταραμένη. Ἂν ἡ θρησκεία φύγῃ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, δὲν θὰ χαθῇ· θὰ πάῃ στὴν Οὐγκάντα, θὰ πάῃ στὰ ἄκρα τῆς γῆς. Ἐ­μεῖς θὰ ζημιωθοῦμε. Ὅπως χρειάζεσαι τὸ νερό, τὸ ὀξυγόνο, τὸ ψωμί, τὸ φάρμακο, ἔτσι καὶ πα­ραπάνω ἀπ᾿ αὐτὰ χρειάζεσαι τὴ θρησκεία. Θὰ τὸ νιώσῃς ὅταν πλησιάσῃ ἡ τελευταία ὥ­ρα· τότε θὰ πῇς «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάν­­τα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ὑ­πο­­καταστήσῃ τὴ θρησκεία· οὔτε ἡ φιλοσοφία, οὔτε ἡ ἐπιστήμη, οὔτε ἡ τέχνη, οὔτε τίποτ᾿ ἄλλο. Ἡ θρησκεία δὲν ἔχει ὑποκατάστατα. Ξέρετε πῶς μοιάζει; σὰν κάποιος νὰ διψᾷ, καὶ νὰ θέλῃ νὰ σβήσῃ τὴ δίψα του μὲ ἁλμυρὸ νε­ρὸ ἀ­πὸ τὴ θάλασσα· ἡ δίψα δὲν σβήνει, θὰ δι­ψᾷ πε­ρισσότερο. Ἁλμυρὴ θάλασσα εἶνε ἡ πα­ρὼν κόσμος. Πιὲς ἀπὸ τὸ χρῆμα, πιὲς ἀπὸ τὶς διασκεδάσεις, πιὲς ἀπὸ γυναῖκες, πιὲς ἀπὸ γλέν­τια, πιὲς ἀπὸ ἐπιστήμη…· περισσότερο θὰ διψάσῃς. Μόνο ἡ ἁγία μας θρησκεία ἔχει τὴ δύνα­μι νὰ ξεδιψᾷ τὸν ἄνθρωπο, νὰ τοῦ δίνῃ τὴ χαρά.

* * *

Ἀγαπητοί μου! Ὁ Χριστὸς μᾶς προσκαλεῖ. Ὄχι ἀπὸ δική του ἀνάγκη, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ δική μας ἀνάγκη. Μὴν ἀρνηθοῦμε κ᾿ ἐ­μεῖς τὴν πρόσκλησι. Ἂς ἀνταποκριθοῦμε μὲ προ­­θυμία κι ἂς τρέξουμε στὸ δεῖπνο τῆς θείας λειτουργίας. Κ᾿ ἐκεῖ νὰ σταθοῦμε μὲ προσο­χή. «Ὅσοι πιστοί!» (θ. Λειτ.). Δὲν μᾶς ἔχει ἀνάγ­κη ὁ Θεός. Προτιμότερο νὰ προσεύχωνται δέ­κα εὐσεβεῖς παρὰ ὅλος ὁ κόσμος τῶν ἀσε­βῶν. Ἂν πᾶτε σὲ συνάξεις αἱρετικῶν, θὰ τοὺς δῆτε ὅλους ἐκεῖ οἰκογενειακῶς. Κ᾿ ἐσεῖς, ὀρθόδοξοι γονεῖς, ὁδηγῆστε καὶ τὰ παιδιά σας στὸ ναό. Γιατὶ παιδὶ ποὺ δὲν πιστεύει στὸ Θεό, μεθαύριο θὰ γίνῃ τεντυμπόης, θὰ σοῦ σπάσῃ τὸ κεφάλι καὶ θὰ τινάξῃ στὸν ἀέρα τὸ σπίτι σου.
Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ θρησκεία. «Ὅσοι πιστοὶ» στὴ θρησκεία τῶν πατέρων μας!

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: