Άρνηση σε πρόσκλησι
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου
Καντιώτου
Θὰ μιλήσουμε μὲ ἁπλᾶ λόγια, ἀγαπητοί μου. Τὸ ἀκούσατε
τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 14,16-24. Ματθ. 22,14). Εἶνε ἡ ὡραία παραβολὴ τοῦ
μεγάλου δείπνου. Ἀλλὰ προτοῦ νὰ μποῦμε στὴν παραβολή, θὰ σᾶς πῶ μιὰ ἱστορία.
Ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυκας σὲ κάποιο ἄλλο μέρος, μιὰ μέρα βρῆκα στὸ δρόμο ἕναν ὑπάλληλο.
Ἦταν πολὺ στενοχωρημένος, μέχρι σημείου νὰ θέλῃ ν᾿ αὐτοκτονήσῃ. –Τί σοῦ συνέβη,
λέω, πέθανε ἡ γυναίκα σου, τὸ παιδί σου; σὲ τιμώρησαν, σὲ ἀπέλυσαν ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία;…
–Ὄχι τίποτα ἀπ᾿ αὐτά. –Τότε; –Δέχτηκα μιὰ προσβολὴ καὶ δὲν τὴν ὑποφέρω. –Ποιά
προσβολή; –Νά, χθὲς ἔγινε τραπέζι· ἦταν ὅλοι οἱ σπουδαῖοι, κ᾿ ἐμένα δὲν μὲ
κάλεσαν. Δὲν τὸ ἀνέχομαι. –Τόσο εὔθικτος εἶσαι, λέω, καὶ τόσο κατάκαρδα τὸ πῆρες;
–Βεβαίως. Ἀκοῦς ἐκεῖ, νὰ καλέσουν τὴ σάρα καὶ τὴ μάρα κ᾿ ἐμένα νὰ μὴ μὲ
καλέσουν; Τὸ θεωρῶ ἀνυπόφορο… Τότε κ᾿ ἐγὼ ἔκανα στροφὴ καὶ τοῦ λέω· –Μὴ
στενοχωριέσαι· ἔχω στὴν τσέπη μία ἄλλη πρόσκλησι γιὰ σένα. –Τί; –Σὲ καλεῖ
κάποιος τιμητικῶς σὲ μεγάλο τραπέζι… Αὐτός, ὅπως τοῦ μιλοῦσα σοβαρά, τὸ
πίστεψε καὶ λέει· –Ποιός, ὁ νομάρχης; –Μπᾶ, κάποιος ἀνώτερος. –Ὁ ὑπουργός;
–Παραπάνω. –Ποιός, ὁ βασιλιᾶς; –Παραπάνω. –Ποιός; –Κάποιος, ποὺ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ
θεωρεῖς μεγάλους εἶνε μπροστά του πελώρια μηδενικά. Σὲ καλεῖ ἐκεῖνος
ποὺ κυβερνᾷ τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ, ποὺ ἔφτειαξε κ᾿ ἐσένα κ᾿ ἐμένα.
Ὁ Χριστὸς καλεῖ
ἐσένα, τὸν ἄλλο, ὅλους. Ὄχι βέβαια καὶ τὸ μασόνο, τὸ χιλιαστή, τὸ μουσουλμᾶνο,
τὸ βουδδιστή, τὸ βραχμᾶνο, ὅποιον ἀνήκει σὲ ἄλλη θρησκεία. Καλεῖ ὅσους πιστεύουν σ᾿ αὐτὸν καὶ φέρουν τὸ ὄνομα
τοῦ ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ· ἄντρες – γυναῖκες, μικροὺς – μεγάλους. Εἶνε ὑποχρεωτικό.
Οἱ ἱεροὶ κανόνες λένε καθαρά, ὅτι ὅποιος χωρὶς λόγο λείψῃ τρεῖς Κυριακὲς ἀπὸ τὴν
ἐκκλησία, αὐτὸς διαγράφεται ἀπὸ τὰ μητρῷα της, ἀποκόπτεται, μὲ ἄλλα λόγια εἶνε
ἀφωρισμένος.
Ὁ Χριστὸς καλεῖ. Καὶ οἱ ἄνθρωποι τί κάνουν; Ἐλάχιστοι ἔρχονται. Κ᾿ εἶνε ὅλοι
σχεδὸν βαπτισμένοι, ὅλοι δηλώνουν «Χριστιανὸς ὀρθόδοξος». Κουράστηκαν τὰ χέρια
τῶν ἀστυνομικῶν νὰ τὸ γράφουν στὶς ταυτότητες. Ἐν τούτοις ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ
Χριστιανοὺς ἕνας μόνο ἐκκλησιάζεται. Ἂν ἐκκλησιάζονταν ὅλοι, θά ᾿πρεπε νὰ
γκρεμίσουμε τοὺς ναοὺς καὶ νὰ τοὺς χτίσουμε μεγαλύτερους. Ἡ πλειονότης λείπει χωρὶς λόγο σοβαρό (ὡρισμένοι
μόνο δικαιολογοῦνται· ἕνας γέρος σακάτης, μιὰ γυναίκα ἄρρωστη, κάποιοι μὲ εἰδικὰ
ἐπαγγέλματα). Ἕνας στοὺς ἑκατὸ ἐκκλησιάζεται. –Οἱ ἄλλοι; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Ποιούς
ὅμως νὰ κλάψω; ἐκείνους ποὺ ἀπουσιάζουν, ἢ αὐτοὺς ποὺ εἶνε παρόντες μὲν τῷ
σώματι ἀλλ᾿ ἀπόντες τῷ πνεύματι; ἂν τοὺς ρωτήσῃς τί εἶπε ὁ ἀπόστολος, δὲν
ξέρουν. Ποῦ εἶν᾿ ἐκείνη ἡ ἐποχή, ποὺ ἔμπαιναν στὴν ἐκκλησία ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι
καὶ ἔνιωθαν τὴ λειτουργία! Ἐγὼ γνώρισα ἀγράμματο τσοπᾶνο ποὺ ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω τὴ
θεία Λειτουργία, τὸ «Πιστεύω» κ.τ.λ.. Σήμερα γραμματισμένοι, μ᾿ ἕνα μάτσο
διπλώματα, δὲν ξέρουν νὰ σοῦ ποῦν ἕνα ῥητὸ τῆς ἁγίας Γραφῆς· κι ὅταν ἔρθουν στὴν
ἐκκλησία, ἄλλος κοιτάζει τὸν πολυέλεο, ἄλλος χαζεύει, ἄλλος βλέπει τὸ ῥολόι, ἄλλος
ξύνεται· δὲν ὑπάρχει ἐνδιαφέρον.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, κάτι εἶνε καὶ τὸ ὅτι ἔρχονται. Ἀλλὰ ἔρχεται μόνο τὸ ἕνα ἑκατοστό.
Οἱ ἄλλοι; Ἡ διαγωγή τους εἶνε ἀγενής, ὅπως τῶν καλεσμένων τῆς σημερινῆς παραβολῆς.
Κάποιος, λέει, ἔκανε δεῖπνο. Τὰ ἑτοίμασε ὅλα καὶ κάλεσε πολλοὺς στὸ τραπέζι. Ὁ ἕνας
εἶπε· –Ἀγόρασα χωράφι καὶ πάω νὰ τὸ δῶ· δὲν θὰ ἔρθω… Ὁ ἄλλος ἦταν ζῳέμπορος. –Ἀγόρασα,
λέει, πέντε ζευγάρια βόδια· πρέπει νὰ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω… Ὁ ἄλλος ἦταν νιόπαντρος
καὶ λέει ἀδιάντροπα· –Ἐγὼ θὰ πάω νὰ γλεντήσω μὲ τὴ γυναῖκα μου· ἄφησέ με ἥσυχο…
Ὅλοι τους τραβήχτηκαν, τὸν ἄφησαν, καὶ οἱ θέσεις ἔμειναν κενές. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης
κάλεσε ἄλλους καὶ συμπλήρωσε τὰ κενά.
* * *
Κάτι τέτοια προφασίζεται κι ὁ καθένας ἀπ᾿ αὐτοὺς
ποὺ ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Ὁ ἕνας, γιατὶ ἀποβραδὶς ξημερώθηκε παίζοντας
χαρτιά· ὁ ἄλλος γιατί, ἂν εἶνε καλοκαίρι, παίρνει τὸ αὐτοκίνητο καὶ πάει γιὰ
κολύμπι… Εἶπα καὶ ἄλλοτε τὸ παράδειγμα τοῦ Μπράουν, ἐκείνου ποὺ ἀνακάλυψε τοὺς
πυραύλους. Εἶχε πάει νὰ παραθερίσῃ στὴ Μύκονο μὲ τὴ γυναῖκα του. Τὴν Κυριακή, ὅταν
χτύπησε ἡ καμπάνα, ἐνῷ οἱ ἄλλοι πῆγαν στὴν παραλία, αὐτὸς πῆγε στὴν ἐκκλησία.
Τὸν ρώτησαν· –Πᾷς ἐσὺ στὴν ἐκκλησία; –Ἀπὸ παιδὶ πιστεύω στὸ Θεό· καὶ τώρα ἀκόμη
πιὸ πολύ, γιατὶ εἶδα τὸ Θεό μέσα στὰ ἔργα του!…
Κι ἂν ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, ἀδειάσουμε τὴν ἐκκλησία, δὲν μᾶς ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός.
Δὲν χρειάζεται ἀνθρώπους ποὺ ἔρχονται νὰ ἐκκλησιαστοῦν μὲ τὸ ζόρι. Παρατηρῶ ὅτι
μερικὲς φορές, ἐνῷ βγαίνουν τὰ ἅγια, κάποιοι ἐκείνη τὴν ὥρα ἔρχονται. Ἐὰν ἐφαρμοσθῇ
τὸ κανονικὸ δίκαιο, πρέπει νὰ μὴν ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος. Λέω νὰ τὸ κάνω κάποτε·
ἀλλὰ ξέρω, θὰ σηκωθοῦν ὅλοι νὰ φωνάζουν. Κανονικῶς, μὲ τὸ «Εὐλογημένη ἡ
βασιλεία…» πρέπει ἡ ἐκκλησία νὰ κλείνῃ, ὅσο λίγοι κι ἂν ἔχουν ἔρθει. Πέντε;
πέντε! Ὄχι νά ᾿ρχεται ὁ καθένας ὅποτε θέλει. Στὸν κινηματογράφο ἢ στὴ δεξίωσι δὲν
πηγαίνουν ὅποτε νά ᾿νε, ἀλλὰ στὴν ὥρα τους. Στὸ ναό; Αὐτὴ εἶνε ἡ τιμὴ ποὺ ἀποδίδουμε
στὸ μεγαλοδύναμο Θεό; Γίναμε ἀσεβέστατοι. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ὁ Θεός· ἐμεῖς
Τὸν ἔχουμε ἀνάγκη. Ὁ ἥλιος δὲν ἔχει ἀνάγκη τὰ δέντρα, τὰ δέντρα ἔχουν ἀνάγκη τὸν
ἥλιο· κ᾿ ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη τὴ θρησκεία. Μεγάλοι καὶ μικροί, κι ὁ ἀσπρομάλλης
γέρος καὶ τὸ μικρὸ παιδί, κι αὐτὸς ποὺ εἶνε στὴν κορυφὴ τοῦ ἀξιώματος κι ὁ
στρατιώτης, ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἔχουμε ἀνάγκη τὸ Θεό. Καὶ ἐνῷ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε
τίποτα νὰ προσθέσουμε στὴ μεγαλωσύνη Του, ἐμεῖς χρειαζόμαστε Ἐκεῖνον καὶ τὴν Ἐκκλησία
του. Ἀνοῖξτε τὴν ἱστορία νὰ δῆτε. Πεντακόσα χρόνια, ποὺ περάσαμε σκλαβωμένοι,
ποιός κράτησε αὐτὴ τὴν ἔρημη καὶ μαρτυρικὴ φυλή, ποιός παρηγόρησε αὐτὸ τὸ λαό;
Ἡ θρησκεία καὶ μόνο ἡ θρησκεία. Φέσια θὰ φορούσαμε ἀκόμα, ἂν δὲν ἦταν ἡ ἁγία
μας Ἐκκλησία. Δὲν τὰ λέμε ἐμεῖς, τὰ λένε οἱ ξένοι. Καὶ τὸ 1943, ποὺ ἤμουν κ᾿ ἐγὼ
στὴ Φλώρινα, καὶ ἀκουγόταν νὰ χτυπᾷ ἡ μπόττα τοῦ Γερμανοῦ κ᾿ ἦταν σκλαβιὰ καὶ ἐρημιά,
ποιός παρηγόρησε τὸ λαὸ καὶ ποιός τὸν κράτησε ὄρθιο; Ἡ θρησκεία τῶν πατέρων
μας. Καὶ πάντοτε ἡ θρησκεία.
Τὴ χρειαζόμαστε τὴ θρησκεία. Κι ἂν ἔρθῃ μέρα ποὺ θὰ σβήσουμε τὴ θρησκεία τῶν
πατέρων μας, θά ᾿νε καταραμένη. Ἂν ἡ θρησκεία φύγῃ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, δὲν θὰ χαθῇ·
θὰ πάῃ στὴν Οὐγκάντα, θὰ πάῃ στὰ ἄκρα τῆς γῆς. Ἐμεῖς θὰ ζημιωθοῦμε. Ὅπως
χρειάζεσαι τὸ νερό, τὸ ὀξυγόνο, τὸ ψωμί, τὸ φάρμακο, ἔτσι καὶ παραπάνω ἀπ᾿ αὐτὰ
χρειάζεσαι τὴ θρησκεία. Θὰ τὸ νιώσῃς ὅταν πλησιάσῃ ἡ τελευταία ὥρα· τότε θὰ πῇς
«Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ
ὑποκαταστήσῃ τὴ θρησκεία· οὔτε ἡ φιλοσοφία, οὔτε ἡ ἐπιστήμη, οὔτε ἡ τέχνη, οὔτε
τίποτ᾿ ἄλλο. Ἡ θρησκεία δὲν ἔχει ὑποκατάστατα. Ξέρετε πῶς μοιάζει; σὰν κάποιος
νὰ διψᾷ, καὶ νὰ θέλῃ νὰ σβήσῃ τὴ δίψα του μὲ ἁλμυρὸ νερὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα· ἡ
δίψα δὲν σβήνει, θὰ διψᾷ περισσότερο. Ἁλμυρὴ θάλασσα εἶνε ἡ παρὼν κόσμος. Πιὲς
ἀπὸ τὸ χρῆμα, πιὲς ἀπὸ τὶς διασκεδάσεις, πιὲς ἀπὸ γυναῖκες, πιὲς ἀπὸ γλέντια,
πιὲς ἀπὸ ἐπιστήμη…· περισσότερο θὰ διψάσῃς. Μόνο ἡ ἁγία μας θρησκεία ἔχει τὴ
δύναμι νὰ ξεδιψᾷ τὸν ἄνθρωπο, νὰ τοῦ δίνῃ τὴ χαρά.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ὁ Χριστὸς μᾶς προσκαλεῖ. Ὄχι ἀπὸ
δική του ἀνάγκη, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ δική μας ἀνάγκη. Μὴν ἀρνηθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς
τὴν πρόσκλησι. Ἂς ἀνταποκριθοῦμε μὲ προθυμία κι ἂς τρέξουμε στὸ δεῖπνο τῆς
θείας λειτουργίας. Κ᾿ ἐκεῖ νὰ σταθοῦμε μὲ προσοχή. «Ὅσοι πιστοί!» (θ. Λειτ.).
Δὲν μᾶς ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός. Προτιμότερο νὰ προσεύχωνται δέκα εὐσεβεῖς παρὰ ὅλος
ὁ κόσμος τῶν ἀσεβῶν. Ἂν πᾶτε σὲ συνάξεις αἱρετικῶν, θὰ τοὺς δῆτε ὅλους ἐκεῖ οἰκογενειακῶς.
Κ᾿ ἐσεῖς, ὀρθόδοξοι γονεῖς, ὁδηγῆστε καὶ τὰ παιδιά σας στὸ ναό. Γιατὶ παιδὶ ποὺ
δὲν πιστεύει στὸ Θεό, μεθαύριο θὰ γίνῃ τεντυμπόης, θὰ σοῦ σπάσῃ τὸ κεφάλι καὶ θὰ
τινάξῃ στὸν ἀέρα τὸ σπίτι σου.
Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ θρησκεία. «Ὅσοι πιστοὶ» στὴ θρησκεία τῶν πατέρων μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου