Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Το λειτούργημα του Αποκρισαρίου - Αριστείδη Πανώτη

Το λειτούργημα του Αποκρισαρίου 

Αφιέρωμα στα ονομαστήρια του νέου Αποκρισαρίου του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Αθήνα, Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Αμφιλοχίου 

Από τον καθηγητή Αριστείδη ΠανώτηΜ.Ιερομνήμονα, ιστορικό-συγγραφέα -  στο Amen.gr 

 Με την πρόνοια και την απόφανση του Παναγιωτάτου Πατριάρχου μας κ. Βαρθολομαίου και της περί Αυτόν Aγίας και Ιεράς Συνόδου επανασυνεστήθη πρόσφατα η αρχαία διακονία της Εκκλησίας  του Αποκρισαρίου ή Αποκρισιαρίου για τη σύσφιξη των σχέσεων του σεπτού Οικουμενικού Θρόνου με την έντιμη Ελληνική Πολιτεία με σκοπό την διμερή επίλυση των κατά καιρούς εκκλησιαστικών προβλημάτων. Στην αρχαιότητα το λειτούργημα αυτό  διεξάγονταν επίσημα από  διαπιστευμένα πρόσωπα μεταξύ του διοικητικού κέντρου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και των επαρχιών της, απ' όπου διαβιβάζονταν οι εντολές του και για να επιστρέφουν τα αιτήματα της περιφέρειας προς την κεντρική εξουσία και έτσι με το διάλογο να προάγονται οι ομαλές σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών και να προστατεύεται η ομόνοια και η ειρήνη. 

Η «διαπίστευση» αυτή ειδικών απεσταλμένων κρίθηκε αναγκαία  και από τα αρχαία αποστολικά κέντρα της Εκκλησίας των μεγαλουπόλεων της Ρώμης, της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας,  ώστε αυτά να συντηρούν μεταξύ τους αδελφικές και αρμονικές διεκκλησιαστικές σχέσεις. Όταν ο Μ. Κωνσταντίνος κατέστη μονοκράτορας και μετέφερε το διοικητικό κέντρο  της Αυτοκρατορίας από τη Παλαιά Ρώμη στη Νέα Ρώμη,  χρειάστηκε και η  Εκκλησία τέτοιο αξίωμα «μεσολαβητή» για την επικοινωνία του νέου αυτού θεσμικού κέντρου της Κωνσταντινουπόλεως μετά  των άλλων αποστολικών κέντρων της τότε Οικουμένης. Στα τέλη του 4ου αιώνα συνοψίζεται πλέον στη Νέα Ρώμη η  αποστολική κληρονομιά από τη Θράκη και τον Πόντο  με εκείνη της Εφέσου και της Καππαδοκίας και αναγορεύεται συνοδικά σε δευτερόθρονο Πατριαρχείο στην εσχατιά τότε της Ευρώπης και είναι τόσο ταχεία η εξέλιξή του που  σε λίγα χρόνια ανυψώνεται πάλι συνοδικά  σε «ισότιμη και ισόκυρη θεσμική πηγή» της Μίας Εκκλησίας με το πρωτόθρονο Πατριαρχείο της Πρεσβυτέρας  Ρώμης (451). Εξ αυτού, και το  Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως απέκτησε ιδιάζουσα σημασία για τη διεκπεραίωση όλων των εκκλησιαστικών ζητημάτων από Αποκρισαρίους (Δελεγάτους) που ήταν οι «οφθαλμοί» της θεσμικής Καθέδρας τους.  Η προσφορά των Αποκρισαρίων κωδικοποιείται στα χρόνια του Ιουστινιανού (535) και  των  διαδόχων του,  όπως φαίνεται από τα συνοδικά πρακτικά και έγγραφα που σχολίασε η διεθνής  βιβλιογραφία, η οποία και ανέδειξε σπουδαίες προσωπικότητες στη ζωή της Εκκλησίας. Όσοι χρημάτισαν Αποκρισάριοι, απέκτησαν τόσο πολύτιμες γνώσεις και κανονικές εμπειρίες από τα πρόσωπα που συναναστράφηκαν και τα γεγονότα που έζησαν, ώστε η  παρακαταθήκη τους αυτή να βοήθησε στην εξέλιξή τους μέσα στην Εκκλησία.  Παράδειγμα οι δύο πρώην Αποκρισάριοι: ο ένας εκ της Παλαιάς Ρώμης που στάλθηκε στη Νέα Ρώμη και αναδείχθηκε μεγάλος πάπας, ο Γρηγόριος ο Διάλογος  και ο Αλεξανδρινός διάκονος Ανατόλιος που αναγορεύθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης. Στη  θετική  συμβολή  των Αποκρισαρίων οφείλεται και η άρση πολλών παρεξηγήσεων μεταξύ των Θρόνων της Δύσεως και της Ανατολήςστο διάστημα από τον  Ε΄ μέχρι τον Η΄ αιώνα. Σ' αυτούς  οφείλεται και η βυζαντινή επιρροή στη Καθέδρα της Ρώμης επί των  ελληνογενών Παπών μέχρι τον τελευταίο πάπα Ζαχαρία (701-752) που πρόσφατα μελέτησε  ο  Ανδρέας Οικονόμου.
  Όμως η Ρωμαϊκή Καθέδρα διέπραξε το σφάλμα να περιτειχίσει εαυτήν  στη  μονοκρατορική αντίληψη της Πέτρειας ενότητας της Εκκλησίας κατά τη δεύτερη χιλιετία και γι' αυτό  οι επανειλημμένα διεξαχθέντες διάλογοι δεν απέδωσαν τους προσδοκόμενους  καρπούς. Εξ αυτού η Καθέδρα της Νέας Ρώμης μεταβλήθηκε  σε «αμυντήριο Ορθοδοξίας» εν μέσω μεγάλων και μακρών τραγικών περιπετειών, που υπέστησαν οι λαοί της Ανατολής από τις εκ της Δύσεως ετερόδοξες βίαιες παρεμβολές και από τις αλλόθρησκες βάρβαρες κατακτήσεις των εδαφών της.  Όμως η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ποτέ δεν έπαυσε να διακονεί  την ενότητα στην Ανατολή και να διευκολύνει τις μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών σχέσεις, με τη στήριξη των Σταυροπηγιακών μονών της και με την προστασία των Μετοχίων και δια των Εξάρχων των αδελφών Εκκλησιών για να κρατύνει τη  ζωντανή επικοινωνία με τα απομακρυσμένα εκκλησιαστικά κέντρα. Αυτά βεβαιώνονται από τις αναρίθμητες συνοδικές Πράξεις (τα Acta) και τις κανονικές διατάξεις που σώθηκαν και δημοσιεύθηκαν.
  Στο πέρασμα των αιώνων και με την συμφωνία των Συνοδικών Πατέρων όλων των Οικουμενικών και τοπικών Συνόδων και με τις διαχρονικές πράξεις όλης της Εκκλησίας αναγνωρίστηκε ως Θεσμός ίδιας πνευματικής συντεταγμένης οντότητας το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η  δύναμη και η  εξουσία του είναι  απόλυτα διακριτές από την ισχύ κάθε άλλης κρατικής οντότητας, που εύκολα μεταλλάσσεται από τις ιδεοληψίες των ανθρώπων. Η περιπετειώδης διαδρομή του εν μέσω σκληρών διωγμών και εξωτερικών πολέμων και αιρετικών  διχασμών και σχισμάτων αποδεικνύει πόσο θεοσύστατο είναι. Δεν  χρειάζεται τη κρατική δύναμη και την ανθρώπινη  χορηγία για να «μεγαλύνεται εν τοις εκκλησιαστικοίς πράγμασι»! Εξ αυτού παραμένει ασυμβίβαστο στην προστασία των κανονικών δικαιωμάτων του και γίνεται αμετακίνητο στις θέσεις του και αυστηρό σε εκείνους που  παρερμηνεύουν  το πνεύμα των  ιερών κανόνων για να στηρίξουν αδηφάγες ορέξεις αρπαγής των προνομίων του. Η Ιστορία μαρτυρεί ότι μόνον μεταξύ του 17ου και του 19ου αιώνα, το Φανάρι εξέλεξε δύο (2) Πατριάρχες στην Αλεξάνδρεια, έξη (6) Πατριάρχες στην Αντιόχεια και ένδεκα (11) Πατριάρχες στα Ιεροσόλυμα,  οι οποίοι και  ανανέωσαν τη τοπική Ιεραρχία τους! Έτσι ο Θεσμός αυτός απέδειξε πως δεν είναι ούτε τιμητικός, όπως νομίζουν μερικοί,  ούτε και άμοιρος περιεχομένου. Επίσης,  η ιστορική μνήμη μας πληροφορεί ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο προϋπάρχει στην Κωνσταντινούπολη πάσης άλλης εγκόσμιας κρατικής οντότητας, όπως είναι της Ελλάδος, κατά  1780 χρόνια από τη σύστασή της  Νεοελληνικής Πολιτείας το 1830 και έχει οργανωθεί στη Πόλη 1072 χρόνια πριν τη σύσταση το 1299 στη Προύσα του  πρώτου τουρκικού Οσμανικού κράτους ! 
Μετά το 1453 η δεύτερη μεγάλη δοκιμασία του Οικουμενικού Θρόνου προέκυψε μετά τα  γεγονότα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη τραγική  Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Η αναγκαστική  μετακίνηση του Κλήρου και του λαού εκ των  Θρακικών και Μικρασιατικών εδαφών της Ανατολής και ο διασκορπισμός τους μέσα στην ελεύθερη ελληνική επικράτεια μετέβαλε εντελώς το εν Ελλάδι εκκλησιαστικό status και η χορηγηθείσα εκεί το 1850 «αυτοκεφαλία» έγινε μία των διοικήσεων της ελληνικής επικράτειας. Κατά το Κανονικό Δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας αυτή πλέον συνυπάρχει με τις διοικήσεις της Κρήτης (1900), του Αγίου  Όρους (1913),  των πατριαρχικών επαρχιών της Βορείου  Ελλάδος και των νήσων (1918-1923) και των Δωδεκανήσων (1946) μέσα στη δικαιοδοσία του κλίματος της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.  Η αυτοκεφαλία αυτή μάλιστα από το 1928 στην πραγματικότητα συνδιοικείται μετά των Νεοχωριτών  ιεραρχών που οι επαρχίες τους υφίστανται από  αμνημονεύτους χρόνους στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη  Θράκη και στα νησιά  του Αιγαίου! Αυτή η πολυμορφία διοικήσεως υφίσταται,  όπως λέγεται μόνον για «εθνικούς λόγους», επειδή η Καθέδρα του Θεσμικού Κέντρου της Εκκλησίας μας για κανονικούς και διεθνείς λόγους παραμένει εκτός των σημερινών συνόρων της Ελλάδος.  Από τους ιερούς όμως κανόνες  και τη διαχρονική παράδοση  ο ελληνικός λαός συνειδητά γνωρίζει ότι ο Πρώτος πνευματικός Πατέρας του Γένους μας  είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης που εδρεύει στη Κωνσταντινούπολη και του οποίου το κύρος και τη τιμή κανείς ποτέ  δεν μπόρεσε ποτέ  να το αλλοιώσειαπό φθηνό εθνοκεντρισμό.
Το Πατριαρχείο μας από τα μέσα του 19ο αιώνα γνωρίζει τους κινδύνους εκτοπίσεώς του από την οικουμενική ευθύνη του,  δια μέσου εξάψεως των εθνικισμών και των φυλετισμών και φρόντισε να οργανώσει την υπεράσπιση των Προνομίων του μέσα στην οθωμανική επικράτεια όπως έπραξαν και οι δυτικοι ετερόδοξοι με τις Διομολογήσεις  και ζήτησε ισχυρή προστασία από το  ομόδοξο κράτος της Ρωσίας. Ο τσάρος δέχθηκε το αίτημα του Οικουμενικού Θρόνου το 1881 και παραχώρησε στη Μόσχα το Μετόχι του Αγίου Σεργίου. Η τότε τσαρική προθυμία δεν έδειξε τον στενόψυχο επαρχιωτισμό και καχυποψία ομογενών μήπως μειωθεί η εξουσία του τοπικού επισκόπου και τα εισοδήματά του! Από αυτό το Μετόχι διήλθαν προσωπικότητες ηγουμένων μεταξύ των οποίων ήταν ο Ιάκωβος ο Βατοπεδινός. Για τη μελέτη της προσφοράς αυτού του Μετοχίου πολλά κατέθεσε στη διατριβή του ο «κανόνας» της πραότητος και της φιλεργίας Σεβ. μητροπολίτης Μύρων Χρυσόστομος Καλαϊτζής ο Ίμβριος. Ο αρχιμανδρίτης Ιάκωβος διορίστηκε από τον πατριάρχη Νεόφυτο Η΄ και Αποκρισάριος του Οικουμενικού Θρόνου και  διαβίβαζε από το 1894 στο Φανάρι εκθέσεις όχι μόνο για τα συμβαίνοντα  στην αυτοκρατορική  Εκκλησία, αλλά και τα κρύφια της μέχρι τη πτώση του τσαρισμού. Η πληροφόρηση του Φαναρίου εκείνες τις ζοφερές ημέρες της Επαναστάσεως ήταν πολύτιμη και αφορούσε στην «τριχοτόμηση» της εκεί Εκκλησίας ενώ στάθηκε σπουδαία για τη στήριξη της κανονικότας του πατριάρχη Τύχωνα και την αντιμετώπιση των  ακάνονων εκτροπών  που απειλούσαν την ενότητα της Ορθοδοξίας.  Συνδέονται δε, άμεσα με τη σύγκληση του  «Συνεδρίου  της Κωνσταντινουπόλεως» από τον πατριάρχη Μελέτιο Δ΄ που οι οτρηρές υποδείξεις του ταρακούνουν τους κατά καιρούς ξέφρενους  «ζηλωτές».  Η προσφορά του Ιάκωβου παρακίνησε τον Μελέτιο Δ΄ να σκεφθεί πόσο απαραίτητη είναι η αποστολή  Αποκρισαρίου και στην Ελλάδα, δεδομένης της τότε εκεί μεγάλης εκκλησιαστικής αναταρταχής  εκ της  εμπλοκής ιεραρχών της  αυτοκεφαλίας στο σκάνδαλο  του «Αναθέματος» και  των καθαιρέσεων και των γενομένων χειροτονιών άνευ προέδρου της Προκαθημένης Συνόδου,  που επιτάσσει  ο Τόμος του 1850. 
  Ο ρηξικέλευθος πατριάρχης Μελέτιος Δ΄  επιληφθηκε της εν Ελλάδι τότε ανώμαλης εκκλησιαστικής καταστάσεως και συνέστησε με πατριαρχική και συνοδική απόφαση τον Δεκέμβριο του 1922,  κατά το από αιώνων προνόμιό του: «Την πρώτη Διαρκή και μόνιμον Αντιπροσωπείαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής των εκκλησιαστικών υποθέσεων του όλου κλίματος του Θρόνου στην ελεύθερη χώρα» (Αριθμ πρωτ. 382). Με σχετικό πιττάκιο  ανακοίνωσε στον εξ Αϊδινίου πρόσφυγα μητροπολίτη Εφέσου Χρυσόστομο Χατζήσταύρου τον διορισμό του σε Αποκρισάριό του πλησίον της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Πρώτη πατριαρχική εντολή ήταν: «να επικοινωνήσει μετά των εκλεγέντων αρχιερέων απροκριμάτιστα, ως απόλυτα κανονικών ιεραρχών της Αυτοκεφάλου Διοικήσεως», παρά τη δημοσιευθείσα ιεροκανονική γνωμοδότηση του μητροπολίτη Κυζίκου Καλλινίκου Δεληκάνη στο περιοδικό του Πατριαρχείου «Εκκλησιαστική Αλήθεια», που υπερασπιζόταν την ακρίβεια της εντολής του Τόμου του 1850 για την κανονική συγκρότηση της Συνόδου ως Αρχής στην  Ελλάδα. Τότε όλοι εκ του Φαναρίω υποδείκνυαν την καταλληλότητα για τον  θρόνο των Αθηνών της μέγιστης εκκλησιαστικής και εθνικής υποψηφιότητος του Ιωαννίνων Γερμανού Καραβαγγέλη και όχι άπειρο ιεράρχη υπάκουον σε προσωπικές απόψεις ή  αλλότριες  παρεμβάσεις, όπως συνέβη από το 1852 μέχρι το 1905 που συνέβησαν τόσα σκάνδαλα!  Σε  εκτέλεση αυτής της πατριαρχικής  εντολής ο Εφέσου «απροκριμάτιστα» παρίσταται ως Αποκρισιάριος του Οικουμενικού  Θρόνου, στη χειροτονία και την ενθρόνιση ως μητροπολίτη Αθηνών του καθηγητή αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Παπαδόπουλου. Και το ελληνικό κράτος τον τιμά ως πρεσβευτή Α΄ τάξεως, κατά το διεθνές διπλωματικό πρωτόκολλο, για την εκπροσώπηση του Οικουμενικού Πατριάρχη, ως «Αρχηγού» Θεσμού, ισοδύναμου με κράτος. Ο Εφέσου επιδιώκει τη σύσφιξη των διαταραγμένων σχέσεων με την διχασμένη ελλαδική Αυτοκεφαλία και μεταξύ των καλών υπηρεσιών του διαβιβάζει το αίτημα της Συνόδου των Αθηνών στο Φανάρι να διορθωθούν  οι εκκλησιαστικοι τίτλοι που αυθαίρετα υποβάθμισε η Βαυαροκρατία από το 1833. Για το θέμα αυτό επιλήφθηκε ο πατριάρχης Μελέτιος Δ΄,  μόλις βεβαιώθηκε  για τη διασφάλιση της μονιμότητας του Πατριαρχείου στη Κωνσταντινούπολη με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης.
   Στις 2/19 Ιούλιου του 1923 ο Πατριάρχης ως η κυρίαρχη πηγή  και της ελλαδικής αυτοκεφαλίας αποδέχθηκε το αίτημα των  ελλαδιτών αρχιερέων και με πιττάκιό του αναγνωρίζει ότι: « Ο μεν Πανιερώτατος και Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αθηνών και Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος θα τιτλοφορείται εφεξής Μακαριώτατος Μητροπολίτης Αθηνών, Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Ελλάδος, πάσαι δε αι επισκοπαί εν τω κράτει ονομάζονται Μητροπόλεις, και οι εν αυταίς αρχιερατεύοντες τιτλοφορούνται μητροπολίται».  Όμως στον Αθηνών δεν ήρεσε η κανονική διατύπωση της αποφάνσεως αυτής  και αυτόβουλα την τροποποιεί!  Κράτησε το «Μακαριώτατος» για να προσομοιάζει με τους Προκαθημένους της Κύπρου και της Καντουαρίας και αντικατέστησε το μητροπολίτης με το «αρχιεπίσκοπος» και στη συνέχεια απάλειψε το «Έξαρχος», για να μη υπενθυμίζει τίποτα από τον προ του 1833 κανονικό τίτλο του μητροπολίτη Αθηνών, που τότε  φημιζόταν ως «Έξαρχος της Στερεάς Ελλάδας» που έφθανε μέχρι τη Βοιωτία, γιατί από τον Σπερχειό και επάνω Έξαρχος της Θεσσαλίας ήταν ο Λαρίσης! Αυτά ήταν το προανάκρουσμα των σκέψεών του Αθηνών που επεδίωκε να αποκτήσει τιμή Προκαθημένου έναντι της Προκαθημένης Συνόδου του Τόμου της αυτοκεφαλίας του 1850, κατά τις  αστήρικτες αντιλήψεις του περί «αποσβέσεως του Φαναρίου», που καταγράφονται στα συνοδικά Πρακτικά των Αθηνών και προκάλεσαν τις σφοδρές αντιδράσεις συνοδικών. Αυτές  σύντομα ανατράπηκαν από τον πατριάρχη  Γρηγόριο Ζ΄, που το 1924  «αναδιοργάνωσε τις Μητροπόλεις του Θρόνου στις Νέες Χώρες»  και από τη Δικτατορία του Παγκάλου,  που «ανέτρεψε το οργανωτικό σχήμα που αρχιτεκτόνησε ο ίδιος ως ιστορικός το 1923» και επανέφερε την Οθωνική νομοθεσία του 1852, αυτή που ίσχυσε κατά την Μεταπολίτευση του 1926 και παρατάθηκε από την Οικουμενική Κυβέρνηση Ζαΐμη. Η αποστολή του Εφέσου Χρυσοστόμου ως Αποκρισαρίου, κατά γενική ομολογία,  εκπληρώθηκε με ενθουσιώδη φιλογένεια και επαινετή τόλμη, αλλά και με σοφή διάκριση και  βαθειά γνώση των εκκλησιαστικών πραγμάτων μέχρι την τελική εγκατάστασή του στη μητρόπολη Καβάλας (μετά Φιλίππων)  με εκλογή και απόφανση του πατριάρχου Γρηγορίου Ζ΄ τον Οκτώβριο του 1924.
  Τον διάδοχό του επέλεξε ο γεραρός  πατριάρχης Βασίλειος Γ΄, ο οποίος είχε γνώση προσώπων και καταστάσεων στις κατά τόπους Εκκλησίες και εγνώριζε την ομόθυμη επιθυμία τους για στενή επικοινωνία με τη πηγή της κανονικότητος της Εκκλησίας. Εξ αυτού και ενίσχυσε την παρουσία των «Αποκρισαρίων» του στις Εκκλησίες της Ανατολικής Ευρώπης για τον στενώτερο σύνδεσμο των Ορθοδόξων με το ιερό Κέντρο της Ορθοδοξίας. Έτσι, διόρισε  εκπρόσωπό του στην Αθήνα, στις 31 Ιουλίου 1926, τον μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο Φιλιππίδη και σε διαδοχή του Ιακώβου Βατοπεδινού που απεβίωσε απέστειλε στη Μόσχα τον αρχιμ. Βασίλειο Δημόπουλο.  Στη Βαρσοβία απέστειλε τον επίσκοπο Τραχείας Αλέξανδρο, καθώς και τον αρχιμ. Τιμόθεο Ευαγγελινίδη στο Βουκουρέστι. 
  Ο νέος Αποκρισάριος στην Αθήνα, ο Τραπεζούντος Χρύσανθος ήταν μιά προσωπικότητα με συστηματικές  σπουδές στη Χάλκη και στην Λειψία, αλλά και  με μεγάλη γλωσσομάθεια. Η εκκλησιαστική μόρφωσή του ήταν ευρύτατη όπως φαίνεται από τα δημοσιεύματά του στην «Εκκλησιαστική Αλήθεια».  Αλλά και η εμπειρία του επί των θεμάτων και πραγμάτων της Εκκλησίας σπάνια. Οι  αγώνες του για τα δίκαια της Ποντιακής Ρωμιοσύνης προκάλεσαν την καταδίκη του σε θάνατο από τους Τούρκους εθνικιστές. Κατά την εγκατάστασή του στην Αθήνα, μετά την Καταστροφή, τον απασχόλησαν τα προσφυγικά ζητήματα των Ποντίων και η συγκέντρωση και διαφύλαξη των ιερών κειμηλίων εκ της Ανατολής. Με τις επαφές με τον πολιτικό κόσμο απέκτησε βαθύτατη εκτίμηση και ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος τον κατέστησε στενό σύμβουλό του ως ειδήμονα στα εκκλησιαστικά. Όταν ο Πατριάρχης Βασίλειος Γ΄ του αναθέτει την εκπροσώπησή του στο ελληνικό κράτος συγκέντρωσε τα πυρά των παλαιοελλαδιτών που διεκδικούσαν  τις  Μητροπόλεις  των Ν. Χωρών.  Τη ζοφερότητα των ημερών εκείνων περιγράφει ο ίδιος ο  Αποκρισάριος  με γράμμα του προς την Πηνελόπη Δέλτα, προγιαγιά του σημερινού πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά: 
 «Είχα  και αγώνας δεινούς και μακρούς με το νομοσχέδιο της εκκλησιαστικής διοικήσεως των Νέων Χωρών. Η αντίδρασις  εκκλησιαστικών και πολιτικών κύκλων ήτο μεγάλη και εχρειάσθησαν μόχθοι και αγρυπνίαι δια να σπάσει η αντίδρασις και έσπασε και το νομοσχέδιον εψηφίσθη και εθριάμβευσεν η ευρυτέρα αντίληψις  εναντίον του ελλαδικού  πνεύματος  και η μεγαλοψυχία  κατά της μικροψυχίας. Και έτσι και άλλοτε  και εις αυτήν την περίπτωσιν  νοιώθω βαθειά τον Λέοντα τον Ίσαυρο που, όταν συνέτριψε την στενόψυχη επανάσταση των Ελλαδικού Κοσμά, εξήγγειλε με θρίαμβο: ευμένεια Χριστού...κατεβλήθη η των Ελλαδικών επανάστασις. Ετσι διευθετείται αυτό το μέγα εκκλησιαστικόν και  εθνικόν ζήτημα» (Βλ. Ξ. Λευκοπαρίδη, Αλληλογραφία της Π. Σ. Δέλτα (1906-1940) . Αθήναι.  Εστία. 1956).
 Η εκκλησιαστική συγκρότησή του, η διαλεκτική ικανότητά του , η εμβριθής διαπραγματευτική  αντοχή και ικανότητά του και οι εν γένει ευγενής και χαρισματική  προσωπικότητα  του ως πατριαρχικού Αποκρισάριου,  ξένισε και τρόμαξε τους ελλαδικούς παράγοντες ηθισμένους στις κολακείες και στις ανθωπαρέσκειες και καλλιέργησε σύνδρομο της φοβίας για τη παρουσία πατριαρχικού Αποκρισαρίου στο ελληνικό κράτος. Μεταπολεμικά το 1950-51 ο πατριάρχης Αθηναγόρας διόρισε Αποκρισάριο τον από Βοστώνης Αθηναγόρα Καββαδά που μετατέθηκε στη Μητρόπολη Θυατείρων και μετά λόγω των Σεπτεμβριανών γεγονότων του 1955  τις  υποθέσεις του Πατριαρχείου εξυπηρέτησαν περιστασιακά οι έκτακτες αποστολές Εξαρχιών από το Φανάρι μέχρι που συνεστήθη το γραφείο εκπροσωπήσεως της Εκκλησιας Κωνσταντινουπόλεως στην Αθήνα, με κανονική απόφαση της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου και με πρώτο εκπρόσωπό του τον ακαδημαϊκό καθηγητή και διαπρεπή θεολόγο Σεβ. μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα. Μόλις πρόσφατα επελέγη ο Σεβ. μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Αμφιλόχιος Στεργίου ως νέος Αποκρισάριος πλησίον της Ελληνικής Πολιτείας με πατριαρχικό πιττάκιο.  Η εκλογή αυτή  ανανέωσε τον πανάρχαιο  δεσμό των Μεγαρέων με τον τόπο του Βυζαντίου,  όπου αιωνόβια καθεδρεύει η Μητέρα Εκκλησία. Με την ευκαιρία  των  ονομαστηρίων του ευχόμεθα όσοι προσβλέπουμε στην αφοσίωσή του προς τον Οικουμενικόν  Θρόνο,  πολυχρόνια καρποφορία  για τη στήριξη των  δικαίων της Εκκλησίας του Γένους μας, αλλά και προς ημέρευση του ενταύθα εκκλησιαστικού  φρονήματος και ιδίως προς οικοδομή  νηφάλιας εκκλησιαστικής Συνειδήσεως εν Ελλάδι. -
  Α.Π.
Φωτογραφίες
Ο μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος Χατζή-Σταύρου 

και ο μητροπολίτης Τραπεζούντος  Χρύσανθος Φιλιππίδης

οι δύο πρώτοι Αποκρισάριοι του Οικουμενικού Θρόνου πλησίον της Ελληνικής Πολιτείας. (1922-1941) εκλεγέντες και αρχιεπίσκοποι Αθηνών.



Πηγή: Amen.gr

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δεν γνώριζα τον θεσμό ούτε την ιστορία των δύο πρώην εκπροσώπων του Οικουμενικού στην Αθήνα. Διαβάζοντας τώρα κρίνω πως σωστά ενήργησε η Κωνσταντινούπολη. Ευχή μας να είναι ο νέος αυτός εκπρόσωπος να ομοιάσει στους προκατόχους του.

Ανώνυμος είπε...

Οι προσδοκίες να γίνουν πραγματικότητα ομαλής συνεργασίας.

Ανώνυμος είπε...

Καλά κάνει το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως να διαφυλάττει τα δίκαια του. Από ετών θα έπρεπε να έχει πληρωθεί αυτή η θέση με αυτό τον σκοπό.