Η ιστορία της ανάστασης
του Λαζάρου έχει ένα δικό της μοναδικό σκηνικό. Συνήθως όταν ο Χριστός έπαιρνε
είδηση έναν ασθενή, ανταποκρινόταν αμέσως, αλλάζοντας μερικές φορές το αρχικό
του σχέδιο, για να μπορέσει να προσφέρει την ίαση.[1]
Το ίδιο έπραξε και στην περίπτωση του φίλου του, Λαζάρου. Πληροφορήθηκε την ασθένειά
του και άλλαξε το σχέδιό του, εις βάρος όμως του φίλου του. Η αλλαγή του
σχεδίου ήταν να παρατείνει για δύο επιπλέον ημέρες την παραμονή του στην πόλη
όπου βρισκόταν.[2] Το έπραξε
σκόπιμα, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η καθυστέρηση αυτή θα είχε τραγική επίπτωση
στη ζωή του φίλου του.
Τρία είναι τα κεντρικά πρόσωπα του 11ου κεφαλαίου του ευαγγελίου του Ιωάννη, του κεφαλαίου όπου περιγράφεται η ανάσταση του Λαζάρου. Η Μάρθα, η Μαρία και ο Λάζαρος, δύο αδελφές και ένας αδελφός. Ο Χριστός τους αγαπούσε ιδιαίτερα. Στην αρχή του κεφαλαίου, το μήνυμα που έρχεται για την ασθένεια του Λαζάρου ήταν: «Κύριε, αυτός που αγαπάς είναι ασθενής».[3] Η ιδιαίτερη αγάπη φαίνεται και προς το τέλος του κεφαλαίου, όταν οι Ιουδαίοι είπαν: «Δες πώς τον αγάπησε (τον Λάζαρο)».[4] Ήταν πλέον γνωστό ότι ο Χριστός ήταν πολύ κοντά στη Μαρία, τη Μάρθα και τον Λάζαρο. Υπήρχε μια ιδιαίτερη φιλία, μια ιδιαίτερη αγάπη.