Η παρέλαση της αυτοαναφορικότητας
Σήμερα παρήλαυναν τα παιδιά μας. Διέσχισαν καμαρωτά την οδό Αγίου Ανδρέου
κινούμενα ανάποδα της συνήθους καθημερινής ροής των οχημάτων. Ασύγγνωστος
συμβολισμός που θα διέφυγε στους ινστρούχτορες. (Μια νεολαία που βαδίζει
ανάποδα του συνήθους θα ήταν φοβερά επικίνδυνη!) Παρήλασαν σε μια πορεία που
οδηγούσε -παράλληλα προς το θαλάσσιο μέτωπο- στον ναό του πολιούχου. (Ας όψεται
η πολεοδομική συγκρότηση που άφησε χώρο γύρω από το ναό, αλλιώς ο δεύτερος
συμβολισμός θα ‘ταν επικινδυνότερος του πρώτου!)
Τα παιδιά μας παρήλασαν επ’ ευκαιρία (να κι η δοτική! Άλλο επικίνδυνο ολίσθημα)
της Εθνικής Επετείου. Με βήμα στρωτό αλλά κι ανεπιτήδευτο. Μακριά από το
ολόσωστο, πλήρως συντονισμένο βήμα που παραπέμπει σε άλλες καταστάσεις και
πρακτικές, αλλά με λεβεντιά, με δροσιά και με αίσθηση καθήκοντος μαζί.
Παρήλασαν με το βλέμμα ευθυτενώς συντονισμένο σηκώνοντας στις πλάτες τους την
ελπίδα μας σε ένα καλύτερο αύριο για τούτον τον τόπο. Και στα πεζοδρόμια, όλοι
εμείς, όπως ταιριάζει, τα χειροκροτήσαμε. Τα χειροκροτήσαμε μαζί με τους γονείς
τους, τους παππούδες και τις γιαγιάδες που τα μάτια τους έλαμπαν. Βλέπανε
μπροστά τους μετρήσιμο και απτό το αποτέλεσμα των κόπων τους.
Όλα ωραία και καλά λοιπόν; Κι ο τίτλος; Τι γυρεύει ο τίτλος πάνω σε τούτο το
σχεδόν αυτάρεσκο γραπτό; Ο τίτλος σημαδεύει μιαν έλλειψη. Μια σιωπή
εκκωφαντική. Πού ήταν η μουσική πριν την έναρξη της παρελάσεως; Πού
κρύφτηκε η Βέμπο, το άκουσμα των παιδικών μας χρόνων που με την μπάσα φωνή της
καμάρωνε -σαν άλλη μεσόκοπη μάνα- τους λεβέντες γιους της; Εκείνη που κορόιδευε
τον εχθρό, βάζοντας στον εξοπλισμό της έκφρασής της εκείνη την αδιόρατη
«χωριάτικη» προφορά στο «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» σαν να κορόιδευαν με τη
φωνή της τον Ντούτσε όλες οι ανίκητες γυναίκες της Πίνδου. Πού είναι αυτή που
αναστέναζε «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, με της νίκης τα κλαδιά να μας έρθετε
παιδιά» και κρατούσε στην κορώνα του τέλους του τραγουδιού όλη την
αναμονή της νίκης;;
Δεν χώρεσε η Βέμπο στο σημερινό εορτασμό της Πάτρας… Όπως δεν χώρεσε κι ο
εκφωνητής που δύο φορές το χρόνο, 28 και 25, Οκτώβρη και Μάρτη, επέμενε να μας
θυμίζει ξεχασμένες στην καθημερινότητα αλήθειες. Ναι, εκείνος που τα ‘λεγε
κάποτε πολύ μεγαλόστομα και ίσως στην πρώτη νιότη να μας ενοχλούσε. Εκείνος που
θύμιζε Θερμοπύλες, Σαλαμίνα, Μανιάκι και Τριπολιτσά κι έδινε πάσα στη γιαγιά
και στον παππού στο μεσημεριανό τραπέζι να διηγηθούν ιστορίες αντρειωσύνης στα
απορούντα ματάκια των παιδιών και των εγγονών.
Δεν χώρεσαν αυτά στο γιορτασμό μας! Μια μουσική εμβατηρίων παιάνιζε λιτά από τα
μεγάφωνα. Ως αναγκαία συνθήκη μέτρου στο βηματισμό. Μια παρέλαση
αυτοαναφορικότητας. Για έναν λαό που «δεν καταλαβαίνει» και «δεν ξέρει πού πατά
και πού πηγαίνει». Σαν να παρήλαυναν τα παιδιά μας μόνο για το εφήμερο
χειροκρότημα των αναγκασμένων από τη βιολογική σχέση γονιών τους.
Τη θέλω τη Βέμπο κύριε Δήμαρχε! Μου είναι απαραίτητη ως συνέχεια, ως ταυτότητα,
ως στόχος.
Δεν είναι δικαίωμά σας να μου τη στερείτε!
Γ. Δ. Μαρκάκης
4 σχόλια:
Αν η Σοφία Βέμπο θεωρείται passé (άρα όχι και το καλύτερο άκουσμα σε παρελάσεις) ας θυμηθούμε μερικές λεπτομέρειες από την ζωή της κι ας σκεφτούμε -όχι με συναισθηματικά ούτε με μουσικά, αλλά με ιστορικά και παιδαγωγικά κριτήρια- γιατί είναι άκρως απαραίτητο να ακούγεται η φωνή της στις εθνικές μας γιορτές αντάμα με τα ποιήματα του Βρεττάκου, του Ρίτσου, του Ελύτη και όλων εκείνων που με την τέχνη τους πολέμησαν «για όλου του κόσμου το κρασί, το φως και το τραγούδι».
Η Βέμπο έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της σε ένα διαμέρισμα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το Πολυτεχνείο: Στουρνάρη 49Α και Πατησίων. Η εντοιχισμένη πλάκα στην είσοδο (ή τέλος πάντων ό,τι έχει απομείνει ύστερα από τις συνεχείς επιθέσεις με μολότωφ) το αναφέρει.
Η Βέμπο λοιπόν, έζησε τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 73 από κοντά, πάρα πολύ κοντά. Και δεν αναφέρομαι στη γειτνίαση του σπιτιού της με το χώρο. Το βράδυ που τα τανκς μπήκαν στο Πολυτεχνείο, παρακολουθούσε από το μπαλκόνι της την εισβολή. Αμέσως κατέβηκε, άνοιξε την είσοδο της πολυκατοικίας και έκρυψε τους φοιτητές, τρομοκρατημένους και κυνηγημένους από την αστυνομία και το μάτι των ελεύθερων σκοπευτών, που έτρεχαν για να σωθούν. Η κίνησή της μαθεύτηκε και έτσι η Ασφάλεια χτύπησε το κουδούνι της. Η ίδια αρνήθηκε ότι συμβαίνει κάτι και οι ασφαλίτες αποχώρησαν - ποιος θα τολμούσε, άλλωστε, να πειράξει την τραγουδίστρια της Νίκης;
Μάλιστα, στην εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού για τη Σοφία Βέμπο που γυρίστηκε το 1976 στο σπίτι της στην οδό Στουρνάρη, ο δημοσιογράφος είχε επιβεβαιώσει τη συγκεκριμένη πληροφορία. Όπως είχε πει: «Αυτή ήταν η τελευταία σελίδα που έγραψε η Σοφία Βέμπο ακριβώς σαράντα χρόνια μετά από την αρχή της καριέρας της που είχε γίνει το 1933». Η τελευταία παράγραφος αυτής της σελίδας γράφτηκε λίγους μήνες μετά, όταν τραγούδησε στην εκδήλωση για την επάνοδο της Δημοκρατίας που έγινε στο Καλλιμάρμαρο, «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, / και τα τανκς γονάτισαν κείνη τη βραδιά…».
Η ίδια είχε γευτεί τη βία πολύ άσχημα, καθώς ήταν η πρώτη καλλιτέχνης που χτυπήθηκε, φυλακίστηκε, κυνηγήθηκε όσο κανείς άλλος άνθρωπος της τέχνης, όταν οι κατακτητές πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα το 1941.
Ένα βράδυ την πλησίασε ένας Ιταλός και την χτύπησε με σιδερογροθιά. Αργότερα της έστειλαν ένα ανώνυμο μήνυμα που έλεγε ότι τη χτύπησαν για να την παραμορφώσουν και έτσι να μην μπορεί να εμφανιστεί ξανά στο θέατρο. Τότε εκείνη απάντησε «θα τραγουδάω στο ραδιόφωνο».
Η ζωή της όμως είχε αλλάξει. Ιταλοί και Γερμανοί έμπαιναν συχνά στο σπίτι της και διέλυαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους για να την τρομοκρατήσουν. Τελικά τη συνέλαβαν και την έκλεισαν στις φυλακές Αβέρωφ. Μετά την αποφυλάκισή της στις 8/10/1942 μεταμφιεσμένη σε ηλικιωμένη φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή.
Υπ.
Καλά τα γράφεις αλλά υπάρχουν ιδεολογίες που καθοδηγούν τους κατά τόπους υπεύθυνους. Δεν πάω σε παρελάσεις αλλά δεν με εξέπληξε το κείμενό σας, ως προς την είδηση. Κατά τα υπόλοιπα συμφωνώ και ως προς την Βέμπο και την ανάποδη διέλευση.
Θα σας πω αυτό που άκουσα προχθές σε σχολική ομιλία. Ο εισηγητής αφού είπε διάφορες ανοησίες είπε μεταξύ των άλλων στα παιδιά «αν είχαν επικρατήσει οι Γερμανοί θα υπήρχε μόνο Μπούντεσλιγκα και όχι το Τσάμπιονς Λιγκ. Αυτό είναι το επίπεδο που επικρατεί.
Εύστοχο το άρθρο.
Γεννά σκέψεις και προβληματισμούς.
Ν.εανια.Σ
Συμφωνώ απόλυτα! Σωστή τοποθέτηση!
Π.Σ.
Δημοσίευση σχολίου