Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Χριστούγεννα - Παναγιώτης Νικ. Γκουρβέλος

Χριστούγεννα

Παναγιώτης Νικ. Γκουρβέλος

Ὁ Θεός ἒγινε ἂνθρωπος, ὣστε ὁ ἂνθρωπος νά μπορέσει καί νά ἀξιωθεῖ νά γίνει κατά χάριν Θεός. Σ΄ αὐτήν τή διατύπωση τῶν ἁγίων Πατέρων ἀνακεφαλαιώνεται καί συνοψίζεται ὃλο τό νόημα τῆς μεγάλης γιορτῆς πού πλησιάζει, τῆς γιορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Θά ἑστιάσω τήν προσοχή σας σέ δύο μόνο σημεῖα, σέ δύο παραμέτρους τοῦ κοσμοϊστορικοῦ γεγονότος τῆς Θείας ἐνσάρκωσης. Τό πρῶτο ἀπό αὐτά θά τό ὀνόμαζα μέ τόν τίτλο «χριστιανικός ὑλισμός». Τί ἐννοεῖται μ’ αὐτό;

               Σύμφωνα μέ τή μνημειώδη ρήση τοῦ ὓπατου τῶν φιλοσόφων, τοῦ Πλάτωνα: «Θεός ἀνθρώπῳ οὐ μίγνυται», δηλ. ὁ Θεός δέν μπορεῖ, εἶναι ἀδιανόητο νά ἒχει ὁποιανδήποτε σχέση μέ τόν κόσμο καί μέ τόν ἂνθρωπο. Κάτι τέτοιο θά ἀναιροῦσε τό μεγαλεῖο καί τήν ἀνυπέρβλητη δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί ὃμως, ὁ Θεός τοῦ Χριστιανισμοῦ, δέν εἶναι μόνον ὁ παντοδύναμος Κύριος, ἀλλά κυρίως καί πρό πάντων ὁ φιλάνθρωπος Πατέρας, πού ἀπό ἀγάπη γιά τό πλάσμα του, τόν ἂνθρωπο, κενοῦται, ὃπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀδειάζει ἀπό τήν θεϊκή του δόξα, ταπεινώνεται καί γίνεται ἂνθρωπος, κατά πάντα ὃμοιος μέ μᾶς πλήν τῆς ἁμαρτίας.

Ἀντί λοιπόν τοῦ ὑλιστικοῦ ἀθεϊσμοῦ πού ἀρνεῖται τήν ὓπαρξη τοῦ Θεοῦ, καί ἀντί τοῦ ἰδεαλισμοῦ, τῆς πνευματοκρατίας πού θεωρεῖ βέβηλη καί ἀνάξια τοῦ θεϊκοῦ μεγαλείου τήν ὃποια σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο, καί μάλιστα μέ τήν ὓλη, ἡ Χριστιανική πίστη μᾶς καλεῖ νά ἀποδεχθοῦμε ἓνα Θεό παντοκρότορα μέν καί ἀπόλυτο κύριο τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, πλήν ὃμως καί ἐλεήμονα καί πολυεύσπλαχνο, ὁ ὁποῖος καταδέχεται νά ἐνανθρωπήσει, νά ἐνδυθεῖ δηλ. ὁ ἲδιος ὁ Θεός τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά τήν ἀποκαταστήσει στήν πρωτόκτιστη ὀμορφιά (στό «ἀρχαῖον κάλλος»).

               Οἱ χριστιανοί, τίς μεγάλες γιορτές τίς γιορτάζουμε μέσα στήν Ἐκκλησία, μέ τήν συμμετοχή μας στή Θεία Λειτουργία, καί ἂν εἶναι δυνατόν στή Θεία Κοινωνία, τήν μετάληψη τοῦ σώματος καί τοῦ αἳματος τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό εἶναι τό δεύτερο σημεῖο πού θά ἢθελα νά τονίσω. Ἂν τό σκεφτοῦμε βαθύτερα, ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ ἂλλη ὂψη, ἢ, μέ ἂλλα λόγια, ἡ συνέχιση τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἀκριβῶς ὀ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ συνεχίζει νά εἶναι πάντοτε παρών μέσα μας, ἀφοῦ κατά τήν ἀψευδῆ ἐπαγγελία τοῦ ἲδιου, ὁ Χριστός θά εἶναι γιά πάντα μαζί μας «ἓως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».

               Ἑπομένως ὁ Θεός πού σαρκώθηκε «δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν», ἒρχεται καί κατοικεῖ πραγματικά μέσα μας μέ τό ὑπερφυές αὐτό μυστήριο, τήν Θεία Κοινωνία. Ἀρκεῖ βέβαια νά πηγαίνουμε νά κοινωνήσουμε μέ κατάλληλη προετοιμασία καί ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας στόν ἱερέα, τόν πνευματικό. Ἡ προσέλευσή μας στό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή συμμετοχή μας στή Θεία Εὐχαριστία. Διότι, ὃπως μᾶς διδάσκει ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος: «ὃποιος κοινωνεῖ ἀναξίως, εἶναι ἒνοχος καί διαπράττει βαρειά ἀσέβεια καί προσβολή ἐναντίον τοῦ σώματος καί τοῦ αἳματος τοῦ Κυρίου. Ὃποιος τρώγει καί πίνει τήν Θεία Κοινωνία ἀναξίως, τρώγει καί πίνει κατάκριμα καί καταδίκη γιά τόν ἑαυτό του, ἐπειδή δέν κάνει καμμιά διάκριση τοῦ σώματος καί τοῦ αἳματος τοῦ Κυρίου ἀπό τίς συνηθισμένες, τίς κοινές τροφές. Καί ἀκριβῶς ἐπειδή (γράφει πρός τούς Κορινθίους) κοινωνεῖτε ἀναξίως, χωρίς νά προηγεῖται δηλαδή μετάνοια καί Ἐξομολόγηση, γι’ αὐτό ὑπάρχουν μεταξύ σας πολλοί ἀσθενεῖς καί πολύ βαρειά ἂρρωστοι, ἀρκετοί δέ καί πεθαίνουν».

               Κλείνοντας, παραθέτω ἓνα ἀληθινό γεγονός πού συνέβη στή Ρωσσία, στά χρόνια πού τό ἀθεϊστικό καθεστώς εἶχε ἐξαπολύσει ἀνελέητο διωγμό ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν περασμένα μεσάνυχτα, ὃταν ἓνας ἁπλός Ρῶσσος ἱερέας δέχτηκε στό σπίτι του μιά ἀπρόμενη ἐπίσκεψη. Μιά ἡλικιωμένη γυναίκα, μιά μπάμπουσκα χτύπησε τήν πόρτα τοῦ ἱερέα. Πέρασε μέσα καί ζήτησε ἀπό τόν ἱερέα νά τήν ἀκολουθήσει. Ἢθελε, τοῦ εἶπε, νά πάει ἐπειγόντως νά μεταλάβει τόν γιό της πού βρισκόταν ἑτοιμοθάνατος σέ κάποιο ἂλλο σπίτι τῆς πόλης. Μπροστά ἡ γριούλα, πίσω ὁ παπάς ξεκίνησαν γιά νά πᾶνε. Ὃμως φτάνοντας στό σπίτι ἐκεῖνο, ἡ γυναίκα μυστηριωδῶς ἐξαφανίστηκε. Ὁ ἱερέας, παρόλα αὐτά, μπῆκε μέσα καί ἀντίκρυσε τόν ἑτοιμοθάνατο κατάκοιτο στό κρεββάτι του. Χωρίς χρονοτριβή εἶπε στόν βαρειά ἀσθενῆ: «Μέ ἐπισκέφθηκε στό σπίτι μου ἡ μητέρα σου καί μοῦ εἶπε νά ἒρθω γρήγορα γιά νά σέ κοινωνήσω, γιατί εἶσαι ἂρρωστος πολύ». Ὁ ἀσθενής κοίταξε ἂγρια τόν ἱερέα: «Τί θέλεις, παπᾶ; Γιατί ἦρθες στό σπίτι μου; Ἐγώ εἶμαι ἂθεος, δέν πιστεύω σέ τίποτα. Ὃσο δέ γιά τή μάννα μου, αὐτή ἒχει ἀπό χρόνια πεθάνει. Ἂντε καί ἂφησέ με στήν ἡσυχία μου». Τότε, τό βλέμμα τοῦ ἱερέα ἒπεσε πάνω στή φωτογραφία μιᾶς ἡλικιωμένης γυναίκας, πού ἦταν τοποθετημένη ἐκεῖ, πάνω σ’ ἓνα κομοδίνο. «Νά αὐτή, αὐτή ἡ γυναίκα μέ ἒστειλε», εἶπε ὁ παπᾶς. Καί ἀμέσως ἒγινε σιωπή, μακρά σιωπή. Ὁ πρώην ἂθεος ἒκλαψε, ἒκλαψε πικρά, λυτρωτικά. Καί μετά ἐξομολογήθηκε στόν ἱερέα καί κοινώνησε τά ἂχραντα Μυστήρια. Γιά πρώτη του φορά. Καί γιά τελευταία. Γιατί τήν ἑπόμενη μέρα ταξίδεψε γιά τήν εὐλογημένη Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: