Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ
Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας


Ως εκπρόσωπος της Πολιτείας κατέχομαι από τη σκέψη ότι ο Καποδίστριας, ακόμη και σήμερα, παρ’ όλα τα σημαντικά μελετήματα που δημοσιεύτηκαν γι’ αυτόν, παρ’ όλες τις τιμές που, κατά καιρούς, τού επιδαψίλευσε η Πολιτεία, ο άνθρωπος αυτός που την θεμελίωσε δεν πήρε ακόμη τη θέση που δικαιωματικά τού ανήκει στη συνείδηση του Έθνους. Η δόξα του Καποδίστρια βραδυπόρησε και βραδυπορεί ακόμα. Και όμως, πολλά θα είχαμε να διδαχθούμε στις δύσκολες μέρες που περνάμε, αν στρέφαμε προς αυτόν τη σκέψη και την αγωνία μας. Η αίγλη των όπλων και η λαμπηδόνα των δημηγοριών νικούν τον χρόνο και εισδύουν στις ψυχές των πολλών ευκολότερα από τις πικρές προσπάθειες που γίνονται στους διπλωματικούς αντιθαλάμους, στις μυστικές διασκέψεις και στις μακρινές αγρυπνίες για να βρεθούν οι πιο πρόσφορες λύσεις, που είναι όλες στην πραγματικότητα πάντα σχετικής αξίας∙ ενώ όσοι δεν είναι υποχρεωμένοι να δίνουν λύσεις προβάλλουν αμέριμνοι το απόλυτον, εισδύουν ευκολότερα επίσης από τις προσπάθειες να βρεθούν οι αναγκαίοι οικονομικοί πόροι, και να κερδηθούν οι πρόσκαιροι, αλλά απαραίτητοι ισχυροί της ημέρας, αυτοί που μας παρουσιάζονται ως φίλοι «λόγῳ μέν», εν ονόματι του δικαίου, «ἔργῳ δέ», εν ονόματι του συμφέροντος.

Πόσοι είναι εκείνοι που μπορούσαν, τότε μάλιστα, να συλλάβουν σε όλη του την έκταση το πρόβλημα της ανάστασης του Γένους, το οποίο από νέο απασχολούσε τον Καποδίστρια! Πόσοι μπορούσαν τότε να εκτιμήσουν, κατά την αξία, το επίτευγμά του στο Λάιμπαχ, όταν αυτός κατόρθωσε να πάρει ο Τσάρος και οι άλλοι τότε σύνεδροι μία θέση ουδέτερη απέναντι του ελληνικού απελευθερωτικού κινήματος, ενώ την ίδια ώρα άλλα ανάλογα κινήματα στην Ιταλία ρητά καταδικάστηκαν; Αλλά και ποιοι ήξεραν, τότε, ότι έργο του Καποδίστρια ήταν το τελεσίγραφο του τσάρου της 6ης Ιουλίου 1821 προς την Υψηλή Πύλη, χάρις στο οποίο αυτή εμποδίστηκε να στείλει τις στρατιές που τότε διέθετε στα Βαλκάνια, για να καταπνίξει στη γένεση του το επαναστατικό κίνημα στην Πελοπόννησο; Ποιος μπορούσε να παρακολουθήσει την αφανή δράση του από τότε που, διαφωνώντας με τον τσάρο, ακριβώς για το ελληνικό Πρόβλημα, έφυγε για την Ελβετία, ως την ώρα που τον κάλεσε η Πατρίδα, για να αναλάβει Κυβερνήτης; Ποιος, και σήμερα ακόμη, μπορεί να πει ότι γνωρίζει όλη τη δράση του;

Έτσι, δεν είναι άδικο να πούμε ότι ο Καποδίστριας εξακολουθεί, ακόμα και τώρα, να αναδύεται από το σκοτάδι, μέσα από τα αδημοσίευτα αρχεία των υπουργείων των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής του, μέσα από την αλληλογραφία του και τα δημόσια έγγραφα, πολλά των οποίων δεν φέρουν την υπογραφή του, αλλά που είναι φανερό πως αυτός τα είχε συντάξει. Μόλις τώρα αρχίζει να υψώνεται εμπρός μας ακέραιος ο Διπλωμάτης, ο Κυβερνήτης, ο Έλληνας, ο βαθύτατα κατά το ήθος και τη σκέψη Έλληνας, ο προικισμένος με τις ευγενέστερες αρετές της Φυλής μας. Μόλις τώρα αρχίζουμε να μετρούμε το εύρος των οριζόντων του.

Πόσος χρόνος χρειάστηκε και πόσος χρόνος ακόμα θα χρειαστεί για να καθαρίσουμε την εικόνα του από τον ρύπο των συσσωρευμένων αδίκων κρίσεων; Γιατί - αναρωτήθηκα συχνά - αυτόν κυρίως να έζωσε και σχεδόν να κάλυψε η παρανόηση, η ακρισία, ακόμα και η συκοφαντία; Πρώτα, θαρρώ, γιατί ήταν ο μεγαλύτερος! Και η αδικία χτυπάει πρώτα τους πιο μεγάλους! Και ύστερα γιατί ήταν άνθρωπος άλλης υφής. Μιας υφής λιγότερο προσιτής στους πολλούς, στους απλοϊκούς, αλλά και στους σπουδαρχούντας, όσον και αν ήταν και αυτοί πατριώτες με τον τρόπο τους.

Ήλθε ώριμος πολιτικός μέσα σε πρωτάρηδες. Δύσκολα αναγνωρίζει ο Έλληνας την υπεροχή του άλλου. Η ανοησία φθάνει μάλιστα, κάποτε, στο σημείο να θεωρούμε την υπεροχή σαν αντιδημοκρατική ανισότητα, και την αναγνώριση της υπεροχής σαν αντιδημοκρατική νοοτροπία. Για την αναγνώριση της υπεροχής τού άλλου χρειάζεται ήθος. Και είναι χαρακτηριστικό πως εκείνοι που, αναγνωρίζοντας την πολιτική υπεροχή του, στάθηκαν ακλόνητοι υποστηρικτές του Καποδίστρια ήταν δύο άντρες με το υψηλότερο και καθαρότερο πολιτικό ήθος της εποχής εκείνης: ο Κανάρης και ο Κολοκοτρώνης.

Ο Καποδίστριας βρήκε μια Ελλάδα χωρίς καθορισμένα σύνορα, που κινδύνευαν μάλιστα να χαραχθούν κατά τρόπο τόσο αποπνικτικό, ώστε να καθιστούν προβληματική τη βιωσιμότητα της. Γι’ αυτό η ευρύτερη χάραξή τους αποτέλεσε αμέσως την πρώτη του και κύρια φροντίδα. Δεν ξέρω πόσοι αξιολογούσαν τότε τα εκκρεμή προβλήματα με τα ίδια μέτρα και πόσοι ήταν διατεθειμένοι να υποτάξουν τα δικά τους μερικότερα προβλήματα στο μεγάλο αυτό εθνικό θέμα, που με απαράμιλλη σύνεση διαχειρίστηκε ως την ημέρα του θανάτου του. Ο Καποδίστριας, ως υπεύθυνος ηγέτης, δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τις στενόκαρδες σκέψεις και τις έριδες, στις οποίες δυστυχώς, δεν μετείχαν τότε μόνον οι λίγοι από όσους είχαν γνώμη για τα κοινά. Αφιέρωσε τον χρόνο του και τη σκέψη του στα μεγάλα και παραμέρισε τα μικρά. Κατά τα τέσσερα σχεδόν χρόνια που κυβέρνησε τον τόπο δεν έπαψε να αγωνίζεται για να μεγαλώσει τον ελληνικό χώρο, να διασφαλίσει τα αδιαμόρφωτα ακόμα σύνορα. Αγωνίζεται να συγκροτήσει τακτικό πειθαρχημένο στρατό και να του δώσει την αίγλη που χρειάζεται, για την εκπλήρωση της αποστολής του. Αγωνίζεται να περιστείλει την πειρατεία και τη ληστεία, που καλά καλά αρκετοί της εποχής του δεν φαίνεται να την διακρίνουν από την έννοια της ελευθερίας. Αγωνίζεται να φτιάξει ένα υποτυπώδες φορολογικό σύστημα. Αγωνίζεται να μορφώσει νέους, που θα γίνουν οι πρώτοι υπάλληλοι της Διοικήσεως, να καθοδηγήσει αγρότες και εργάτες, να τους διδάξει νέες τέχνες και νέους τρόπους καλλιέργειας. Και ενώ αφιέρωνε σ’ ένα τόσο πολύπλευρο δημιουργικό έργο τις δυνάμεις του, σιγά-σιγά κατασκεύαζαν αυτοί που δεν καταλάβαιναν ή δεν ήθελα να καταλάβουν τη σημασία του έργου του, την εικόνα του ως Τυράννου.

Είναι να απορεί κανείς από πού τροφοδοτήθηκε όλο αυτό το μίσος. Διότι ο Καποδίστριας, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες των Αγωνιστών, όσο και αν πολλοί απ’ αυτούς τον εχθρεύονταν, τους συμπεριφερόταν με σεβασμό, υπομονή και μετριοπάθεια. Τους έκανε, όπως θα λέγαμε σήμερα, πολλές παραχωρήσεις. Γινόταν άτεγκτος μόνο εκεί όπου η υποχώρηση θα σήμαινε σοβαρή βλάβη του γενικού συμφέροντος. Προτίμησε αυτή την ήπια και επίμοχθη πολιτική γιατί πίστευε πως στο τέλος θα τιθάσευε τους περισσότερους, και θα μπορούσε να αφιερωθεί ολόκληρος στη σύνταξη και οργάνωση της ελληνικής Πολιτείας.

Για την κατάσταση αυτή την κύρια ευθύνη δεν θα έπρεπε να την επιρρίψουμε στον απλό λαό, διότι τα πολιτικά του ενδιαφέροντα ήταν ακόμα ελαττωμένα, και η εξάρτησή του από τους μορφωμένους, τους δημογέροντες και γενικά τους προκρίτους μεγάλη.

Ο ραγιαδισμός τεσσάρων σχεδόν αιώνων είναι ένας ιός, που δεν αποβάλλεται εύκολα. Και, καθώς ξέρουμε, ο ραγιαδισμός έχει δύο όψεις. Την ευτέλεια προς τον κρατούντα και τη δυσπιστία, σχεδόν την έχθρα απέναντι σε κάθε εξουσία. Κάποτε, την ευτέλεια την αντικαθιστά το αντίθετό της, το πνεύμα της ανυποταγής, της ανταρσίας. Η δυσπιστία πάλι, αυτή, αντιθέτως, συνεχίζεται αναλλοίωτη, είτε το κράτος είναι κράτος βίας είτε είναι κράτος δικαίου.

Aπό αυτούς όμως που μπορούσαν να έχουν τότε αυτοδύναμη γνώμη και κύρος, μόνον ορισμένοι αντιμάχονταν φανερά τον Καποδίστρια, ιδίως οι Υδραίοι και μερικοί Μανιάτες. Παρά ταύτα, το δούλεμα των αφελών, από πολλούς μάλιστα καλαμαράδες της εποχής, από τον τότε Τύπο με κάθε είδους ψέματα και συκοφαντίες, ήταν αρκετό για να δημιουργηθεί ένα κλίμα, που κι αν δεν σταματούσε τον Κυβερνήτη στο έργο του, πάντως τού στεκόταν το πιο σοβαρό εμπόδιο.

Είναι φυσικό και δίκαιο, ελεύθεροι άνθρωποι, και προπαντός εκείνοι που πολέμησαν για να κατακτήσουν την ελευθερία τους, να θέλουν να έχουν γνώμη για τα κοινά, να θέλουν να μετέχουν στη διαμόρφωση της πολιτειακής βούλησης και να μπορούν ελεύθερα να προβάλλουν τις απόψεις τους. Αυτές οι αξιώσεις είναι συμφυείς με την έννοια της Δημοκρατίας, της οποίας τις βασικές αρχές πολλοί τότε γνωρίζανε από το Αμερικανικό Σύνταγμα και τα Συντάγματα της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Καποδίστριας δεν ήταν αντίθετος προς τις αρχές αυτές. Η πολιτική του στα δύο ελβετικά καντόνια και τα Συντάγματά τους, που αυτός συνέταξε, το αποδείχνει. Ήξερε ότι ούτε η Δημοκρατία ούτε ο δημοκρατικός διάλογος είναι αυτά καθ’ εαυτά κακά. Κακά είναι υπερβολή, η αμετροέπεια, η οξύτητα, η αρνητικότητα, η υποκατάσταση της πειθούς που κατορθώνεται με τη λογική από τη διέγερση των παθών, που επιτυγχάνεται με τη δημαγωγική συκοφαντία. Και, δυστυχώς, έτσι πολεμήθηκε ο Καποδίστριας. Δεν μπόρεσε να αποτελέσει ούτε αυτός εξαίρεση στην πικρή ιστορία της πολιτικής μας ζωής όλων των εποχών, παρ’ όλο ότι κρινόταν ακόμα, τότε, η τύχη τής μόλις ελευθερωμένης Πατρίδας.

Μπροστά σ’ αυτή τη χτυπητή διαστρέβλωση του νοήματος της εσωτερικής του πολιτικής, που γινόταν σκόπιμα από άλλους, γιατί ήταν σε θέση να την εκτιμήσουν, και από άλλους από έλλειψη στοιχειώδους πολιτικής σκέψης, αναγκάζεται να καταλήξει κανείς στη διαπίστωση ότι ακόμα και πολλοί από εκείνους που τον εξέλεξαν για Κυβερνήτη, δεν τον εξέλεξαν για να ασκήσει αυτός την εξουσία. Τον θέλανε περισσότερο ως όργανο δικών τους επιδιώξεων, ως γέφυρα για να ανεβούν αυτοί στην εξουσία. Έτσι μόνο εξηγείται αυτή η ραγδαία εξέλιξη, που τον λαοπρόβλητο Κυβερνήτη τον μετέβαλε σε Τύραννο.

«Λευτερωθήκαμε από τον Τούρκο για να μας σκλαβώσει ο Κορφιάτης κόντες», λέγανε πολλοί αγωνιστές. Έλεγαν κάτι ανάλογα, περιέργως, και ο απληροφόρητος Κοραής και ο Μακρυγιάννης, που δίκαια τον υπερύψωσαν οι λογοτέχνες του καιρού μας, αλλά που ως ιστορικός είναι αμφίβολης αξίας, διότι το ωραίο κείμενό του είναι γεμάτο από αντιφάσεις και αφελείς κρίσεις.

 Έτσι το άστατο της λαϊκής ψυχής, αλλά και η δυσχέρεια να διακρίνει ο χθεσινός ραγιάς τη δύναμη του νόμου της Πολιτείας από τη δύναμη της βίας του Τυράννου, είχαν ως φυσικό αποτέλεσμα σε λίγους μήνες να θεριέψουν γύρω από τον Κυβερνήτη οι σκευωρίες. Και αυτοί ακόμη που ομολογούσαν ότι χωρίς αυτόν θα διαλυθεί ο τόπος, φρόντιζαν με κάθε τρόπο να ανακόψουν το έργο του.

Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε κι εμείς σήμερα γιατί ο Έλληνας όταν αποτίναξε τον οθωμανικό ζυγό, διψούσε για μια κατάσταση, που συνήθως ονομάζουμε ελευθερία, αλλά που μόνο κατά το όνομα της μοιάζει. Διψούσε, χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιεί, για ανομία, για αναρχία, για μια κατάσταση έκρυθμη, που ικανοποιούσε προσωπικά πάθη και συμφέροντα, αλλά που αντιστρατευόταν σε κάθε επιταγή της φρόνησης και της λογικής. Επικρατούσε στις ώρες εκείνες ένα στοιχείο αρνητικότητας, ακόμη και καταστροφής, που είχε κιόλας φανερωθεί τρία χρόνια πριν, στον εμφύλιο σπαραγμό και αργότερα στην πυρπόληση του μοναδικού καλού πολεμικού μας από τον Μιαούλη. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα κυβερνούσε ο Καποδίστριας τη διαγουμισμένη χώρα.

Όλοι ζητούσαν ελευθερίες, όλοι ζητούσαν Σύνταγμα, όλοι διεκδικούσαν δικαιώματα, όλοι αλληλοκατηγορούνταν για να εξοντώσει ο ένας τον άλλον και, κατ’ ουσία μόνο νόμο και τάξη και δικαιοσύνη δεν γυρεύανε.

Συχνά αναρωτήθηκα μη και από αυτούς, που αρνιόντανε τον Καποδίστρια, πραγματικά τον Καποδίστρια αρνιόντανε ή περισσότερο την ιδέα του νόμου και της τάξης, κι ας μην τον καταλάβαιναν οι ίδιοι. Ασφαλώς αγαπούσαν την Πατρίδα, ήθελαν μια Ελλάδα τρανή. Είχαν δώσει το αίμα τους για την απελευθέρωσή της, αλλά δεν ήθελαν το Ελληνικό Κράτος. Δεν ήθελαν την υποταγή σε μια κεντρική εξουσία, εκτός αν αυτοί οι ίδιοι γίνονταν εξουσία. «Τὰ αὐτὰ τοῖς αὐτοῖς».

Σε όλη αυτή την κακοδαιμονία, εκτός από τις εντόπιες αθλιότητες, πρέπει να σημειωθεί ότι συμβάλανε και οι ξένοι, οι ισχυροί τότε λεγόμενοι προστάτες μας, είτε διότι ήθελαν να βοηθήσουν κατά καιρούς τον Σουλτάνο, υψώνοντας εμπόδια στο έργο του Κυβερνήτη είτε για να ωφεληθεί ο ένας εις βάρος του άλλου. Προς τον σκοπό αυτό ανακάτευαν τους δικούς μας στις δολοπλοκίες τους, τονώνοντας τις κακίες μας και αδυνατίζοντας τις αρετές μας.

Αλλά σε αυτή την κατηγορία εναντίο των ξένων πρέπει να θέσουμε κάποτε ένα όριο. Είναι παλιά μας συνήθεια να επιρρίπτουμε πάντα σε τρίτους τα δικά μας αμαρτήματα. Οι ξένοι στο κάτω κάτω, όταν παρεμβαίνανε, εκπληρώνανε, ως πολίτες της δικής τους πολιτείας, το καθήκον τους. Στην εποχή μάλιστα του Καποδίστρια, για τέτοιες παρεμβάσεις, δεν χρειάζονταν, όπως σήμερα, πολλά επιχρίσματα, πολλή υποκριτική για να εκδηλωθούν. Γιατί λοιπόν καταλογίζουμε ευθύνες μόνο σ’ αυτούς ή και κυρίως σ’ αυτούς, ενώ κυρίως υπεύθυνοι είμαστε εμείς; Δικοί μας πολέμησαν τον Καποδίστρια. Δικός μας τον κτύπησε. Στην περίπτωσή του, άλλωστε, οι μεν Ρώσσοι δεν τον υπονομεύανε, χωρίς διόλου αυτό να αποδοθεί σε μια ιδιαίτερη εύνοια είτε των Ρώσων προς τον Καποδίστρια είτε του Καποδίστρια προς τους Ρώσους.

Οι Γάλλοι, μόνο μετά την πτώση των Βουρβώνων το 1830, φανήκαν, αλλά άτονα, να παρακολουθούν τους Βρεταννούς, οι οποίοι και αυτοί, από τον θάνατο του Κάνιγγ, έδειξαν δυσπιστία ακόμα και εχθρότητα προς τον Καποδίστρια, αν και ο ναύαρχος Χάμιλτον, ο ίδιος, είχε εγκρίνει την εκλογή του. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πολλές εκδηλώσεις εναντίο τού Καποδίστρια δεν προέρχονταν τόσο από τις ίδιες τις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας όσο από ανεύθυνες και προσωρινές πρωτοβουλίες των αντιπροσώπων τους.

Έτσι, βαλλόμενος από παντού, από παντού κυκλωμένος, ένας μοναχικός ελεύθερος πολιορκημένος, ύστερα από μια μαρτυρική ζωή τεσσάρων σχεδόν ετών, κατά τα οποία αγόγγυστα, δοκίμασε τόσες πικρίες και δέχτηκε τόσες επιθέσεις, ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε την 27η Σεπτεμβρίου 1831, την ώρα που πήγαινε να εκκλησιαστεί στον Άγιο Σπυρίδωνα του Ναυπλίου.

Παρ’ όλη όμως τη ζοφερή εικόνα, που παρουσιάζει η ώρα εκείνη, δεν θα ήταν δίκαιο να λεχθεί ότι τον φόνο του Καποδίστρια τον επιδίωξαν και τον προμελέτησαν οι αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις. Κανενός αντιπάλου η σκέ[1]ψη δεν είχε φτάσει νομίζω ως αυτό το ακραίο σημείο. Ένα τυχαίο περιστατικό ήταν η δολοφονία του. Παρά ταύτα, θα ήταν και αυτό το τυχαίο περιστατικό αδύνατο, αν δεν υπέθαλπε, από καιρό πριν, κάθε εναντίον του ακρότητα, μια διάχυτη, μουντή αντίδραση.

Στη ρίζα του βρίσκουμε το μοιραίο αντικοινωνικό «εγώ» του Έλληνα. Το θαυμάσιο αυτό «εγώ» από το οποίο εκπορεύθηκε η φιλοσοφία, η ποίηση, η τέχνη, η ανδρεία, και η εμπορική τόλμη του Έλληνα, υπήρξε και το μοιραίο «εγώ» που διέλυσε τις ελληνικές Πόλεις, τις ελληνιστικές επικράτειες, τη λεβεντογενιά το 1821. Κάποια στιγμή ένα τέτοιο «εγώ», ένα ιστορικά ασήμαντο «εγώ» για μια ασήμαντη προσωπική αφορμή δολοφόνησε τον Κυβερνήτη, αυτόν που αγωνίστηκε να υποτάξει όλα τα «εγώ» των Ελλήνων στην ενότητα μιας ευνομούμενης Πολιτείας, μιας Πολιτείας όπου κάθε «εγώ» θα είχε την ελευθερία που επιτρέπει η ελευθερία των άλλων και η τάξη του συνόλου.

Αν κυβερνούσε την Ελλάδα ο Καποδίστριας μερικά χρόνια ακόμη – όταν πέθανε δεν ήταν ούτε 56 χρονών – θα ήταν άλλη η μοίρα αυτού του τόπου∙ και πολλά δεινά που ακολούθησαν θα είχαν αποτραπεί. Ίσως λίγοι τότε να ήταν σε θέση να αναμετρήσουν το μέγεθος της εθνικής συμφοράς, που προκάλεσε ο θάνατός του. Μόνο η απόσταση μας επιτρέπει να την δούμε σήμερα ολόκληρη, σε όλες της τις συνέπειες.

Θεωρώντας από μια υψηλότερη σκοπιά τα πράγματα της εποχής εκείνης, και χωρίς καθόλου να υποτιμούμε τη συμβολή των αγωνιστών, των στρατιωτικών και των πολιτικών, νομίζω ότι μπορούμε να υποστηρίξουμε, μη αδικώ[1]ντας κανένα, πως χωρίς την παρουσία και τη δράση του Καποδίστρια δεν θα κατορθωνόταν η απελευθέρωση της Πατρίδας μας. Το πλέγμα των ενεργειών του από το 1820 ως την ημέρα του θανάτου του, αποτελούν τον κύριο παράγοντα, που στερέωσε την ελευθερία μας και την πολιτειακή μας υπόσταση.

Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η Ελλάς δεν ελευθερώθηκε με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, όσο και αν αυτή στάθηκε ένα σπουδαίο ιστορικό γεγονός. Επί δύο ακόμα χρόνια μετά, αγωνίζονται οι Έλληνες για να απομακρύνουν τον εχθρό από την Πελοπόννησο και τη Στερεά. Και όλος αυτός ο αγώνας διεξάγεται με πραγματικό ηγέτη τον Κυβερνήτη.

Μετά τον Καποδίστρια, η μικρή τότε ελεύθερη Πατρίδα μεγάλωσε το 1864, το 1881, το 1913, το 1920, το 1947. Ο Βενιζέλος, παρ’ όλες τις συμφορές, έκανε πράγματι τη Μεγάλη Ελλάδα.

ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΝ ΕΚΑΝΕ Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ!

Δεν θα ήταν σύνθρονος των Θεών η Ιστορία, αν χρησίμευε μόνο εις το να μας δίνει πληροφορίες για τα γεγονότα και τα πρόσωπα που πέρασαν. Μας διδάσκει να αντικρίζουμε από μια υψηλή σκοπιά το παρόν και να προχωρούμε πλούσιοι από την εμπειρία της προς το μέλλον. Όσο πιο μακρύς είναι ο χρόνος που αγκαλιάζει με τη μνήμη του ο άνθρωπος τόσο πιο πλούσιος γίνεται σε σοφία και σε ήθος. Εμείς οι Έλληνες έχουμε μια απέραντη σε χρόνο και ατίμητη σε περιεχόμενο Ιστορία. Αναρωτιέμαι όμως, αν έχουμε και ισοδύναμη ιστορική μνήμη. Αν μαθαίναμε ό,τι αυτή με αδρά παραδείγματα μἀς διδάσκει, αν στηριζόμαστε, όπως αρμόζει, στις διδαχές της, στα θετικά και αρνητικά στοιχεία που αλυσιδωτά συνεχίζονται μέσα στους αιώνες, αν έτσι η Ιστορία, αντί να περνά μπρος στα μάτια μας σαν ένα εξωτερικό γεγονός γινόταν ένα κομμάτι από τη συνείδησή μας, θα μπορούσαν τότε χάρις σ’ αυτήν να τονωθούν οι Αρετές της Φυλής μας και να αμβλυνθούν τα ελαττώματά της. Θα επηρεαζόταν προς το καλλίτερο η δομή της πολιτικής μας ζωής, έτσι ώστε να μην επαναλαμβάνονται τα ίδια πάντα λάθη, όταν συντρέχουν οι ίδιες περιστάσεις.

Με την ευφυΐα του, ακόμα και ο μέσος Έλληνας, γνωρίζει τα λάθη αυτά σε αδρές τουλάχιστον γραμμές. Και όμως, αυτός ο ίδιος που τα γνωρίζει τα διαπράττει. Δεν υπακούει στην ευφυΐα του. Υπακούει στα πάθη του. Αργότερα μετανοεί. Συνήθως, όταν το ανεπανόρθωτο έχει γίνει. «Καὶ οὐ πολλῷ χρόνῳ ὕστερον μετέμελε τοῖς Ἀθηναίοις» (Α. 7,35). Αυτή την τραγική φράση του Ξενοφώντος, με συντριβή την αναθυμάμαι, από παιδάκι του Σχολαρχείου. Έμεινε σαν καρφί μέσα μου. Και μου έλεγε σχετικά κάποιος παλιός μου φίλος: «Μεταμορφώθηκε μέσα μου αυτή η φράση του Ξενοφώντος, σε εντολή: να μην παρασύρομαι από πάθος κανένα και να είμαι δίκαιος απέναντι των αντιπάλων και άτεγκτος απέναντι των φίλων».

Πηγή πολιτικού φρονηματισμού θα έπρεπε να είχαν γίνει τα σκοτεινά εκείνα χρόνια της πρώτης μεταπελευθερωτικής περιόδου. Όλες οι αδυναμίες, που κάθε τόσο καταστρέφανε και μια αρχαία πόλη, ωσότου να καταστραφούν όλες μαζί από την πολιτική φρόνηση και τη συντονισμένη και πειθαρχημένη δράση της Ρώμης, όλες αυτές οι αδυναμίες λες και αναστήθηκαν μαζί με τον υπέροχο αγώνα της Φυλής μας, για την ανάκτηση της ελευθερίας της. Αμαρτήματα, που πάντα παρακολουθούσαν το γένος μας, από τους μυθικούς χρόνους, όταν προς τον εχθρό, η έρις του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα διέσπασε τους Αχαιούς έξω από την Τροία, αμαρτήματα που σφράγισαν τη μοίρα μας, και που πάντα κινδυνεύουν να υποτροπιάσουν, φανερώθηκαν τότε, κατά τρόπον έντονο και στάθηκαν εμπόδιο στο τιτάνιο έργο ενός σοφού νομοθέτη, και ενός πράου πολιτικού, που αντιπαλαίοντας προς τις πιο δύσκολες περιστάσεις, πάσχιζε να υψώσει μια πραγματική ελεύθερη Πολιτεία, μέσα από το χάος.

 Οι μεγάλοι νεκροί μιλούν και όσοι έχουν ειλικρινή διάθεση να τους ακούσουν μπορεί να τους ακούσουν και να ενωτιστούν τον λόγο τους.

Είμαστε ένα ολιγάριθμο έθνος καθηλωμένο σ’ ένα σημείο του κόσμου που βάλλεται από πολλούς αντίξοους ανέμους. Μας περιβάλλουν πλήθη πολλά. Αυτοί έχουν τον αριθμό, αλλά εμείς έχουμε την ανδρεία και την ευφυΐα. Πλούτο δεν έχομε, αλλά μπορεί να τον αποκτήσουμε. Μπορούμε να ξεπεράσουμε και κάθε κίνδυνο, αν στις αρετές μας προσθέταμε τη συνειδητή βούληση της ενότητας, που μόνο τότε μπορεί να κατορθωθεί σε μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων, αν ο καθένας μας, αλλά και όλοι μαζί, υποταχθούμε στην ύψιστη εντολή της ελληνικής σοφίας, στο ΜΕΤΡΟ. Σε ό,τι σκεφτόμαστε, σε ό,τι πράττουμε, να πειθαρχούμε στην αρχή του ΜΕΤΡΟΥ. Να αποτάξουμε τον σατανά της υπερβολής, της αμετροέπειας, του πάθους που τυφλώνει. Το μέτρο - και μόνο αυτό - δίνει στον άνθρωπο ανθρωπιά και στον Έλληνα τη δύναμη να κάνει θαύματα. Δεν αρκούν οι πρόσκαιρες ηθικές πατριωτικές εξάρσεις, όταν τις ακολουθούν μακρές περίοδοι αφροσύνης και ακαταστασίας. Το μέτρο επιβάλλει τη συνέχεια και τη συνέπεια στους λόγους και στις πράξεις. Ο Καποδίστριας μπορεί να μας γίνει υπόδειγμα και ζωντανή παρουσία του ελληνικού μέτρου.

Αυτός ο άνθρωπος, που όλη σχεδόν η αλληλογραφία του είναι γραμμένη στα Γαλλικά, αυτός ο κόμης του Libro d’ oro, (ΧΡΥΣΗΣ ΒΙΒΛΟΥ), που τα περισσότερα χρόνια του τα έζησε έξω από την Ελλάδα, ήταν κατ’ εξοχήν Έλλην, φορεύς εκείνων των αρετών, που κάνουν την ελληνική ιστορία, την ελληνική τέχνη, και την ελληνική σκέψη βάθρο του πολιτισμού όλων των λαών της Ευρώπης. Η ύπαρξή του, η παρουσία του στις πρώτες ώρες της νέας Εθνικής μας ζωής, πρέπει όλους να μας εμπνέει με υπερηφάνεια. Γιατί όσο γεννά τούτη η γη Καποδίστριες μπορούμε να λέμε:

Ναι, είμαστε εμείς η αιώνια Ελλάδα!

Μας γεμίζει και με πίστη και με ελπίδα!

Πώς μπορεί ένας Έλληνας να μην πιστεύει και να μην ελπίζει

 

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΤΣΟΥ, ΓΕΝΟΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ, ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ 200 ΕΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: