Περπατούσα σκυφτός στην άκρη του δρόμου. Όλες μου τις οικονομίες τις είχα χάσει σήμερα το πρωί. Είχα πιστέψει ότι θα μπορούσα να τον εμπιστευτώ. Έδειχνε όμορφος και δυναμικός.( Ίσως να καθρέφτιζα τον εαυτό μου όπως θα ήθελα να ήταν στο πρόσωπό του. Είναι περίεργοι οι λόγοι που δείχνει κανείς εμπιστοσύνη σε κάποιον). Τον εμπιστεύτηκα .. Με πρόδωσε.
Το μικρό κεφάλαιό μου -μπορεί κανείς να ονομάσει «κεφάλαιο» τον ιδρώτα του όταν είναι πηχτός σα θρόμβοι αίματος;- είχε γίνει ένα ακόμα χαλίκι στον πύργο της απάτης του. Τώρα περπατούσα τόσο χαμένος, σχεδόν χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ με μοναδική σημαία τη απόλυτη ένδειά μου. Με μοναδικό σκοπό το κενό. Με μοναδική ελπίδα το τίποτα. Είχα ξοφλήσει. Είχα περιπλανηθεί τόσο που τ’ αυτιά και τα μάτια μου είχαν αρχίσει να απεργούν κι απορώ πώς το μυαλό μου έπαιρνε ακόμα τις πληροφορίες που χρειαζόταν για να μη βρεθώ κάτω από κάποιο αυτοκίνητο. Νύχτωνε και το ταξίδι μου χωρίς προορισμό γινόταν όλο και δυσκολότερο.
Ξάφνου κάποιος με άρπαξε από το χέρι. Με τράβηξε βίαια. Τον κοίταξα σα χαμένος μα δεν πρόλαβα να προβάλω αντίσταση. Ή μάλλον δε θέλησα να προβάλω. Τι νόημα θα ‘χε; Κάτι μου έλεγε για ένα τραπέζι. Τσάμπα, λέει. «
-Το αφεντικό τρελλάθηκε, σκέφτηκα. Ρώτησα αν ήμουν καλεσμένος. Είπε πως ήμασταν όλοι. Απόρησα ποιος είναι πιο τρελλός το αφεντικό ή οι υπηρέτες. Κάνα διαφημιστικό θα είναι. Ή τίποτα δοκιμή προϊόντων. Δε βαριέσαι; Θα μπω! Πεινούσα. Πεινούσα όχι μόνο πραγματικά αλλά και προκαταβολικά για όλη εκείνη την πείνα που έμελλε να ακολουθήσει. Τον ακολούθησα με σκέψεις μπλεγμένες. Δεν πρόσεξα που μπήκαμε. Μπαίνοντας όμως κοιτάχτηκα βιαστικά στον καθρέφτη. Τα χάλια μου είχα!
Αν φορούσα τουλάχιστον τα καλά μου!
Καλά, κακά, σκέφτηκα σε λίγο όλα ίδια θα είναι.
Ας τα αξιοποιούσα τουλάχιστον για μια ευπρεπή παρουσία.
Μα πού να το ξερα; Κι έπειτα, τι νόημα έχει πια και η ευπρέπεια όταν ποντάρεις και χάνεις το είναι σου; Νεκρός αν είσαι τι σημασία έχει το λούστρο του φερέτρου;
Αποφάσισα να κρατηθώ στο βάθος του όποιου τραπεζιού. Μακρυά από τον κύρη του σπιτιού. Τρελλός, τρελλός να μαζεύει ζητιάνους στο σπίτι του και να τους δεξιώνεται αλλά πού ξέρεις μην τα πάρει και με την ξετσιπωσιά μας; Καλά που, μπαίνοντας, σκούπισα ενστικτωδώς τα παπούτσια μου. Τουλάχιστον να μη λερώσω τα χαλιά. Σκέφτηκα ένα λογοπαίγνιο της πλάκας με τον τόνο: χαλιά-χάλια και χαμογέλασα φευγαλέα. Μου φάνηκε απρεπές να χαμογελάω όσο κι αν έβλεπα χαμογελαστό στο βάθος της αίθουσας τον οικοδεσπότη. Ζάρωσα σε μιαν άκρη.
Δεν είχα ζήσει φτωχή ζωή αλλά αυτό που ζούσα ξεπερνούσε και τη φαντασία μου. Λένε, όσοι ξέρουν, ότι τα υλικά του ονείρου είναι τα υλικά της καθημερινότητάς σου. Η συνταγή αλλάζει λίγο τείνοντας προς το μεγαλύτερο και το γυαλιστερότερο αλλά και πάλι δεν μπορεί να ξεφύγει πολύ από την αναγκαιότητα των δεδομένων υλικών. Τούτο που έβλεπα εδώ ήταν «μιας άλλης τάξης μεγέθους» που λένε και οι μορφωμένοι. Εγώ θα έλεγα ξεπερνούσε τη φαντασία μου. Μα πιο πολύ ξεπερνούσε τη φαντασία μου το γεγονός πώς όσο περισσότεροι μαζευόμασταν τόσο περισσότερο χαιρόταν το πρόσωπο του οικοδεσπότη. Έμοιαζε η ευτυχία του να εξαρτάται απ’ την προσέλευσή μας. Κι όσο περισσότερο τρώγαμε τόσο περισσότερο ευτυχισμένος ήταν. Σαν κάτι παλιές μαμάδες που ευτυχούσαν με τις επιπλέον κουταλιές που κατέβαζε ο κανακάρης τους και θύμωναν και στραβομουτσούνιαζαν αν εκείνος δεν κατανάλωνε όλη την ποσότητα που του είχαν προϋπολογίσει. Κάτι τέτοιο δεν είχα ξαναζήσει, ποτέ.
Βυθίστηκα με ηδονική απόλαυση στο φαγητό. Ίσως για να διώξω τις σκέψεις για το πριν και το μετά. Τότε ήταν που τον είδα να σκύβει σε έναν υπηρέτη να του λέει κάτι κοιτώντας προς το μέρος μου. Πάγωσα. Ένιωσα να με πλυμμυρίζουν μια σειρά από φοβερά προαισθήματα. Ήμουν σίγουρος πως κάτι κακό με περίμενε. Ήταν λάθος που μπήκα. Ανοησία μου! Σίγουρα θα με περίμενε μια προσβολή, μια σκαιότητα, ένα διώξιμο. Ένιωσα να με λούζει κρύος ιδρώτας. Μα ύστερα ηρέμησα πάλι. Δεν μπήκα μόνος μου, με φώναξαν. Ή μάλλον όχι! Τραβηχτό με έβαλε μέσα εκείνος ο υπηρέτης. Κι έπειτα τι είχα να χάσω; Δεν το λεγα με αναίδεια μα τι είχα πραγματικά να χάσω; Την αξιοπρέπειά μου; Ωραίο κουρέλι μα τη αλήθεια! Δε βαριέσαι! Μια προσβολή ακόμα. Ο βρεγμένος κι αν βραχεί…. Ο υπηρέτης με πλησίασε. Το ύφος του δεν ταίριαζε με απειλή. Καλό σημάδι. Έσκυψε σχεδόν τρυφερά από πάνω μου
-Ο κύριος ρωτά αν θα είχατε την καλοσύνη να καθίσετε σε πιο μπροστινό κάθισμα. Υπάρχουν κάποια εκεί στα δεξιά του.
Τον κοίταξα σα να μιλούσε κινέζικα. Εγώ; κατόρθωσα να ψελλίσω.
-Ναι, εσείς. Ο κύριος θα χαιρόταν να σας έχει κοντά του.
-Ό,τι πείτε ψιθύρισα και τον ακολούθησα σα ρομπότ.
Κάθισα αμίλητος και τον κοιτούσα. Έψαχνα να βρω αν τον ξέρω κάπου. Δε θυμόμουν κάτι. Τέλος δεν άντεξα, τον ρώτησα: Πώς και θελήσατε να έρθω κοντά σας;
Επειδή δε θεώρησες τον εαυτό σου άξιο μιας τέτοια τιμής. Για αυτό και μόνο είπε και χαμογέλασε.
Αλεξανδρεύς
13 σχόλια:
Του Δείπνου Σου του μυστικού ...κοινωνόν με παράλαβε...ου φίλημά σοι δώσω καθάπερ ο Ιούδας, αλλ'ως ο ληστής ομολογώ σοι...
υάκινθος
Έξυπνη απόδοση. Υπέροχος ο διάλογος.
Υπέροχος πίνακας με τα ζεστά, γνήσια χρώματα της φωνής του Αλεξανδρέα.
Ευχαριστούμε!
Αριστούργημα!
Ντοστογιέφσκι θυμίζει...
Ευχαριστούμε, πάντως, για τη διασκευή.
Π.
Υπέροχο.
εγω σε προτιμω ως ποιητη
Εξαιρετικό....δεν μπορώ να πώ κάτι άλλο.Λίγο με "χάλασε" εκείνο το "ξάφνου κάποιος...", κάπως δεν μου πήγε καλά....,αλλά η συνέχεια με έκανε να τα ξεχάσω όλα.....Συγχαρητήρια!!!!!
Εξαιρετικός!
Γι'αυτό σου λέω Αλεξανδρέα, πεζά!!
Εμένα με "χάλασε" λίγο η λέξη ρομπότ.
Πραγματικά πολύ καλό! Αλήθεια, υπάρχει περίπτωση φέτος να διαβάσουμε τη συνέχεια του "Ότι ηγάπησε πολύ";
Ζωή
Υπάρχει
Αλεξανδρεύς
Τέλεια!
Ζωή
Μαρμελαντοφ, Εγκλημα & Τιμωρία
Δημοσίευση σχολίου