Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων π. Ευσέβιος μίλησε για την “Πνευματική Επανάσταση”.

   
    ΓΡΑΦΕΙ: Ο Αλέξανδρος Κ. Κολλιόπουλος

 Ο Κα­θη­γού­με­νος της Ιε­ράς Μο­νής Α­γί­ας Λαύ­ρας Κα­λα­βρύ­των, π. Ευ­σέ­βιος, ήλ­θε την πε­ρα­σμέ­νη Δευ­τέ­ρα 31 Μαρ­τί­ου στην πό­λη μας, προ­σκε­κλη­μέ­νος του Εκ­κλη­σια­στι­κού Συμ­βου­λί­ου του Ιε­ρού Να­ού Α­γί­ου Νι­κο­λά­ου Πα­τρών και ο­μί­λη­σε στο Κέ­ντρο Πνευματικής Διακονίας του Ναού, με τις ευ­λο­γί­ες του Σε­βα­σμιω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Πα­τρών κ.κ. Χρυ­σο­στό­μου.
Τον π. Ευ­σέ­βιο πα­ρου­σιά­σε στην κα­τά­με­στη αί­θου­σα α­πό συ­μπο­λί­τες μας, ο Αρ­χι­μαν­δρί­της π. Θε­ο­δό­σιος Τσι­τσι­βός (προ­ϊ­στά­με­νος του Να­ού) και ο ε­κλε­κτός προ­σκε­κλη­μέ­νος μί­λη­σε με θέ­μα: “Πνευ­μα­τι­κή Ε­πα­νά­στα­ση”. Μί­α διά­λε­ξη ε­μπε­ρι­στα­τω­μέ­νη με ω­ραί­α και εύ­στο­χα σχή­μα­τα λό­γου.
Πα­ρευ­ρέ­θη­σαν και οι ιε­ρείς π. Σπ. Στα­θού­λιας και π. Ιω­άν. Μπα­ρού­σης.

Η Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΤΟΥ ΓΕ­ΡΟ­ΝΤΟΣ π. ΕΥ­ΣΕ­ΒΙΟΥ.

Σε­βα­στοί πα­τέ­ρες, α­γα­πη­τοί εν Χρι­στώ α­δελ­φοί, εκ­προ­σω­πώ­ντας την πα­λαί­φα­τον ι­στο­ρι­κή μο­νή της Α­γί­ας Λαύ­ρας Κα­λα­βρύ­των, αι­σθά­νο­μαι την ε­πι­θυ­μί­α αλ­λά και την α­νά­γκη θα σας α­πευ­θύ­νω ό­χι μό­νον «λό­γον α­γα­θόν» αλ­λά και λό­γον πα­τριω­τι­κόν.
Το να αμ­φι­σβη­τείς κά­τι για το ο­ποί­ο δεν έ­χεις α­πο­δεί­ξεις και λο­γι­κό εί­ναι και θε­μι­τό. Το να αρ­νεί­σαι ό­μως κά­τι που υ­περ­βαί­νει τις αι­σθή­σεις σου και την λο­γι­κή σου δεί­χνει α­σφα­λώς έλ­λει­ψη υ­πευ­θυ­νό­τη­τος και σο­βα­ρό­τη­τος. Οι αι­σθή­σεις και η ά­νοια συλ­λαμ­βά­νουν και κα­τα­νο­ούν τα φυ­σι­κά φαι­νό­με­να, ε­νώ η πί­στη, ο νους και η καρ­διά α­πο­δέ­χο­νται  και βιώ­νουν τα υ­περ­φυ­σι­κά. Αν υ­πο­στη­ρί­ζου­με ό­τι ό­λα εί­ναι φυ­σι­κά και τί­πο­τε υ­περ­φυ­σι­κό ή με­τα­φυ­σι­κό δεν υ­πάρ­χει, αρ­νού­μα­στε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά τον ί­διο μας τον ε­αυ­τό και α­πορ­ρί­πτου­με ό­λον τον πο­λι­τι­σμό. Η α­ντί­λη­ψη του μαρ­ξι­στή φι­λο­σό­φου Σό­ερ­μπαχ, ό­τι ο άν­θρω­πος εί­ναι αυ­τό που τρώ­ει, εί­ναι πλέ­ον ξε­πε­ρα­σμέ­νη και βα­ρύ­νε­ται με την πτώ­ση των η­θι­κών και πνευ­μα­τι­κών α­ξιών και με τον ευ­τε­λι­σμό και εκ­χυ­δα­ϊ­σμό της αν­θρω­πί­νης ζω­ής.

Η α­ντί­λη­ψη του Νί­τσε ό­τι δεν υ­πάρ­χει Θε­ός εί­ναι χω­ρίς ι­διαί­τε­ρη ση­μα­σί­α, α­φού προ­έρ­χε­ται α­πό έ­ναν σχι­ζο­φρε­νή άν­θρω­πο, του ο­ποί­ου ο θά­να­τος συ­νέ­βη μέ­σα στο ψυ­χια­τρεί­ο ε­πι­βε­βαιώ­νο­ντας τον λό­γο του προ­φη­τά­να­κτος Δαυ­ίδ: εί­πεν "ά­φρων εν τη καρ­δί­α αυ­τού ουκ έ­τσι Θε­ός". Για να α­πο­δε­χθού­με τα αι­σθη­τά πράγ­μα­τα δεν μας χρειά­ζε­ται λο­γι­κή α­πό­δει­ξη. Το ί­διο συμ­βαί­νει και με­τά υ­περ­φυ­σι­κά.
Για­τί ό­τι πι­στεύ­ου­με στη ζω­ή δεν το α­πο­δε­χό­μα­στε κα­τό­πιν πει­ρα­μα­τι­κών α­πο­δεί­ξε­ων, αλ­λά βε­βαιω­νό­μα­στε γι΄ αυ­τό, άλ­λο­τε με την αί­σθη­ση και άλ­λο­τε με την πί­στη. Ο λό­γος του Ντο­στο­γιέφ­σκι «χω­ρίς Θε­ό ό­λα ε­πι­τρέ­πο­νται»  εί­ναι σε κά­θε στιγ­μή ε­πί­και­ρος και δυ­νη­τι­κός. Ο άν­θρω­πος χω­ρίς Θε­ό εί­ναι α­πλώς έ­να βιο­λο­γι­κό ον χω­ρίς προ­ο­πτι­κές, χω­ρίς με­τα­φυ­σι­κούς ο­ρα­μα­τι­σμούς και πνευ­μα­τι­κά βιώ­μα­τα, χω­ρίς νό­η­μα και χά­ρη, αλ­λά ε­γκλω­βι­σμέ­νος στη φυ­λα­κή των αι­σθή­σε­ων και των βιο­λο­γι­κών τους λει­τουρ­γιών χω­ρίς ελ­πί­δα α­να­στά­σε­ως. Δεν μπο­ρεί να εί­ναι σή­με­ρα κα­νείς ι­κα­νο­ποι­η­μέ­νος α­πό την μορ­φή και την πο­ρεί­α της ση­με­ρι­νής κοι­νω­νί­ας, μιας κοι­νω­νί­ας ψυ­χι­κά α­πο­διορ­γα­νω­μέ­νης και η­θι­κά εκ­φυ­λι­σμέ­νης.
Σή­με­ρα η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α ό­πως ό­λοι δια­πι­στώ­νου­με σα­ρώ­νε­ται στην κυ­ριο­λε­ξί­α ά­νευ α­ντι­στά­σε­ως. Φό­νοι, λη­στεί­ες, βια­σμοί, α­πο­τρό­παια ε­γκλή­μα­τα, κλο­πές, ναρ­κω­τι­κά αλ­λά και υ­πέρ­τα­τη σή­ψη και δια­φθο­ρά του πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος βομ­βαρ­δί­ζουν πλέ­ον σε κα­θη­με­ρι­νή βά­ση τον νου ό­λων των πο­λι­τών αυ­τής της χώ­ρας.
Στις η­μέ­ρες μας η αν­θρώ­πι­νη α­ξιο­πρέ­πεια ε­κτι­μά­ται πλέ­ον με α­ξιο­λο­γή­σεις υ­λι­στι­κές. Τα πρό­τυ­πα αν­θρώ­πων προς μί­μη­ση δεν α­να­ζη­τού­νται με­τα­ξύ των η­ρώ­ων και των α­γί­ων, αλ­λά με­τα­ξύ των διε­φθαρ­μέ­νων και των α­πα­τε­ώ­νων. Η πί­στη στο Θε­ό και η Χρι­στια­νι­κή ζω­ή, η ε­γκρά­τεια και η α­γνό­τη­τα, ο σε­βα­σμός στην Εκ­κλη­σί­α και στην πα­ρά­δο­σή της, θε­ω­ρού­νται και κα­τα­δι­κά­ζο­νται ως α­να­χρο­νι­στι­κά και α­να­σταλ­τι­κά της προ­ό­δου  α­πό τους πά­σης φύ­σε­ως κουλ­του­ριά­ρη­δες και ψευ­το­προ­ο­δευ­τι­κούς της ε­πο­χής μας. Α­ντι­θέ­τως η α­πι­στί­α στον Θε­ό, η α­πα­ξί­ω­ση του γά­μου, η σε­ξουα­λι­κή α­πε­λευ­θέ­ρω­ση, η δια­στρο­φή, η α­πά­τη σε βά­ρος του συ­ναν­θρώ­που μας και του Κρά­τους, θε­ω­ρού­νται ως φυ­σιο­λο­γι­κό­τα­τες εκ­φρά­σεις αν­θρω­πί­νης συ­μπε­ρι­φο­ράς. Συ­χνά γί­νε­ται λό­γος σε Ε­θνι­κές Ε­ορ­τές ή σε ει­δι­κά συ­νέ­δρια για το πε­ρί­φη­μο ελ­λη­νι­κό δαι­μό­νιο, το ο­ποί­ο έ­χει κα­τα­κτή­σει τον κό­σμο. Δαι­μό­νιο στη γλώσ­σα της Α­γί­ας Γρα­φής και των Πα­τέ­ρων της Εκ­κλη­σί­ας ση­μαί­νει πο­νη­ρό πνεύ­μα, το ο­ποί­ο μα­ζί με άλ­λα πο­νη­ρά πνεύ­μα­τα ε­ξέ­πε­σαν α­πό την αγ­γε­λι­κή τά­ξη μα­ζί με τον άρ­χο­ντά τους, αρ­χάγ­γε­λο Ε­ω­σφόρο. Αυ­τά τα πρώ­ην φω­τει­νά πνεύ­μα­τα με την πτώ­ση τους ταυ­τί­στη­καν με το σκο­τά­δι και το κα­κό και α­πο­τε­λούν πλέ­ον την αι­τί­α του η­θι­κού σκό­τους και του κα­κού. Δαι­μό­νιο κα­τά τους αρ­χαί­ους Έλ­λη­νες ση­μαί­νει Θεί­ο πνεύ­μα, Θε­ό.
Ό­ταν σή­με­ρα χρη­σι­μο­ποιού­με την λέ­ξη δαι­μό­νιο, της προσ­δί­δου­με την ση­μα­σί­α του δυ­να­τού και δη­μιουρ­γι­κού αν­θρω­πί­νου πνεύ­μα­τος. Το αρ­χαί­ο ελ­λη­νι­κό δαι­μό­νιο έ­θε­σε τις βά­σεις του πνευ­μα­τι­κού και τε­χνι­κού πο­λι­τι­σμού, αυ­τό κα­θιέ­ρω­σε και τις πο­λι­τι­κές ε­πι­στή­μες με κο­ρυ­φαί­ο το δη­μο­κρα­τι­κό πο­λί­τευ­μα. Αυ­τό το υ­πέ­ρο­χο και α­σύ­γκρι­το ελ­λη­νι­κό πνεύ­μα με­τα­λα­μπα­δεύ­τη­κε δια μέ­σου των αιώ­νων στη Δύ­ση α­να­γεν­νώ­ντας στην κυ­ριο­λε­ξί­α τον Δυ­τι­κό Πο­λι­τι­σμό που μέ­χρι τό­τε ζού­σε στην α­πό­λυ­τη βαρ­βα­ρό­τη­τα και τον σκο­τα­δι­σμό. Στην ε­πο­χή μας δυ­στυ­χώς κυ­ριαρ­χεί έ­νας ε­πι­κίν­δυ­νος γραι­κυ­λι­σμός κα­τά­λοι­πο της Τουρ­κο­κρα­τί­ας, με εμ­φα­νείς δια­θέ­σεις α­φαι­ρέ­σε­ως της Ελ­λη­νι­κής μας ταυ­τό­τη­τος και συ­νει­δή­σε­ως.
Και σή­με­ρα α­κό­μη η ελ­λη­νι­κή δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα πα­ρά την ύ­παρ­ξη του γραι­κυ­λι­σμού με­γα­λουρ­γεί σε ό­λα τα μή­κη και πλά­τη της υ­φη­λί­ου. Στο ε­σω­τε­ρι­κό της Ελ­λά­δος ε­πι­κρά­τη­σε δυ­στυ­χώς με την δια­βό­η­τη με­τα­πο­λί­τευ­ση, η α­να­ξιο­κρα­τί­α, ο μι­κρο­κομ­μα­τι­σμός και η α­ντί­λη­ψη του ε­γώ και του ε­σύ. Στον χώ­ρο της Ελ­λά­δος το διε­φθαρ­μέ­νο σύ­στη­μα εί­ναι ο κα­κός δαί­μο­νας που ε­μπο­δί­ζει και α­να­στέλ­λει το σύ­στη­μα ρι­ζι­κά, η ελ­λη­νι­κή δη­μιουρ­γί­α θα με­γα­λουρ­γή­σει και πά­λι, και η φτω­χή και τα­πει­νω­μέ­νη σή­με­ρα Ελ­λά­δα, θα γί­νει με­γά­λη, πλού­σια και δυ­να­τή, σε­βα­στή σε φί­λους και ε­χθρούς. Θα γί­νει η Ελ­λά­δα που θα πραγ­μα­τώ­σει τον προ­ο­ρι­σμό της, που εί­ναι ο δο­ξα­σμός του Θε­ού ό­πως τον διέ­γρα­ψε ο Χρι­στός λί­γο πριν σταυ­ρω­θεί. Το ε­ντο­νό­τε­ρο πρό­βλη­μα της ε­πο­χής μας εί­ναι η κρί­ση. Κρί­ση α­ξιών και θε­σμών, κρί­ση ε­νερ­γεια­κή, οι­κο­νο­μι­κή, οι­κο­λο­γι­κή, πο­λι­τι­κή, κοι­νω­νι­κή, η­θι­κή… Ει­δι­κό­τε­ρα στη χώ­ρα μας η κρί­ση εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα της α­νι­κα­νό­τη­τος των πά­σης φύ­σε­ων η­γε­τών εί­τε πνευ­μα­τι­κών, εί­τε πο­λι­τι­κών να δρα­στη­ριο­ποι­η­θούν για τον τερ­μα­τι­σμό αυ­τής της κρί­σε­ως προς την σω­στή  κα­τεύ­θυν­ση.
Η ευ­θύ­νη της εκ­κλη­σια­στι­κής η­γε­σί­ας εί­ναι να ποι­μαί­νει τον λα­ό του Θε­ού. Το χρέ­ος και η α­πο­στο­λή της εκ­κλη­σια­στι­κής η­γε­σί­ας εί­ναι να α­γα­πά τον λα­ό του Θε­ού, τα παι­διά του Θε­ού, να μην τα α­γνο­εί, να μην τα σκαν­δα­λί­ζει, να μην τα πα­ρορ­γί­ζει αλ­λά και να α­κού­ει την φω­νή τους. Ο λα­ός του Θε­ού έ­χει και αυ­τιά και φω­νή και μά­τια. Προ πά­ντων έ­χει κρί­ση, αλ­λά και η κρί­ση, η εκ­κλη­σια­στι­κή συ­νεί­δη­ση του λα­ού, του πλη­ρώ­μα­τος της Εκ­κλη­σί­ας εί­ναι  το α­νώ­τα­το κρι­τή­ριο α­λη­θεί­ας της Θε­ω­ρη­τι­κής και πρα­κτι­κής ζω­ής της Εκ­κλη­σί­ας. Κα­μιά α­πό­φα­ση Συ­νό­δου το­πι­κής ή οι­κου­με­νι­κής δεν α­να­γνω­ρί­ζε­ται ως α­λά­θη­το έρ­γο εν Α­γί­ω Πνεύ­μα­τι αν δεν έ­χει την έ­γκρι­ση της εκ­κλη­σια­στι­κής συ­νει­δή­σε­ως, δη­λα­δή της λα­ϊ­κής ε­τυ­μη­γο­ρί­ας. Και κα­νέ­νας ά­γιος δεν α­να­κη­ρύσ­σε­ται συ­νο­δι­κά, αν προ­η­γου­μέ­νως δεν έ­χει α­να­γνω­ρι­σθεί εκ­κλη­σια­στι­κά, δη­λα­δή δεν έ­χει γί­νει α­πο­δε­κτός α­πό την συ­νεί­δη­ση της Εκ­κλη­σί­ας. Ο φύ­λα­κας της Εκ­κλη­σί­ας, της πί­στε­ώς της, του πο­λι­τεύ­μα­τός της και του φρο­νή­μα­τός της εί­ναι ο λα­ός του Θε­ού.
Η έ­ξω­θεν κα­λή μαρ­τυ­ρί­α α­πο­τε­λεί α­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση ό­χι μό­νο για τους υ­πο­ψη­φί­ους κλη­ρι­κούς αλ­λά και για τους ή­δη χει­ρο­το­νη­μέ­νους.
Δεν πρέ­πει σε κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση να συγ­χέ­ου­με την κα­τα­δι­κα­στέ­α ιε­ρο­κα­τά­κρι­ση α­πό την λα­ϊ­κή α­πο­δο­χή στο πρό­σω­πο του κά­θε κλη­ρι­κού α­πό τον Ε­πί­σκο­πο μέ­χρι τον α­πλό ρα­σο­φό­ρο. Ό­λοι προ­σβλέ­πουν σή­με­ρα προς την Ορ­θο­δο­ξί­α και ας φαί­νε­ται στον διε­θνή ο­ρί­ζο­ντα ό­τι ό­λοι την πο­λε­μούν. Και βέ­βαια οι σκο­τει­νές δυ­νά­μεις, ε­κτός και κυ­ρί­ως ε­ντός της πα­τρί­δος μας την πο­λε­μούν λυσ­σω­δώς, αλ­λ΄ οι λα­οί, οι άν­θρω­ποι ως πρό­σω­πα ως κου­ρα­σμέ­νοι και δι­ψα­σμέ­νοι ο­δοι­πό­ροι αυ­τής ε­δώ της δύ­σκο­λης και ε­πώ­δυ­νης ζω­ής την α­να­ζη­τούν σ΄ ό­λα τα μή­κη και τα πλά­τη της γης ως την μό­νη λύ­ση στο δρά­μα τους, ως την μό­νη σω­τη­ρί­α. Ήρ­θε λοι­πόν η ώ­ρα της αυ­το­κρι­τι­κής και για ε­μάς τους ρα­σο­φό­ρους. Η εκ­κλη­σια­στι­κή κρί­ση εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα μιας βα­θύ­τε­ρης πνευ­μα­τι­κής κρί­σε­ως, που ο­φεί­λε­ται  στην α­που­σί­α γνή­σιας ποι­μα­ντι­κής ευ­θύ­νης, θε­ο­λο­γι­κής και εκ­κλη­σιο­λο­γι­κής γνώ­σε­ως και ε­μπει­ρί­ας, ό­πως και στην έλ­λει­ψη πα­ντε­λούς αυ­το­κρι­τι­κής.
Ο Ε­πί­σκο­πος και ο Πρε­σβύ­τε­ρος εί­ναι οι κατ΄ ε­ξο­χήν πα­τέ­ρες και ποι­μέ­νες της Εκ­κλη­σί­ας, με ό­λες τις συ­νέ­πειες αυ­τών των θε­όσ­δο­των ι­διο­τή­των που α­πορ­ρέ­ουν α­πό την χει­ρο­το­νί­α μας, α­πό την Χά­ρη της ιε­ρω­σύ­νης του Πα­να­γί­ου και τε­λε­ταρ­χι­κού Πνεύ­μα­τος, που «θε­ρα­πεύ­ει τα α­σθε­νή και α­να­πλη­ρώ­νει τα ελ­λεί­πο­ντα».
Ό­τι ό­μως α­πορ­ρέ­ει α­πό την ιε­ρω­σύ­νη μας δεν ση­μαί­νει ό­τι ε­ξα­σφα­λί­ζε­ται και η διάρ­κειά του ε­σα­εί, ο χρό­νος, η ο­λι­γο­ρί­α μας, η  α­κη­δί­α μας, η α­δια­φο­ρί­α μας, η ε­να­σχό­λη­ση με κο­σμι­κές υ­πο­θέ­σεις, οι πτώ­σεις μας, α­πο­τε­λούν α­φορ­μές για σκλη­ρή  και ά­δι­κη πολ­λές φο­ρές κρι­τι­κή  και πο­λε­μι­κή ε­να­ντί­ον της Εκ­κλη­σί­ας. Ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος α­πευ­θυ­νό­με­νος προς τον Α­πό­στο­λο Τι­μό­θε­ο α­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «α­να­ζω­πυ­ρείν το χά­ρι­σμα του Θε­ού, ο ε­στίν εν σοι δια της ε­πι­θέ­σε­ως των χει­ρών μου». Που ό­λα αυ­τά ση­μαί­νουν πως αν δεν ζού­με κα­θη­με­ρι­νώς την σταυ­ρι­κή α­γά­πη, πως αν δεν Α­γω­νι­ζό­μα­στε για τον Θε­ό και τους ε­νο­ρί­τες μας πά­νω α­πό τις Θυ­σί­ες που κά­νου­με για τον ε­αυ­τό μας και τις οι­κο­γέ­νειές μας, το χά­ρι­σμα της ιε­ρω­σύ­νης γί­νε­ται ο κα­τή­γο­ρός μας, ο δι­κα­στής μας, ο δή­μιός μας. Αν δεν ζού­με εν Α­γί­ω Πνεύ­μα­τι, αν η ζω­ή μας δεν εί­ναι εν Χρι­στώ, δεν εί­μα­στε α­λη­θι­νοί ποι­μέ­νες και θε­ρα­πευ­τές των α­σθε­νού­ντων α­δελ­φών μας.
Πώς μπο­ρεί να γί­νει κά­ποιος ια­τρός των άλ­λων, ό­ταν ο ί­διος εί­ναι γε­μά­τος α­πό έλ­κη ό­πως διε­ρω­τά­ται χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ο ιε­ρός Χρυ­σό­στο­μος. Αν δεν πα­ρα­δε­χθού­με ό­λοι μας α­νε­ξαι­ρέ­τως συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων και των κλη­ρι­κών και ρα­σο­φό­ρων την α­μαρ­τω­λό­τη­τά μας και την πνευ­μα­τι­κή μας πτω­χεί­α θα διαιω­νί­ζου­με την πνευ­μα­τι­κή κρί­ση της ε­πο­χής μας, θα εν­θαρ­ρύ­νου­με τις αι­ρέ­σεις, τις πα­ρα­θρη­σκευ­τι­κές και α­πο­κρυ­φι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις στο κα­τα­στρο­φι­κό τους έρ­γο. Η καλ­λιέρ­γεια της ε­νά­ρε­της ζω­ής δεν πραγ­μα­το­ποιεί­ται και δεν δι­δά­σκε­ται σε κά­ποια πα­νε­πι­στη­μια­κά έ­δρα­να, αλ­λά με το πε­τρα­χή­λι του πνευ­μα­τι­κού και την ου­σια­στι­κή και συ­νε­χή ε­ντρύ­φη­ση στον ευαγ­γε­λι­κό και α­γιο­πα­τε­ρι­κό λό­γο. Η πνευ­μα­τι­κή κρί­ση εί­ναι κατ΄ ε­ξο­χήν προ­σω­πι­κή κρί­ση. Για να α­να­δει­χθού­με α­λη­θι­νοί πνευ­μα­τι­κοί ποι­μέ­νες και πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας χρειά­ζε­ται να α­να­γεν­νη­θού­με πνευ­μα­τι­κά ώ­στε να μην α­πο­βεί α­τε­λέ­σφο­ρη κά­θε προ­σπά­θεια α­να­ζη­τή­σε­ως και σω­τη­ρί­ας των λο­γι­κών προ­βά­των της Εκ­κλη­σί­ας του Χρι­στού.
Η κρί­ση της η­γε­σί­ας δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται μό­νο ε­ντός των τει­χών της Εκ­κλη­σί­ας, αλ­λά ε­κτεί­νε­ται και έ­ξω α­πό αυ­τά, στον χώ­ρο της δια­νό­η­σης και της πα­νε­πι­στη­μια­κής λει­τουρ­γί­ας. Οι α­κα­δη­μα­ϊ­κοί δά­σκα­λοι α­πο­τε­λούν την πνευ­μα­τι­κή η­γε­σί­α μιας χώ­ρας. Αυ­τοί εί­ναι οι κα­θο­δη­γη­τές της κοι­νω­νί­ας και του πο­λι­τι­σμού της, αυ­τοί εί­ναι οι δια­μορ­φω­τές του πνευ­μα­τι­κού πο­λι­τι­σμού και οι φρου­ροί της ε­θνι­κής πα­ρα­δό­σε­ως και της πο­λι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς.
Αυ­τοί πρέ­πει να κα­τευ­θύ­νουν τον λα­ό μας και ι­διαί­τε­ρα την νε­ο­λαί­α μας την ο­ποί­αν εκ­παι­δεύ­ουν και μορ­φώ­νουν στα α­νώ­τα­τα πνευ­μα­τι­κά ι­δρύ­μα­τα, στην ο­λο­κλή­ρω­ση του χα­ρα­κτή­ρα και του ή­θους τους. Δυ­στυ­χώς και αυ­τοί οι πνευ­μα­τι­κοί τα­γοί έ­χουν υ­πο­στεί βα­θύ­τα­τη αλ­λο­τρί­ω­ση. Ο συν­δι­κα­λι­σμός και ο μι­κρο­κομ­μα­τι­σμός  έ­χουν πα­ρα­σύ­ρει την δια­νό­η­ση και το πα­νε­πι­στή­μιο σε μί­α πο­ρεί­α που σί­γου­ρα δεν εγ­γυά­ται το μέλ­λον αυ­τής της χώ­ρας.
Ό­ταν το πνεύ­μα υ­πο­τάσ­σε­ται σε μι­κρο­πρε­πείς σκο­πι­μό­τη­τες ό­πως ο κομ­μα­τι­σμός και η πο­λι­τι­κή, α­πο­δυ­να­μώ­νε­ται, υ­πο­δου­λώ­νε­ται, χά­νει την α­πο­στο­λή του και μα­ταιώ­νει το δια­χρο­νι­κό κα­θο­δη­γη­τι­κό του έρ­γο. Η κα­τά­λη­ψη των πα­νε­πι­στη­μια­κών ε­δρών α­πό «η­με­τέ­ρους» που προ­ω­θή­θη­καν με α­να­ξιο­κρα­τι­κά κρι­τή­ρια έ­χει ως α­πο­τέ­λε­σμα τον πε­ριο­ρι­σμό της ε­πι­στη­μο­νι­κής έ­ρευ­νας και την υ­πο­βάθ­μι­ση της Ελ­λη­νι­κής Παι­δεί­ας. Αν η πνευ­μα­τι­κή η­γε­σί­α του τό­που δεν α­πο­δε­σμευ­θεί ά­με­σα α­πό την πο­λι­τι­κή και τους διε­φθαρ­μέ­νους εκ­προ­σώ­πους της δεν θα α­να­κτή­σου­με τις ελ­πί­δες μας για το μέλ­λον της χώ­ρας και του πο­λι­τι­σμού μας. Εί­ναι δε, δια­πί­στω­ση ό­τι η κρί­ση που έ­χει πλή­ξει την χώ­ρα μας σ΄ ό­λους τους το­μείς της πο­λι­τι­κής, πνευ­μα­τι­κής και εκ­κλη­σια­στι­κής ζω­ής του τό­που έ­χει πά­ρει τη μορ­φή παν­δη­μί­ας. Η διε­φθαρ­μέ­νη πο­λι­τι­κή έ­κα­νε την εμ­φά­νι­σή της με την έ­ναρ­ξη της Ελ­λη­νι­κής Ε­πα­να­στά­σε­ως. Εί­ναι τρα­γι­κό και γε­λοί­ο ταυ­τό­χρο­να, να βλέ­πεις τους εκ­προ­σώ­πους της πο­λι­τι­κής να α­νταλ­λάσ­σουν βα­ρύ­τα­τους χα­ρα­κτη­ρι­σμούς με­τα­ξύ τους, ε­νώ, την ί­δια στιγ­μή μαί­νο­νταν οι συγκρού­σεις στα πε­δί­α των μα­χών. Οι δύ­ο εμ­φύ­λιες συρ­ρά­ξεις κα­τά τη διάρ­κεια της Ελ­λη­νι­κής ε­ξε­γέρ­σε­ως α­πο­δει­κνύ­ουν  πε­ρί­τρα­να το μέ­γε­θος του πο­λι­τι­κού α­μο­ρα­λι­σμού. Υ­πήρ­ξαν ό­μως και φω­τει­νές ε­ξαι­ρέ­σεις πο­λι­τι­κών προ­σω­πι­κο­τή­των που με την πα­ρου­σί­α τους λά­μπρυ­ναν την ελ­λη­νι­κή πο­λι­τι­κή σκη­νή.
Α­να­φέ­ρου­με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους: Ιω­άν­νη Κα­πο­δί­στρια, Χα­ρί­λα­ο Τρι­κού­πη, Ιω­άν­νη Με­τα­ξά και Νι­κό­λα­ο Πλα­στή­ρα. Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα αυ­τών των γεν­ναί­ων πο­λι­τι­κών αν­δρών η αυ­στη­ρή  τους προ­σή­λω­ση στα ιε­ρά και τα ό­σια της πα­τρί­δος μας, η ε­ντι­μό­τη­τα, η α­νι­διο­τέ­λεια και η α­ξιο­πι­στί­α. Ό­μως το σπου­δαιό­τε­ρο κοι­νό γνώ­ρι­σμά τους ή­ταν η α­πο­φυ­γή συσ­σω­ρεύ­σε­ως δη­μο­σί­ου πλού­του στη κα­το­χή τους. Δεν δια­νο­ή­θη­καν στο ε­λά­χι­στο να οι­κειο­ποι­η­θούν ού­τε μί­α δραχ­μή α­πό τα δη­μό­σια τα­μεί­α διό­τι το θε­ω­ρού­σαν α­νέ­ντι­μο και α­νή­θι­κο.
Δυ­στυ­χώς με­τά την δια­βό­η­τη με­τα­πο­λί­τευ­ση ε­πι­κρά­τη­σε η α­κρι­βώς α­ντί­θε­τη α­ντί­λη­ψη. Ο κομ­μα­τι­σμός, ο φα­τρια­σμός, η μι­σαλ­λο­δο­ξί­α, η πό­λω­ση, η δι­χό­νοια, ο ρε­βαν­σι­σμός και το ρου­σφέ­τι έ­δει­ξαν το α­παί­σιο πρό­σω­πό τους. Οι πο­λι­τι­κοί μας πω­ρω­μέ­νοι α­πό την α­κό­ρε­στη ε­πι­θυ­μί­α για γρή­γο­ρο πλου­τι­σμό δεν δί­στα­σαν με τον πλέ­ον προ­κλη­τι­κό τρό­πο να κα­τα­λη­στέ­ψουν τον δη­μό­σιο πλού­το της χώ­ρας μας. Και ό­λα αυ­τά στο ό­νο­μα του λα­ού και των λα­ϊ­κών α­γώ­νων.
Η πο­λι­τι­κή η­γε­σί­α δεν ε­μπνέ­ε­ται α­πό τις αιώ­νιες η­θι­κές πνευ­μα­τι­κές και πο­λι­τι­κές αρ­χές της α­γά­πης, της δι­καιο­σύ­νης, του κοι­νού συμ­φέ­ρο­ντος και της σω­φρο­σύ­νης αλ­λά ά­γε­ται και φέ­ρε­ται α­πό τις α­δυ­να­μί­ες  και ε­πι­λο­γές του πε­πτω­κό­τος αν­θρώ­που. Οι ρω­μαί­οι ε­ξάλ­λου έ­λε­γαν ό­τι η γυ­ναί­κα του Καί­σα­ρα δεν πρέ­πει να φαί­νε­ται τί­μια, αλ­λά και να εί­ναι τέ­τοια. Ε­κεί­νο που πρυ­τα­νεύ­ει στην πο­λι­τι­κή η­γε­σί­α εί­ναι ο ε­γω­ι­σμός και η φι­λαρ­χί­α με α­πώ­τε­ρο σκο­πό την κα­τά­κτη­ση της ε­ξου­σί­ας.
Οι ευαγ­γε­λι­κές και α­γιο­πα­τε­ρι­κές α­ρε­τές της τα­πει­νώ­σε­ως και α­γά­πης, του αλ­λη­λο­σε­βα­σμού, εί­ναι ά­γνω­στες στους πο­λι­τι­κούς μας. Και ό­μως μό­νο μ΄ αυ­τές τις α­ρε­τές και τις δυ­νά­μεις μπο­ρεί να δη­μιουρ­γή­σει έ­νας άν­θρω­πος και έ­νας λα­ός. Ο πο­λι­τι­σμός και η δύ­να­μη ε­νός λα­ού βα­σί­ζε­ται στην γλώσ­σα του και στην παι­δεί­α του. Και ο Ελ­λη­νι­κός λα­ός εί­χε την κα­λύ­τε­ρη παι­δεί­α ό­χι μό­νο κα­τά τους αρ­χαί­ους χρό­νους ή τους βυ­ζα­ντι­νούς, αλ­λά και κα­τά την Τουρ­κο­κρα­τί­α.
Ο πα­πάς της ε­νο­ρί­ας και ι­διαί­τε­ρα ο κα­λό­γε­ρος του μο­να­στη­ριού μά­ζευε γύ­ρω του με στορ­γή και α­γά­πη τα σκλα­βω­μέ­να ελ­λη­νό­που­λα και μέ­σα α­πό τα ιε­ρά βι­βλί­α της Εκ­κλη­σί­ας μας ό­πως το Ω­ρο­λό­γιο και την Πα­ρα­κλη­τι­κή, το συ­να­ξά­ρι και το ευ­χο­λό­γιο με­τάγ­γι­ζε στις ψυ­χές των δι­ψα­σμέ­νων παι­διών τα ζω­ή­φυ­τα νά­μα­τα της πί­στε­ως και της ζω­ής.
Χρι­στός και Ελ­λά­δα σας χρειά­ζε­ται έ­λε­γε ο Πα­τρο­κο­σμάς, ο με­γά­λος αυ­τός παι­δα­γω­γός των σκλα­βω­μέ­νων προ­γό­νων μας. Η δια­χρο­νι­κή γλώσ­σα και η ελ­λη­νορ­θό­δο­ξη παι­δεί­α ή­ταν ε­κεί­νη που κρά­τη­σε το γέ­νος όρ­θιο μέ­χρι σή­με­ρα. Α­να­ρω­τή­θη­κε κα­νείς πως θα γί­νει πραγ­μα­τι­κή α­νά­πτυ­ξη της οι­κο­νο­μί­ας και ί­ση κα­τα­νο­μή των α­γα­θών χω­ρίς α­γά­πη και αλ­λη­λεγ­γύ­η. Πώς θα δια­σω­θεί η Δη­μο­κρα­τί­α α­πό την φαυ­λο­κρα­τί­α και την α­ναρ­χί­α χω­ρίς το φι­λά­δελ­φο πνεύ­μα της Ορ­θο­δο­ξί­ας και των α­γί­ων Πα­τέ­ρων; Ε­πει­δή σ΄ ό­λα εί­ναι γνω­στό ό­τι η Ορ­θο­δο­ξί­α εί­ναι η α­κα­τά­βλη­τη δύ­να­μη του Ελ­λη­νι­σμού, γι΄ αυ­τό ύ­πο­πτα α­ντε­θνι­κά κέ­ντρα προ­πα­γαν­δι­σμού πέ­τυ­χαν σε με­γά­λο βαθ­μό με την δια­βό­η­τη με­τα­πο­λί­τευ­ση του 1974 την α­πο­σύν­δε­ση του Ελ­λη­νι­σμού α­πό την Ορ­θο­δο­ξί­α. Οι κα­τά και­ρούς πα­ρεμ­βά­σεις της Ελ­λη­νι­κής Πο­λι­τεί­ας στα ε­σω­τε­ρι­κά της Εκ­κλη­σί­ας α­πο­βλέ­πουν τε­χνη­έ­ντως στην κα­ταρ­ρά­κω­ση του κύ­ρους της Εκ­κλη­σί­ας και την ε­γκα­τά­λει­ψή της α­πό τους Έλ­λη­νες. Ο Λέ­νιν έ­λε­γε: «ό­τι λα­οί με ι­σχυ­ρή πα­ρά­δο­ση, για να γί­νουν κομ­μου­νι­στές πρέ­πει προ­η­γου­μέ­νως να α­πο­κο­πούν α­πό τις πνευ­μα­τι­κές τους ρί­ζες και να μι­σή­σουν την ε­θνι­κή τους πα­ρά­δο­ση».
Στην Ελ­λά­δα του 2014, οι α­με­τα­νό­η­τοι νο­σταλ­γοί του ά­θε­ου και υ­λι­στι­κού Μαρ­ξι­σμού, ε­ντε­λώς α­διά­ντρο­πα και χω­ρίς κα­μιά αι­σχύ­νη α­περ­γά­ζο­νται ά­νο­μα σχέ­δια για την ε­γκα­θί­δρυ­ση ε­νός ά­θε­ου α­ντι­χρι­στια­νι­κού κα­θε­στώ­τος. Ό­λες οι υ­λι­στι­κές θε­ω­ρί­ες, φι­λο­σο­φί­ες και δο­ξα­σί­ες ό­πως ο Μαρ­ξι­σμός και ο κα­πι­τα­λι­σμός θέ­λουν να κτί­σουν έ­ναν κό­σμο που να μην έ­χει ως κέ­ντρο τον Θε­ό, αλ­λά το ε­γώ μας. Ο πο­λι­τι­σμός που έ­χου­με δη­μιουρ­γή­σει, εί­ναι έ­νας πο­λι­τι­σμός ε­γω­ι­στι­κός, πο­λι­τι­σμός φι­λαυ­τί­ας. Και ε­πει­δή εί­ναι πο­λι­τι­σμός φι­λαυ­τί­ας, εί­ναι πο­λι­τι­σμός α­κοι­νω­νη­σί­ας. Δεν μπο­ρού­με οι άν­θρω­ποι πραγ­μα­τι­κά να κοι­νω­νή­σου­με ο έ­νας με τον άλ­λο, να αι­σθαν­θού­με ο έ­νας με τον άλ­λον ως α­δελ­φοί. Εί­ναι φυ­σι­κό ό­τι έ­νας τέ­τοιος πο­λι­τι­σμός εί­ναι α­σφυ­κτι­κός και ο­δη­γεί σε α­διέ­ξο­δο. Αυ­τοί που το αι­σθά­νο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο εί­ναι οι νέ­οι που ως πιο ευαί­σθη­τοι και ευά­λω­τοι, μη μπο­ρώ­ντας να α­πο­δε­χτούν αυ­τόν τον ε­γω­ι­στι­κό πο­λι­τι­σμό, κα­τα­φεύ­γουν στα ναρ­κω­τι­κά, στην α­ναρ­χί­α, στην τρο­μο­κρα­τί­α και σε άλ­λες α­ντι­κοι­νω­νι­κές εκ­δη­λώ­σεις. Η προ­πτω­τι­κή κα­τά­στα­ση μέ­σα στον Παρά­δει­σο ή­ταν μια κα­τε­ξο­χήν, ευ­χα­ρι­στια­κή κα­τά­στα­ση που εί­χε ως κέ­ντρο και ση­μεί­ο α­να­φο­ράς ό­χι τον άν­θρω­πο που εί­ναι έ­να α­πλό κτί­σμα, αλ­λά τον Θε­ό που εί­ναι ο Κτί­στης, ο Δη­μιουρ­γός. Η ζω­ή των Πρω­το­πλά­στων μέ­σα στον Πα­ρά­δει­σο ή­ταν μί­α διαρ­κής ευ­χα­ρι­στί­α, μί­α εκ­δή­λω­ση ευ­γνω­μο­σύ­νης προς τον Ου­ρά­νιο Πα­τέ­ρα.
Η έ­λευ­σις του Κυ­ρί­ου η­μών Ι­η­σού Χρι­στού στον κό­σμο α­πο­κα­θι­στά την δια­τα­ραγ­μέ­νη με την πτώ­ση των πρω­το­πλά­στων σχέ­ση ευ­χα­ρι­στί­ας των αν­θρώ­πων προς τον Θε­ό. Αυ­τή η ευ­χα­ρι­στια­κή έ­νω­ση του Θε­ού με τον άν­θρω­πο γί­νε­ται κα­τε­ξο­χήν μέ­σα στο μυ­στή­ριο της Θεί­ας Ευ­χα­ρι­στί­ας. Ε­μείς προ­σφέ­ρου­με ψω­μί και κρα­σί, Ε­κεί­νος μας δί­νει Σώ­μα και Αί­μα Χρι­στού. Ε­μείς α­πό α­γά­πη στον Θε­ό του δί­νου­με το δι­κό μας δώ­ρο. Ε­κεί­νος α­πό α­γά­πη προς ε­μάς μας δί­νει το δι­κό Του δώ­ρο. Αυ­τό εί­ναι σε τε­λι­κή α­νά­λυ­ση η Θεί­α Λει­τουρ­γί­α αλ­λά και ό­λη η Εκ­κλη­σί­α, μί­α α­νταλ­λα­γή δώ­ρων. Η ζω­ή του Θε­ού γί­νε­ται δι­κή μας ζω­ή. Ο φτω­χός και τα­πει­νός άν­θρω­πος γί­νε­ται Θε­ός κα­τά χά­ριν.
Έ­τσι μέ­σα στην Θεί­α Λει­τουρ­γί­α μπο­ρού­με και ε­μείς δια της Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας και της Εκ­κλη­σί­ας να ζού­με ευ­χα­ρι­στια­κά. Τώ­ρα μπο­ρού­με να δε­χθού­με τα δώ­ρα του Θε­ού που μας χα­ρί­ζει ο Κύ­ριος και να τον ευ­χα­ρι­στού­με γι΄ αυ­τά τα δώ­ρα. Ποια εί­ναι αυ­τά τα δώ­ρα; Εί­ναι πρω­τί­στως ο Χρι­στός, το Σώ­μα Του και το Αί­μα Του. Εί­ναι η Πα­να­γί­α μας, οι Ά­γιοι της Εκ­κλη­σί­ας μας. Εί­ναι οι συ­νάν­θρω­ποι μας. Κά­θε έ­νας άν­θρω­πος τώ­ρα γί­νε­ται δώ­ρο Θε­ού. Έ­χου­με ά­ρα­γε α­να­ρω­τη­θεί πό­σο δια­φο­ρε­τι­κή θα ή­ταν η Ελ­λη­νι­κή Κοι­νω­νί­α - ι­διαι­τέ­ρως τα τε­λευ­ταί­α 40 χρό­νια - αν εί­χε ε­πι­κρα­τή­σει αυ­τή η ευ­χα­ρι­στια­κή ά­πο­ψη της Ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας για τις δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων αυ­τής της χώ­ρας. Ό­ταν α­γα­πώ τον άλ­λο συν-χω­ρώ, δη­λα­δή χω­ρά­ω μα­ζί του. Ε­άν δεν συγ­χω­ρώ δεν μπο­ρώ να χω­ρέ­σω στον άλ­λο, δεν αι­σθά­νο­μαι τον άλ­λον α­δελ­φό μου, δεν μπο­ρώ να κά­νω κο­ντά του, με ε­νο­χλεί η πα­ρου­σί­α του.
Ό­μως μπο­ρού­με να υ­πο­μέ­νου­με τον α­δελ­φό μας στις ι­διο­τρο­πί­ες του, μπο­ρού­με να τον κα­τα­νο­ού­με στις πτώ­σεις και να εί­μα­στε ε­πιει­κείς α­πέ­να­ντί του. Μπο­ρού­με να του προ­σφέ­ρου­με τον ε­αυ­τόν μας και α­πό τα υ­λι­κά α­γα­θά που έ­χου­με. Μπο­ρού­με να σε­βό­μα­στε τον συ­νάν­θρω­πό μας ως ει­κό­να Θε­ού. «Ό­λα αυ­τά πη­γά­ζουν α­πό τη Θυ­σί­α του Χρι­στού που ζού­με στην Θεί­α Λει­τουρ­γί­α». Στην Εκ­κλη­σί­α παύ­ω να εί­μαι ε­γώ. Γι­νό­μα­στε ε­μείς. Οι πρώ­τοι χρι­στια­νοί στα Ιε­ρο­σό­λυ­μα ζού­σαν ως μί­α οι­κο­γέ­νεια. Υ­πήρ­χε κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη. Ό­λοι προ­σέ­φε­ραν  ό­τι εί­χαν. Το ί­διο α­κρι­βώς συμ­βαί­νει και σε κά­θε κοι­νό­βιο μο­να­στή­ρι, ό­που κα­νείς  μο­να­χός ή μο­να­χή δεν έ­χει κά­τι δι­κό του. Δε­χό­με­νοι τον κό­σμο ως δώ­ρο του Θε­ού μπο­ρού­με να μην τον κα­τα­χρό­μα­στε, ού­τε να τον πε­ρι­φρο­νού­με. Αν δεν βλέ­που­με τα υ­λι­κά α­γα­θά ως δώ­ρα Θε­ού, ή θα τα πε­ρι­φρο­νού­με ό­πως έ­κα­ναν οι Μα­νι­χαί­οι στους πρώ­τους χρι­στια­νι­κούς αιώ­νες ή θα κά­νου­με κα­κή χρή­ση των δώ­ρων. Αλ­λά ο Θε­ός δεν τα έ­δω­σε για να κά­νου­με κα­τά­χρη­ση. Γι΄ αυ­τό λέ­ει ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος: «Παν κτί­σμα Θε­ού κα­λόν, και ου­δέν α­πό­βλη­τον με­τά ευ­χα­ρι­στί­α λαμ­βα­νό­με­νον» (Α΄ Τιμ.). Δη­λα­δή ό,τι έ­δω­σε και δί­νει ο Θε­ός, εί­ναι κα­λό, ό­ταν βέ­βαια λαμ­βά­νε­ται με ευ­χα­ρι­στί­α. Ζώ­ντας ευ­χα­ρι­στια­κά, ζού­με με κέ­ντρο τον Θε­ό. Διό­τι ό­ταν ο άν­θρω­πος βρει το κέ­ντρο του κό­σμου και τα συν­δέ­ει ό­λα με τον Θε­ό και ζει γύ­ρω α­πό το κέ­ντρο του κό­σμου που εί­ναι ο Θε­ός, βρί­σκει την ε­σω­τε­ρι­κή του ε­νό­τη­τα, δεν εί­ναι δι­χα­σμέ­νος. Ό­ταν προ­σφέ­ρου­με και α­να­φέ­ρου­με τα πά­ντα στον Θε­ό, ό­λη η ζω­ή μας παίρ­νει άλ­λο νό­η­μα. Για πα­ρά­δειγ­μα η ερ­γα­σί­α που δεν προ­σφέ­ρε­ται στο Θε­ό, κα­τα­ντά βά­ρος και ά­ρα άγ­χος. Το ί­διο συμ­βαί­νει και στην οι­κο­γέ­νεια και τον γά­μο.
Πό­σο δια­φο­ρε­τι­κό πράγ­μα εί­ναι ο γά­μος έ­ξω α­πό τον Θε­ό - ό­πως εί­ναι ο πο­λι­τι­κός γά­μος -, α­πό τον γά­μο μέ­σα στον Θε­ό και για τον Θε­ό, ό­πως εί­ναι ο ευ­χα­ρι­στια­κός γά­μος της Εκ­κλη­σί­ας. Α­κό­μη πό­σο δια­φο­ρε­τι­κά συ­μπε­ρι­φέ­ρε­σαι στα παι­διά σου ό­ταν τα βλέ­πεις ως δώ­ρα Θε­ού, και πως συ­μπε­ρι­φέ­ρε­σαι ό­ταν τα βλέ­πεις ως δι­κή σου ι­διο­κτη­σί­α. Η κρί­ση που βιώ­νου­με σή­με­ρα στην χώ­ρα μας εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα της ο­λο­έ­να και αυ­ξα­νο­μέ­νης α­που­σί­ας αυ­τής της ευ­χα­ρι­στια­κής ζω­ής που εκ­προ­σω­πεί την ελ­λη­νορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση του λα­ού μας. Το δυ­σά­ρε­στο εί­ναι ό­τι αυ­τός ο πο­λι­τι­σμός της φι­λαυ­τί­ας, αυ­τός ο ε­γω­κε­ντρι­κός πο­λι­τι­σμός,  γί­νε­ται προ­σπά­θεια να ε­πι­βλη­θεί με θε­σμούς και νό­μους και να δια­δο­θεί α­πό τα Μ.Μ.Ε. Δεν εί­ναι βέ­βαια πρό­σφα­το το γε­γο­νός. Εί­ναι κά­τι που έ­χει αρ­χί­σει ε­δώ και αρ­κε­τά χρό­νια. Εί­ναι κά­τι που πι­στεύ­ω ό­τι και ε­σείς το βλέ­πε­τε, το αι­σθά­νε­σθε και για το ο­ποί­ο πο­νά­τε.
Οι η­γέ­τες μας προ­σπα­θούν με λά­θος τρό­πο να βγά­λουν την Ελ­λά­δα α­πό την κρί­ση στην ο­ποί­α έ­χει πε­ριέλ­θει. Το λά­θος βρί­σκε­ται στο ό­τι προ­σπα­θούν να το πε­τύ­χουν χω­ρίς τον Χρι­στό.
Και ε­μείς γνω­ρί­ζου­με πο­λύ κα­λά ό­τι κά­θε τι που δεν εί­ναι συν­δε­δε­μέ­νο με τον Θε­ό, έ­χει μέ­σα του τον θά­να­το. Δεν έ­χει τη Χά­ρη του Θε­ού. Δεν δί­νει στον άν­θρω­πο τη δυ­να­τό­τη­τα να ε­νω­θεί με τον Θε­ό. Ε­μείς αυ­τήν την Ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση πα­ρα­λά­βα­με, α­πό τους γο­νείς μας, τους παπ­πού­δες και τις για­γιά­δες μας. Και δεν θα αρ­νη­θού­με, για­τί εί­δα­με  ό­τι αυ­τή εί­ναι η α­λη­θι­νή ζω­ή. Δεν θέ­λου­με αυ­τήν την ζω­ή να την αλ­λά­ξου­με, για­τί εί­ναι δο­κι­μα­σμέ­νη ζω­ή. Και δεν εί­ναι η ζω­ή μό­νο των δι­κών μας προ­γό­νων. Εί­ναι η ζω­ή ε­κεί­νων που έ­κα­ναν το 1821, η ζω­ή του Μα­κρυ­γιάν­νη, του Κο­λο­κο­τρώ­νη, του Πα­πα­φλέσ­σα ό­λων αυ­τών που θυ­σιά­στη­καν «για του Χρι­στού την πί­στη την α­γί­α και της πα­τρί­δος την ε­λευ­θε­ρί­α». Εί­ναι η πί­στη του α­γί­ου Κο­σμά του Αι­τω­λού, που κρά­τη­σε το γέ­νος και το έ­σω­σε α­πό τον ε­κτουρ­κι­σμό. Δεν γνω­ρί­ζου­με ού­τε έ­ναν ή­ρω­α του 1821 ο ο­ποί­ος να ή­ταν α­ντί­χρι­στος. Α­ντι­θέ­τως ό­λοι ή­ταν ευ­λα­βείς χρι­στια­νοί, ε­ξο­μο­λο­γού­ντο, κοι­νω­νού­σαν και α­γω­νί­ζο­νταν.
Ή­θε­λαν να κά­νουν την νέ­α Ελ­λά­δα έ­θνος ά­γιον, στο ο­ποί­ο να βα­σι­λεύ­ει ο Χρι­στός. Και γι΄ αυ­τό ε­μείς ως γνή­σιοι α­πό­γο­νοι των α­γω­νι­στών του 1821, με την Χά­ρη του Θε­ού, θα μεί­νου­με σ΄ αυ­τήν την πα­ρά­δο­ση, την Θε­ο­κε­ντρι­κή.
Ο Χρι­στός θα εί­ναι το κέ­ντρο του πο­λι­τι­σμού μας. Δεν θέ­λου­με έ­να πο­λι­τι­σμό που ο Χρι­στός θα εί­ναι στο πε­ρι­θώ­ριο. Για­τί αυ­τός ο πο­λι­τι­σμός θα εί­ναι πο­λι­τι­σμός της φι­λαυ­τί­ας που δεν βο­η­θά­ει ου­σια­στι­κά τον άν­θρω­πο. Η Εκ­κλη­σί­α υ­πάρ­χει ό­χι για να κα­τα­πιέ­ζει τους αν­θρώ­πους αλ­λά για να τους ε­λευ­θε­ρώ­νει α­πό τα πά­θη και την α­μαρ­τί­α. Η Εκ­κλη­σί­α κα­λεί­ται σή­με­ρα να ξε­ση­κώ­νει τον πι­στό Ορ­θό­δο­ξο λα­ό σε μια πνευ­μα­τι­κή ε­πα­νά­στα­ση ε­να­ντί­ον του ε­γω­κε­ντρι­κού πο­λι­τι­σμού που πε­ρι­θω­ριο­ποιεί τον Χρι­στό.
Η ζω­ή χω­ρίς τον Χρι­στό εί­ναι έ­να α­τέ­λειω­το σκο­τά­δι, μια α­σέ­λη­νη νύ­κτα. Ο άν­θρω­πος που αρ­νεί­ται τον Χρι­στό και α­πο­μα­κρύ­νε­ται α­πό Αυ­τόν γί­νε­ται ή κτή­νος, ή δαί­μο­νας, ό­πως λέ­ει ο ά­γιος Μά­ξι­μος ο Ο­μο­λο­γη­τής. Αν θέ­λου­με να βγού­με α­πό την κό­λα­ση, που μό­νοι μας δη­μιουρ­γή­σα­με με τα α­νε­γκέ­φα­λα και α­ντι­πνευ­μα­τι­κά μας συ­στή­μα­τα,  αν θέ­λου­με λί­γη χα­ρά στην ε­πώ­δυ­νη ζω­ή μας δεν έ­χου­με πα­ρά να γυ­ρί­σου­με στον α­να­στά­ντα Χρι­στό μας. Μην πε­ρι­μέ­νου­με άλ­λο. Α­πό σή­με­ρα ας αρ­χί­σου­με την πνευ­μα­τι­κή α­ντί­στα­ση. Εί­ναι πλέ­ον ώ­ρα κρί­σε­ως για ό­λους μας, ρα­σο­φό­ρους και λα­ϊ­κούς. Ώ­ρα να θυ­μη­θού­με ό­τι δεν εί­μα­στε μό­νο ύ­λη και πνεύ­μα και να προ­τι­μή­σου­με να πε­θά­νου­με πα­ρά να προ­σκυ­νή­σου­με «ουκ επ άρ­τω μό­νο ζή­σε­ται άν­θρω­πος»!
Ας θυ­μη­θού­με τους Ε­λεύ­θε­ρους Πο­λιορ­κη­μέ­νους του Με­σο­λογ­γί­ου, τους Σου­λιώ­τες, που ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο δεν εί­χαν να φά­νε, τό­σο αύ­ξα­νε ο πό­θος τους για την Ε­λευ­θε­ρί­α. Κου­ρά­στη­κε ο κό­σμος και η νε­ο­λαί­α α­πό τα κη­ρύγ­μα­τα του προ­ο­δευ­τι­σμού, της α­θε­ΐ­ας, του υ­λι­σμού και ε­πι­στρέ­φει στον Θε­ό α­κού­ο­ντας την πρό­σκλη­σή Του: «Δεύ­τε προς με, πά­ντες οι κο­πιώ­ντες και πε­φορ­τι­σμέ­νοι κα­γώ α­να­παύ­σω υ­μάς». Οι πα­ντός εί­δους δια­νο­ού­με­νοι, συγ­γρα­φείς  και κουλ­του­ριά­ρη­δες συ­χνά ο­μι­λούν για ε­πι­στρο­φή στον σκο­τα­δι­σμό του με­σαί­ω­να ή και για βυ­ζα­ντι­νι­σμό, σε πε­ρι­πτώ­σεις υ­γιούς θρη­σκευ­τι­κό­τη­τος σε πε­ρι­πτώ­σεις ε­πι­στρο­φής στην α­γιο­πα­τε­ρι­κή ζω­ή της Ορ­θο­δο­ξί­ας. Αλ­λά, α­γνο­ούν σκό­πι­μα και ε­σκεμ­μέ­να, ό­τι η Α­να­το­λή, η Ορ­θο­δο­ξί­α δεν έ­χει με­σαί­ω­να, ού­τε σκο­τα­δι­σμό, αλ­λά μια τα­πει­νή συ­νέ­χεια της εκ­κλη­σια­στι­κής της πα­ρα­δό­σε­ως μέ­σα στα μο­να­στή­ρια και τις ε­νο­ρί­ες με τα κρυ­φά σχο­λεί­α και τους νε­ο­μάρ­τυ­ρες. Το δε Βυ­ζά­ντιο, ή κα­λύ­τε­ρα ό­πως πρέ­πει να α­πο­κα­λού­με αυ­τήν την κρα­τι­κή ο­ντό­τη­τα, Α­να­το­λι­κή Ελ­λη­νο­ρω­μα­ϊ­κή αυ­το­κρα­το­ρί­α, η Ρω­μιο­σύ­νη που δι­ήρ­κε­σε ε­λεύ­θε­ρη πε­ρί­που 1100 χρό­νια και υ­πό κα­το­χήν άλ­λα 500 πε­ρί­που χρό­νια εί­ναι η κα­λύ­τε­ρη και η φω­τει­νό­τε­ρη μ.Χ. πε­ρί­ο­δος του ελ­λη­νι­σμού και του χρι­στια­νι­σμού. Σ΄ αυ­τή  την ε­πο­χή προ­σεύ­χο­νταν και θε­ο­λο­γού­σαν οι πά­ντες, α­πό τον αυ­το­κρά­το­ρα μέ­χρι και τον τε­λευ­ταί­ο πο­λί­τη, α­πό τον πα­νε­πι­στη­μια­κό δά­σκα­λο μέ­χρι τον τε­λευ­ταί­ο ερ­γά­τη. Ό­λοι ζού­σαν υ­πό το πρί­σμα της αιω­νιό­τη­τος, ως ό­ντα Θε­ού­με­να και όχι ως βιο­λο­γι­κά ό­ντα. Κι αυ­τό εί­ναι που ε­νο­χλεί  σή­με­ρα τους δια­νο­ού­με­νους. Το να ξα­να­γί­νου­με ρω­μιο­σύ­νη. Να ξα­να­γί­νου­με το φως του κό­σμου, η πη­γή του πο­λι­τι­σμού.
Απ΄ ό­σα ει­πώ­θη­καν βγαί­νει το συ­μπέ­ρα­σμα ό­τι πραγ­μα­τι­κός άν­θρω­πος εί­ναι ε­κεί­νος που ζει και κι­νεί­ται εν Α­γί­ω Πνεύ­μα­τι, που το πνεύ­μα του βρί­σκε­ται σε διαρ­κή κοι­νω­νί­α με το Πνεύ­μα του Θε­ού. Η α­διά­λει­πτη και συ­νε­χής κοι­νω­νί­α με τον Θε­ό εί­ναι ε­φι­κτή μό­νο μέ­σα α­πό τη τα­κτι­κή συμ­με­το­χή μας στα Μυ­στή­ρια της Εκ­κλη­σί­ας. Το α­ντί­δο­το στην κρί­ση της ε­πο­χής μας εί­ναι η πνευ­μα­τι­κή α­να­γέν­νη­ση του Έ­θνους μας, ή αν θέ­λε­τε κα­λύ­τε­ρα να πού­με η κα­τή­χη­ση των Ελ­λή­νων με τα νά­μα­τα του Ελ­λη­νι­σμού και της Ορ­θο­δο­ξί­ας. Η ε­πι­στρο­φή του Έ­θνους μας στις πα­τρο­πα­ρά­δο­τες ρί­ζες μας θα ση­μαί­νει αυ­το­μά­τως και τον ευαγ­γε­λι­σμό της πα­τρί­δος μας. Ε­μπρός λοι­πόν να ξε­κι­νή­σου­με ό­λοι μας ε­δώ και τώ­ρα μια νέ­α ε­πα­νά­στα­ση, πιο μα­χη­τι­κή, πιο ου­σια­στι­κή και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή σε σχέ­ση με την ε­ξέ­γερ­ση του 1821, αυ­τή τη φο­ρά πνευ­μα­τι­κή κα­τά των πα­θών μας α­δυ­να­μιών μας με λά­βα­ρο τον Κύ­ριον η­μών Ι­η­σού Χρι­στό. Για να μεί­νει αυ­τή η ό­μορ­φη και κα­θη­για­σμέ­νη α­πό το αί­μα των α­γί­ων και των η­ρώ­ων πα­τρί­δα, ε­λεύ­θε­ρη, α­νυ­πό­τα­κτη και α­προ­σκύ­νη­τη. 
                        

Δεν υπάρχουν σχόλια: