Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΠΑΤΡΩΝ ΚΑΙ ΗΛΕΙΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΕΤΑΘΕΤΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ - Ιωάννης Αθανασόπουλος


 Ο ΠΑΤΡΩΝ ΚΑΙ ΗΛΕΙΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΕΤΑΘΕΤΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ

 Ιωάννου Φ. Αθανασόπουλου
Θεολόγου – Φιλολόγου

1. Ο Νικηφόρος Καλογεράς γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1835. Σπούδασε στην Θεολογική Σχολή Αθηνών και επί τετραετία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου και ανεκηρύχθη διδάκτωρ το 1867. Διετέλεσε υφηγητής Πατρολογίας στην Θεολογική Σχολή Αθηνών από το 1868 και τακτικός καθηγητής από το 1879. Υπήρξε Α΄ Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου, καθηγητής των Αρσακείων Σχολείων Αθηνών και Πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας επί δύο συνεχείς περιόδους (1889-1895). Στις 6 Ιουνίου 1883 εχειροτονήθη Αρχιεπίσκοπος Πατρών και Ηλείας και ενθρονίσθηκε στις  25 Ιουλίου στον Μητροπολιτικό Ναό των Πατρών. Η αρχιερατική του διακονία εκάλυψε μόνον μια διετία. Στις 23 Ιανουαρίου 1885, «δια το επισφαλές της υγείας του», υπέβαλε την παραίτησή του στην Ιερά Σύνοδο και απεσύρθη στην γενέτειρά του εφησυχάζων, ασχολούμενος με το συγγραφικό έργο του. Απέθανε στις 17 Δεκεμβρίου 1896 σε ηλικία 61 ετών. Συνέγραψε περισπούδαστα θεολογικά έργα, μεταξύ δε τούτων και την «Ερμηνεία εις τας 7 καθολικάς επιστολάς» του Ευθυμίου Ζυγαβηνού.
Μελετητής και βαθύς γνώστης του Κανονικού Δικαίου, όταν ήταν ακόμη διάκονος, εδημοσίευσε δύο άρθρα του στο έγκριτο θεολογικό περιοδικό «Ευαγγελικός Κήρυξ», το οποίον εξέδιδε ο τότε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Κωνσταντίνος Κοντογόνης. Το πρώτο με τίτλο «Περί του αμετάθετου των επισκόπων» και το δεύτερο με τίτλο «Αντικανονικόν το μεταθετόν των Επισκόπων»1. Στα εν λόγω άρθρα του, τα οποία αποτελούν είδος μικρής πραγματείας, ο Καλογεράς αναφέρεται σε ένα πολύ σημαντικό θέμα, που είχε απασχολήσει την εκκλησιαστική ζωή των χρόνων εκείνων, μετά την ψήφιση του Νόμου Σ΄ του 1852, «Περί Επισκοπών και Επισκόπων και περί του υπό τους Επισκόπους τελούντος Κλήρου», ο οποίος είχε αναζωπυρώσει το αίτημα του μεταθετού των Επισκόπων στην Εκκλησία της Ελλάδος.
Ο Νόμος αυτός προέβλεπε την δυνατότητα μετάθεσης των αρχιερέων υπό προϋποθέσεις και «μόνον εγκρίσει του Βασιλέως, μετά γνωμοδότησιν της Ιεράς Συνόδου, τηρουμένων των κανόνων απαραλλάκτως ως και παρά πάσαις ταις λοιπαίς ομοδόξοις του Χριστού Εκκλησίαις»2. Ωσαύτως την εκκλησιαστική ζωή απασχολούσε έντονα και η εκλογή του από Πατρών και Ηλείας Μισαήλ Αποστολίδη σε Μητροπολίτη Αθηνών. Η δια μεταθέσεως εκλογή του στο πηδάλιο της Εκκλησίας της Ελλάδος εθεωρήθη αντικανονική και είχε προκαλέσει αντιδράσεις και υπόνοιες περί παρακάμψεως των πολιτικών νόμων και των εκκλησιαστικών κανόνων.3
Ευρισκομένου σε έξαρση του ζητήματος του μεταθετού, είδαν το φως της δημοσιότητος σε έντυπα της εποχής σχετικά δημοσιεύματα ειδικών και μη, μεταξύ των οποίων, ίσως τα πλέον ενδιαφέροντα, τα δύο ως άνω άρθρα του λογίου ιεροδιάκονου Νικηφόρου Καλογερά, στα οποία εκτίθενται οι απόψεις του περί του μεταθετού των αρχιερέων, θεωρούντος τούτο αντικανονικό, εντελώς περιττό και επιβλαβές για την Εκκλησία. Κίνητρο για την ενασχόλησή του με το θέμα αυτό υπήρξε, όπως γράφει ο ίδιος, αποκλειστικώς και μόνον το συμφέρον της Εκκλησίας και το χρέος του να δημοσιοποιεί, όπως και κάθε πολίτης, τις σκέψεις του και μάλιστα όταν πρόκειται περί της Εκκλησίας, ενώ θεωρούσε αμάρτημα το να τηρεί κανείς σιωπήν και ως απαθής θεατής, με αδιάφορο βλέμμα, «να ατενίζει εις τον επαπειλούμενον αυτήν σάλον».

2. Ασχολούμενος, λοιπόν, με το μεταθετό των επισκόπων, ο συντάκτης των άρθρων υπογραμμίζει εξ αρχής ότι η μετάθεση των αρχιερέων και ποιμένων από Εκκλησίας εις Εκκλησίαν, «από ποιμνίου εις ποίμνιον», είναι αντιεκκλησιαστική και αντίκειται στους δύο βασικούς και θεμελιώδεις ιερούς κανόνες, στον ΚΑ΄ κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας και στον Α΄ κανόνα της Σαρδικής, παραλείποντας χάριν συντομίας άλλους, εξίσου σημαντικούς, που αφορούν στο ίδιο θέμα. Δια των κανόνων αυτών είναι ηλίου φαεινότερον, λέγει, ότι «οι θεσπέσιοι αυτών νομοθέται δεικνύουσι το βλαβερόν των μεταθέσεων των αρχιερέων και αυστηρότατα αυτάς απαγορεύουσι», είναι δε τόσον σαφείς και κατηγορηματικές οι διατάξεις των κανόνων αυτών, ώστε θεωρεί ματαία κάθε περαιτέρω εξήγησή τους. Διερωτάται ακολούθως ο Καλογεράς μήπως δεν είναι παντελώς απαραβίαστοι οι εκκλησιαστικοί κανόνες, όπως ισχυρίζονται μερικοί, μήπως δηλαδή υπόκεινται και αυτοί, όπως κάθε άλλος νόμος, στον λόγο της ανάγκης, αφού, κατά τον απόστολο Παύλο, «εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις». Υπάρχουν μάλιστα και κανόνες, οι οποίοι λαμβάνοντες υπ’ όψιν διάφορες περιστάσεις «καταφάσκουσιν ό,τι οι ανωτέρω αρνούνται». Όμως, κατά τον Καλογερά, «οι νόμοι της Εκκλησίας, όντες το πηδάλιον, δι’ ού αύτη ευθυπορεί ουριοδρομούσα, δεν έχουσι τοσαύτην ελαστικότητα, όσην οι πολιτικοί». Προκειμένου δε περί του μεταθετού των επισκόπων παρατηρεί ότι «αι περιστάσεις, αι την παράβασιν των ανωτέρω, ιερών κανόνων επιτρέπουσαι, επίσης εισίν ωρισμέναι, και ουδεμία διαφωνία μεταξύ αυτών υφίσταται» (σ. 316). Ακόμη και αυτός ο ΙΔ΄ Αποστολικός κανών, ο οποίος, κατ’ άκραν οικονομία και υπό ορισμένες προϋποθέσεις επιτρέπει την μετάθεση επισκόπου και αυτός ο κανών κατά τον Καλογερά δεν είναι υπέρ του μεταθετού αλλά μάλλον υπέρ του αμεταθέτου των επισκόπων. Διότι όπως λέγει, «ουδείς υπάρχει σήμερον ο μη βλέπων ότι θεία συνάρσει, καθ’ όλον το κράτος επικρατεί άκρα εκκλησιαστική ειρήνη και θρησκευτική ομόνοια» και επομένως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν την μετάθεση. Συνεπώς «ανάγκης προς νόμου μετάθεσιν μη υπαρχούσης, το κύρος των κανόνων μενέτω» (σ. 318). Αλλά και όταν ο λόγος για τον οποίον οι επίσκοποι επιδιώκουν μετάθεση από μικρότερη σε μεγαλύτερη επαρχία είναι πνευματικός και άρα λόγω περισσοτέρας ωφελείας προς το ποίμνιο και την Εκκλησία, όταν δηλαδή «φλέγη εις τα στήθη αυτών ζωηρά η φλοξ του θείου ζήλου», τότε πρέπει όχι μόνον «ανωτέρας αλλά και κατωτέρας  επαρχίας να ζητώσι» και συνεπώς «παράβασιν κανόνων αντί προβιβασμών και ματαίας δόξης δεν πρέπει να ανέχωνται». Διότι «ο αληθής των αποστόλων μαθητής και διάδοχος, συνεχίζει ο Καλογεράς, επί υψηλής περιωπής ιστάμενος και ως λυχνία δια των αρετών επιλάμπων, ουδόλως χρήζει επαρχιών μεγάλων και πολυπληθών πόλεων, όπως τοις πλείστοις γνωστός καταστή, και παρά πολλών τιμής απολαύει• διότι η λάμψις των αρετών και της σοφίας αυτού καθίστησιν αυτόν ως πόλιν, ήτις επάνω όρους κειμένη ου δύναται κρυβήναι• οι πάντες προς αυτόν τα όμματα ατενίζουσι, παρά πάντων ως πατήρ τιμάται και ως διάδοχος των μεγάλων της Εκκλησίας φωστήρων γεραίρεται» (σ. 319-320). Συνεπώς, κατά τον συγγραφέα, και με δεδομένη την εκκλησιαστική παράδοση της Εκκλησίας, απαγορεύεται απολύτως η μετάθεση των επισκόπων, είναι δε ισοβία η σύνδεση αυτών με την επισκοπή για την οποία χειροτονήθηκαν.

3. Αλλά και στο επόμενο άρθρο του ο Νικηφόρος Καλογεράς ασχολείται με το ίδιο θέμα, για να τονίσει εντονώτερα το αντικανονικό του μεταθετού των επισκόπων, θεωρών ότι τούτο υπήρξε «ανέκαθεν βλαβερόν τη καθόλου ορθοδόξω του Χριστού Εκκλησία», και να υπογραμμίσει ότι ο «των θεσπεσίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων θίασος…, ως εξ ενός στόματος μεγάλη τη φωνή κατά του μεταθετού φθέγγεται». Θεωρεί δε απορίας άξιον, πώς, έναντι τόσο σαφών και ευκρινών παραγγελμάτων, είναι δυνατόν να βλέπει κανείς μερικούς εκ των επισκόπων οι οποίοι, αφού έλαβαν ως παρακαταθήκη την τήρηση των ιερών κανόνων, «τουναντίον φρονούντας … ως ει παν τουναντίον οι ιεροί της Εκκλησίας θεσμοί διεκελεύοντο». Όσοι όμως ενεργούν τοιουτοτρόπως αγνοούν προφανώς ότι «όπου αν παραβίασις των ιερών θεσμών παρεισφρήση, εκεί ο προς τα θεία σεβασμός κατ’ επιφάνειαν μόνον επικρατεί και αταξία δεσποτεύει» (σ. 370).
Αναφερόμενος εν συνεχεία στον ισχυρισμό κάποιων ότι δεν είναι ορθόν και δίκαιον ένας αρχιερεύς, κεκοσμημένος με όλες τις αρετές και πολλά προσόντα, να παραμένει πάντοτε σε μικρή επισκοπή και να απολαύει κατωτέρας τιμής άλλου, ο οποίος κατά την αρετή και την παιδεία είναι υποδεέστερος, θεωρεί εντελώς ασύστατο τον ισχυρισμό αυτόν. Και τούτο διότι ένας βαθείας πνευματικότητας, φλογερής δράσεως και μεγάλων ικανοτήτων ιεράρχης δεν περιορίζεται από στενά τοπικά όρια, έστω και αν κατέχει την μικρότερη επισκοπή, αλλ’ όπως ετόνισε και προηγουμένως, ακτινοβολεί παντού και ωφελεί  σύμπασαν την Εκκλησίαν. Αναιρών τα επιχειρήματα αυτών αναφέρει ως παράδειγμα μεταξύ των άλλων τον Ευσέβιον, ο οποίος αν και ήτο ευνοούμενος του Μ. Κωνσταντίνου, απεποιήθη από σεβασμό προς τους κανόνες της Εκκλησίας τον θρόνο της Αντιοχείας. «Το άτοπον του μεταθετού καθορών, έγραψε τω βασιλεί παραιτούμενος• και ο αυτοκράτωρ απήντα επαινών αυτού την παραίτησιν» (σ. 373).
Ωσαύτως, λέγει, και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, του οποίου η Β΄ Αγία Οικουμενική Σύνοδος την αρετή και την σοφία εξετίμα και ο βασιλεύς Θεοδόσιος ο μέγας εθαύμαζε, εσέβετο τα θεία του μεγάλου ανδρός προτερήματα και εθεώρει άξιον να καθίσει στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, εν τούτοις «διαγογγυζόντων τινών ότι εστίν υπερόριος», ο θεολόγος Γρηγόριος, μη ανεχόμενος να κατηγορείται ότι αθέτησε τους κανόνες και να σκανδαλίζει ψυχές, υπέβαλε με καταπληκτική ευκολία την παραίτησή του από τον επίζηλο θρόνο, «καταλιπών ούτως αιώνιον και ηθικής ακεραιότητος και ευαισθησίας μάθημα». Οι άγιοι εκείνοι άνδρες, λέγει ο Καλογεράς, έχοντες ευαγγελική πίστη και θείο ζήλο στα στήθη των, «ου μόνον δόξης και τιμής αντί των εκκλησιαστικών θεσμών κατεφρόνουν, αλλ’ ως αληθείς ποιμένες και την ζωήν αυτών υπέρ της Εκκλησίας έθυον», εθεώρουν δε μέγιστη τιμή και υπόληψη «την μετά ζήλου και προθυμίας εκτέλσιν των υψηλών αυτών καθηκόντων, πάσαν δε άλλην σκαιότητα περιεφρόνουν, και ύβριν προς το θείον ενόμιζον» (σ. 374).
Ως προς την περίπτωση της εκλογής δια μεταθέσεως του Μισαήλ Αποστολίδη στον μητροπολιτικό θρόνο των Αθηνών, εφρόνει ότι ίσχυον και περί αυτού τα ως άνω περί του αμεταθέτου λεχθέντα, κατά το «έκαστος μενέτω εις ην εκληρώθη υπό του Θεού εξ αρχής Εκκλησίαν και μη μεθίστασθαι αυτής». Διότι το μεταθετόν, λέγει, «ει μεν καλόν και νόμιμον, αεί γινέσθω• ει δε κακόν και παράνομον ουδέ άπαξ γινέσθω» (σ. 371). Άλλωστε, υποστηρίζει ο Καλογεράς, η εκλογή του Προέδρου της Ιεράς Συνόδου, αφού αποτελεί γεγονός που αφορά όλη την Ελληνική φυλή, απαιτείται η αναζήτηση του πλέον ικανού προς τούτο, από το σύνολο του κλήρου της Ελληνικής φυλής. Συνεπώς, απαιτείται η αναζήτηση του πλέον ικανού για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών από το σύνολο του κλήρου της Ελληνικής φυλής, αποκλειόμενης της πρακτικής της μεταθέσεως κάποιου εκ των ήδη διαβιούντων εντός του Ελληνικού κράτους επισκόπων. «Εξέλιπον άραγε, παρατηρεί, εκ των τάξεων του όλου Ελληνικού κλήρου άνδρες επί παιδεία και αρετή διαλάμποντες και ως εκ τούτου και η Κυβέρνησις, προκειμένης ανάγκης περί του της Αττικής επισκόπου, καταφεύγει εις το ακατανόητον και σκανδαλώδες των μεταθέσεων;». Ολοκληρώνει, τέλος, την μικρή πραγματεία του με την προτροπή: «Μενέτω, λοιπόν, έκαστος των επισκόπων, εν ή εξ αρχής εκλήθη υπό του Θεού Εκκλησία• μεταλαμβάνετω πάντων των εν τω βίω τούτω συμφορών και κινδύνων του ποιμνίου• και αποθανέτω ως πατήρ σεβαστός εν ταις αγκάλαις των τέκνων αυτού πλήρης χαράς και ψυχικής γαλήνης εκ μόνου του μισθανταποδότου Θεού, ού την Εκκλησίαν οσίως εποίμανε την αξίαν αμοιβήν προσδεχόμενος, και τον στέφανον της δικαιοσύνης» (σ. 377).

4. Εκ των ανωτέρω καταδεικνύεται ότι ο Νικηφόρος Καλογεράς, ασχολούμενος προφανώς με την σπουδή και την μελέτη των ιερών κανόνων της Εκκλησίας, διατυπώνει στην εν λόγω πραγματεία του προσωπικές, αλλά και διαχρονικές απόψεις περί του μεταθετού των επισκόπων και αποδεικνύει, με επιχειρηματολογία αξιοπρόσεκτη, το αντικανονικό και αντιεκκλησιαστικό της πρακτικής αυτής. Επικαλούμενος τις διατάξεις των ιερών κανόνων και προσεγγίζοντας αυτούς ερμηνευτικά, απορρίπτει παντελώς το μεταθετόν, ακόμη και όταν πρόκειται για θέση αυξημένων προσόντων, όπως είναι ο αρχιεπισκοπικός θρόνος των Αθηνών.
Όμως οι ιεροί κανόνες δεν αγνοούν το μεταθετό των επισκόπων και η μακρά παράδοση της Εκκλησίας επιβεβαιώνει αυτό. Ειδικώτερα ο ΙΔ΄ αποστολικός κανών, ο οποίος ανεφέρθη και προηγουμένως, επιτρέπει την μετάθεση αρχιερέως σε μεγαλύτερη επισκοπή, αλλά για προφανή ωφέλεια του εκκλησιαστικού οργανισμού και για το εξαιρετικό της προσωπικότητας του μετατεθησομένου. Όταν δηλαδή υπάρξει ακραιφνές αντικειμενικό εκκλησιαστικό φρόνημα και γνήσια εκκλησιαστική συνείδηση τότε, και μόνον τότε, είναι επιτρεπτή η εφαρμογή του ως άνω αποστολικού κανόνος. Συνεπώς υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ του κανονικού και αντικανονικού μεταθετού.

5. Από της ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος το μεταθετόν υπήρξε συχνά αντικείμενο νομοθετικών ρυθμίσεων εκ μέρους της Πολιτείας, ενίοτε μάλιστα και κατά τρόπον αντίθετο προς τους ιερούς κανόνες και την τάξη της Εκκλησίας. Και τούτο διότι υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες έγιναν καταχρήσεις του θεσμού, οι ιεροί κανόνες αθετήθηκαν ή αγνοήθηκαν, άλλοτε μεν θεωρητικώς άλλοτε δε και πρακτικώς. Οι μεταθέσεις αρχιερέων συνδέθηκαν με παρακμιακά φαινόμενα της εκκλησιαστικής ζωής και έδωκαν αφορμή για ποικίλα επίμεμπτα σχόλια για τους εκλέγοντας και τους εκλεγομένους, για κακόπιστες διαδόσεις περί συναλλαγών των αρχιερέων κ.ά. Συνεπεία τούτου εδόθη το δικαίωμα στην Πολιτεία να επέμβει και να ρυθμίσει με πολιτειακούς νόμους ό,τι ανήκει αποκλειστικώς στα εσωτερικά της Εκκλησίας. Εχρειάσθη δηλαδή να επέμβει η Πολιτεία και δια νόμου να διατάξει την απαγόρευση του μεταθετού, «συγκαταβαινούσης και της Εκκλησίας».4
Με τον ισχύοντα σήμερα Καταστατικό Χάρτη, η Εκκλησία της Ελλάδος, «κατ’ άκραν οικονομίαν και μείζον της Εκκλησίας όφελος», επιτρέπει το μεταθετό των επισκόπων σε μεγαλύτερες εκκλησιαστικές περιφέρειες, εφ’ όσον η πολιτεία επισκόπου μικροτέρας περιφέρειας υπήρξε τοιαύτη, ώστε να είναι προφανής η ωφέλεια στην Εκκλησία εκ της μεταθέσεως του και πάντοτε, υπό αυστηρές προϋποθέσεις και διαδικασίες και με αυστηρά πλειοψηφικά προσόντα εκλογής του υποψηφίου. Απαιτείται δηλαδή ιδιαίτερα αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 εκ των παρόντων μελών της Ιεραρχίας για να επιτευχθεί η μετάθεση, ενώ προηγείται άλλη ψηφοφορία για το αν η κενή μητροπολιτική έδρα θα πληρωθεί δι’ εκλογής ή δια μεταθέσεως.5 Προφανώς το σκεπτικό της ρύθμισης αυτής στηρίχθηκε στην αρχή ότι η κανονική παράδοση της Εκκλησίας «απαγορεύει στον επίσκοπο να επιδιώκει την μετάθεσή του, δεν μπορεί όμως να απαγορεύει και στην Εκκλησία την χρησιμοποίηση του μεταθετού για την κάλυψη των ποιμαντικών αναγκών της».6

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. «Ευαγγελικός Κήρυξ, αριθ. 7, έτος ΣΤ΄ (1862), σσ. 314-321 και αριθ. 8, έτος ΣΤ΄(1862), σσ. 369-377.
2.  Στράγκα Θ., Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εκ πηγών αψευδών, 1817-1967, Αθήνα 1969, σ. 254.
3.   Διακ. Θεοδώρου Μεϊμάρη, Η περί του μοναχισμού και του μεταθετού των επισκόπων στο Βασίλειο της Ελλάδος. «Θεολογία» τ. 84 (2013), σσ. 196 κ.ε.
4.  Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, Το Μεταθετόν. Περιοδ. «Ορθόδοξος Σκέψις», Αθήναι 1953, σ. 102.
5. Γ.Ι. Ανδρουτσοπούλου, Το μεταθετό των επισκόπων στην εκκλησία της Ελλάδος. «Νομοκανονικά». Έτος ΣΤ΄ (2007), σ. 63, όπου και εκτενής βιβλιογραφία.

6.       Β. Φειδά, λ. Μεταθετό. Εγκυκλ. Πάπυρος – Λαρούς. Τ. 41, σ. 382.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Να σταματήσει το «κατ’ άκραν οικονομίαν και μείζον της Εκκλησίας όφελος» η μετάθεση των επισκόπων από πτωχές επισκοπές σε πλουσιότερες. Με τα λίγα που γνωρίζω έχω δει να κόπτονται να πάρουν μετάθεση για μεγαλύτερες ή πλουσιότερες μητροπόλεις και όχι για το αντίθετο. Σωστές οι απόψεις του Νικηφόρου Καλογερά. Ευχαριστούμε και τον κ. Αθανασόπουλο που μας τις γνωστοποίησε.