Ομιλία
του Υπουργού Παιδείας και
Πολιτισμού
κ . Ανδρέα Δημητρίου
στο ετήσιο μνημόσυνο του
Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των συν αυτώ μαρτυρησάντων της 9ης
Ιουλίου 1821
Κυριακή, 5 Ιουλίου 2009,
ώρα 8.30π.μ.
Ιερός Ναός Φανερωμένης
Λευκωσίας
Στην ιστορία του πολύπαθου νησιού μας υπάρχουν γεγονότα σταθμοί και
ορόσημα, στα οποία οφείλουμε να καταφεύγουμε, για να αντλούμε τα αναγκαία
μηνύματα, που τόσο πολύ τα χρειαζόμαστε σήμερα για την ευόδωση του
αντικατοχικού αγώνα που εδώ και 35 χρόνια διεξάγουμε.
Ανάμεσα στα γεγονότα αυτά σημαντική θέση κατέχει η 9η Ιουλίου
1821, μέρα που σημαδεύτηκε από τη θυσία του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Κυπριανού
και των συν αυτώ μαρτυρησάντων αρχιερέων, ιερέων και λαϊκών, τους οποίους
τιμούμε και μνημονεύουμε σήμερα.
Ήταν τότε τα δίσεκτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, που άρχισε στην Κύπρο από το
1571 και διάρκεσε για περισσότερα από 300
χρόνια, ως το 1878, οπότε, με τη
γνωστή ανάλγητη αγοραπωλησία, μεταξύ της φθίνουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και
της Μεγάλης Βρετανίας, η πατρίδα μας
περιήλθε στη δικαιοδοσία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που ήταν τότε η μεγάλη αποικιοκρατική δύναμη της
εποχής. Όπως μάλιστα αναφέρει
χαρακτηριστικά ένας γνωστός Γάλλος ιστορικός (1), δίνοντας το στίγμα της τουρκικής κατοχής του
νησιού μας, «από του 1571 μέχρι του 1878 οι Τούρκοι τίποτε καλόν δεν επετέλεσαν
εις την Κύπρον.
Ο πληθυσμός εκ προθέσεως συνειδητά εληστεύθη, ηχμαλωτίσθη και επωλήθη εις
στο εξωτερικόν, ούτω δε ωλιγόστευσε και κατέπεσεν
εις το δέκατον τςη προηγουμένης αριθμητικής του δυνάμεως...» Ταυτόχρονα,
τονίζει ο ίδιος ιστορικός κατά την περίοδο αυτή η Κύπρος, όπως και όλη η Ανατολή, υπέφερε συχνά από φοβερές επιδημίες καθώς επίσης και
ανομβρίαν. Όλα αυτά τα δεινά, προσθέτει, «συνετέλεσαν εις ελάττωσιν του
πληθυσμού, ως εάν μη ήρκει η διαρπαγή, η
αιχμαλωσία και η λοιπή κακουργία».
Κι ενώ αυτή είναι η κατάσταση στη χειμαζόμενη Κύπρο, στην οποία εκδηλώνονται
κατά καιρούς και διάφορες ανεπιτυχείς εξεγέρσεις ενάντια στους Τούρκους
κατακτητές, ο κυπριακός ελληνισμός υπομένει καρτερικά την τουρκική σκλαβιά,
προσμένοντας την ώρα της λύτρωσης και
της ελευθερίας. Όπως σημειώνει μάλιστα ο
ιστορικός Κωνσταντίνος Σπυριδάκις αλλά και άλλοι μελετητές αυτής της περιόδου, εκδηλώνονται στα χρόνια αυτά και κοινές
εξεγέρσεις και κινητοποιήσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, κυρίως ενάντια
στη βαριά φορολογία, που δυνάστευε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ολόκληρο τον
κυπριακό λαό.
Κι όταν στην Ελλάδα, όπου ωριμάζει η ώρα της παλιγγενεσίας και του
εθνικού ξεσηκωμού, ξεσπά το Μάρτιο του 1821 η Ελληνική Επανάσταση, η εκδίκηση
των Τούρκων εκδηλώνεται, στυγνή και
αδυσώπητη, με τον αποκεφαλισμό του Πατριάρχη Γρηγόριου στην
Κωνσταντινούπολη και τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού στη Λευκωσία,
αλλά και με τη σφαγή και την εκτέλεση εκατοντάδων Ελλήνων της Πόλης και της
μαρτυρικής Κύπρου.
Την εκδίκηση των Τούρκων στο νησί μας
περιγράφει πολύ παραστατικά ο εθνικός ποιητής της Κύπρου Βασίλης
Μιχαηλίδης, στο επικό ποίημά του Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία
Κύπρου, το οποίο αποτελεί μια μοναδική λογοτεχνική καταγραφή των τραγικών
αυτών γεγονότων που σημάδεψαν ανεξίτηλα τη
νεότερη κυπριακή ιστορία.
Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί
ανέμοι τζι εφυσούσαν,
γράφει ο Μιχαηλίδης,
Τζι αρκίνησεν εις την
Τουρτζιάν να κρυφοσυννεφκιάζει
Τζιαι που τες τέσσερις
μερκές τα νέφη εκουβαλούσαν
Ώστι να κάμουν τον τζιαιρόν
ν’αρτζιεύκει να στοιβάζει
Είσιεν σγοιαν είχαν ούλοι
τους τζι η Τζύπρου το κρυφόν της
Μες στους ανέμους τους
κρυφούς είσιεν το μερτικόν της.
Τζι αντάν εφάνην η στραπή
εις του Μωριά τα μέρη
τζι ούλα ξηλαμπρατζιάσασιν τζιαι θάλασσα τζαι
ξέρη
είσιεν σγοιαν είχαν ούλοι
τους τζι η Τζύπρου τα κακά της.
Για τα «κακά» αυτά που συνέβησαν στην Κύπρο στις 9 Ιουλίου 1821 και είχαν
τραγικές διαστάσεις, καταδεικνύοντας το μέγεθος της τουρκικής θηριωδίας και
βαναυσότητας, μας δίνει πληροφορίες και λεπτομέρειες ο ιστορικός της εποχής
Γεώργιος Ι. Κηπιάδης, ο οποίος καταγράφει επίσης και τη γενικότερη συμβολή
του κυπριακού ελληνισμού στην ελληνική
επανάσταση, η οποία υπήρξε αρκούντως σημαντική για τα δεδομένα και τις δυνατότητες
του νησιού, και εκδηλώθηκε τόσο με την οικονομική αρωγή της επανάστασης όσο και
με τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού εθελοντών στην ελληνική εθνεγερσία.
Όπως αναφέρει λοιπόν ο Κηπιάδης, «με την κατηγορία ότι δήθεν συνεννοήθηκαν
προς εξέγερσιν μετά των επαναστατησάντων Ελλήνων, 486 πρωτεύοντες Κύπριοι
χριστιανοί, περιλαμβανομένου και του Αρχιεπσκόπου Κυπριανού, των τριών
μητροπολιτιών και των ηγουμένων των μοναστηριών της Κύπρου, δι αυτοκρατορικού
ορισμού απαγχονίζονται ή αποκεφαλίζονται, βορά εις την εκδικητικήν μανίαν του
βαρβάρου δυνάστου».
Μέσα από την ιστορική καταγραφή των γεγονότων αλλά και μέσα από την
ποιητική τους απεικόνιση στο ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη, τονίζεται η
εθνοπρεπής και καθ’όλα πατριωτική στάση του προκαθήμενου της Κυπριακής Εκκλησίας
εθνομάρτυρα Κυπριανού, ο οποίος αντιμετωπίζει το επερχόμενο τέλος με θάρρος,
ψυχραιμία αλλά και εθνική αξιοπρέπεια:
Όταν ο αιμοσταγής διοικητής της σκλαβωμένης Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ, λέει
στον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό: Έχω στον νουν μου πίσκοπε να σφάξω να
κρεμμάσω/ τζι αν ημπορώ που τους Ρωμιούς την Τζύπρον να παστρέψω/τζι ακόμα, αν
ημπόρεα τον κόσμον να γυρίσω/ εθεννά
σφάξω τους Ρωμιούς ψυσιήν να μεν αφήσω, ο Κυπριανός, που περιβάλλεται πλέον
εκείνη τη συγκεκριμένη ώρα με το φωτοστέφανο των διαχρονικών ελληνικών
αρετών-της ανδρείας και της ευψυχίας, δίνει την απάντησή του, καθορίζοντας το
στίγμα της ελληνικότητας και της ιστορικής μοίρας του κυπριακού ελληνισμού:
Η Ρωμιοσύνη έν φυλή
συνότζιαιρη του κόσμου,
Κανένας δεν ευρέθηκεν για να
την ηξηλείψει,
Κανένας γιατί σσιέπει την
που τα’ ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εννά χαθεί όντας
ο κόσμος λείψει.
Σφάξε μας ούλλους τζι ας
γενεί το γαίμαν μας αυλάτζιν
Κάμε τον κόσμον ματζιελλιόν
τζιαι τους Ρωμούς τραούλια,
Αμμά ξερε πως ίλαντρον
όντας κοπεί καβάτζιν
Τριγύρω του πετάσσουνται
τρακόσια παραπούλια..
Μακαριότατε,
Καθώς φέρνουμε σήμερα στη μνήμη μας την 9η Ιουλίου 1821 και
μνημονεύουμε τον εθνομάρτυρα Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και όλους όσοι μαρτύρησαν
εκείνη τη μέρα, βορά στην εκδικητική μανία
των Τούρκων κατακτητών, δεν μπορούμε να μη σταθούμε και να μη σχολιάσουμε ένα
γεγονός αναντίλεκτο που τεκμηριώνεται και ιστορικά, αλλά μας δίνεται και πολύ
παραστατικά μέσα από το ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη.
Η βαναυσότητα της τουρκικής
διοίκησης υπήρξε δεδομένη και καταμαρτυρείται τόσο από τη σφαγή της 9ης
Ιουλίου 1821 οσο και από σωρεία άλλων γεγονότων που καταγράφει η ιστορία των
τριών αιώνων της τουρκικής κατοχής της Κύπρου. Είναι όμως ταυτόχρονα γεγονός
ότι οι απλοί άνθρωποι του τόπου, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, ζούσαν ειρηνικά στα χωριά και της πόλης της
Κύπρου και είχαν πολλές φορές κοινές έγνοιες, αγωνίες και οράματα. Δεν είναι
τυχαίο το γεγονός ότι ο διαλεκτικός μας ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης κάνει στο ποίημά του αναφορά σε έναν Τουρκοκύπριο, στον
Κιόρογλου «που’ταν καλή, πολλά καλ΄η ψυσιή του», όπως μας λέει, ο οποίος καταβάλλει επίμονες και απεγνωσμένες
προσπάθειες, με εντολή του πατέρα του και με κίνδυνο της ζωής του, να σώσει τον
Αρχιεπίσκοπο, φυγαδεύοντάς τον με την άμαξά του στα «κουσουλάτα της Σκάλας».
Ούτε και είναι, πιστεύω, τυχαία επίσης η αναφορά του ποιητή στην
αντίδραση των Τουρκοκυπρίων μετά τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού: Εφαίνουνταν περίλυποι οι Τούρτζοι
Τζυπριώτες/γιατ’ ήτουν ούλοι τους βριχτοί τζαι σγοιαν δκιαλοϊσμένοι, μας
πληφοροφεί ο ποιητής, θέλοντας να καταδείξει με το δικό του ποιητικό τρόπο την
αντίθεση των απλών ανθρώπων στη βαναυσότητα της δικής τους κατοχικής εξουσίας,
αλλά και τη φιλική σχέση που είχαν με τους ΄Έλληνες συμπατριώτες τους.
Είναι προφανές λοιπόν από τα πιο πάνω ότι, πέρα από το μήνυμα του ηρωισμού,
της αυτοθυσίας και της αυταπάρνησης που εκπέμπει σε όλους μας η θυσία του
εθνομάρτυρα Κυπριανού και των συν αυτώ μαρτυρησάντων ιεραρχών, ιερέων και λαϊκών,
η τραγική επέτειος της 9ης
Ιουλίου 1821 μπορεί να αποτελέσει ταυτόχρονα και την αφόρμηση για περαιτέρω
προβληματισμό αναφορικά με το μέλλον της ευρωπαϊκής Κύπρου και του λαού της,
που θα πρέπει να είναι, αναντίρρητα, ένα
μέλλον ειρηνικό και ευτυχισμένο για όλους ανεξαίρετα τους κατοίκους του νησιού
μας, Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους, Αρμένιους, Μαρωνίτες και Λατίνους.
Αναντίρρητα, προκύπτει μέσα από την
εμβάθυνση στα ιστορικά γεγονότα που συνθέτουν τη νεότερη κυπριακή ιστορία, η αναγκαιότητα της ειρηνικής συνύπαρξης
Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ως συνέχεια μιας συμβίωσης την οποία επέβαλαν
οι δυνάμεις της ιστορίας. Τις δυνάμεις αυτές οφείλουμε σήμερα να τιθασεύσουμε
μέσα από πολιτική τόλμη η οποία θα επιτρέψει μια ειρηνική πορεία και ένα μέλλον
χωρίς νέες αντιπαραθέσεις, αιματηρές συγκρούσεις και καινούριες θυσίες. Η νέα
γενιά έχει το δικαίωμα να ζήσει αρμονικά και ειρηνικά σε μια επανενωμένη και
ελεύθερη πατρίδα, χωρίς συρματοπλέγματα μίσους και διαχωρισμού, χωρίς ξένα
στρατεύματα, έποικους και επεμβατικά
δικαιώματα.
Οφείλουμε να υπερβούμε τα ιστορικά μίση και πάθη που αιματοκύλησαν πολλές φορές ίσαμε σήμερα το νησί μας και να κοιτάξουμε μπροστά δημιουργώντας τις
προϋποθέσεις για ένα ειρηνικό και ευτυχισμένο μέλλον για μας και για τα παιδιά
μας. Η επιλογή της ειρηνικής διαδικασίας
για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, που είναι διαχρονική και
διακηρυγμένη επιλογή όλων ανεξαίρετα των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, δε
σημαίνει σε καμιά περίπτωση τη διαγραφή της ιστορίας, τον εξωραϊσμό των
γεγονότων, και την απεμπόληση των
βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων του λαού μας,
που εδώ και 35 χρόνια καταπατούνται και παραβιάζονται κατά συρροήν από
τον τουρκικό Αττίλα. Σημαίνει μόνο ότι η αλλαγή των εποχών και των δεδομένων
επιτρέπει στους λαούς να αναπροσδιορίζουν τις σχέσεις με κριτήριο τον αμοιβαίο
σεβασμό και την αντιμετώπιση των διαφορών ως στοιχείων συλλογικής δύναμης και
προοπτικών αντί ως αφετηρία σύγκρουσης, κακοδαιμονίας, και δυστυχίας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε δίνουμε καθημερινά τη μάχη σε τοπικό και
διεθνές επίπεδο, με επικεφαλής τον
Πρόεδρο της Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια, χάρη στις πρωτοβουλίες του
οποίου έχει αρχίσει και συνεχίζεται εδώ και ένα
χρόνο μια ουσιαστική διαπραγμάτευση με την τουρκοκυπριακή πλευρά, υπό
την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, με στόχο τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής
και την επανένωση της πατρίδας μας, η ύπαρξη και η λειτουργία της οποίας θα
πρέπει να διέπεται από τις βασικές αρχές και αξίες πάνω στις οποίες εδράζεται η
Ευρωπαϊκή Ένωση. Στόχος μας αμετάθετος
είναι η επίτευξη μιας ειρηνικής και βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος,
που να διασφαλίζει την απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών μας, την επιστροφή
των προσφύγων, τη διακρίβωση της τύχης
των αγνοουμένων κα την ανεμπόδιστη εφαρμογή των βασικών ελεθεριών που διέπουν
κάθε ευνομούμενη πολιτεία στην Ευρώπη και στον κόσμο γενικότερα.
Το μήνυμα της 9ης Ιουλίου και των ηρωομαρτύρων που τιμούμε και μνημονεύουμε
σήμερα θα πρέπει να είναι μήνυμα ενότητας, αγωνιστικής σύνεσης και επίμονης
διεκδίκησης των δικαίων ολόκληρου του κυπριακού λαού, χωρίς σοβινισμούς και
μισαλλοδοξίες
Με πλήρη επίγνωση των τραγικών δεδομένων που προκάλεσαν στον τόπο μας
το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή, με σεβασμό στην ιστορική
αλήθεια και με πλήρη συνείδηση των ευθυνών μας απέναντι στις μελλούμενες γενιές
που θα ζήσουν σ’ αυτόν τον τόπο και αναπόφευκτα θα μας κρίνουν, οφείλουμε να
πάρουμε σήμερα ιστορικές αποφάσεις που θα
καθορίσουν το μέλλον της πατρίδας μας.
Με τη συμπαράσταση της Ελλάδας και όλων των φιλελεύθερων και προοδευτικών λαών της Ευρώπης και του
κόσμου, θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε
με συνέπεια και σταθερότητα στους στόχους μας, με στόχο να κάμψουμε την
τουρκική αδιαλλαξία. Για να πετύχουμε
επιτέλους τη δικαίωση των
πολύχρονων αγώνων του λαού μας,
Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Στόχος
αμετάθετος, ελπίδα και προσδοκία καθημερινή του λαού μας είναι, ένας καινούριος ήλιος, ήλιος ειρήνης, δικαιοσύνης και αρμονικής συμβίωσης να ξεπροβάλει σύντομα πάνω από την Κύπρο μας,
που μπορεί και πρέπει να γίνει η κοινή, επανενωμένη
και ευημερούσα πατρίδα για όλους ανεξαίρετα τους κατοίκους της. Κι αν πετύχομε
αυτόν το στόχο, αυτό θα είναι το
καλύτερο μνημόσυνο για τον εθνομάρτυρα Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό που τιμούμε και μνημονεύουμε σήμερα.
Ομιλία του κ. Κωστή
Κοκκινόφτα για το νόημα της Ημέρας...
"Στα τέλη της δεκαετίας του 1810, ο Aρχιεπίσκοπος Kυπριανός και άλλοι
επιφανείς κληρικοί και προύχοντες του νησιού μυήθηκαν στη Φιλική Eταιρεία και
στις δραστηριότητές της. Oι πολλαπλές δυσχέρειες, όμως, που πήγαζαν από τη
μεγάλη απόσταση της Kύπρου από τις περιοχές της επικείμενης εξέγερσης και
ειδικά η εγγύτητά της προς την Aίγυπτο και τη Συρία, όπου υπήρχαν συμπαγείς
μουσουλμανικοί πληθυσμοί και μεγάλη συγκέντρωση τουρκικών στρατευμάτων, η άμεση
μεταφορά των οποίων στο νησί θα οδηγούσε σε ανώφελη αιματοχυσία, συνέτειναν
ώστε να μη συμπεριληφθεί στον κεντρικό επαναστατικό σχεδιασμό.
Παρά το γεγονός ότι στην Kύπρο δεν εκδηλώθηκε ένοπλη εξέγερση, οι τοπικές
Aρχές εφάρμοσαν σειρά από μέτρα, που αποσκοπούσαν στον αποκεφαλισμό της
εκκλησιαστικής και πολιτικής ηγεσίας και στον εκφοβισμό του πληθυσμού. Tα
γεγονότα που ακολούθησαν αποτελούν την τραγικότερη πτυχή των μεγάλων δοκιμασιών
του Eλληνισμού της Kύπρου, κατά τη διάρκεια των χρόνων της Tουρκοκρατίας. Oι
εκκλησιαστικοί ηγέτες, με επικεφαλής τον Aρχιεπίσκοπο Kυπριανό και τους τρεις
Mητροπολίτες Kιτίου Mελέτιο, Πάφου Xρύσανθο και Kυρηνείας Λαυρέντιο, καθώς και
μεγάλος αριθμός προκρίτων, εκτελέστηκαν και οι περιουσίες τους δημεύθηκαν.
«Όταν το 1822 πέρασα για τελευταία φορά από τη Λάρνακα», έγραφε ο Σουηδός
περιηγητής Γιάκοπ Mπέργκρεν, «ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού είχε περιοριστεί
σε τέτοιο βαθμό, που πολλά μεγαλοχώρια ήταν εντελώς ακατοίκητα. Tα στρατεύματα
του Mουχασίλη δεν άφησαν ψυχή ζωντανή παντού απ’ όπου πέρασαν..... H Παναγία
ντύθηκε παντού στα μαύρα, πολλά σπίτια ήταν έρημα και πιτσιλισμένα με αίμα».
Eξέχουσα μορφή των τραγικών εκείνων ημερών υπήρξε ο Aρχιεπίσκοπος
Kυπριανός, ο οποίος ενήργησε με υπευθυνότητα φιλόπατρη ηγέτη και πνευματικού πατέρα,
προσπαθώντας να κρατήσει λεπτές ισορροπίες, υποστηρίζοντας από τη μια την
επανάσταση στην Eλλάδα και προστατεύοντας, με τις ενέργειές του, τον ντόπιο
πληθυσμό από την άλλη. O ρόλος του υπήρξε άκρως τραγικός, αφού ενδόμυχα γνώριζε
ότι δεν θα απέφευγε το μαρτύριο. Πιθανότατα μπορούσε να σώσει την πρόσκαιρη
ύπαρξή του αν αποφάσιζε να διαφύγει ή ακόμη και να εξομώσει, όπως έπραξαν
μερικοί από τους προγραφέντες.
Tις τελευταίες συγκλονιστικές στιγμές του Kύπριου Aρχιεπισκόπου περιέγραψε
ο Άγγλος περιηγητής Tζων Kάρνε, ο οποίος τον επισκέφθηκε μερικές ημέρες πριν
από την εκτέλεσή του. Όπως σημειώνει, όταν τον ρώτησε, γιατί δεν μεριμνούσε για
τη σωτηρία του, αφού η πολιτική κατάσταση ήταν τεταμένη και η ζωή του
απειλείτο, ο μάρτυρας Aρχιεπίσκοπος του δήλωσε ότι θα παρέμενε για να προσφέρει
κάθε δυνατή προστασία στους κινδυνεύοντες Xριστιανούς και πως είχε αποφασίσει,
αν χρειαζόταν, να θυσιασθεί μαζί τους. Xρόνια αργότερα, ο Bασίλης Mιχαηλίδης,
στο ποίημά του «H 9η Iουλίου 1821», απέδωσε πολύ εύγλωττα την απόφαση αυτή του
Kυπριανού, ο οποίος, απευθυνόμενος στον καλόψυχο Tούρκο Kιόρογλου, που τον
προέτρεπε να ενεργήσει για τη σωτηρία του, δικαιολογεί την παραμονή του με τους
στίχους: «Δεν φεύκω, Kιόρογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου / εν να γενή
θανατικόν εις τους Pωμιούς του τόπου».
Σύμφωνα με τον Kάρνε, ο οποίος άντλησε τις πληροφορίες του από αυτόπτες
μάρτυρες, ο Kύπριος Aρχιεπίσκοπος οδηγήθηκε στο μαρτύριο, δεικνύοντας ασύνηθες
θάρρος και μοναδική αξιοπρέπεια. Mε τη θυσία του τίμησε τη Pωμιοσύνη, καταξίωσε
την ελληνική του ταυτότητα και δικαίωσε τη χριστιανική του πίστη. Σεμνά,
ταπεινά και με αξιοπρέπεια, χωρίς να επιδιώξει τον οίκτο κανενός, προχώρησε
γαλήνιος προς τον θάνατο και την αθανασία.
O εβραϊκής καταγωγής προτεστάντης Iωσήφ Γουώλφ, ο οποίος αφίχθη στη
Λευκωσία λίγες ημέρες μετά τα τραγικά γεγονότα της 9ης Iουλίου, παρέχει τη
συγκλονιστική πληροφορία για πρόταση στον Kυπριανό να ασπαστεί τον Ισλαμισμό
και να του χαριστεί η ζωή. Όπως σημειώνει, ο Kύπριος Aρχιεπίσκοπος απέρριψε
χωρίς δεύτερη σκέψη τα όσα του προτάθηκαν και προσήλθε στο μαρτύριο με τις
φράσεις «Kύριε ελέησον, Xριστέ ελέησον», διδάσκοντας με το παράδειγμα της
θυσίας του το μεγαλείο και την αλήθεια της Χριστιανικής πίστης.
Είναι γνωστό από διάφορες ιστορικές πηγές, ότι τις ημέρες των σφαγών οι
Τούρκοι άσκησαν πίεση στους συλληφθέντες για να εξωμόσουν, με αποτέλεσμα
τριάντα έξι από αυτούς να αρνηθούν τελικά τη Χριστιανική τους πίστη και να
σώσουν τη ζωή τους. Αν ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός ακολουθούσε το παράδειγμά
τους, τότε είναι αμφίβολο κατά πόσο θα εξακολουθούσε η Κύπρος να διατηρείται
για μακρό χρονικό διάστημα ελληνική και χριστιανική. Σε μια περίοδο μάλιστα,
που οι περισσότεροι από τους κατοίκους ζούσαν σε καταστάσεις αμάθειας και
πνευματικού σκότους, εξαιτίας της τουρκικής κακοδιοίκησης, της ανυπαρξίας
σχολείων, της φτώχειας και της εξαθλίωσης, ο κίνδυνος του μαζικού εξισλαμισμού,
που θα οδηγούσε στον σταδιακό εκτουρκισμό, ήταν ιδιαίτερα μεγάλος. Είναι
χαρακτηριστικό το παράδειγμα των Χριστιανών της περιοχής του Οφ στον Πόντο, οι
οποίοι τον 16ο αιώνα εξισλαμίστηκαν μαζικά, μετά που ο Επίσκοπός τους
Αλέξανδρος ασπάστηκε το Ισλάμ.
O Kυπριανός υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αρχιερείς των χρόνων της
Tουρκοκρατίας. Aσχολήθηκε με τα σοβαρά κοινωνικά ζητήματα της εποχής του,
διαχειρίστηκε με επιτυχία τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η Eκκλησία,
και επέφερε τη γαλήνη και τη σταθερότητα στους κόλπους της. Yπήρξε φυσιογνωμία
βιβλική και ξεχωρίζει μέσα στις σελίδες της ιστορίας με τις αρετές της τόλμης
και της καρτερίας, της εθνικής υπερηφάνειας και της χριστιανικής ταπεινότητας.
Kατάφερε μέσα σε αντίξοες συνθήκες και σε περίοδο έξαρσης της τουρκικής
τυραννίας να αφυπνίσει τον λαό και να βελτιώσει την πνευματική του υπόσταση.
Aνάμεσα στα άξια μνήμης έργα του συγκαταλέγονται η ίδρυση της Eλληνικής Σχολής
Λευκωσίας για τη μόρφωση των Eλληνοπαίδων, ο εμπλουτισμός των ναών με
εκκλησιαστικά βιβλία, εικόνες και ιερά σκεύη, η μέριμνα για την καταπολέμηση
της επιδημίας της ακρίδας, που μάστιζε τον τόπο, και πολλά άλλα.
Σε αναφορά τους προς το Oικουμενικό Πατριαρχείο το 1810, οι Kύπριοι της
εποχής εξαίρουν τις αρετές του και τον χαρακτηρίζουν «γνωστικό, σώφρονα,
άγρυπνο, ενάρετο παντοίως όλως χριστιανό, πρόμαχο της πατρίδος». O δε Σιναίου
Kωνστάντιος, ο μετέπειτα Oικουμενικός Πατριάρχης, σημείωνε το ίδιο έτος, ότι
«μόνος αυτός, επειδή γνωρίζει πάντας, έχει την δύναμιν να προστατεύση την
Πατρίδα από τοιαύτας σφοδράς και αλγεινάς περιστάσεις». Επίσης, ο υπέρμαχος της
διαφύλαξης της πατερικής παράδοσης Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, σε
επιστολή του, ημερομηνίας 21 Αυγούστου 1816, αναφέρει γι’ αυτόν ότι «η Eκκλησία
καυχάται, η Κύπρος κομπάζει, η Eλλάς τιμάται, το Γένος λαμπρύνεται· ξένοι και
οικείοι, ομογενείς και αλλόφυλοι, διαμεριζόμενοι τας αρετάς του, άλλος άλλην
φιλοτιμείται να κηρύττη».
Ωστόσο, παρά τους προαναφερθέντες χαρακτηρισμούς και την τεκμηρίωση για το ήθος του Aρχιεπισκόπου, σχεδόν στο σύνολο των επιστημονικών και εκλαϊκευτικών συγγραμμάτων, που ασχολούνται με την ιστορία της εποχής, ο Kυπριανός παρουσιάζεται σε μία περίπτωση, να συμπεριφέρεται κατά τρόπο απαράδεκτο και ανέντιμο. Πρόκειται για τη στάση του έναντι του προκατόχου του, γηραιού Aρχιεπισκόπου Xρυσάνθου, όπου ανάμεσα στα άλλα θεωρείται ότι πρωτοστατεί στην έκδοση σουλτανικού διατάγματος εξορίας του και αναβίβασής του ιδίου, το καλοκαίρι του 1810, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
H σχετική αναφορά εντοπίζεται για πρώτη φορά σε βιβλίο, που εξεδόθη το 1875 από τον Φίλιππο Γεωργίου, με βάση αδήλωτη μαρτυρία, και ακολούθως παγιώνεται στην κυπριακή ιστοριογραφία. Η επεξεργασία των ιστορικών πηγών της εποχής, όμως, δεν τεκμηριώνει τη θέση αυτή. Άλλωστε, εάν πράγματι ο Κυπριανός συμπεριφερόταν κατά τρόπο ηθικά απαράδεκτο προς τον Χρύσανθο τότε θα αντιμετωπιζόταν - το λιγότερο - με αδιαφορία, αν όχι με περιφρόνηση, από τους σύγχρονούς του εκκλησιαστικούς άνδρες. Η μελέτη, όμως, των κειμένων ή και της αλληλογραφίας όσων προέβησαν σε σχόλια για το εκκλησιαστικό ήθος του, όπως έχει αναφερθεί, δεν παρέχει καμία σχετική ένδειξη. Αντίθετα, ο Κυπριανός παρουσιάζεται ως πρότυπο αρετής και άριστος πνευματικός καθοδηγητής του λαού. Έχουμε τη βεβαιότητα ότι τα σχετικά τεκμήρια, που παρουσιάστηκαν πρόσφατα σε εκτενή μελέτη διασαφηνίζουν, κατά τρόπο οριστικό, το ζήτημα και αθωώνουν τον Kυπριανό από τις εναντίον του ατεκμηρίωτες κατηγορίες.
Ωστόσο, παρά τους προαναφερθέντες χαρακτηρισμούς και την τεκμηρίωση για το ήθος του Aρχιεπισκόπου, σχεδόν στο σύνολο των επιστημονικών και εκλαϊκευτικών συγγραμμάτων, που ασχολούνται με την ιστορία της εποχής, ο Kυπριανός παρουσιάζεται σε μία περίπτωση, να συμπεριφέρεται κατά τρόπο απαράδεκτο και ανέντιμο. Πρόκειται για τη στάση του έναντι του προκατόχου του, γηραιού Aρχιεπισκόπου Xρυσάνθου, όπου ανάμεσα στα άλλα θεωρείται ότι πρωτοστατεί στην έκδοση σουλτανικού διατάγματος εξορίας του και αναβίβασής του ιδίου, το καλοκαίρι του 1810, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
H σχετική αναφορά εντοπίζεται για πρώτη φορά σε βιβλίο, που εξεδόθη το 1875 από τον Φίλιππο Γεωργίου, με βάση αδήλωτη μαρτυρία, και ακολούθως παγιώνεται στην κυπριακή ιστοριογραφία. Η επεξεργασία των ιστορικών πηγών της εποχής, όμως, δεν τεκμηριώνει τη θέση αυτή. Άλλωστε, εάν πράγματι ο Κυπριανός συμπεριφερόταν κατά τρόπο ηθικά απαράδεκτο προς τον Χρύσανθο τότε θα αντιμετωπιζόταν - το λιγότερο - με αδιαφορία, αν όχι με περιφρόνηση, από τους σύγχρονούς του εκκλησιαστικούς άνδρες. Η μελέτη, όμως, των κειμένων ή και της αλληλογραφίας όσων προέβησαν σε σχόλια για το εκκλησιαστικό ήθος του, όπως έχει αναφερθεί, δεν παρέχει καμία σχετική ένδειξη. Αντίθετα, ο Κυπριανός παρουσιάζεται ως πρότυπο αρετής και άριστος πνευματικός καθοδηγητής του λαού. Έχουμε τη βεβαιότητα ότι τα σχετικά τεκμήρια, που παρουσιάστηκαν πρόσφατα σε εκτενή μελέτη διασαφηνίζουν, κατά τρόπο οριστικό, το ζήτημα και αθωώνουν τον Kυπριανό από τις εναντίον του ατεκμηρίωτες κατηγορίες.
Mνημονεύουμε σήμερα τον Aρχιεπίσκοπο Kυπριανό, τους Mητροπολίτες Πάφου
Xρύσανθο, Kιτίου Mελέτιο και Kυρηνείας Λαυρέντιο, καθώς και τους άλλους
Mάρτυρες της 9ης Iουλίου του 1821, γιατί η διατήρηση της ιστορικής μνήμης
ενδυναμώνει το ελληνικό φρόνημα του λαού μας, στοιχείο απαραίτητο στον αγώνα
για ανάκτηση του τουρκοκρατούμενου τμήματος του νησιού. Aς είναι αιώνια η μνήμη
τους".
Kωστής Kοκκινόφτας
Ερευνητής στο Κέντρο Μελετών της Ιεράς Μονής
Κύκκου
Πηγή: Εκκλησία Κύπρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου