ΑΠΟ ΤΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ
ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΜΟ
ΣΤΟ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ
1.
Το φαινόμενο της θρησκείας
Ο άνθρωπος είναι φύσει θρησκευτικός, όπως είναι και φύσει κοινωνικός. Αυτό
συνάγεται τόσο θεολογικά όσο και ιστορικά εμπειρικά.
Μια απλή ανάγνωση της Γένεσης και άλλων βιβλικών κειμένων αλλά και μια απλή
επίσκεψη στα δικά μας θεολογικά κείμενα μαρτυρεί τη θεία καταγωγή και φυσικά τη
θεία φύση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι θείο δημιούργημα υλικά και πνευματικά.
Το ανθρωπομορφικό παράδειγμα είναι ενδεικτικό. Ο Θεός πλάθει το ανθρώπινο σώμα και εμφυσά σ΄ αυτό την πνοή του. Είναι
αυτό που χαρακτηρίζεται ψυχή ζώσα. Αυτό καθιστά τον άνθρωπο συγγενή του Θεού. Η
σχέση ανθρώπου και Θεού δηλώνεται σ’ αυτό που ονομάστηκε κατ’ εικόνα Θεού δημιουργία.
Αργότερα ο Απ. Παύλος χαρακτηρίζει τον σωματικό άνθρωπο ως ναό του αγίου
Πνεύματος.
Την παγκόσμια εμπειρία για τη θρησκευτικότητα του ανθρώπου επικαλείται ο
ιστορικός Πλούταρχος, όταν επισημαίνει πως δεν συνάντησε πόλη η χωριό που να
απουσίαζαν τα ιερά. Η θρησκευτική φύση του ανθρώπου μαρτυρείται ιστορικά και
από την έμφυτη τάση του να κατασκευάζει θεότητες, στις οποίες αποδίδει βέβαια
τα δικά του χαρακτηριστικά, ωστόσο τις θέλει πάνω και πέρα από τον ίδιο, στο
χώρο του ιερού.
Αυτή η έμφυτη θρησκευτικότητα του ανθρώπου σε συνδυασμό με την
κοινωνικότητά του είναι η αιτία για τη δημιουργία θρησκευτικών κοινοτήτων και
την παραγωγή θρησκευτικών κοινωνικών φαινομένων που εκδηλώνονται ως
θρησκευτικές δράσεις και συμπεριφορές. Αυτές προκύπτουν από τη συνάντηση της
θρησκευτικής εμπειρίας με τους κοινωνικούς θεσμούς. Είναι αυτό που
χαρακτηρίζουμε θεσμοποίηση της θρησκείας που θεωρείται ως η μετάβαση από τη
θρησκευτική εμπειρία που επαγγέλλεται ο ιδρυτής μιας θρησκείας στην
αντικειμενοποίησή της. Είναι η φάση όπου η θρησκεία οργανώνεται ή ίδια, ενώ
οργανώνει την πίστη και τη λατρεία με βασικό υποκείμενο το ιερατείο. Αυτή η
κίνηση χαρακτηρίζεται κοινωνιολογικά ως «καθιέρωση». Είναι η εισβολή του ιερού
χώρου στην κοσμική ανίερη πραγματικότητα. Αυτή βέβαια η εισβολή δεν μένει χωρίς
απάντηση. Η κοσμική πραγματικότητα σύντομα αντιδρά και προχωρεί και η ίδια σε
μια αντίστοιχη εισβολή στο χώρο του ιερού, οπότε ανοίγονται δυο δυνατότητες για
τη θρησκεία. Ή αποκρούει την κοσμική εισβολή διατηρώντας τον αποκαλυπτικό της
χαρακτήρα, ή ενδίδει στον πειρασμό της λεγόμενης «εκκοσμίκευσης». Με την αύξηση
ή την ενηλικίωση της εκκοσμίκευσης σχηματίζονται δύο άκρα: οι συντηρητικοί και
οι φιλελεύθεροι. Οι πρώτοι έχουν ως σύνθημα την «επιστροφή στις ρίζες», ενώ οι
δεύτεροι τον «εκσυγχρονισμό» της θρησκείας για να μπορεί να διαλέγεται με τη
σύγχρονη πραγματικότητα και να γίνεται χρήσιμη σ’ αυτή. Στους πρώτους και υπό
συγκεκριμένες προϋποθέσεις εμφανίζεται ο λεγόμενος «φονταμενταλισμός».
2.
Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός[1]
Ο όρος πρωτοεμφανίζεται στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού
αιώνα στο αμερικάνικο προτεσταντικό
συντηρητικό περιβάλλον στο πλαίσιο του θρησκευτικού ανταγωνισμού μεταξύ
συντηρητικών και νεωτεριστών.
Γενικά είναι κίνημα που γεννιέται εντός της νεωτερικότητας. Το παράδοξο είναι ότι ενώ στη νεωτερικότητα όλα
κινούνται προς τα εμπρός, δηλαδή προς την εκκοσμίκευση, ο φονταμενταλισμός
κινείται προς τα πίσω. Αρνείται κάθε μοντέρνα έκφραση της θεολογίας και της
επιστήμης στο βαθμό που αυτές αντιτίθενται ή διαφοροποιούνται από τη Βίβλο.
Γενικά είναι εναντίον κάθε αλλαγής και προσαρμογής.
Ως προς το περιεχόμενό του, αυτό είναι δανεισμένο από την κατασκευή
κτισμάτων και σχετίζεται με τα θεμέλια,
την απαρχή κάθε κτίσματος. Γι’ αυτό το λόγο και θα μπορούσε να μεταφραστεί ως
«θεμελιωτισμός», ή «θεμελιοκρατία». Ο φονταμενταλισμός χαρακτηρίζεται για την εμμονή στην αρχική θρησκευτική παράδοση και
την ανάγκη προστασία της, ενώ σε καιρούς εκκοσμίκευσης αγωνίζεται για επιστροφή
σ’ αυτή. Δεν εκφράζεται όμως μόνο με λόγια αλλά και στο σύνολο της
θρησκευτικής ζωής, όπως η σεξουαλική ζωή, το λατρευτικό ύφος, η ενδυμασία, κ.ά
Ως φαινόμενο δε εμφανίζεται κυρίως στις μονοθεϊστικές θρησκείες: Ιουδαϊσμό,
Χριστιανισμό, Μουσουλμανισμό. Βασικά
θεμέλια θεωρούνται τα ιερά κείμενα:
Βίβλος ή Κοράνιο. Βασική αρχή, κανείς που αποκλίνει από το
φονταμενταλισμό δεν μπορεί να είναι γνήσιος πιστός. Στρέφεται εναντίον κάθε μορφής ιστορικής και
λογοτεχνικής κριτικής της Βίβλου.
Στον μεν Ιουδαϊσμό εκπροσωπήθηκε κατά τους χρόνους του Χριστού από τους
Γραμματείς και Φαρισαίους, αργότερα δε από τους ζηλωτές και τους Σιωνιστές,
σήμερα από τους υπερορθόδοξους. Στον Χριστιανισμό από συντηρητικές ομάδες σε
όλες της Ομολογίες, στον ορθόδοξο δε χώρο από τους παλαιοημερολογίτες. Στο
Μουσουλμανισμό εκπροσωπείται κυρίως από τους «Μουσουλμάνους αδελφούς».
Εξ επόψεως μεθοδολογίας ο φονταμενταλισμός εκφράζεται μέσα από την κατά γράμμα ερμηνεία των ιερών κειμένων
και την τυπολατρία. Άλλοτε επιλέγει
τον εξορθολογισμό της θρησκευτικής ζωής και άλλοτε εκφράζεται βιωματικά και απόκοσμα.
Ο φονταμενταλισμός συνδέεται άμεσα με το νομικισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συμπεριφορά του Σαύλου, η
εμμονή υπεράσπισης του νόμου και η φανατική στάση του έναντι των
χριστιανών. Και όπως συμβαίνει με κάθε
μορφή νομικισμού και εδώ διαπιστώνεται η ανελευθερία.
Ο φονταμενταλισμός ως μια ανελεύθερη και ανέραστη στάση δεν έχει καμιά θέση και
τύχη στο περιβάλλον της χάριτος.
Εξουδετερώνεται από την ελευθερία και
την αγάπη.
Συνδέεται επίσης άμεσα με τον ηθικισμό,
μολονότι καταδικάζει την τακτική του Κάντ να περιορίσει το ρόλο της
θρησκείας στην παροχή εγγύησης και κύρους στις ηθικής αρχές. Ο φονταμενταλιστής
είναι έτοιμος να κρίνει τους πάντες, να διακρίνει μεταξύ καθαρών και ακάθαρτων,
να απομονώνει την ηθική από το δόγμα, να περιορίζει την ηθική στα εξωτερικά της χαρακτηριστικά.
Αγωνίζεται για την αποκατάσταση του αρχικού ευαγγελίου και του αρχικού ήθους,
για την κάθαρση.
Ο φονταμενταλισμός έχει εθνοφυλετικά, κυρίως όμως πολιτικά χαρακτηριστικά. Έχει π.χ. θέση σε έναν κρατικοποιημένο
Χριστιανισμό που πέρασε από την φάση της αδυναμίας και της μωρίας του
κηρύγματος στη θέση του ισχυρού παράγοντα. Εκτός των άλλων ο φονταμενταλισμός
εκφράζεται και ως παίγνιο εξουσίας, αφού η επικράτησή του είναι βασικό μέλημα,
σχεδόν αυτοσκοπός. Βρίσκει δε πρόσφορο έδαφος σε κρατικοποιημένες θρησκείες.
Οι παραπάνω κινήσεις συνοδεύονται από φανατισμό
και χρήση βίας που υποστηρίζονται από την επιθετικότητα στο όνομα του Θεού.
Αυτού του είδους η θρησκευτικότητα συνδέεται περισσότερο με τα ένστικτα και τα
πάθη παρά με τη λογική, γι’ αυτό και εκδηλώνεται κυρίως μαζικά. Έχει δηλαδή
εμπαθή χαρακτήρα και γι’ αυτό κατεξοχήν
ανελεύθερο.
Σ’ αυτό το πλαίσιο απαγορεύεται ο
διάλογος ενώ κυριαρχεί η αυθαιρεσία, η επιβολή και φυσικά ο μονόλογος,
με ταυτόχρονη απομόνωση και απολυτοποίηση
του οικείου θρησκευτικού χώρου έναντι άλλων με απαραίτητα συνοδευτικά την
ξενοφοβία και το αίσθημα της απειλής και
της ανασφάλειας. Επιδίδεται συχνά σε συνωμοσιολογίες και κινδυνολογίες. Ο
μουσουλμανικός φονταμενταλισμός φοβάται πολύ τον εκδυτικισμό και την
εκκοσμίκευση, ενώ ο χριστιανικός τον οικουμενισμό και την παγκοσμιοποίηση. Έτσι εξηγείται άλλωστε και η εναντίωση προς
την παγκοσμιοποίηση και σε κάθε
μορφή διαθρησκειακού διαλόγου.
Απουσιάζει επομένως από το φονταμενταλισμό πλήρως ο σεβασμός της ετερότητας και της διαφορετικότητας.
Διατηρεί δε για το εαυτό του τη θρησκευτική καθαρότητα, ενώ καλλιεργεί τη μισαλλοδοξία.
Αρνείται κάθε δημοκρατικότητα ενώ ευνοείται από την προσωπολατρία,
Στο Ισλάμ ο φονταμενταλισμός είναι γέννημα και θρέμμα
της στενής σχέσης μέχρι και ταύτισης θρησκείας και κράτους ή θρησκείας και
πολιτικής. Και ενώ στο χριστιανικό κόσμο αποκτά ορθολογικό χαρακτήρα, εδώ έχει
ανορθολογικά χαρακτηριστικά. Λαμβάνει δε την πλέον ακραία έκφραση στο λεγόμενο
ιερό πόλεμο που περιλαμβάνει ακόμη και αυτοκτονίες, ιδιαίτερα από τα κατώτερα
στρώματα.
Οι συνέπειες του θρησκευτικού φονταμενταλισμού δεν εξαντλούνται μόνο στο
θρησκευτικό περιβάλλον αλλά εκτείνεται και στον κοινωνικό. Εξάλλου είναι και το
πρότυπο για κάθε άλλη μορφή φονταμενταλισμού.
Αν θα θέλαμε να συνοψίσουμε θα λέγαμε ότι ο φονταμενταλισμός τουλάχιστον σε
χριστιανικό επίπεδο αγνοεί το θεό, τον οποίο επιθυμεί να προστατέψει, αγιάζει
ανήθικα και αντιχριστιανικά μέσα χάρη των αγαθών σκοπών, όπως είναι η διατήρηση
της παράδοσης, πολλάκις αγνοεί ή διαστρέφει την ίδια την παράδοση, γενικά
καταστρέφει την υπόθεση του Θεού και
εκθέτει το περιεχόμενο του Χριστιανισμού.
3.
Ο διαθρησκειακός διάλογος
Δύο είναι οι βασικοί στόχοι μιας θρησκείας: η ισχυροποίηση της ταυτότητάς της και η επέκτασή της, αυτό που
ονομάζεται ιεραποστολή. Ο δεύτερος στόχος επιχειρήθηκε είτε ειρηνικά είτε
επιθετικά με τη σύμπραξη μάλιστα της πολιτικής εξουσίας. Η ειρηνική επέκταση
χρησιμοποίησε το διάλογο και τη συνδιαλλαγή. Η σύνδεση ιεραποστολής και αποικιοκρατίας
είναι το καλύτερο παράδειγμα για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο
επεκτάθηκε ο δυτικός χριστιανισμός.
Η βίαιη ιεραποστολική δράση
κατανοείται κατά κανόνα ως μια φονταμενταλιστική θρησκευτική έκφραση, ενώ η
ειρηνική ως καρπός διαλόγου στην τυπική ή και άτυπη μορφή του. Το παράδειγμα
του κηρύγματος του Παύλου στην Πνύκα, στο κέντρο δηλαδή του πολυθεϊσμού, είναι
ενδεικτικό ενός άτυπου διαλόγου.
Σε όλες σχεδόν τις θρησκείες υπάρχουν και τα δύο ρεύματα. Το φονταμενταλιστικό και το εκσυγχρονιστικό. Μεταξύ
τους όπως είναι φυσικό υπάρχει μια διαρκής ένταση. Είναι προφανές πως ότι
καταστροφικό προκαλούν οι θρησκείες στον κόσμο σχετίζεται με το πρώτο και όχι
με το δεύτερο.
Το διάλογο φοβούνται όσοι
αγαπούν το μονόλογο, όσοι φοβούνται τη διαφωνία, όσοι αισθάνονται ανασφαλείς
στο χώρο τους, όσοι επιθυμούν με αυτόν τον τρόπο να αποκτήσουν ύπαρξη στο
θρησκευτικό στερέωμα, όσοι θεωρούν ότι απειλείται η πίστη, την οποία αυτοί
υπερασπίζονται, όσοι νομίζουν ότι έτσι σχετικοποιείται η μοναδική αλήθεια, όσοι
έχουν την υποψία ότι υποβοηθείται ο συγκρητισμός ή η δημιουργία πανθρησκείας.
Κάποιοι φοβούνται ότι ένας διαθρησκειακός διάλογος θα αποδυναμώσει το
διαχριστιανικό διάλογο[2].
Όλοι πάντως οι εμπλεκόμενοι επισημαίνουν ότι ο διάλογος δεν οφείλεται στην
αδιαφορία προς την αλήθεια, σχετικοποίηση και προδοσία της πίστης ή
συγκρητιστικές διαθέσεις. Το αντίθετο μάλιστα, ενδυναμώνει την πίστη, αφού
μεταξύ των άλλων σε ένα διάλογο μπορείς να την εκφράσεις, ιδιαίτερα όταν σου
ζητείται.
Ο διαθρησκειακός διάλογος θεωρείται σήμερα παρά ποτέ αναγκαίος
α) εξαιτίας της αναγκαστικής συνύπαρξης ατόμων. Ομάδων, θρησκειών και
πολιτισμών διαφορετικών παραδόσεων λόγω της παγκοσμιοποίησης και του πλουραλισμού σε όλες τις θεσμικές
περιοχές. Όταν όλοι γύρω διαλέγονται οι θρησκείες δεν μπορούν να απομονώνονται
ή να κινούνται συγκρουσιακά.
β) δεν μπορείς να απέχεις από έναν διάλογο που καλείται να αντιμετωπίσει
όσα εσύ δημιούργησες, γιατί είναι γνωστό πως οι μεγαλύτερες απειλές σήμερα κατά
της παγκόσμιας ειρήνης είναι η μισαλλοδοξία και ο θρησκευτικός φανατισμός,
προϊόντα προφανώς θρησκευτικά.
γ) Κανένα πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί χωρίς διάλογο.
Ο διάλογος, αν κρίνουμε από την χριστιανική παράδοση, είναι μια
αναγκαιότητα που πηγάζει από την ίδια τη
φύση του Χριστιανισμού. Ιδιαίτερα από τον καθολικό και οικουμενικό
χαρακτήρα της Εκκλησίας. Είναι γνωστή η άποψη του Μαξίμου του Ομολογητού αλλά
και άλλων πατέρων ότι καμιά πτυχή του κόσμου δεν είναι εκτός Εκκλησίας, με την
έννοια ότι όλοι και όλα ανήκουν δυνάμει σε αυτή.
Κεντρική θέση στην ορθόδοξη θεολογία και παράδοση έχει η διδασκαλία του
φιλοσόφου και μάρτυρα Ιουστίνου για τον «σπερματικό
λόγο»[3],
διδασκαλία που οδηγεί σε σημαντικά θεολογικά συμπεράσματα, υποβοηθητικά του
διαλόγου: O Λόγος ενεργεί
αδιάκριτα σε όλους τους ανθρώπους τη φωτιστική ενέργεια και παρέχει σε όλους
τους ανθρώπους τη δυνατότητα μερικής ανεύρεσης της αλήθειας: «οἱ μετά λόγου
βιώσαντες χριστιανοί εἰσι, κἄν ἄθεοι ενομίσθησαν, οἷον ἐν Ἕλλησι μέν Σωκράτης
και Ἡ ράκλειτος και οἱ ὅμοιοι αὐτοῖς, ἐν βαρβάροις δε Ἀβραάμ και Ἀνανίας και Ἀζαρίας
και μισαήλ και Ηλίας και ἄλλοι πολλοί, ὧν τάς πράξεις ἤ τά ὀνόματα καταλέγειν
μακρόν εἶναι ἐπιστάμενοι τανῦν παραιτούμεθα»[4]. Με αυτά τα δεδομένα γίνεται
λόγος για υπέρβαση της ομολογιακής ή θρησκειακής αποκλειστικότητας και
περιεκτικότητας[5]. Στο
πλαίσιο αυτής της θεολογίας κανείς δεν μπορεί να περιορίσει τη Χάρη του Θεού
και τη δυνατότητα σωτηρίας μόνο στην Εκκλησία. Ο Χριστός προσέλαβε ολόκληρη και
όχι μέρος της ανθρώπινης φύσης. Εξάλλου ο θεός θέλει να σωθούνε όλοι οι
άνθρωποι γιατί είναι πατέρας όλου του κόσμου. Το άγιο πνεύμα είναι πανταχού
παρόν και τα πάντα πληρούν. Και οι άλλες θρησκείες λειτουργούν ως παιδαγωγοί
εις Χριστόν.
Ως προς την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση, αυτή ποτέ δεν αρνήθηκε το
διάλογο. Είναι μια πρακτική που ακολουθεί κατά πόδας την τακτική του Θεανθρώπου: διάλογος με τη σαμαρείτισσσα, προβολή ως
προτύπου αγάπης του καλού σαμαρείτη, έπαινος στον αλλογενή ευγνώμονα λεπρό,
διάλογος με τη Συροφοίνισσα χαναναία γυναίκα,
Βασικές προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στο διάλογο είναι:
α) η εγκατάλειψη της τάσης για υποταγή των άλλων στο όνομα δήθεν της
αλήθειας και η απάλειψη εννοιών υπεροχής όπως π.χ. η ανοχή.
β) η αίσθηση της ανεπάρκειας όχι σε θέματα αλήθειας αλλά σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος
και κοινής αντιμετώπισης. Το ζήτημα δεν είναι ποιος κατέχει την αλήθεια, αλλά
ποιος μπορεί να συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων. Αυτό προϋποθέτει την
αποβολή του συνδρόμου της μοναδικότητας και αποκλειστικότητας[6].
γ) η αποφυγή ταύτισης της οικείας αλήθειας με υποκειμενικές αντιλήψεις
γι’ αυτή ή εγκλωβισμού της σε τύπους και
γράμματα που αποκτείνουν, καθώς γράφει ο Παύλος[7].
δ) η ετοιμότητα σεβασμού της θρησκευτικής ετερότητας και του δικαιώματος
ύπαρξης και δραστηριοποίησης του διαφορετικού στη βάση τουλάχιστον του χρυσού
κανόνα συμπεριφοράς. Ο λόγος για ίσα
δικαιώματα και όχι για ίσες και ταυτόσημες θρησκευτικές αλήθειες.
Ο διαθρησκειακός διάλογος
συμβάλλει
-στη γνωριμία των άλλων και την άρση καχυποψιών και παρεξηγήσεων. -στο
σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και γενικότερα της διαφορετικότητας.στην
οικοδόμηση σχέσεων αλληλεγγύης
-στην αναζήτηση δυνατότητας συμπροβληματισμού και
συνεννόησης σε ζητήματα που δεν ακουμπούν την ουσία και την ταυτότητά τους,
διάλογος που θα οδηγούσε σε σύγκρουση και αδιέξοδα, αφού κάθε μια διατηρεί για
τον εαυτό της το δικαίωμα να είναι η αλήθεια, αλλά αφορούν την παγκόσμια
κοινότητα. Τέτοια ζητήματα είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, , οι μεγάλες
αντιθέσεις μεταξύ πλούτου και φτώχειας, το οικολογικό πρόβλημα και οι
κοινωνικές του συνέπειες, βιοηθικά ζητήματα από την αλματώδη ανάπτυξη της
Βιοϊατρικής και Βιοτεχνολογίας. Κορυφαίο είναι βέβαια το ζήτημα της παγκόσμιας
ειρήνης, της παγκόσμιας ασφάλειας, της καταλλαγής και της ειρηνικής συνύπαρξης
των λαών. Όπως επεσήμανε ο Χ. Κιουνγκ,, «δεν είναι δυνατή η ειρήνη στον κόσμο,
αν δεν υπάρχει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών, και δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ
των θρησκειών αν δεν υπάρξει διάλογος μεταξύ τους[8].
Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνω την μεγάλη και καθοριστική συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου τόσο στην
υπέρβαση του φονταμενταλισμού όσο και στο διαθρησκειακό διάλογο. Αρχίζει με τον Πατριάρχη Αθηναγόρα και
συνεχίζεται σήμερα από τον νυν Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Υπό την
αιγίδα του ή τη διοργάνωση και συμμετοχή του πραγματοποιήθηκαν το 1994 η
συνάντηση στην Πόλη με θέμα Ειρήνη και Ανοχή, το 2001 η πρώτη Διαθρησκειακή
Συνδιάσκεψη στις Βρυξέλλες με θέμα Η ειρήνη του Θεού στον κόσμο, το 2004 η
δεύτερη στην Πόλη με θέμα Ειρήνη και ανεκτικότητα και η Τρίτη στην Αθήνα το
2007 με θέμα Θρησκεία, ειρήνη και ολυμπιακό ιδεώδες.
Τελειώνοντας Υπάρχει ο διάλογος των λόγων και ο διάλογος στην πράξη. Ο τελευταίος
πραγματοποιείται ούτως ή άλλως και μάλιστα ανεξάρτητα από τον πρώτο. Είναι δε
εκ των πραγμάτων υποχρεωτικός και όχι
προαιρετικός. Ο λόγος είναι προφανής. Σε μια πλουραλιστική ανοικτή κοινωνία η
συνάντηση ανθρώπων διαφορετικών θρησκευτικών αντιλήψεων, πολιτισμικών καταβολών
και ξένων μεταξύ τους παραδόσεων είναι καθημερινή. Η δε συνύπαρξη και η συνεργασία αναγκαστική. Έτσι γίνεται φανερό
ότι όσο και αν αποφεύγει ή απορρίπτει κάποιος τους επίσημους διαλόγους, δεν
μπορεί σε καμιά περίπτωση να αρνηθεί την πραγματικότητα. Επομένως είναι
υποχρεωμένος να επιλέξει μεταξύ του απομονωτισμού, της τυπολατρίας, του φανατισμού,
της μισαλλοδοξίας, της ανασφάλειας και της ξενοφοβίας από τη μια πλευρά και του
ανοίγματος, της καταλλαγής, του σεβασμού της ετερότητας, της συνεργασίας, της
αγάπης και της αλληλεγγύης από την άλλη. Ένα πάντως είναι σίγουρο, ότι τα πρώτα
δεν έχουν καμιά σχέση με το Χριστό και την Εκκλησία του, αλλά είναι προϊόντα
διαστροφής και ιδιότυπης εκκοσμίκευσης της χριστιανικής ζωής.
Απόστολος Β. Νικολαΐδης
Ομιλία εις την κοπή
της Βασιλόπιττας (08-02-2015) της Αδελφότητος των Οφφικιάλων της Αγίας του Χριστού Μεγάλης
Εκκλησίας "Παναγία η Παμμακάριστος"
[1] Βλ. σχετικά ΑΠ. Β. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Φανατισμός,
εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2012, σ. 153 εξ., όπου και σχετική βιβλιογραφία.
[2] Βλ. Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ, ¨Διαθρησκειακός
διάλογος και θεολογία των Θρησκειών», ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τ. 84/2013, σ. 59.
[3] Βλ. αναλυτικά Γ. ΜΑΡΤΣΕΛΟΥ, «Η θεολογία
του σπερματικού λόγου», ΘΕΟΛΟΓΙΑ 83/2013, σ. 69 εξ.
[5] Γ. ΜΑΡΤΣΕΛΟΥ, ΄π., σ. 76.
[6] Βλ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, « Οι θρησκείες
και οι Εκκλησίες παράγοντες ειρήνης, καταλλαγής και αλληλεγγύης», ΘΕΟΛΟΓΙΑ τ.
84/2013, σ. 14.
[7] Β΄
Κορ. 3,6.
[8] H.
KUENG, Projekt Weltethos, Muenchen 1990, σ. 98 και
7 σχόλια:
Εξαιρετική θεολογική, ιστορική και επιστημονική η ανάπτυξη του θέματος από τον κ. Νικολαΐδη. Κινείτε στην μέση βασιλική οδό και στο θέμα του διαλόγου.
Εξαιρετικά αντίχριστη καί φρικτή η προπαγανδιστική εισήγηση υπέρ του Οικουμενισμού. Κατηγορεί ως διαλογοφοβικούς όσους αντιστέκονται εν ονόματι της αλήθειας στον Οικουμενισμό.
Καί οι πέτρες γνωρίζουν πλέον, ότι ο διάλογος αυτός έχει ως στόχο και σκοπό την τελική ενότητα καί κοινωνία όλων των αιρετικών μετά τής νεοημερολογίτικης Κρατούσης Εκκλησίας. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της σύγκλησης της "Μεγάλης Συνόδου", δηλαδή την κατάληξη των διαλόγων στη "Μεγάλη Ένωση".
Πολύ λυπάμαι όλους αυτούς τους Καθηγητάδες, με τούς Μεγαλόσταυρους σε τιμές καί βραβεύσεις, πού αξιώθηκαν γνώρισαν και ανδρειώθηκαν μέσα στην Αγία Ορθόδοξη Παράδοση, να καταντούν να την Φτύνουν κατά αυτόν τον τρόπο.
Ο κ. Απ. Νικολαΐδης κ. Μαρίνο σας απαντά με κείμενο του κ. Π. Βασιλειάδη. Ο οποίος γράφει: «Το διάλογο φοβούνται όσοι αγαπούν το μονόλογο, όσοι φοβούνται τη διαφωνία, όσοι αισθάνονται ανασφαλείς στο χώρο τους, όσοι επιθυμούν με αυτόν τον τρόπο να αποκτήσουν ύπαρξη στο θρησκευτικό στερέωμα, όσοι θεωρούν ότι απειλείται η πίστη, την οποία αυτοί υπερασπίζονται, όσοι νομίζουν ότι έτσι σχετικοποιείται η μοναδική αλήθεια, όσοι έχουν την υποψία ότι υποβοηθείται ο συγκρητισμός ή η δημιουργία πανθρησκείας. Κάποιοι φοβούνται ότι ένας διαθρησκειακός διάλογος θα αποδυναμώσει το διαχριστιανικό διάλογο.»
Οι ανίσχυροι από θεολογική γνώση λένε αυτά τα οποία χαράξατε στο σχόλιό σας.
ΥΓ. Σας ευχαριστούμε κ. Απ. Νικολαΐδη για την τεκμηριωμένη στην Ορθόδοξη Παράδοση ομιλία σας.
Το διάλογο δεν τον φοβούμαστε, αυτόν καθ εαυτόν, αλλά τις απαράδεκτες υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς που έχουν σημειωθεί στα πλαίσια της πολύχρονης διεξαγωγής του.
Επί παραδείγματι, οι επαίσχυντες συμφωνίες του Σαμπεζύ και του Μπάλαμαντ στα πλαίσια του διαλόγου έλαβαν χώρα. Και να ήταν μόνο αυτές οι δύο εκδηλώσεις τα βλαπτικά παρεπόμενα του διαλόγου!
http://alopsis.gr/%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%86%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B5%CE%BD%CF%8C%CF%88/
Ο π.Γεώργιος Καψάνης για τους διαλόγους.
Οι υπέρμαχοι των τελευταίων καλούνται να προβληματισθούν ουσιωδώς πάνω στα όσα υποστηρίζει τεκμηριωμένα ο μακαριστός ιερομόναχος.
Αγαπητέ ανώνυμε, ένα από τα βασικά προβλήματα στις μέρες μας, είναι ότι κάποιοι θεωρούνται ότι κατέχουν την υψηλή θεολογική γνώση, καί κάποιοι άλλοι κατέχουν την ανίσχυρη Θεολογική γνώση.
Εσείς λοιπόν καί ο καθένας από εσάς πού κατέχει το "φίλτρο" διαχωρισμού της θεολογικής γνώσης σε υψηλή καί χαμηλή, καί εφόσον εμένα με κατατάσσεται στην χαμηλή, υπονοώντας σαφέστατα ότι είσαστε της υψηλής Θεολογίας, γιατί δεν αναιρεί την επιχειρηματολογία πού εκτίθεται, αλλά αναμασάει τα δαιμονικά αγαπολογικά φληναφήματα περί διαλόγου ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολιτιστικά ιδεώδη, και άλλες τέτοιες αρλούμπες πού βρίσκουν ανταπόκριση μόνο σε κοσμικούς ανθρώπους πού έχουν νεκρώσει τό πνεύμα τους;
Νεκρό πνεύμα, νεκρός άνθρωπος πού αρέσκεται και αναλώνεται στην εξωτερική υποκριτική αγαπολογία.
Έννοια σου φίλε μου η "μεγάλη ένωση", γιά την οποία οι Αντίχριστοι ξεκίνησαν το 1920 έρχεται, καί μαζί με αυτή ο νέος Βέκκος σας αναλαμβάνει καί τις ευθύνες για πιθανή ξέφρενη Θεομηνία, κρίνοντας βεβαίως από το τι ακολούθησε σε έξι μήνες στην Θεοίδρυτη Πόλη μετά την ψευδένωση μέ τους Λατίνους τά Χριστούγεννα τού 1452. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, τό χιλιάρμενο κατά τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό ίσως είναι η καθολική κυριαρχία τού ΝΑΤΟ στό Αιγαίο με τά γνωστά επακόλουθα.
11:06
Οι διαλογοι γινονται .....,,,,,>για για να πεισουν τους προσηλυτους.1
Ακομα ειδαμε, πως οι διαλογοι οδηγησαν σε συμπροσευχες και σε ημισυλειτουργα και αυτο,,,,,,>2
Στην αναμειξη λαων πολιτισμων και θρησκειων που αυτη ειναι μια αντιχριστη πολιτικη εξαπατησης
Της λεγομενης Πανθρησκειας της παναιρεσης του Οικουμενισμου!
Οι αγιοι Πατερες ποτε δεν εκαναν διαλογους τετοιου ειδους εις μακρος , ουτε ποτε ακολουθωντας καμια πορεια με συνεργασιες με τον πα πα.
Για τους ορθοδοξους πιστους ,το να χασεις την πατριδα σου ειναι μεγαλη συμφορα και η επανακτικη της ειναι και εγκειται εαν ευδοκησει και Ο Θεος,το να χασεις ομως την πιστη σου ειναι σαν να κληρομεις την αιωνια κολαση.Εδω ετοιμαζουν κοινη εορτη του πασχα με τους παπικους ,αλλαγη πλευσεως δηλαδη! Και αν η Ορθη πιστις ειναι απαραιτητη προυποθεση για τον ορθο τροπο ζωης με τη συμμετοχη στα Ι.Μυστηρια της Εκκλησιας ,την ορθη κατευθυνση και τον αγωνα που οδηγει στη σωτηρια και στη θεωση,οι ενδειξεις
Εδω , αποδεικνυουν την υποταγη της Ορθοδοξου εκκλησιας στον Πα πα πετωντας την ασεβεια να γινουμε ολοι ακοινωνητοι.
Αυτες τις οδους δεν τις γνωριζει η Ορθοδοξος εκκλησια.Οι Αγιοι Πατερες παρεπεμπαν τους αιρετικους να αποτιναξουν τα αιρετικα τους φρονηματα αποβαλλοντας τις αιρετικες κακοδοξιες τους και επειτα να μιλησουν ,να επανενταχθουν και ενσωματωθουν στη Μια και μοναδικη Αγια ,Καθολικη και Αποστολικη Εκκλησια.
Μηπως θα επρεπε να αναγνωρισουμε τα καταχθονια σχεδια της Νεας Ταξης Πραγματων με τους αντιχριστους νομους που κατευθυνουν τα εθνη και ετσι ευκολοπιστα να παραδοθουν οι πιστοι στους ψευδοπροφητες και ψευδαποστολους των ξενων κεντρων αποφασεων,που μερικοι ενεδωσαν και υπακουνε τυφλα,επειδη θελουν να μας επιβαλλουν για να μη σκεπτομαστε ορθα αλλα και την πιστη μας να αρνηθουμε για να οδηγηθουμε ολοι στα προθυρα του Αντιχριστου,του ψευδο-μεσσια τους τον οποιο βιαζονται να εμφανισουν η μηπως ακολουθωντας τον Οικουμενισμο και την πορεια του ,πρεπει να διαγραψουμε ο,τι οι Πατερες θεσπισαν και για ο,τι οι προγονοι μας αγωνιστηκαν;;;;
Μηπως οι μερες μας δεν μοιαζουν με τις ημερες των Σοδομων οπου ολοι ειχαν υποκειψει στα βδελυρα παθη και δεν μετενοησαν ακομη και αν Ο Θεος εστειλε αυτον τον Λωτ να τους μεταπεισει,με αποτελεσμα να χαθουν ολοι εκτος του Λωτ και των τεκνων του,το ιδιο κολαση δεν εγινε και η αποστασια μας απο Τον Θεο;;;Τα ιδια αντιχριστα μετρα δεν νομοθετουνται στις ημερες μας;;;Μηπως βλεπουμε κανενα φως απο πουθενα,εκτος της Ορθοδοξοτατης πορειας και της εναρετης βιωτης αλλα και της ενοτητας της πιστεως μεσα απο τον δρομο που Ο Κυριος εθεσπισε,μεσα απο την θυρα της πιστεως και του βαπτισματος;
Τον διαλογο φοβουνται οσοι αγαπουν τον μονολογο!
Λαθος!
Τον διαλογο δεν φοβουνται οσοι αγαπουν εν αληθεια και εχοντας το παραδειγμα της Παραδοσης της Ορθοδοξου Εκκλησιας και οχι οσοι αγαπουν την ψευδεκκλησια του ΠΣΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ενωθηκαν αιρετικοι,απιστοι και Ορθοδοξοι.
Μηπως διαγραφηκαν οι αρσις των αναθεματων,οι αναγνωρισις των παπικων και μονοφυσιτικων ανυπαρκτων μυστηριων ,ετσι ωστε να αρχισουν διαλογοι απο την αρχη και κηρυγμα της Μετανοιας και Μοναδικης Σωτηριας και δυνατοτητας θεωσεως μεσα απο την ενσωματωση και βιωση της Ορθοδοξιας κ Ορθοπραξιας και δεν το γνωριζουμε;
Κηρυσσουμε τον αληθινο Χριστο και Θεο ημων ,τον αληθινο Τριαδικο Θεο.
Για τους παπικους μαθαμε καθως μελετησαμε πως θεμελιο ενοτητας ειναι η ανευ ορων αποδοχη του παπικου πρωτειου και του αλαθητου ως ορατη αρχη.
Γνωριζει ορατη αρχη η των Αποστολων καθολικη Εκκλησια;
Παραμενουμε στην πιστη των αγ.Αποστολων και των αγιων Πατερων και ενωμενοι με τον Κυριο καθως το Ευαγγελιο αναφωνει και οχι στην αναζητηση της ενοτητας με κοσμικα κριτηρια με ολες τις θρησκειες,που μελη του αρνουνται ακομη και την Ανασταση και αναμενουν τον μεσσια τους και θα τον φερουν οπως λενε οι Γραφες .
Δημοσίευση σχολίου