ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ
ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΝΑΟΔΟΜΙΑ*
Του
Πρωτοπρεσβυτέρου
Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ.
Καθηγητού του Πρότυπου Πειραματικού Γυμνασίου Πατρών
Ήδη από τα μέσα του 20ου αι.
απασχολεί έντονα την ορθόδοξη θεολογία το ζήτημα της παράδοσης και της
ανανέωσης στην Εκκλησία, κάτι το οποίο προεκτείνεται κατά φυσικό τρόπο και σε
όλες τις μορφές της εκκλησιαστικής τέχνης ως έκφρασης του περιεχομένου της πίστεως.
Ουσιαστική θέση σ’ αυτή την προβληματική κατέχει και η εκκλησιαστική
αρχιτεκτονική με κύρια έκφρασή της τη ναοδομία, εφόσον οι σύγχρονες ποιμαντικές
ανάγκες αλλά και οι πολιτιστικές επιδράσεις από τις σύγχρονες κοινωνίες της
Δύσεως, οδηγούν στην υιοθέτηση ρυθμολογικά διαφορετικών από τους μέχρι πρόσφατα
γνωστούς, νέων τύπων λατρευτικών οικοδομημάτων. Έτσι, ο σχεδιασμός και η ανοικοδόμηση
ενός σύγχρονου ορθόδοξου Ναού συνιστά πραγματικά κοπιώδες εγχείρημα, καθώς θέτει
στη διαδικασία σχεδίασης και υλοποίησής του επιτακτικά πέραν των πολλών άλλων
και το ζήτημα της σχέσης της παράδοσης με την ανανέωση στη ναοδομία.
Βέβαια η ιστορία της ναοδομίας ως έκφρασης της
θεολογικής παραδόσεως της Εκκλησίας, που με τη σειρά της αποτελεί δυναμική
ερμηνεία της θείας Αποκαλύψεως σε κάθε εποχή, αποδεικνύει και καταδεικνύει, ότι
η αυθεντική εκκλησιαστική παράδοση κατέχει αφ’ εαυτής ανανεωτικό χαρακτήρα και
στην ανοικοδόμηση των λατρευτικών οικοδομημάτων, ώστε να καινοτομεί σε κάθε
εποχή ανανεωτικά και παράλληλα να εκφράζει απολύτως, σε όλους τους τύπους των
ναών διαχρονικά, τη ζώσα και πορευόμενη εσχατολογικά παράδοση, ως έκφραση της «άπαξ»
παραδοθείσας πίστης της Εκκλησίας.
Για να κατορθωθεί όμως αυτό και πάλι στην
εποχή μας, είναι απαραίτητο εκτός από την ικανότητα, τις γνώσεις και το τάλαντο
του σχεδιαστή αρχιτέκτονα, να υπάρχει εκ μέρους του στιβαρή γνώση της ιστορίας
της εξέλιξης της εκκλησιαστικής ναοδομίας, αλλά και της λατρείας και της θεολογίας
της Εκκλησίας. Κυρίως όμως απαιτείται εκ μέρους του ασκούντος την ιερή τέχνη
της ναοδομίας αρχιτέκτονα, πείρα και βίωση βαθιά της διαχρονικά μεταμορφωτικής
εν Χριστώ εκκλησιαστικής ζωής και διαμόρφωση υγιούς εκκλησιαστικής συνείδησης.
Το τελευταίο στοιχείο μάλιστα, είναι εκείνο που θα προσδιορίσει στον αρχιτέκτονα,
όπως συμβαίνει και με τον αγιογράφο, τα όρια της προσωπικής του συμβολής, αλλά
και που θα αναδείξει το έργο του σύγχρονο και λειτουργικό, ώστε να
ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ποιμαντικής εργασίας της Εκκλησίας, καθώς επίσης
και διαχρονικά παραδοσιακό εκκλησιαστικό μνημείο.
Πέραν της αισθητικής αρμονίας και της
πρακτικής αναγκαιότητας, συνεπώς, ο σύγχρονος ορθόδοξος Ναός οφείλει, φέροντας
τα στοιχεία της ανανέωσης, να υπηρετεί κατ’ εξοχήν τη θεία Λατρεία και την
καλλιέργεια του ορθόδοξου τρόπου ζωής ως αποτελέσματος της ποιμαντικής
διακονίας της Εκκλησίας, στοιχεία που οφείλουν να προσανατολίζουν ή και να
προσδιορίζουν τη δομή αλλά και την
αισθητική διάσταση των νέων λατρευτικών κτισμάτων. Τούτο βέβαια δε σημαίνει
καθόλου πως έκφραση της παράδοσης στη σύγχρονη ναοδομία θα πρέπει να αποτελεί απαραίτητα
και εμμονή σε παλαιότερους αρχιτεκτονικούς τύπους και κατασκευαστικούς τρόπους.
Αντίθετα η διαρκής προσπάθεια αναζητήσεως νέων μορφών δομήσεως για την μαρτυρία
της θεολογικής της εμπειρίας, αλλά και την εξυπηρέτηση των ολοένα και
αυξανόμενων νέων λειτουργικών αναγκών της Εκκλησίας είναι όχι μόνο κατανοητή αλλά
και απόλυτα δικαιολογημένη μέσα όμως στο πλαίσιο της παραδόσεως της μέχρι
σήμερα εκκλησιαστικής ρυθμολογίας, ως έκφρασης της θεολογικής παραδόσεως της
Εκκλησίας.
Η όποια προσπάθεια, λοιπόν, αναζητήσεως
νέων μορφών ναοδομίας θα πρέπει να βασίζεται κατ’ εξοχήν στη θεολογία της
Εκκλησίας, να εκφράζει την πίστη της και να προκύπτει, σύμφωνα με τους
ειδικούς, από την τήρηση τριών κυρίως βασικών διαχρονικών αρχών και προϋποθέσεων.
Η πρώτη αφορά στη λειτουργικότητα του ιερού
χώρου. Ο ορθόδοξος Ναός ως ευχαριστιακός χώρος θα πρέπει να αποτελεί την αυθεντική
έκφραση της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού. Ο Ναός συνιστά τον ιερό εκείνο χώρο,
όπου τα μέλη του Σώματος του Χριστού εκκλησιάζονται και εκκλησιοποιούνται σε
κοινωνία με το Χριστό και μεταξύ τους μέσω του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Είναι λοιπόν απαραίτητο να προσλαμβάνει τη δομή εκείνη που θα εξυπηρετεί την βαθύτερη
και ουσιαστικότερη συμμετοχή των πιστών στην εμπειρία των μυστηρίων της
Εκκλησίας. Η δεύτερη αφορά στη στροφή
προς τα έσω. Στον ορθόδοξο Ναό, χωρίς βέβαια να παραθεωρείται η εξωτερική όψη
και η αισθητική του διακόσμηση, θα πρέπει να μελετάται και να τονίζεται κατ’
εξοχήν, ο εσωτερικός του χώρος, ο οποίος καθορίζει την όλη του μορφή με έμφαση στη
θεολογική του σημαντική και τον αρχιτεκτονικό του συμβολισμό για την μυσταγωγία
και τη σωτηριώδη παιδαγωγία των πιστών. Η τρίτη, τέλος, αφορά στη διατήρηση του ανθρώπινου μέτρου, εφόσον
ο Ναός του Θεού είναι ταυτόχρονα και Εκκλησία των πιστών ως προσώπων, ως των
τέκνων εκείνων του Θεού που εισέρχονται σ’ αυτόν προς συνάντηση με τον Πατέρα
τους. Είναι δηλαδή η μήτρα της πνευματικής αναγέννησης και ο χώρος «οικειώσεως»
του γεγονότος της σωτηρίας ως θεώσεως του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο χώρος του Ναού
είναι απαραίτητο να αποπνέει πρωτίστως οικειότητα και ταυτόχρονα ιερό δέος στον
άνθρωπο, αφού πρόκειται για την πατρική του οικία, όπου «ο Πατήρ των Οικτιρμών» υποδέχεται το πλάσμα του «έως της συντελείας του αιώνος» για να το
μεταβάλλει σε πραγματικό ναό του Αγίου Πνεύματος.
Ορθόδοξος Ναός Αγ. Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως (6ος
αι)
Ορθόδοξος Ναός Παντανάσσης Γερουμάνας (12ος αι.)
Ορθόδοξος Ναός Αγ. Ανδρέα Πατρών (20ος αι.)
Ορθόδοξος Ναός Αναστάσεως του Κυρίου Τιράνων (21ος
αι.)
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Ο
Εκκλησιολόγος» 460 / 14-05-2016, σ. 1
& 5.
2 σχόλια:
Οι σύγχρονοι ναοδόμοι συνήθως αντιγράφουν άλλον ναό με αποτέλεσμα να μην «δένει» εξωτερικά με τον περιβάλλοντα χώρο. Έτσι έχουμε μέσα σε σύγχρονες κατοικίες τρούλους και καμπαναριά που ξεχωρίζουν ως κάτι το ξένο. Στην Ήπειρο οι Ναοί δένουν με τον περιβάλλοντα χώρο με τις πέτρες, αποτελούν συμπλήρωμα της αρμονίας, στα νησιά με το ίδιο στιλ. Στις πόλεις είναι... αφήστε μην χαρακτηρίσω.
Αν δεν υπήρχε υπηρεσία Ναοδομίας στην Ιερά Σύνοδο θα έλεγα πως κάνουν σαμποτάζ στην διαρρύθμιση πολλών ναών στο εσωτερικό τους. Πολλές φορές διαπιστώνω ότι ο αρχιτέκτονας δεν γνωρίζει τίποτα από λειτουργική και εκκλησιαστική ζωή. Έχω αναρωτηθεί αυτοί οι υπεύθυνοι κοιτάζουν έστω και λίγο τα σχέδια ή τα εγκρίνουν στο έτσι. Αν κρίνει ο καθένας μας ότι ο Ναός είναι ένα έργο τέχνης τότε θα έπρεπε οι υπεύθυνοι να έδιδαν μεγαλύτερη προσοχή στον σχεδιασμό και την διαρρύθμιση στην ηχητική κλπ.
Δημοσίευση σχολίου