Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Ο εσωτερικός εχθρός

πηγή: thetravelbook.gr
 Ο γιος μου είναι πεντέμιση ετών. Στο νηπιαγωγείο. Τη Μεγάλη Παρασκευή, στην ακολουθία του επιταφίου, τον είχα στον ναό, κατάχαμα καθισμένο σε μια γωνιά, μαζί με τη μικρή του αδερφή, να ζωγραφίζει σε κάτι μπλοκ που τους είχαμε δώσει. Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα εκείνου του πανέμορφου «Δος μοι τούτον τον ξένον». Οι ψάλτες το έψαλλαν ως εξής: ο ένας κανοναρχούσε τους στίχους σε νεοελληνική μετάφραση κι ο άλλος τους έψελνε στην αρχαία. «Δώσε μου εκείνο τον ξένο…».

Λίγο μετά βγήκαμε για την περιφορά. Η διαδρομή ήταν μεγάλη, τα παιδιά κουράστηκαν, νύσταξαν. Γυρίσαμε στην Εκκλησία κατά τις δέκα το βράδυ. Εκεί απέξω στα σκαλιά, ο ιερέας διάβασε και πάλι σε νεοελληνική μετάφραση (μια εξαιρετική μετάφραση) την προφητεία του Ιεζεκιήλ, για την κοιλάδα των ξηρών οστών. Σ’ αυτές τις δύο μόνο στιγμές παρεισέφρυσε η Νεοελληνική στη συγκεκριμένη λατρευτική περίσταση.


Την επόμενη μέρα, το μεσημέρι, ο γιος μου ζωγράφιζε πάλι στο τραπέζι της κουζίνας. Εκεί κάπου, μονολογώντας, τον άκουσα να λέει «Δώσε μου εκείνο τον ξένο…». Λίγο μετά ήρθε και με βρήκε στο γραφείο μου: «Μπαμπά», με ρώτησε, «Τι ήταν εκείνο που είπε χθες ο πατηρ Α. για την πεδιάδα με τα ξερά κόκκαλα, που πήραν σάρκες και νεύρα και δέρμα και γίναν άνθρωποι;». Με έβαλε να του διηγηθώ εξαρχής την προφητεία και με κοίταγε με τα παιδικά του μάτια ορθάνοιχτα από έκπληξη και περιέργεια. Του μίλησα κάποια στιγμή για τα «νεκρά κόκκαλα»… «Όχι», με διόρθωσε, «ξερά κόκκαλα»…

Είχε ακούσει όλη την ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής ζωγραφίζοντας και χαζολογώντας σε μια γωνιά. Είχε κουραστεί κι είχε νυστάξει. Όμως, την επόμενη ημέρα φάνηκε πως ό,τι ακουγόταν στον ναό, γινόταν και δικό του άκουσμα, χωρίς απαραιτήτως να είναι ο ίδιος προσηλωμένος σ’ αυτό. Ακόμα κι όταν δεν πρόσεχε, το αυτί του προσελάμβανε. Κι όταν ήρθε η ώρα της ανάκλησης, η ώρα να αναδυθούν από μέσα του αυτά που είδε και άκουσε, δηλαδή η εμπειρία του παρελθόντος, ο νους του στάθηκε μονάχα σε κείνα τα δύο κομμάτια που μίλησαν στην καρδιά του˙ και μίλησαν στην καρδιά του γιατί μίλησαν τη γλώσσα της καρδιά του, τη γλώσσα που πρωτοάκουσε απ’ τη μάνα του στην κούνια – μ’ αυτή τον νανούρισε, μ’ αυτή του γλυκομίλησε. Οι άνθρωποι μεγαλώνοντας μαθαίνουμε πολλές γλώσσες. Μία όμως είναι η «μητρική» μας κι αυτή είναι που μιλάει ευθεία στην καρδιά μας.

Σκέφτομαι πως τα παιδιά μου θα τα ‘χω δίπλα μου στην εκκλησία μέχρι την εφηβεία τους. Μπορεί και μετά ή μπορεί και όχι, ποιος ξέρει – εκεί προς την εφηβεία, τα παιδιά αρχίζουν να παίρνουν τον δικό τους δρόμο και να κάνουν τις δικές τους επιλογές. Μέχρι τότε όμως, θα ακολουθούν καταπόδας τα βήματά μας προς τον ναό. Σε κάθε λειτουργία, σε κάθε ακολουθία, σε κάθε λατρευτική περίσταση. Και σκέφτομαι πως αν μέσα στον ναό ακούγονταν πολλά στη νεοελληνική γλώσσα (όχι όλα, δεν γίνεται όλα, ούτε πρέπει), τότε τα παιδιά μου θα είχαν την ευκαιρία για 13-15 χρόνια να ακουν αδιάλειπτα ζωντανή θεολογία. Δεν θα χρειαζόταν τίποτα να τους πούμε εμείς. Θα άκουγαν, θα θαύμαζαν, θα ρώταγαν από μόνα τους. Η μητρική τους γλώσσα θα φρόντιζε να οδηγεί έννοιες, εικόνες, αισθήματα και παραβολές στον κρυφό χώρο της καρδιάς τους. Κι όλοι ξέρουμε τι σημαίνει να ‘χει ο άνθρωπος από παιδί κάποια πολύτιμα πράγματα κλειδωμένα στην καρδιά του…

Αλλά η ορθόδοξη εκκλησία δεν θέλει καν να ακούσει για μετάφραση στη λατρεία. Όπως κάποτε δεν ήθελε επίσης να διανοηθεί μετάφραση της Βίβλου. [Σκοτώθηκαν άνθρωποι στα «Ευαγγελικά», στα επεισόδια που προκάλεσε η σύγκρουση για τη μετάφραση της Βίβλου, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Κι η σύγκρουση εκείνη τελείωσε με «νίκη» των αρνητών της μετάφρασης… Τι τραγική ειρωνεία… Ποιος τους θυμάται σήμερα, που έχουμε πια το προνόμιο να διαβάζουμε τη Βίβλο στη γλώσσα μας;].

Κι ακόμα σκέφτομαι πως την Εκκλησία κανείς εξωτερικός εχθρός δεν μπόρεσε να τη λυγίσει, να κάνει το μήνυμά της να θολώσει, την αλήθεια της να σιγήσει ή να νοθευτεί. Ακόμα κι οι αυτοκράτορες που το προσπάθησαν, τσακίστηκαν πάνω στα βράχια της χριστιανικής ανθεκτικότητας. Αν όμως υπάρχει ένας έστω εχθρός που μπορεί να κάνει την Εκκλησία να λυγίσει, να πάψει να είναι αυτό που ήταν πάντα –ελπίδα και φως για τους ανθρώπους– τότε αυτός είμαστε εμείς οι χριστιανοί, ο εσωτερικός εχθρός. Εμείς έχουμε την ικανότητα να διαλύσουμε την Εκκλησία, να σβήσουμε τη φλόγα της, να την κάνουμε να γονατίσει και να παραδώσουμε την αλήθεια της στη λήθη και το σκοτάδι. Και την έχουμε αυτή τη δυνατότητα γιατί ο Χριστός μάς την εμπιστεύτηκε, μας όρισε διακονητές και επισκόπους της, ελεύθερους κατά πάντα, ελεύθερους ακόμα και να αρνηθούμε την αληθινή ζωή της, από οκνηρία ή ανία ή συνήθεια ή «ευσέβεια»˙ ευσέβεια στρεβλή, ικανή να βαλσαμώσει την αλήθεια σ’ ένα νεκρό εκμαγείο που καμώνεται την «παράδοση».


Δεν ξέρω πόσα πράγματα θα ευδοκήσει ο καλός Θεός να κερδίσουν τα παιδιά μου από τη λατρεία, σ’ αυτά τα κρίσιμα 13-15 χρόνια της παιδικής λατρευτικής τους ζωής. Ξέρω όμως πόσα τους στερεί και θα τους στερήσει ο εσωτερικός εχθρός. Χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι…

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Με προβλημάτισαν τα όσα γράφεις φίλε.