"Το πρόγραμμα και η
μεθοδολογία των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου"
Ομιλία που πραγματοποιήθηκε
στη Μονή Βλατάδων στο πλαίσιο της Ημερίδος για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο
του π. Βασίλειου Ι.
Καλλιακμάνη,
Καθηγητή Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.
Εισαγωγικά
«Καί προσπορεύονται αὐτῶ Ἰάκωβος
καί Ἰωάννης οἱ υἱοί Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε θέλομεν ἵνα ὅ ἐάν αἰτήσωμεν
ποιήσης ἡμῖν. ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; Οἱ δέ εἶπον αὐτῶ·
δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῆ δόξη
σου. ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε…. και προσκαλεσάμενος αὐτούς
λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν
και οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτω δε ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὅς
ἐάν θέλη γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, και ὅς ἐάν θέλη ὑμῶν
γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καί γάρ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε
διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι, καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν»[1].
Με τους παραπάνω λόγους του Κυρίου
προς τους μαθητές του άνοιξαν οι εργασίες των συνεδριών της Αγίας και Μεγάλης
Συνόδου της Κρήτης ύστερα από αίτημα της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της
Σερβίας. Η Α. Θ. Παναγιότης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, ως
Πρόεδρος, αποδέχθηκε αμέσως την πρόταση και έδωσε εντολή στον Αρχιγραμματέα
να αναγνώσει το κείμενο.
Τόσο η πρόταση της Σερβικής Εκκλησίας όσο και ο
άμεση ανταπόκριση του Παναγιωτάτου Προέδρου να αναγνωσθεί το εν λόγω κείμενο
πριν την έναρξη των συζητήσεων της Συνόδου έχει πολλαπλή συμβολική σημασία
αφενός για τις σχέσεις των Προκαθημένων των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών
μεταξύ τους και αφετέρου για τον τρόπο που καλούνται να διακονούν το λαό
του Θεού κυρίως οι επίσκοποι. Ο καθένας μπορεί να κάνει και τις δικές του αναγωγές.
Μετά την εισαγωγική αυτή
επισήμανση θα αναπτύξω την εισήγησή μου εστιάζοντας συνοπτικά σε επτά σημεία.
1.Η ενότητα των τοπικών Ορθοδόξων
Εκκλησιών. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός
με ιδιαίτερη σπουδαιότητα τόσο για την Πανορθόδοξη ενότητα όσο και για το
μήνυμα που εκπέμπει η Ορθόδοξη Εκκλησία προς τον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο
κόσμο. Η ενότητα αυτή του Πνεύματος «εν τω συνδέσμω της ειρήνης»[2] έχει
τριπλό χαρακτήρα: α) Ενότητα και κοινωνία στα Μυστήρια, β) ενότητα πίστεως
και γ) ενότητα στην κανονική δομή της Εκκλησίας. Οι τρεις αυτές μορφές ενότητας
αλληλοπεριχωρούνται και καμιά από αυτές δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις
άλλες[3]. Σε κάθε περίπτωση η ενότητα των 14 τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών
είναι δεδομένη, παρά το γεγονός, ότι 4 από αυτές δεν προσήλθαν για άλλους
λόγους στη Σύνοδο της Κρήτης. Αυτό φαίνεται τόσο από τις ειρηνικές
επισκέψεις μετά τη Σύνοδο όσο και από την αλληλογραφία[4]. Επίσης, τα θέματα,
οι ημερομηνίες και ο τόπος σύγκλησης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, είχαν
καθορισθεί ομοφώνως από τη Σύναξη των Προκαθημένων τον περασμένο Ιανουάριο
στη Γενεύη και επιβεβαιώθηκαν τον Μάιο από τους αντιπροσώπους τους στην Κρήτη.
Εάν κρίνουμε από τις ήπιες δηλώσεις των μη προσελθουσών Εκκλησιών μετά τη
Σύνοδο φαίνεται, ότι θα συμφωνήσουν εκ των υστέρων με τις αποφάσεις της.
2.Τόνωση της Ορθόδοξης
Συνοδικής αυτοσυνειδησίας. Είναι η πρώτη φορά μετά από πολλούς αιώνες που
η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία του Χριστού ενεργοποιεί σε πανορθόδοξο
επίπεδο το Συνοδικό σύστημα διοικήσεώς της. Είναι γνωστό, ότι σε όλες τις
εποχές και σε όλα τα μέρη, όπου υπήρχαν χριστιανικές εκκλησίες, γινόταν
τοπικές, επαρχιακές, ενδημούσες, μικρές ή μεγαλύτερες Σύνοδοι με
κορύφωση τις Οικουμενικές. Οπότε, η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου
είναι εντελώς φυσιολογική και εκφράζει το Συνοδικό πολίτευμα της Εκκλησίας.
Έτσι, η Σύνοδος στοιχείται στους
λόγους του Χριστού που λέει: “οὗ γάρ εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα,
ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσω αὐτῶν”[5]. Η ευαγγελική αυτή αρχή της συμφωνίας-ομοφωνίας τέθηκε
στον Κανονισμό της Συνόδου και εφαρμόσθηκε κατά τις εργασίες της. Παράλληλα
η ενότητα φανερώθηκε εμπειρικά στις λατρευτικές ευχαριστιακές συνάξεις που
γινόταν κάθε πρωί και σε διαφορετικές εκάστοτε γλώσσες (αραβικά, σερβικά, ρουμανικά,
αλβανικά) και στις οποίες συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των Ορθοδόξων
Εκκλησιών.
Ενθυμούμαι έναν αραβόφωνο
παραδοσιακό ιερέα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων που διάβαζε τις ευχές της θείας
Λειτουργίας στα Αραβικά, και ενώ δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε, αισθανόμασταν ότι
μιλούσε στον Κύριο της δόξης!
Για τις Ιερές Ακολουθίες
που τελέσθηκαν στα ελληνικά εκδόθηκε λειτουργικό βιβλίο με το τίτλο: Ιεροτελεστικόν
της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας (σσ.335). Το λειτουργικό
αυτό βιβλίο δόθηκε σε όλους τους επισκόπους και ήταν συγκινητικό το γεγονός,
ότι πολλοί που δεν γνώριζαν καλά ελληνικά, προσπαθούσαν να συλλαβίσουν τους
ύμνους της Πεντηκοστής. Η πανορθόδοξη ενότητα φάνηκε και στο τέλος της Συνόδου
κατά τη θεία Λειτουργία της Κυριακής των Αγίων Πάντων στην οποία παραβρίσκονταν
όλοι οι Προκαθήμενοι. Παρά την κόπωση, τις πολύωρες συζητήσεις, που ενίοτε
ήταν έντονες, καμιά αντιπροσωπία δεν απεχώρησε νωρίτερα από τις
προγραμματισμένες ημερομηνίες.
3. Η αρχή της Ομοφωνίας και η
συναίνεση. Στον Κανονισμό Λειτουργίας της Συνόδου σημειώνεται ότι, η έγκριση
των τροπολογιών εκφράζεται με την αρχή της ομοφωνίας (Άρθρο 3,2). Η πρόβλεψη
αυτή του Κανονισμού βοήθησε στην καλλιέργεια της συναίνεσης μετά από ανταλλαγή
επιχειρημάτων και βαθύτερη επεξεργασία του περιεχομένου οκτώ συνολικά
κειμένων. Οπότε, καμιά τροπολογία και καμιά παράγραφος δεν τέθηκε σε ψηφοφορία.
Το γεγονός αυτό είναι αξιοθαύμαστο, εάν ληφθεί υπόψη ότι αναφερόμαστε σε ένα
μεγάλο σώμα ορθοδόξων επισκόπων από όλο σχεδόν τον κόσμο με διαφορετικές
τοπικές παραδόσεις και νοοτροπίες.
Ωστόσο, έμμεσα φάνηκε να αμφισβητείται
η αρχή της ομοφωνίας από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, ο οποίος διευκρίνισε, ότι
σύμφωνα με την ορθόδοξη πατερική παράδοση οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά
πλειοψηφία. Γι’ αυτό προφανώς και η Εκκλησία της Κύπρου εφήρμοσε
εσωτερικά την αρχή της πλειοψηφίας, δεσμεύοντας έτσι και τους επισκόπους
μέλη της, που δεν συμφώνησαν σε ορισμένα θέματα.
Η μέθοδος συζήτησης, έγκρισης των
τροπολογιών και λήψης των τελικών αποφάσεων της Συνόδου που ακολουθήθηκε
στην ολομέλεια, συνοψίζεται ως εξής: Αναγινωσκόταν από τον Αρχιγραμματέα
του Οικουμενικού Πατριαρχείου το προς συζήτηση κείμενο στα ελληνικά, για το
οποίο υπήρχε απ’ ευθείας διερμηνεία στα ρωσικά, γαλλικά, αγγλικά, (υπήρχε
πρόβλεψη και για αραβικά), ενώ ταυτόχρονα σε φωτεινούς πίνακες εμφανίζονταν
τα κείμενα στις τέσσερις γλώσσες.
Μετά την ανάγνωση του κειμένου η
Α. Θ. Παναγιότης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, Πρόεδρος της
Συνόδου, έδιδε καταρχήν το λόγο στους Προκαθημένους των Ορθοδόξων
Εκκλησιών και τους ειδικούς συμβούλους αρχιερείς που τους συνόδευαν και στη
συνέχεια στους παρισταμένους επισκόπους όλων των αντιπροσωπειών. Παρότι
στον Κανονισμό είχε προβλεφθεί να γίνονται συζητήσεις και σε Συνοδικές
Επιτροπές, τελικά τα έξι θέματα συζητήθηκαν στην ολομέλεια. Αυτό πρέπει να
τονισθεί, διότι δεν υπήρξαν μεγάλες εντάσεις, διαξιφισμοί, αντιλογίες και
αδιέξοδα στις επιμέρους συνομιλίες. Ακόμη και στο επίμαχο κείμενο για
τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο που
εισήχθη στην ολομέλεια κατά την απογευματινή συνεδρία της Πέμπτης 23 Ιουνίου
και κράτησε μέχρι την πρωινή συνεδρία του Σαββάτου 25 Ιουνίου, η συζήτηση παρά
τους υψηλούς τόνους σε ορισμένα σημεία, κύλισε ομαλά. Σε αυτό συνέβαλε
και ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας που ύστερα από αίτημα του Παναγ. Προέδρου
ενσωμάτωσε και ανέγνωσε τις τροπολογίες που κατατέθηκαν από τις Εκκλησίες
της Κύπρου, της Ρουμανίας και της Ελλάδος.
Η Γραμματεία σημείωνε τις
προτάσεις, τις διορθώσεις, τις αλλαγές και τις παρατηρήσεις επί των κειμένων
και μετά από εκτενείς ενίοτε διαλόγους ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως Πρόεδρος,
συνόψιζε την τελική διατύπωση των τροπολογιών που γινόταν αποδεκτές από το
σώμα των επισκόπων. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, με την
ανάγνωση της τελικής τροπολογίας ο Πρόεδρος ζητούσε εκ νέου τη γνώμη του
σώματος των επισκόπων και μετά από μια μικρή παύση, κι όταν έβλεπε ότι δεν
υπήρχαν διαφωνίες ή αντιδράσεις, έδιδε εντολή στη Γραμματεία να καταγράψει
την τελική μορφή του κειμένου. Ο λόγος διδόταν σε όλους όσοι τον ζητούσαν.
Έτσι, ορισμένοι επίσκοποι
που δεν υπέγραψαν κάποια κείμενα, είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν
τα επιχειρήματά τους, και να καταγραφεί η αιτιολογημένη διαφωνία τους έστω και
μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης. Όμως, τέσσερις από αυτούς δεν
ομίλησαν καθόλου και το σώμα δεν ενημερώθηκε καν για τους λόγους της
διαφωνίας τους, ενώ ένας πέμπτος μετά την πρώτη τοποθέτησή του και τις
απαντήσεις που δόθηκαν στα επιχειρήματά του από άλλους επισκόπους, δεν
ζήτησε ξανά το λόγο και σιώπησε. Επίσης, αυτό που παρατήρησαν ορισμένοι συνοδικοί
αρχιερείς ήταν ότι, οι εμφανιζόμενοι ως διαφωνούντες δεν κατέθεσαν
συγκεκριμένες προτάσεις, τις οποίες να θέσουν στην κρίση των συνοδικών
Αρχιερέων, όπως θα περίμενε κάποιος. Γίνεται λοιπόν κατανοητό, ότι δεν
είχαμε Σύνοδο Προκαθημένων, αλλά Σύνοδο Ορθοδόξων Επισκόπων. Στην άποψη που
ακούσθηκε, ότι η ορθόδοξη αλήθεια μπορεί να εκφράζεται κι από ένα πρόσωπο,
δόθηκε η απάντηση ότι η θέση αυτή είναι καταρχήν σωστή αλλά τελικά αυτό το
επιβεβαιώνει η Σύνοδος των Επισκόπων κι όχι τα μεμονωμένα άτομα, τα
οποία θεωρούν τους εαυτούς τους «ειδικούς». Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα
αναφέρθηκαν ο Μέγας Αθανάσιος και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής
4.
Καθιέρωση νέων θεσμών στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο
της Κρήτης θεωρώ ότι καθιερώθηκαν τρεις νέοι θεσμοί με πανορθόδοξη,
υπερεθνική και οικουμενική εμβέλεια. Καταρχήν υπάρχει ανοιχτό το θέμα
εκ νέου σύγκλησής της μετά από επτά ή και περισσότερα έτη. Οπότε, με τον
τρόπο αυτό αρχίζει να καλλιεργείται μια πανορθόδοξη οικουμενική συνοδική
συνείδηση που μπορεί να εκφράζεται είτε με τη σύγκληση ανάλογης Αγίας και
Μεγάλης Συνόδου, είτε με τη Σύναξη των Προκαθημένων, είτε με
τις Επισκοπικές Συνελεύσεις της Διασποράς. Γι’ αυτό και επισημαίνεται,
ότι «Η Ορθόδοξος Εκκλησία εκφράζει την ενότητα και καθολικότητά της εν
Συνόδω.… Οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες δεν αποτελούν συνομοσπονδία
Εκκλησιών, αλλά την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία»[6]. Το
σίγουρο είναι ότι, στη Σύνοδο της Κρήτης «ετονίσθη η σημασία των Συνάξεων των
Προκαθημένων που έχουν πραγματοποιηθεί και διατυπώθηκε η πρόταση η Αγία
και Μεγάλη Σύνοδος να καταστεί επαναλαμβανόμενος θεσμός»[7].
Επιπλέον, στο πλαίσιο της
εκκλησιαστικής οικονομίας αποφασίσθηκε να εξακολουθήσουν να λειτουργούν στη
Διασπορά ως προσωρινός εκκλησιαστικός θεσμός οι Επισκοπικές Συνελεύσεις.
«Αυτές απαρτίζονται από τους κανονικούς επισκόπους, που ορίζονται από την
κάθε Αυτοκέφαλο Εκκλησία, οι οποίοι εξακολουθούν να υπάγονται σε αυτήν. Η
συνεπής λειτουργία των Επισκοπικών Συνελεύσεων εγγυάται τον σεβασμό της
Ορθοδόξου αρχής της συνοδικότητος»[8]. Στο σημείο αυτό να τονισθεί η θετική
εμπειρία από την λειτουργία του θεσμού αυτού, που σημειώθηκε από τον Σεβ.
Μητροπολίτη Γερμανίας κ. Αυγουστίνο αλλά και τον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο Αμερικής κ.
Δημήτριο. Στη Γερμανία οι ορθόδοξοι χριστιανοί όλων των εθνικοτήτων, χάρη στο
θεσμό αυτό, αναγνωρίζονται από τις αρχές του Γερμανικού Κράτους ως η τρίτη
στη σειρά θρησκευτική κοινότητα με θετικά αποτελέσματα για τα μέλη της. Επίσης,
επισημάνθηκε, για λόγους αποφυγής συγχύσεως στην προς τα έξω εκπροσώπηση και
την εικόνα της Ορθοδοξίας γενικότερα, οι επίσκοποι των άλλων Αυτοκεφάλων
Εκκλησιών στη Διασπορά να μην εκλέγονται με τον ίδιο τίτλο που έχουν οι
επίσκοποι του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
5. Η προτεραιότητα των
ποιμαντικών προβλημάτων. Εάν μελετήσει κάποιος προσεκτικά τα έξι κείμενα, την
Εγκύκλιο αλλά και το Μήνυμα της Συνόδου, θα διαπιστώσει ότι δεν δίδεται
προτεραιότητα σε αφηρημένη ιδεολογική ορθοδοξία, αλλά σε συγκεκριμένα ποιμαντικά
προβλήματα. Αυτά θεωρούνται με βάση τις αρχές της πίστεως, το δόγμα και το
ήθος της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Θέτοντας τις βάσεις της ορθόδοξης
χριστιανικής ανθρωπολογίας η Εκκλησία απέναντι στον σύγχρονο εκκοσμικευμένο
κόσμο που προτάσσει τον «ανθρωποθεό», «προβάλλει τον Θεάνθρωπον ως έσχατον
μέτρον των πάντων»[9]. Έτσι στις αποφάσεις της Συνόδου γίνεται λόγος
για την αξία του ανθρώπινου προσώπου, την ελευθερία και την ευθύνη, την ειρήνη
και τη δικαιοσύνη, τον πόλεμο, τις φυλετικές διακρίσεις, τη χριστιανική οικογένεια
και το γάμο, τα όρια της επιστήμης, (εδώ θα μπορούσε να γίνει ιδιαίτερος
λόγος για τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες) τη βιοηθική, τα
ανθρώπινα δικαιώματα, τη μετανάστευση, τη χριστιανική άσκηση, την οικολογική
κρίση, τον κίνδυνο της απρόσωπης ομογενοποίησης των ανθρώπων αφενός
αλλά και του εθνοφυλετισμού αφετέρου, τη «βία εν ονόματι του Θεού» που αποτελεί
έγκλημα, καθώς και για τους σύγχρονους οικουμενικούς διαλόγους που «ουδέποτε
εσήμαιναν, ούτε σημαίνουν και δεν πρόκειται να σημάνουν συμβιβασμόν εις ζητήματα
πίστεως»[10]. Στα κείμενα της Συνόδου τονίζεται ότι, οι διαχριστιανικοί
διάλογοι «ελειτούργησαν ως ευκαρία δια την Ορθοδοξίαν, δια να αναδείξη το
σέβας προς την διδασκαλίαν των Πατέρων και δια να δώσει την αξιόπιστον μαρτυρίαν
της γνησίας παραδόσεως της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας»[11]
Ορισμένα από τα κείμενα που
συντάχθηκαν πριν πολλά χρόνια, είναι σχεδόν προφητικά. Καυτηριάζουν λ.χ. τις
φυλετικές διακρίσεις και την κοινωνική αδικία, αναφέρονται στους λόγους που
οδηγούν στη μετανάστευση και επισημαίνουν: « Αείποτε η εκκλησιαστική φιλανθρωπία
δεν περιωρίζετο απλώς εις την περιστασιακήν αγαθοεργίαν προς τον ενδεή και
τον πάσχοντα, αλλά απέβλεπε και εις την απάλειψιν των αιτίων, τα οποία δημιουργούν
τα κοινωνικά προβλήματα»[12]. Δηλαδή, δεν μπορεί να μετατραπεί η Εκκλησία σε
κοινωνική υπηρεσία.
Είναι χαρακτηριστικό
ένα μικρό απόσπασμα για τα ΜΜΕ: «Τα μέσα γενικής ενημερώσεως ουχί σπανίως
τελούν υπό τον έλεγχον μιάς ιδεολογίας φιλελευθέρας παγκοσμιοποιήσεως και ούτω
καθίστανται δίαυλοι διαδόσεως του καταναλωτισμού και της ανηθικότητος»[13].
Επιπλέον επισημαίνεται η έλλειψη σεβασμού στις θρησκευτικές αξίες που φθάνει
μέχρι τη βλασφημία και προειδοποιούνται οι χριστιανοί για τον κίνδυνο
επηρεασμού των συνειδήσεων και χειραγώγησης των ανθρώπων[14].
7. Αρνητική κριτική της εικόνας.
Έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις για τη σκοπιμότητα, τους στόχους, τα
επιλεχθέντα θέματα, τα συμφωνηθέντα πανορθοδόξως κείμενα, τον τρόπο
εκπροσώπησης των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησίων, τον κανονισμό και εν γένει
τις διαδικασίες συγκλήσεως της Μεγάλης Συνόδου. Πριν τη Σύνοδο η
κριτική αφορούσε κυρίως ορισμένα σημεία των έξι κειμένων εργασίας. Μετά
από αυτή, επειδή τα κείμενα έτυχαν σοβαρής επεξεργασίας και πανορθόδοξης
συνοδικής αποδοχής, η κριτική γίνεται με βάση την εικόνα.
Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι,
όσοι ασκούν κακόπιστη αρνητική κριτική στη Σύνοδο της Κρήτης, α) δεν έχουν
μελετήσει σε βάθος αυτά καθαυτά τα κείμενα, β) αγνοούν τις εκκλησιαστικές
γραμματειακές πηγές και την ανάλογη θεολογική ορολογία της δεύτερης μ.Χ.
χιλιετίας, γ) περιορίζονται στην εικονική παρουσίαση, τον θεολογικό διαδικτυακό
αυτισμό της μονομέρειας και τον εκκοσμικευμένο θεολογικό λόγο, δ) εκφράζουν
ατομικές θεολογικές απόψεις προτεσταντικού τύπου, και ε) απαξιώνουν το
Συνοδικό θεσμό της Εκκλησίας αδιαφορώντας για την καθολική αλήθεια.
Η εικόνα λειτουργεί
συμβολικά και παρουσιάζει οπτικά και αποσπασματικά την αλήθεια. Όσοι
απαξίωσαν με ακραίο τρόπο τη Σύνοδο δεν ασχολήθηκαν τόσο με τα κείμενα που
όντως είναι μνημειώδη, όσο με την εικόνα. Η ΕΡΤ μετέδωσε απευθείας δύο
λατρευτικές Συνάξεις ( Κυριακή Πεντηκοστής και Κυριακή Αγίων Πάντων ) και δύο
συνεδρίες (την πρώτη και την καταληκτήρια). Στις τρεις από τις ζωντανές
καλύψεις ήταν παρόντες οι αιρετικοί και ετερόδοξοι, στους οποίους δεν δόθηκε
ποτέ ο λόγος, ούτε για προσφωνήσεις. Όμως, η εικόνα αυτή νομίζω, ότι διεγείρει
αρνητικά αντανακλαστικά εναντίον της Συνόδου, αφήνει να εννοηθεί, ότι η
συζήτηση αφορούσε αποκλειστικά τις σχέσεις με τους ετεροδόξους, οι οποίοι
έτσι αμνηστεύθηκαν θεολογικά. Το ελληνικό κοινό, κληρικοί και λαϊκοί, που
παρακολούθησαν ειδικά τη Θεία Λειτουργία των Αγίων Πάντων αγνοούν, (κι εδώ η
ποιμαντική ευθύνη είναι μεγάλη για την υπεύθυνη ενημέρωση του κλήρου και του
λαού), την παλαιά παράδοση που επικρατούσε στο Σινά, τα Ιεροσόλυμα και
αλλού, ότι όταν επισκέπτονταν ειρηνικά τους Αγίους Τόπους χριστιανοί της
Δύσεως, οι Ορθόδοξοι τους δέχονταν στη λατρεία, δεν τους κοινωνούσαν, αλλά
τους έδιδαν το αντίδωρο ή την Παναγία (Βαλσαμών Πατριάρχης Αντιοχείας,
Γεννάδιος Σχολάριος Πατριάρχης Κων/πόλεως, Δοσίθεος Ιεροσολύμων κλπ.).
Άφηναν δηλαδή ένα περιθώριο επιστροφής των ετεροδόξων στην Ορθόδοξη
Εκκλησία. Την τακτική αυτή είχα διαπιστώσει προσωπικά ως φοιτητής στην Ιερά
Μονή Αγίου Διονυσίου Αγίου Όρους από τον Γέροντα Γαβριήλ.
Επίσης η άγνοια, η καχυποψία και
η εμπαθής επιθυμία αυτοδικαίωσης ορισμένων θεολόγων και επισκόπων τους οδήγησε
να μην παρατηρήσουν ότι, για πρώτη φορά σε Πανορθόδοξο κείμενο αποκλείεται
η ουνία[15] και κάθε άλλη προκλητική ενέργεια ομολογιακού ανταγωνισμού, ύστερα
από πρόταση του Μακαριωτάτου Αρχιεπ. Αθηνών κ. Ιερωνύμου που επανέφερε στο
προσκήνιο της συζήτησης ο Σεβ. Μητροπολίτης Ιερισσού και Αγίου Όρους κ.
Θεόκλητος. Επίσης ορισμένοι, στην προσπάθειά τους να δικαιώσουν τις ιδεοληψίες
και τις εμμονές τους αποσιωπούν τη σαφή αναφορά στην Εγκύκλιο της
Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης των Συνόδων επί Μ. Φωτίου του (879-880) και του
14ου αιώνος επί Αγίου Γρηγορίου Παλαμά που παγίωσαν την περί εκπορεύσεως
του Αγίου Πνεύματος διδασκαλία και τη μέθεξη του ανθρώπου στις άκτιστες θείες
ενέργειες[16].
Επίλογος
Τελικά οι αποφάσεις της Συνόδου
της Κρήτης και τα πυκνογραμμένα θεολογικά κείμενα που εγκρίθηκαν από τους 160
και πλέον επισκόπους είναι ιστορικά. Ωστόσο, κρίνονται στο παρόν, θα κριθούν
και ίσως χρειασθεί να συμπληρωθούν και στο μέλλον και θα φανεί μετά από αρκετό
χρονικό διάστημα η οικουμενική εμβέλεια και η αξία τους για τους χριστιανούς
και την πορεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία δεν υπάρχει για τον εαυτό της
αλλά για το λαό του Θεού. Αποδείχθηκε στη Σύνοδο της Κρήτης ότι, η Ορθόδοξη
Εκκλησία δεν είναι ένας διεθνής γραφειοκρατικός οργανισμός με εγκόσμια δύναμη,
αλλά θεανθρώπινος θεσμός που αναζωπυρώνει διαρκώς τα χαρίσματα των μελών της.
Οριοθετεί την πίστη της, διασφαλίζει την εν Χριστώ σωτηρία των πιστών και
κάνει γνωστούς τους πνευματικούς της θησαυρούς στον σύμπαντα κόσμο. Δεν
τοξεύει κανέναν αλλά μάλλον τοξεύεται και η δύναμή της «ἐν ἀσθενεία τελειοῦται»[17].
[1] Μάρκ. 10, 35-45.
[2] Εφεσ. 4,3.
[3] Εισηγητική Ομιλία της
Α.Θ.Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου κατά την έναρξιν
των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (20 Ιουνίου 2016).
[4] Βλ. Επιστολή Πατριάρχου
Αντιοχείας για τα 25 χρόνια ποιμαντορίας του Οικουμενικού Πατριάρχου.
[5] Ματθ. 18, 19-20.
[6] Μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης
Συνόδου της Ορθδόξου Εκκλησίας προς τον Ορθόδοξο λαό και κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως,
§ 1,2.
[7] Μήνυμα… § 1,3)
[8] Μήνυμα… § 1,2.
[9] Εγκύκλιος της Αγίας και
Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, V, § 10,2.
[10] Εγκύκλιος…, VII, § 20.
[11] Ό.π.
[12] Εγκύκλιος…, VI, § 19.
[13] Η αποστολή της Ορθοδόξου
Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον, ΣΤ΄, 8.
[14] Ό.π.
[15] Σχέσεις της Ορθοδόξου
Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον, § 23.
[16] Εγκύκλιος… § 1,4.
[17] Βλ. Β΄Κορ. 12,9.
1 σχόλιο:
Απλά, λιτά, ευρύτερα κατανοητά. Άκρως τεκμηριωμένα Αγιογραφικά, Πατερικά, έγκυρα ορθόδοξα και θεολογικά. Και από άμεση εμπειρία, τίμια και ειλικρινά, με ευθύτητα ένθεν κακείθεν, ήπια, ειρηνικά, αλλά και αταλάντευτα σταθερά. Με νόημα και νεύμα προς κάθε κατεύθυνση. Καλό είναι να πουν λόγο και άλλοι με υπογραφές μεστές Ορθοδοξίας και συνακόλουθης ζωής, για να απομονωθούν οι φωνασκούντες και "αφ’ εαυτών μη δυνάμενοι φαίνεσθαι, εκ του ψέγειν τους εαυτών κρείττονας δείκνυσθαι βούλονται". Θερμές ευχαριστίες, λίαν σεβαστέ ελλογιμότατε Πρωτοπρεσβύτερε.
Αθανάσιος Κοτταδάκης
Δημοσίευση σχολίου