Από την Ημερίδα για τον Όσιο
Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη από τον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Πανοράναματος
Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης «Εμπειρίες και
Θαύματα»
Ομιλητής π. Γαβριήλ Εμμανουηλίδης
Είμαι εδώ γιατί κάνω υπακοή στα
επίμονα αιτήματα του πατρός Αλεξίου και των συνεφημερίων του. Θα ήθελα όμως,
κάνοντας υπακοή και στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χαλκίδος κ.κ. Χρυσόστομο τον
Ποιμενάρχη μου, να εκφράσω δημόσια και την ευχαριστία του προς τον Παναγιώτατο
Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, τον Άγιο Ποιμενάρχη σας, τις ευχαριστίες του, γιατί
στη Μητρόπολή του γίνεται αυτή η ημερίδα εις τιμήν και μνήμη του Αγίου γέροντος
Ιακώβου.
Ο άμεσος διάδοχος του Αγίου
γέροντος Ιακώβου ήταν ο πατήρ Κύριλλος. Ο πατήρ Κύριλλος, λοιπόν, μιμούμενος κι
αυτός την βιωτή του Αγίου γέροντος Ιακώβου και με απλά αλλά μεστά λόγια έλεγε:
«Ο Θεός περπατάει στη γη δια των Αγίων του. Ένας τέτοιος Άγιος είναι ο πατήρ
Ιάκωβος.». Χθες όπως είπε και ο
Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Παύλος, είχαμε στο μοναστήρι το μνημόσυνο του
γέροντα. Δεν ήταν μνημόσυνο, συμπληρώθηκαν 25 χρόνια, ήτανε λαμπρά πανήγυρις.
Αντί να φέρουν στάρι και κόλλυβα οι Χριστιανοί, φέρναν αρτοκλασίες. Πάνω από
δυο χιλιάδες κόσμο είχε, μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες. Τί τους έφερε
αυτούς τους δυο χιλιάδες ανθρώπους από τα πέρατα της γης; Και από το εξωτερικό.
Και από την Κύπρο πολλοί. Και από αλλού. Αυτή η χάρις που έφερε κι απόψε εμάς
όλους εδώ. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Δια των ευχών του Αγίου γέροντος
Ιακώβου. Ο οποίος μπορεί να έχουν περάσει 25 χρόνια που έχει φύγει από ανάμεσά
μας αλλά, όπως έλεγε για τον Όσιο Δαυίδ εκείνος: «Είναι ζωντανός Άγιος ο Όσιος
Δαυίδ, παιδιά μου. Ζει Κύριος ο Θεός.». Όπως το έλεγε για τον Άγιο Δαυίδ,
ισχύει και για εκείνον.
Και θα αρχίσω από το τέλος. Θα
αρχίσω από μια εμφάνισή του, πρόσφατη. Σε ένα παλικάρι στην Αθήνα. Στον Θάνο.
Στον Θανάση τον Κωνσταντόπουλο. Βρισκόταν πίσω από το Hilton, στο φανάρι. Βλέπει, λέει, έναν
κύριο. (Ήταν μακριά από την εκκλησία αυτό το παιδί. Δεν είχε σχέσεις. Από
δωδεκάμισι χρονών είχε φύγει από το σπίτι του και αγωνιζόταν. Παρ’ όλο που η οικογένεια του ήτανε πλουσία, εκείνος
θέλησε με δικές του δυνάμεις να βγάλει το ψωμί του και να ζήσει τη ζωή.
Δύσκολες συνθήκες αντιμετώπισε. Ήταν μακριά από την εκκλησία.). Σταμάτησε στο
φανάρι και είδε έναν κύριο. Με μια γενειάδα μακριά. Με ένα σταυρό στο στήθος.
Και με ρούχα σαν τα δικά σας αλλά, προς το γκρι χρώμα. Θεώρησε ότι είναι
ζητιάνος. Είχα ένα ευρώ και είκοσι λεπτά και του τά ‘δωσα. Κι εκείνος μου λέει:
«Παιδί μου, είσαι καλό παιδί. Και το εστιατόριο που ετοιμάζεσαι να κλείσεις,
μην το κλείσεις. Θα πάει καλά. Και η κοπέλα που γνώρισες είναι καλή κοπέλα. Να
είσαι μαζί της. Να την αγαπάς.». Και έγινε άφαντος. Άμεσα υπήρξε αλλοίωσις
αυτού του ανθρώπου. Η ψυχή του γέμισε χαρά και αγαλλίασις. Αισθάνθηκε ότι αυτός
ήταν ένας Άγιος. Πήγε στο σπίτι. Πήγε στην κοπέλα. Στην Μαρία. Στην Μαρίτα.
Μαρίτα Ρόση, λέγεται. Έτσι κι έτσι. Είδα ένα Άγιο. Του λέγει: «Μήπως είναι ο
Όσιος Δαυίδ, που εγώ ευλαβούμαι πολύ και έχω την εικόνα του στο στούντιό
μου;». (Αυτή η κοπέλα είναι μουσικός.
Γράφει και στίχους. Και πριν δυο χρόνια Σεβασμιώτατε, είχαμε πάει με την Αγία
Κάρα του Οσίου Δαυίδ στο Ναό Κοιμήσεως της Θεότόκου, Αμαρουσίου. Και πιο δίπλα
ήταν ένα κατάστημα ενός γνωστού μας ανθρώπου και μας παρακάλεσε, φεύγοντας από
το Ναό, να περάσουμε για ευλογία, με την Αγία Κάρα. Εκεί ήταν αυτή η κοπέλα.
Μου λέγει: «Παππούλη, με σταυρώνεις με τον Άγιο Δαυίδ για να με φωτίσει να
γράψω κάτι στίχους σε ένα τραγούδι;». «Τί τραγούδια γράφεις, κοπέλα μου;»
«Λαϊκά.», μου λέει. Έστω και λαϊκά. Πραγματικά, εκεί τις διαβάσαμε μια ευχή με
την Αγία Κάρα και έγραψε ένα τραγούδι, που βλέπω υπάρχουν και νέοι άνθρωποι
ανάμεσά μας, που το τραγουδάει ο Νίκος Οικονομόπουλος. Που λέει: «Αψυχολόγητη
είσαι ή μήπως προσποιείσαι;». Αυτό, λοιπόν, εκείνη την εποχή πήγε καλά. Κι έτσι
αυτό έγινε αφορμή να αγαπάει, να ευλαβείται τον Άγιο η Μαρίτα. Και τον είχε στο
στούντιο της.). Λέει: «Μήπως είναι αυτός ο Άγιος Δαυίδ που σου εμφανίστηκε;».
«Όχι.», λέει. Ανάλωσαν τον χρόνο τους ψάχνοντας στο διαδίκτυο. Κάπου είναι
χρήσιμο κι αυτό. Και αναγνώρισαν τη μορφή αυτού του γέροντος, στη μορφή του
πατρός Ιακώβου. Ήρθαν στο μοναστήρι. Θέλησαν να εξομολογηθούν. (Είχε αλλοιωθεί
ο άνθρωπος αυτός. Η αδερφή του τελείωσε τη Θεολογική σχολή Θεσσαλονίκης, παρ’
όλο που είναι από την Αθήνα, και έχει κάνει και μεταπτυχιακά απ’ ότι μου
είπανε. Του είπε: «Αν μου τό ‘λεγε οποιοσδήποτε άλλος, δεν θα τον πίστευα αλλά,
επειδή μου το λες εσύ, που ήσουν μακριά από την εκκλησία τόσα χρόνια, το
πιστεύω. Εξομολογήθηκαν. Πήγε μία η ώρα το βράδυ. Πάνε να φύγουν, κοιτάνε, δεν
είχαν καθόλου βενζίνη. Είπαμε στους πατέρες. Τους βάλανε 17 περίπου λίτρα
βενζίνης που είχαμε σε ένα μπετονάκι. Και μ’ αυτά, και με την ευχή του γέροντα,
ξεκίνησαν και πήγαν στην Αθήνα. Θέλουν 45 λίτρα περίπου, όπως μού ‘πε, για να φτάσουν στην Αθήνα. Μ’ αυτά τα 17
λίτρα φτάσανε στην Αθήνα και το κίνησε δυο μέρες ολόκληρες κάνοντας αποστάσεις
στην Αθήνα από την μια άκρη στην άλλη. Για δυο μέρες. Και λέει: «Παππούλη,
εσείς αυτό που ψάλλετε και λέτε για τον πολλαπλασιασμό και τον χορτασμό των
πέντε χιλιάδων ανθρώπων με τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, εγώ το έζησα με τη
βενζίνη. Έκτοτε βλέπει στη ζωή του την παρουσία του Αγίου Γέροντος Ιακώβου.
Παντρεύτηκαν. Ήρθαν, εκεί, στην περιοχή της λίμνης. Κάνανε τον γάμο. Και έχουν
τον πατέρα Ιάκωβο προστάτη και βοηθό τους. Βλέπουμε, λοιπόν, αντί να ξεχνιέται
με την πάροδο του χρόνου, 25 ολόκληρα χρόνια, όλο και περισσότεροι άνθρωποι τον
μαθαίνουν και ζητούν την βοήθεια του και την προστασία του. Και όπως έλεγε για
τον Όσιο Δαυίδ ότι είναι γρήγορος Άγιος, το ίδιο είναι και εκείνος.
Ο χρόνος πιέζει και δεν ξέρει
κανείς τι να πρωτοπεί. Και ομιλία δεν έχω ετοιμάσει κι εγώ όπως είπε και ο
Παναγιώτατος. Αυτό που έκανε ο Άγιος
γέροντας Ιάκωβος από τη νεότητα μέχρι το βαθύ γήρας του ήταν να βιάζει τον
εαυτό του. Κατά τον λόγο του Κυρίου: «Βιασταί αρπάζουσι τη Βασιλεία των
Ουρανών.». Είχε μεγάλη αγάπη και ενώ
ήτανε αυστηρός με τον εαυτό του, ήταν επιεικής με τους άλλους. Και θα φανεί με
δύο παραδείγματα, πόσο αγάπη και πόσο διάκριση είχε.
Ερχόντουσαν οι φοιτητές της
Θεολογικής σχολής κάθε χρόνο με τον πατέρα Γεώργιο Ευθυμίου, που ήτανε
πανεπιστημιακός, και κυρίως την περίοδο της Σαρακοστής. Του Μεγάλου Κανόνος.
Αυστηρά νηστεία. Και κυρίως στο μοναστήρι. Έλεγε στον πατέρα Κύριλλο, ο οποίος
είχε και το διακόνημα του μαγείρου, εκτός των άλλων: «Πάτερ Κύριλλε, βάλε λίγο
λαδάκι, στα παιδιά, στο φαγητό τους. Ήρθαν από μακριά. Κουράστηκαν.
Ταλαιπωρήθηκαν. Η διάκρισις και η αγάπη του και η επιείκεια του.
Κάποτε, ένας αγιορείτης μοναχός βρέθηκε σε δύσκολη
θέση. Μετά την κουρά του σε μεγαλόσχημο προσβλήθηκε από τον εχθρό μας, τον
διάβολο. Και ο νους του αλλοιώθηκε. Και η προσβολή φαίνεται ήταν απ’ τα δεξιά.
Και κάπου, ενώ ήταν αρετής μοναχός, κάπου δεν φυλάχθηκε, κάπου ο κρυφός
εγωισμός, δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει, δαιμονίστηκε. Πλανήθηκε. Θεωρούσε τον εαυτό
του ότι ήταν ο Άγιος Νεκτάριος, Επίσκοπος Πενταπόλεως. Βρέθηκα στο μοναστήρι
αυτό, γιατί εκεί ήταν ο Πνευματικός μου πρώτης εισόδου μου στη Μονή Οσίου
Δαυίδ, και εκεί με παρακάλεσαν οι πατέρες, μου είπαν όπως κατεβαίνεις για την
Αθήνα πάρε αυτό το μοναχό με τους πατέρες και πήγαινε τον στη Μονή του Οσίου
Δαυίδ. Είχε πάει σε γιατρούς εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Σε ονομαστούς που πηγαίνουν
συνήθως οι πατέρες. Και άλλους. Δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι. Τον έστειλαν στον
γέρων Ιάκωβο. Όταν φτάσαμε εκεί, το συνόδευε ο σημερινός ηγούμενος της Μονής
αυτής και άλλοι δυο πατέρες και μπήκαμε στο Ναό. Ο μοναχός αυτός πήγε αμέσως
στο ιερό και ασπάστηκε την Αγία Τράπεζα. Οι πατέρες που τον συνόδευαν από το
Άγιον Όρος του έλεγαν: «Μη! Μη! Δεν κάνει, είσαι μοναχός, να ασπαστείς την Αγία
Τράπεζα. Την Αγία Τράπεζα την ασπάζονται οι κληρικοί.» Ο πατήρ Ιάκωβος τους
είπε: « Πατέρες μου, αφήστε τον. Αυτήν την ώρα, ο μοναχός είναι ασθενής. Μην
τον πιέζετε.» Στη συνέχεια παρέμεινε για μερικές ημέρες ο μοναχός. Αυτός το
λέει, ακόμα και στο Πατριαρχείο που πάει πολλές φορές να διακονήσει. Ο μοναχός
αυτός τα αναφέρει όλα αυτά. Έμεινε μερικές ημέρες. Ο πατέρας Ιάκωβος, ο Άγιος
γέροντας, είδε ότι είχε εξαντληθεί από την υπερβολική νηστεία που είχε κάνει
κατά τη διάρκεια προετοιμασίας του προκειμένου να γίνει από την κουρά του,
μεγαλόσχημος. Κι έτσι, πάλι έδωσε εντολή στον πάτερα Κύριλλο να του κάνει
κρεατόσουπες, να του κάνει κοτόσουπες. Και του λέγανε: «Μα είναι μεγαλόσχημος.
Δεν κάνει να καταλύσει. Δεν κάνει να φάει κρέας.» «Πατέρες μου, δεν το κάνει
για να καταλύσει τους κανόνες και την παράδοση αλλά, γιατί είναι ασθενής. Το
έχει ανάγκη. Αυτήν την ώρα ο μοναχός πεθαίνει και έχει ανάγκη από δυναμωτικές
τροφές.» Κι έτσι και με αυτήν την περιποίηση και με την αγάπη και με τις ευχές,
αυτός ο μοναχός ιάθηκε και χαίρει άκρας υγείας.
Ο Άγιος Σιατίστης μας είπε για
την προόρησή του, για τον σημερινό Οικουμενικό Πατριάρχη. Μα και για τον ίδιο
νομίζω είπε. Και για σας Άγιε Σιατίστης προείπε. Όπως και άλλους αρχιερείς. Τον
Άγιο Καστορίας, τον οποίο συνάντησε όταν του ζήτησαν να πάει να σταυρώσει τον
Μακαριστό Νικαίας, Γεώργιο. Ο οποίος ήταν ως φυτό στο νοσοκομείο. Και πήρε το
χεράκι του Οσίου Δαυίδ. Πέρασε και από Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο. Τον παρακάλεσε και
εκείνος να είναι μαζί τους. Πήγανε στο νοσοκομείο της Νικαίας. Κάθισε για
αρκετή ώρα κοντά στον Μητροπολίτη. Και μετά από λίγο βγήκε έξω, ενώ ο
Μητροπολίτης βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, και είπε στον Αρχιερατικό, τον
πατέρα Δημήτριο: «Σας ζητάει ο Μητροπολίτης.». Ο Μητροπολίτης, μετά από τις
προσευχές του Αγίου Ιακώβου, είχε σηκωθεί, καθόταν στο κρεβάτι και άρχισε να
συνομιλεί. Εκεί για πρώτη φορά τον είδε ο Άγιος Καστορίας, ο νυν Άγιος
Καστορίας, ως Αρχιμανδρίτης και βλέποντας και ακούγοντας και αυτό το θαύμα
αλλά, έχοντας υπόψιν του τη φήμη αυτού του Αγίου γέροντος, ζήτησε να πάρει την
ευχή του. Και ο πατήρ Ιάκωβος του λέει: «Παιδί μου, να συνεχίσεις να προσέχεις τη
ζωή σου. Δεν είσαι σαν τους άλλους. Εσύ θα γίνεις αρχιερεύς.».
Αναφέρθηκε το όνομα του
Μακαριστού Κεφαλληνίας Γερασίμου. Την ημέρα της εκλογής του, μου λέει:
«Γαβριήλ, από το ’80 μου είπε ο πατήρ Ιάκωβος ότι θα γίνω, από το 1980 μου είπε
ότι θα γίνω αρχιερέας.». Είχα πάει στο μοναστήρι, στον εσπερινό της
Μεσοπεντηκοστής. Καθόμασταν έξω στο πεζουλάκι που είναι έξω από την εκκλησία.
Και μου λέει: «Ωραίος δεσπότης θα γίνεις Γεράσιμε!». Γεράσιμος, ήταν το όνομα του και ως λαϊκός.
«Εγώ» λέει, «και με μια παρρησία που είχα είπα: «Δεν είμαστε καλά. Εγώ ακόμα με
τα παντελόνια. Ούτε διάκος δεν είμαι. Θα γίνω δεσπότης.».». «Θα γίνεις
αρχιερέας και θα είσαι ωραίος δεσπότης και θα ‘ρθείς να λειτουργήσεις και στο
μοναστήρι μας αλλά, εγώ τότε δε θα είμαι εδώ. Το ’80, πριν 35 χρόνια
προεφήτευσε. Και εκπληρώθηκαν και τα δύο μέρη της προφητείας του. Και αρχιερέας
έγινε. Και ήρθε να λειτουργήσει στο μοναστήρι. Και ήρθε να λειτουργήσει πολύ
βιαστικά, γιατί ήρθε την πρώτη εβδομάδα που εξελέγη.
Είναι πάμπολες οι περιπτώσεις που
επιβεβαιώνουν το προφητικό χάρισμα. Η εμπειρία από τις Θείες Λειτουργίες ή η
υπακοή του ως μοναχός είναι υποδειγματική.
Ένα παράδειγμα που υπάρχει μέσα
στην καρδιά μου, θα σας αναφέρω.
Δεν έκανε τίποτα χωρίς ευλογία
από τον γέροντα του. Και κυρίως από τον γέροντα του, τον πατέρα Νικόδημο, που
ήταν πιο πολλά χρόνια υποτακτικός αυτών. Ο οποίος πατήρ Νικόδημος ήταν
αρχιερατικός στην περιφέρεια της Λίμνης, και έμενε στην περιοχή της Λίμνης, και
αναγκαζόταν ο πατήρ Ιάκωβος, πολλές φορές, να πηγαίνει με τα πόδια μέχρι τη
Λίμνη για να πάρει την ευλογία του γέροντά του. Αλλά, ένα περιστατικό, που έχει
γραφεί δεν το λέω για πρώτη φορά, αλλά μου έχει κάνει πολύ εντύπωση. Του είχε
πει ο γέροντας του να στείλει ένα παιδί που είχαν εκεί στο μοναστήρι, για να του
δίνουν ένα κομμάτι ψωμί. Δεν ήταν έτσι να του δίνουν μισθό γιατί ήταν και
πάμφτωχό το μοναστήρι εκείνα τα χρόνια. Του είπε, λοιπόν, με ιδιόχειρο σημείωμα
του ο ηγούμενος, να στείλει αυτό το παλικάρι μέχρι τη Λίμνη για να του δώσει
ένα δοχείο λάδι. Πράγματι, ο πατήρ Ιάκωβος πήγε στην εικόνα του Οσίου Δαυίδ,
όπως πάντοτε έκανε, και συνομιλούσε με τον Άγιο σαν να επρόκειτο περί ενός
ζωντανού ανθρώπου. Σαν να ήταν ο πατέρας του, ο αδερφός του, ο φίλος του. Και
του λέγει: «Ο γέροντας, ο ηγούμενος, είπε να στείλω το παλικάρι αυτό στη
Λίμνη.» και έδειξε το χαρτί αυτό στον Όσιο Δαυίδ. Πράγματι το παλικάρι πήγε.
Στο δρόμο συνάντησε τον ηγούμενο. Του λέει: «Που πάς;». «Με έστειλε ο πατήρ
Ιάκωβος να πάρω το λάδι.». «Καλά ο πατήρ Ιάκωβος κάνει ό,τι θέλει; Γιατί δεν πήρε
ευλογία; Έλα μαζί μου.». Πάνε στο μοναστήρι. Φουριόζος ο ηγούμενος, λέει:
«Καλά, ό,τι θέλεις κάνεις εσύ στο μοναστήρι;». «Γιατί, γέροντα;». «Χωρίς να σου
πω έστειλες το παιδί;». «Μα, γέροντα, εσείς μου είπατε. Μου δώσατε και
ιδιόγραφη εντολή. Κι εγώ πήγα την έδειξα στον Όσιο Δαυίδ και μετά την
έστειλα.». «Για φέρε μου αυτή την εντολή.». τρέχει ο πατήρ Ιάκωβος στο κελί
του. Βρίσκει αυτήν την ιδιόχειρη αυτή εντολή του ηγουμένου αλλά, τρέχοντας ο
ηγούμενος να τον δει τι κάνει, να τον προλάβει. Τον βλέπει να καίει κάτι, ένα
χαρτί. «Τί κάνεις εδώ, Ιάκωβε;», λέει. «Να, κάτι παλιόχαρτα ήταν», λέει,
«γέροντα και τα έκαψα.». Έκαψε αυτήν την ιδιόχειρη εντολή που θα τον δικαίωνε.
«Αν ήταν κάποιος άλλος», έλεγε, «θα του την κοπάναγε στη μούρη και θα ‘λεγε:
«Να, γέροντα, εσύ που με υποτιμάς.».» αλλά, ούτε δικαιώματα, ούτε τίποτε. Όμως
σε λίγα λεπτά ο Θεός πάντοτε δικαιώνει, φώτισε τον ηγούμενο, τον χτύπησε στην
πλάτη και του είπε: «Χαίρεις, ασκητά Ιάκωβε!». Σκέφτηκε ο πατήρ Ιάκωβος πριν
κάψει το χαρτί ότι «ο ηγούμενος μπορεί να με δοκιμάζει αυτήν την ώρα. Γιατί εγώ
να τον πικράνω. Ή, έχει σάκχαρο και μπορεί λόγω του σακχάρου να το λησμόνησε.
Κι έτσι εγώ δεν θέλησα να πικράνω τον ηγούμενο.».
Τηρούσε όλες αυτές τις μοναχικές
υποσχέσεις κατά το δυνατόν απαρέγκλητα. Βλέποντας την προκοπή του στην αρετή ο
μισόκαλος διάβολος τον φθονούσε. Και εκτός από τις π0νευματικές επιθέσεις που
του έκανε, όπως παραδείγματος χάριν έλεγε, ήταν τέτοιο το ύψος της αρετής του
που έλεγε καμμιά φορά: «Με πείραξε ο διάβολος σήμερα.». «Πώς σας πείραξε,
γέροντα;». «Να, με πήγε στο χωριό μου.» και έτσι του πρόσβαλε την αρετή της
υποταγής. Ή «Με πείραξε ο διάβολος, σήμερα. Μου έφερε στο μυαλό μου μια εικόνα
άσεμνη.». «Τί εικόνα άσεμνη, γέροντα;». Καθώς πήγαινε στρατιώτης με το τρένο
έτσι όπως περνούσε, η αμαξοστοιχία περνούσε ανάμεσα από χωράφια. Κάποτε είδε
ένα αγρότη που μέσα στο λιοπύρι είχε βγάλει το πουκάμισό του και ήταν, με
συγχωρείτε, από τη μέση και πάνω γυμνός. Αυτήν την εικόνα του την έφερνε ο
διάβολος στο νου για να τον πειράξει. Ο πατήρ Ιάκωβος δεν είχε κάποια σχέση με
όλα αυτά. Ήταν, θα έλεγα, με τη χάρη του Θεού, απαθής. Όμως όλα αυτά, τα
πέρναγε από μυαλό του και τα αξιολογούσε και τα εξομολογείτο ως προσβολή εκ
μέρους του διαβόλου. Όμως είχε και αισθητές επιθέσεις. Έχει «φάει» πολύ ξύλο
από τους δαίμονες. Όμως εκείνος αντέτασσε την πίστη του, την προσευχή του.
Είναι πολλά τα περιστατικά. Δε θα χρειαζόταν τώρα να τα αναφέρω, λόγω ελλείψεως
του χρόνου. Αντέτασε την Ιώβιο υπομονή του. Την ακλόνητη πίστη του. Και έτσι ο
διάβολος σηκωνόταν και έφευγε ντροπιασμένος κυρίως από την ταπείνωση του. «Ρε
Ιάκωβε. Ρε κοκκαλιάρη.» φώναζε, «Δεν μπορώ να ρίξω γιατί είσαι ταπεινός.»
Κάποτε είχε έρθει μια
δαιμονισμένη, από εδώ από την Βόρεια Ελλάδα, και φώναζε: «Είσαι Άγιος. Είσαι
Άγιος. Είσαι Άγιος.». Κατάλαβε ο πατήρ Ιάκωβος και είπε: «Αυτή η κοπέλα έχει το
δαιμόνιο του πύθωνος και θέλει να με ρίξει στην κενοδοξία» αλλά, απαντούσε: «Εγώ
είμαι γη και σποδός.».
Ας πούμε μερικά θαύματα, γιατί
έτσι φέρεται ο τίτλος της εισηγήσεως μου εν τάχει. Είναι ανάμεσα μας. Είναι
στις τελευταίες θέσεις. Τον βλέπω. Δεν μπορεί να κρυφτεί, είναι και ψηλός. Ο
Δημήτρης, ο Δραγατσίκας. Η καταγωγή του είναι από την Κοζάνη αλλά, ζει στην
Αμερική πάνω από 20 χρόνια νομίζω. Ε, Δημήτρη; 46. Ωραία. Και κάνει το ταξίδι
Ελλάδα-Αμερική τουλάχιστον 4 φορές το χρόνο. Το 2002, με μια πτήση της
Ολυμπιακής, πηγαίνοντας από Ελλάδα για Αμερική και φτάνοντας προς την Γαλλία,
αν θυμάμαι καλά, εκεί πάνω από τον Ατλαντικό, έπεσε το αεροπλάνο σε μια
καταιγίδα. Κεραυνός έπληξε το αεροπλάνο. Και το παρμπρίζ, εκεί, του πιλοτηρίου
ράγισε. Αμέσως, όσοι ξέρετε απ’ αυτά άρχισε να δημιουργείται αποσυμπίεσις και
το αεροπλάνο ενώ βρισκόταν στα 35.000 ύψος και έτρεχε με 950 χιλιόμετρα
ταχύτητα, άρχισε να χάνει ύψος και να φτάνει στα 15.000 πόδια και η ταχύτητα να
μειώνεται στο μισό. Πινακίδες, λέει, προσδεθείτε. Άρχισαν να αναβοσβήνουν.
Ταραχή επικράτησε. Προσπαθούσαν, εκεί, οι αρμόδιοι του αεροπλάνου να βάλουν κάτι
χαρτόνια, κάτι αυτά εκεί στη ρωγμή αλλά, το αεροπλάνο συνέχισε να χάνει το ύψος
του. Ο Δημήτρης είχε στην τσέπη του μια εικονίτσα του πατρός Ιακώβου. Την πήρε
στα χέρια του. Την έσφιξε. Τον παρακάλεσε. Κι όπως καθόταν στην αριστερή θέση
του αεροπλάνου, δίπλα στο φινιστρίνι, και κοιτάζοντας προς τα έξω, είδε λέγει,
ολοζώντανο τον γέροντα Ιάκωβο, με τα ράσα του να φουσκώνουν σαν ομπρέλα και το
δεξί του χέρι να είναι τεντωμένο με απλωμένη την παλάμη του, να πηγαίνει κάτω
από το αεροπλάνο και να σταματάει την πτώση του αεροπλάνου. Και στην συνέχεια,
τον είδε κατά τον ίδιο τρόπο να φεύγει και να χάνεται μέσα στα σύννεφα. Το
αεροπλάνο επέστρεψε. Και όταν προσγειώθηκε τους είπαν οι αρμόδιοι ότι «Άγιο είχατε που δεν χαθήκατε 250 επιβάτες.».
Ο Δημήτρης λέγει: «Εγώ ξέρω ποιον Άγιο είχαμε γιατί, επέτρεψε ο Θεός και τον
είδα.».
Και επί του πιεστηρίου, που λένε.
Ήρθε προχθές, μια οικογένεια από την
περιφέρεια σας πάτερ Αλέξιε. Αγγελική Μιχαλοπούλου, λέγεται. Την στείλατε
εσείς. Μου λέγει: «Ήμασταν άτεκνοι με τον άντρα μου. Κι όταν ζούσε ο γέροντας
Ιάκωβος, επειδή είχαμε ακούσει από την κουνιάδα μου που τον επισκέπτονταν, του
στείλαμε ένα γράμμα και τον παρακαλούσαμε να προσευχηθεί για τεκνογονία.
Μάλιστα, αυτό είχε γίνει αιτία η σχέσις του ζευγαριού να χαλάσει. Από την
ημέρα, λέει, που στείλαμε το γράμμα άρχισε να διορθώνεται η σχέση μας και σε
λίγο καιρό και μάλιστα 23 Οκτωβρίου που μάθαμε ότι εκείνη την ημέρα γιόρταζε ο
πατήρ Ιάκωβος, άρχισε μια αγωγή να κάνουμε, που κατά τους γιατρούς, δεν υπήρχε
ελπίδα ότι θα ευδοκιμήσει. Όμως, παρ’ ελπίδα των γιατρών, σε μια εξέταση που
έκανα μεταγενέστερα, έμεινα έγκυος. Και πήρα στην κουνιάδα μου να της το
ανακοινώσω αλλά, πριν τους πω εγώ, μου λέει ο άντρας της κουνιάδας μου, ο
Λευτέρης: «Ξέρεις χθες πήγα στον γέροντα Ιάκωβο και μου είπε: «Γι’ αυτήν την
Αγγελική που μου είπατε να προσευχηθώ, ο Θεός θα της δώσει παιδί και θά ‘ναι
και αγόρι.». Πράγματι, αγόρι ήτανε. Και είναι ένα καλό παλικάρι. Δύο μέτρα
ύψος, που λέει και ο πάτερ Αλέξιος. Νομικός, λαμπρός. Και του άνοιξε και μια καλή
πόρτα στην Αγγλία, τώρα. Και ήρθαν να ευχαριστήσουν τον γέροντα Ιάκωβο. Να
πάρουν την ευλογία του από τον ζωηφορο τάφο του και να συνεχίσουν την ζωή τους.
Κι ένα τελευταίο θα σας πω. Να με
συγχωρείτε που σας κουράζω. Είναι ένα γράμμα που μας έστειλε κάποιος Χριστιανός
από την Κύπρο. Το οποίο συνόδευε ένα άλλο γράμμα του Αγίου Μόρφου. Ανδρέας Βοσκού,
λέγεται αυτός. Αστυνομικός. Είχε βγάλει ένα σπυρί εδώ στο μέτωπο, το οποίο όμως
είχε μολυνθεί και είχε πρηστεί όλη η περιοχή του, με αποτέλεσμα το αριστερό μάτι
του να είχε κλείσει και να μην βλέπει. Είχε ακούσει για τον Άγιο γέροντα
Ιάκωβο. Είχε διαβάσει τα βιβλία του. Και τον παρακάλεσε με όλη του την καρδιά.
Μετά την κοίμηση, ασφαλώς, του Αγίου γέροντος Ιακώβου. «Πάτερ Ιάκωβε, πάρε την
Αγία Κάρα του οσίου Δαυίδ κι έλα σε παρακαλώ να με σταυρώσεις.». Κι όπως το
βράδυ ξάπλωσε, δεν είχε αποκοιμηθεί, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, βλέπει δίπλα στο
κρεβάτι του ολοζώντανο τον γέροντα Ιάκωβο και με έναν Σταυρό, τον σταύρωνε στο
μέτωπο. Καθώς πήγε όμως να τον σταυρώσει, βλέπει τον διάβολο δίπλα και φωνάζει:
«Μην τον σταυρώνεις. Είναι δικός μας αυτός. Είναι δικός μας.». Ο Άγιος γέροντας
Ιάκωβος αντέταξε: «Δεν είναι δικός σας.». «Είναι δικός μας.» επανέλαβε ο
διάβολος, «Γι’ αυτό και γι’ αυτό και για εκείνο το αμάρτημα.». Και άρχισε να
απαριθμεί αμαρτήματα του ανθρώπου αυτού. Ο πατήρ Ιάκωβος αντέταξε: «Ναι, τα
έκανε αυτά τα αμαρτήματα. Όμως εξομολογήθηκε και ο Θεός τα διέγραψε.». «Ναι,
αυτά τα εξομολογήθηκε αλλά, έχει κι άλλα αμαρτήματα που δεν τα εξομολογήθηκε.».
«Γι’ αυτά, τα έχει εξαργυρώσει με τις καλές πράξεις που έχει κάνει.».
Απευθύνεται στον Ανδρέα και του λέγει: «Ανδρέα, πες στους δαίμονες ότι είμαι
ζωσμένος.». Εκείνος είχε πάρει τέτοια τρομάρα και φοβία και δειλία που δεν
μπορούσε να ανοίξει το στόμα του. Τον πίεσε στην πλάτη ο γέροντας. «Ανδρέα. Πες
στους δαίμονες ότι είμαι ζωσμένος.». Εκείνος ίσα-ίσα πήγε να πει, δεν τα
κατάφερε. Τρίτη φορά, τον πιέζει με πολύ δύναμη ο γέροντας Ιάκωβος στην πλάτη
και του λέει: «Πες τους, είμαι ζωσμένος.». Από την πίεση αυτή που αισθάνθηκε,
συλλαβιστά κατάφερε ο αστυνομικός να προφέρει τη φράση «Είμαι ζωσμένος.». Με το
άκουσμα αυτής της φράσεως, οι δαίμονες έγιναν άφαντοι. Αποκοιμήθηκε ο Ανδρέας
Βοσκού. Το πρωί σηκώθηκε. Πάει στο μπάνιο και κοιτάζει το μέτωπό του, είχε
ανοίξει και έτρεχε απ’ το σπυρί αυτό πύον, μεγέθους ενός τσιγάρου, όπως είπε.
Πάει στη γυναίκα του που ήταν στην κουζίνα και της λέγει το περιστατικό.
Κοιτάζει η γυναίκα του. Κάνει τον σταυρό της. Και της αφηγήθηκε ότι είχε
συμβεί. Κοιτάζει η γυναίκα πίσω στην πλάτη του και βλέπει αποτυπωμένη την
παλάμη του χεριού του γέροντος Ιακώβου στην πλάτη του, η οποία παρέμεινε επί
τρεις ημέρες. Αυτό το περιστατικό απλά το αφηγήθηκα όμως, περιέχει για μας που
έχουμε ακούσει, έχουμε διαβάσει όλη τη θεολογία της πίστεως μας.
Μια τελευταία φράση, ήθελα να πω
αν μου επιτρέπετε, επειδή είπατε για την Αγία μας Εκκλησία.
Ο Άγιος γέροντας Ιάκωβος, αδελφοί
μου, συνιστούσε σε όλους μας να τρέχουμε στους πατέρες της Εκκλησίας. Εκεί να
καταφεύγομεν. Και ούτε να ζητάμε προγνώστες. Ούτε τίποτε. Στους πατέρες της
Εκκλησίας μας. Η οποία Εκκλησία είναι η κιβωτός της σωτηρίας μας. Και έλεγε,
επειδή και σήμερα βλέπομεν πόλεμο κατά της Εκκλησίας, έλεγε: «Από την ημέρα που
ήρθε ο Χριστός στη γη πολεμείται. Η Αγία μας Εκκλησία πολεμείται. Αλλά, εμείς
έχομεν Θεόν ζωντανό και αληθινό και δεν φοβόμαστε τίποτε.».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου