Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ
ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ[1]
Του
Πρωτοπρεσβυτέρου
Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη,
Δρος Θ.
Καθηγητού του Πειραματικού Γυμνασίου Πατρών
1. Ο Κωστής Παλαμάς, ως γνωστό, αναδείχθηκε με
το κορυφαίο ποιητικό και γενικότερα το λογοτεχνικό του έργο, σε κύριο εκπρόσωπο
της γενιάς του 1880, καθώς και στον πλέον κορυφαίο από τους ποιητές μας για
μισό αιώνα περίπου, από τα τέλη του 19ου μέχρι και τις πρώτες
δεκαετίες του 20ου αι. Γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1859 στην
Πάτρα, στο σπίτι τους στην οδό Κορίνθου 77 τότε, όπου είχαν εγκατασταθεί οι
γονείς του, προερχόμενοι από το Μεσολόγγι, και ο πατέρας του Μιχαήλ εργάστηκε
αρχικά ως δικαστικός με το βαθμό του πρωτοδίκη και κατόπιν ως δικηγόρος. Το
περιβάλλον της οικογένειάς του ήταν εμποτισμένο βαθύτατα από την Ορθόδοξη
Παράδοση. Τους γονείς του διέκρινε βαθιά ευσέβεια και στενός σύνδεσμος με την
πνευματική ατμόσφαιρα και το εκκλησιαστικό περιβάλλον των Πατρών. Άλλωστε ο
πατέρας του προερχόταν από οικογένεια λογίων θεολόγων και φιλοσόφων, με
αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα, συνδεδεμένων στενότατα με την Ορθόδοξη Παράδοση.
Ο προπάππος του Παναγιώτης Παλαμάς (1722-1803) είχε ιδρύσει στο Μεσολόγγι την
περίφημη «Παλαμαία Σχολή» και ο
παππούς του Ιωάννης είχε διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία της
Κωνσταντινουπόλεως. Επίσης, ο θείος του Ανδρέας Παλαμάς υπήρξε πρωτοψάλτης και
υμνογράφος, τον οποίο ο ποιητής αναφέρει μάλιστα στα «Διηγήματά» του. Αλλά και ο Μιχαήλ Παλαμάς του Ευσταθίου, αδελφός
του Ανδρέα, και ο Πανάρετος Παλαμάς υπήρξαν διαπρεπείς κληρικοί και μοναχοί.
Τέλος, ο Δημήτριος Παλαμάς, αδελφός του πατέρα του και θείος του Κωστή, ήταν
ψάλτης και υμνογράφος στο Μεσολόγγι.
2. Το γεγονός ότι η οικογένειά του είχε βαθιές
ρίζες στην Ορθόδοξη Παράδοση, υπογραμμίζει με έμφαση ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος,
όταν αναφέρει ότι «δεν πρέπει να
λησμονούμε πώς [ο Παλαμάς] κατάγεται από εκείνον τον άνθρωπο, το σοφό, το
σπουδαίο τού 18ου αιώνα, τον Παναγιώτη Παλαμάρη, που έκοψε τ' όνομά του και το
έκαμε Παλαμάς, από θαυμασμό προς το
Γρηγόριο Παλαμά τον Θεσσαλονικέα», δηλαδή τον μεγάλο Θεολόγο και άγιο της
Εκκλησίας μας, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης που έζησε το 14ο αι. Τη
στενή του σχέση με το εκκλησιαστικό και λειτουργικό περιβάλλον ενώ ήταν ακόμη
πολύ μικρός στην ηλικία επισημαίνει επίσης και ο ίδιος ο ποιητής σε ποίημά του
αφιερωμένο στη γενέτειρά του πόλη των Πατρών, όπου συμμετείχε με την οικογένειά
του ενεργά στην λειτουργική και μυστηριακή ζωή της τοπικής Εκκλησίας. Φαίνεται
ότι οι γονείς του με το μικρό Κωστή είχαν συχνότατη παρουσία στο ναό της
Ευαγγελίστριας, του Αγίου Ανδρέου, του Αγίου Νικολάου και της Παντανάσσης, ενώ
θα πρέπει να συνδέονταν στενά επίσης με το περίφημο μοναστήρι της Παναγίας της
Γηροκομητίσσης. Στο Γηροκομείο μάλιστα φαίνεται ότι ανέβαιναν τακτικά, όπου
απολάμβαναν την στοργή και τη φιλοξενία των μοναχών, αλλά και συμμετείχαν στις
ιερές ακολουθίες, οι οποίες τους μεταρσίωναν πνευματικά. Γι’ αυτό και
αναφέρεται στο φιλόξενο και
καλοπρόσδεχτο, / το κοσμικό … μοναστήρι,
του οποίου
‒ τραγούδι ήταν ο όρθρος του, / κι ο εσπερινός
του πανηγύρι.
Την ζωντανή σχέση με τη Ορθόδοξη
Παράδοση στην Πάτρα της οικογένειας Παλαμά, μαρτυρεί επίσης ο ποιητής και σ’
ένα άλλο ποίημά του, όπου κάνει λόγο για το εκκλησιαστικό ήθος του πατέρα και
της μητέρας του, οι οποίοι φρόντιζαν για την καλλιέργεια της πνευματικής του
ζωής. Έτσι, αναφερόμενος νοσταλγικά στη Νύχτα των Χριστουγέννων, θυμάται πως ο
πατέρας του τον
επήγαινε … /την Κυριακή στην εκκλησιά· /(….),
αλλά και τα βράδια
τον
κοίμιζε η μητέρα /με τ’ όνομα της Παναγιάς,
εμφυσώντας του μια ευλάβεια βαθιά
και μια αγάπη ξεχωριστή για το ιερό πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, της «Παναγιάς», όπως συνήθως την προσφωνούσε
σε όλη του τη ζωή.
Όμως, όπως έγραψε ο Ψυχάρης, η «Μοίρα ανάγκασε τον Παλαμά ν’ αφίση την πόλη
που γεννήθηκε σε πολύ τρυφερήν ηλικία, ώστε από τη ζωή του στην Πάτρα να μη
μείνουν στη μνήμη του παρά μονάχα οι
γνωστές μισοσβυσμένες εκείνες εικόνες. Το περιβόλι, το γειτονικό στο σπίτι του,
της Βασίλισσας το περιβόλι, με τα δενδρολίβανα και τις νερατζιές του, που ο
ίδιος τις λέει κάπου κιτριές. Τό Γεροκομείο, αυτό πιο πολύ σαν όνομα παρά σαν
τόπος. Τα Ψηλαλώνια με τα μοναδικά ηλιοβασίλεματά τους. Ο Μώλος και το Φανάρι».
Πράγματι, το 1866, σε ηλικία επτά ετών περίπου, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει
οριστικά την Πάτρα και να εγκατασταθεί στον τόπο καταγωγής της οικογένειάς του,
το Μεσολόγγι, καθώς η μητέρα του Πηνελόπη είχε πεθάνει την επομένη των
Χριστουγέννων του 1864 και ο πατέρας του Μιχαήλ την είχε ακολουθήσει «σαράντα μέρες», όπως γράφει ο ίδιος,
αργότερα στις 11 Φεβρουαρίου του 1865. Και οι δυο του γονείς ενταφιάστηκαν στο
παλαιό κοιμητήριο της πόλεως των Πατρών, δίπλα από τον παλαιό ναό του Αγίου
Ανδρέου. Έτσι, εκτός από τις νοσταλγικές, ο ποιητής να διατηρεί και πικρές
αναμνήσεις από τη γενέτειρά του, συνδεδεμένες με το θάνατο των γονέων του,
πράγμα που με λυρικό σπαραγμό τραγουδεί, απευθυνόμενος στην
Πάτρα, πως δεν τον
αφήνει ασυγκίνητο
μηδέ και το παλιό ταραχνιασμένο [σου] /
παρατημένο κι απ’ το Χάρο κοιμητήρι,
αφού είναι
Χαμένα εκεί τα κόκκαλα / τάγια μιας μάννας κ’ ενός κύρη.
3. Ο Παλαμάς παρέμεινε στο Μεσολόγγι μέχρι τα
δεκαεφτά του χρόνια περίπου, ζώντας «στην
ατμόσφαιρα μιας τέτοιας λόγιας οικογένειας, όπου πρωτοστατούσε και έδινε τον
τόνο και φρόντιζε προσωπικά για την παιδεία του ανιψιού του ο Δημήτριος
Παλαμάς», ο αδελφός του πατέρα του, ο
οποίος για τον ποιητή υπήρξε «ο θείος, ο
δ ι δ ά σ κ α λ ο ς, καθώς απ’ όλους κράζονταν, ο ελληνιστής, ο θεολόγος, ο
φιλόσοφος, ο μυστικιστής, ο ησυχαστής, ο τεχνίτης του λόγου και του Λόγου ο
διδάχος». Ο ποιητής, σ’ αυτό το «ευλογημένο
σπίτι», όπως το ονομάζει, και κοντά στο θείο του, δεν έλαβε μόνο πλούσια
και ποικίλη θύραθεν παιδεία, καθώς, όπως
αναφέρει, «ό,τι έλειπεν από το σχολείον,
το σχολαστικόν, το τυπικόν, και το αποκτηνωτικόν […], μας το πρόσφερε το σπίτι»,
αλλά διδάχθηκε επίσης τα ιερά γράμματα και προσέλαβε όλα εκείνα τα προερχόμενα
από την Ορθόδοξη Παράδοση απαραίτητα πνευματικά εφόδια για τη ζωή, ώστε να
ακολουθήσει την πνευματική παράδοση της οικογένειάς του, συνδυάζοντας την βαθιά
παιδεία με την ζωή σύμφωνα με την Ορθόδοξη πίστη και την ορθόδοξη πνευματική
ζωή.
Μέσα στο πνευματικό περιβάλλον της οικογένειας
του θείου του στο Μεσολόγγι, ο νεαρός μελλοντικός ποιητής ήρθε σε συστηματική
επαφή με τη γραπτή ελληνική γλώσσα σε όλες της τις εκφάνσεις, καταφέρνοντας να
εισχωρήσει στα μυστικά της και να γοητευθεί από τον πλούτο και τις απεριόριστες
εκφραστικές της δυνατότητες. Η βαθιά ευσέβεια και η θεολογική, αλλά και θύραθεν
παιδεία του θείου του, προσανατόλισαν επίσης τον ταλαντούχο και διψασμένο νεαρό
Παλαμά, που ανδρώθηκε σε ένα ακραιφνώς εκκλησιαστικό περιβάλλον, στην ενδελεχή
μελέτη της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, αλλά και στην εντρύφηση
στην Εκκλησιαστική Υμνογραφία, η οποία, μιας και είχε κι εκείνος έφεση στην
ποίηση, τον γοήτευσε βαθιά και τον εφοδίασε με πλουσιότατο υλικό για την
οικοδόμηση του τεράστιου ποιητικού του έργου. Έχοντας γαλουχηθεί από μικρός με
το Ευαγγέλιο και όντας γνώστης της Υμνογραφίας, τα εκκλησιαστικά κείμενα
αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος δεν επεδίωκε μόνο την
απλή παράθεση του νοήματος τους στα έμμετρα ή πεζά κείμενά του, αλλά αντίθετα
προσπαθούσε να εισχωρήσει στο ιερό βάθος τους, να προσεγγίσει την ουσία του
νοήματός τους, έχοντας ως απώτερο στόχο την με ταπείνωση προσπάθεια αναφοράς
και προσέγγισης του Θείου.
Η Παλαιά Διαθήκη ασκούσε απίστευτη
γοητεία στον ποιητή, που εκτιμούσε βαθιά τη φιλολογική αξία των κειμένων της
και έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στα ποιητικά της βιβλία και περισσότερο στους
Ψαλμούς, υιοθετώντας τα λυρικά στοιχεία και το ευχαριστιακό πνεύμα που είναι
έκδηλο στα ιερά αυτά κείμενα. Ιδιαίτερα μάλιστα τον συγκινούσε ο 140ος
ψαλμός, το γνωστό «Κύριε εκέκραξα…»
που ψάλλεται στον εσπερινό και από αυτόν περισσότερο οι στίχοι 2 και 3, δηλαδή
το «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα
ενώπιόν σου, έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή» και το «Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και θύραν
περιοχής περί τα χείλη μου». Παραφράζοντας μάλιστα μέρος των στίχων αυτών,
ο ποιητής τονίζει πως, όταν προσεγγίζει τα ιερά κείμενα,
ανοίγεται η καρδία του και σκορπάει θυμίαμα την προσευχή,
κάτι που δείχνει τον βαθύ
πνευματικό πλούτο που αποκόμισε από τη μαθητεία του στην Αγία Γραφή με την
καθοδήγηση του θείου του.
Ο ποιητής βέβαια επηρεάστηκε εμφανέστατα
και από όλα τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, τα Ευαγγέλια, τις Πράξεις των
Αποστόλων, τις Επιστολές, καθώς και από την αποκάλυψη του Ιωάννου. Αλλά και η
ορθόδοξη υμνογραφική παράδοση τον ενέπνευσε βαθιά, αγγίζοντας κυριολεκτικά τις
λεπτότερες χορδές της ψυχής του. Χαρακτηριστική επ’ αυτού είναι η τελειότητα
της νεοελληνικής απόδοσης του δοξαστικού της Κασσιανής, όπου διεκτραγωδείται η
συντριβή και η μετάνοια της αμαρτωλής γυναίκας μπροστά στο Νυμφίο Χριστό,
γεγονός που φανερώνει την αρτιότητα της κατανόησης της εκκλησιαστικής ποιήσεως εκ
μέρους του. Όλα αυτά επιβεβαιώνουν νομίζουμε πως η Ορθόδοξη Παράδοση υπήρξε η
βάση που τέθηκε από το οικογενειακό του περιβάλλον, ώστε να οικοδομήσει ο
νεαρός Παλαμάς την πνευματική του ζωή ως ορθόδοξος χριστιανός, αλλά και
πλουσιότατη πηγή έμπνευσης για το κατοπινό ποιητικό του έργο, στου οποίου την
οικοδόμηση χρησιμοποίησε τον φιλολογικό της πλούτο με ποιητική μαεστρία και
βαθύ συναισθηματισμό.
4. Παρόλο όμως που ο Παλαμάς υπήρξε γόνος οικογένειας με μακρά,
διδασκαλική, εθνική, λευιτική και γενικότερα εκκλησιαστική παράδοση, αλλά και
ανδρώθηκε σε ένα περιβάλλον εμποτισμένο βαθύτατα από την Ορθόδοξη Παράδοση,
ώστε όπως παρατηρείται ορθά, μέσα του να συνυπάρχει μέχρι το τέλος της ζωής του
ο φλογερός δάσκαλος και ο ασκητής μοναχός, εν τούτοις ήδη από τα πρώτα χρόνια
της ζωής του στην Αθήνα και την έκδοση των πρώτων ποιητικών του συλλογών,
παρόλο που συνθέτει ποιήματα με θρησκευτικό περιεχόμενο και κέντρο κυρίως το
πρόσωπο του Χριστού, παρουσιάζεται να παλεύει μέσα στην ψυχή του μεταξύ πίστεως
και αμφιβολίας, κάτι που θα διαρκέσει σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του. Ενώ
δηλαδή παρουσιάζεται να αποδέχεται και να τραγουδεί τις αλήθειες της Ορθοδόξου
πίστεως στην ποίησή του, ταυτόχρονα τις αμφισβητεί, αμφιβάλλει και στρέφεται
προς άλλες αναζητήσεις και κατευθύνσεις θρησκευτικές. Κι αυτό γιατί μέσα του
συντελούνταν μια πάλη σκληρή μεταξύ πίστεως και αμφίβολης απιστίας, οι οποίες,
χωρίς να εξαλείφει η μια την άλλη, συνυπήρχαν, ώστε να δηλώνει συχνά πως ήταν «μαζί και πιστός και άπιστος». Ωστόσο,
ουδέποτε επιχείρησε να υποβαθμίσει, να απορρίψει, να ανατρέψει, να γκρεμίσει
και να συντρίψει την ορθόδοξη πίστη και παράδοση στο ποιητικό του έργο. Γι’
αυτό και παρόλο που είναι σταθερά προσανατολισμένος στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα
από τη δεκαετία του 1880, και πολλές φορές στρέφεται προς τους αρχαιοελληνικούς
θεούς, ουδέποτε αρνήθηκε συνειδητά την πίστη του ως ορθόδοξος Χριστιανός, με
συνέπεια να μην καταστήσει ποτέ τους πάμπολλους θεούς της ελληνικής αρχαιότητας
αντικείμενα λατρείας, αλλά να τους θεωρήσει μόνο ως αιώνια σύμβολα της
Ελληνικότητας στην αρχαιότητα. Έτσι, χωρίς να απαρνηθεί ποτέ την ορθόδοξη πίστη
του, παρέμεινε μάλλον καθηλωμένος σε έναν ιδιότυπο εντελώς προσωπικό
θρησκευτικό φιλοσοφικής χροιάς συγκρητισμό με εθνικό σκοπό κυρίως, γι’ αυτό και
ενδιαφέρθηκε τόσο έντονα για τον θρησκευτικό Εθνισμό, όσο και για το
Χριστιανισμό, ως δύο διαδοχικές εκφάνσεις της θρησκευτικής ταυτότητας του
Ελληνισμού στη διαχρονία του.
5.
Στην όντως αμφιλεγόμενη αυτή στάση του Παλαμά απέναντι στην Ορθόδοξη Παράδοση,
συνέβαλε οπωσδήποτε και το γεγονός, ότι η λογοτεχνική γενιά που ανήκε,
εμφορούνταν από τα ιδανικά του Επιστημονισμού
και του Θετικισμού, γι’ αυτό και από
τα πρώτα του ποιητικά φανερώματα διαφαίνεται ένα είδος υλισμού και
ανθρωποκεντρισμού, μιας αγάπης και μιας επιμονής περισσότερο για τη γήινη και
παρούσα ζωή, την οποία ευνοούσε σαφώς το αρχαιοελληνικό πάνθεο, από εκείνη που
στην ορθόδοξη παράδοση προσφέρεται και συνδέεται με μια επίγεια ζωή που
προετοιμάζει όμως και προσανατολίζει τον άνθρωπο για την μέλλουσα, την αιώνια
και αληθινή ζωή του Ουρανού. Σε αντίθεση δηλαδή με το Σολωμό, τον Κάλβο και το
Βαλαωρίτη παλαιότερα, η ποιητική γενιά του 1880 στην οποία ανήκει ο Παλαμάς,
εγκαταλείπει σχεδόν ολοκληρωτικά τη μεταφυσική αναφορά προς το θείο,
αφιερώνοντας σχετικά μικρό τμήμα από το έργο της στις θρησκευτικές εξάρσεις,
γι’ αυτό και όταν θεο - λογεί, εκλαμβάνει κάθε είδος θεότητας περισσότερο με
εγκόσμια και ανθωπομορφικά χαρακτηριστικά. Αυτό ακριβώς ανιχνεύεται και στην
ποίηση του Παλαμά, η οποία ενώ είναι πλήρως διανθισμένη με την ορολογία που
παραπέμπει απευθείας στην βιβλική και την άλλη γραπτή κυρίως στην υμνογραφική
παράδοση της Εκκλησίας, οι κατ’ εξοχήν αναφορές του στο περιεχόμενό της
Ορθοδόξου Παραδόσεως, δηλαδή της Ορθοδοξίας
ως πίστεως και ζωής, είναι σχετικά περιορισμένες και αυτές με στόχο να
υπηρετήσουν κυρίως το ελληνοκεντρικό του όραμα, το σκοπό της ποιητικής του
ενασχόλησης που δεν είναι άλλος από τις αρχές του 20ου αι. από τον
τονισμό και την ανάδειξη της Ορθοδοξίας ως συστατικού πολιτιστικού στοιχείου
της ελληνικότητας, δηλαδή ως ενοποιού παράγοντα του διχασμένου από τους
άρχοντές του και απογοητευμένου από τις ήττες στα πεδία των μαχών Ελληνικού
λαού.
6.
Έτσι, ο Παλαμάς αναφέρεται στην Ορθόδοξη Παράδοση στο ποιητικό του έργο τις
περισσότερες φορές από καθαρά συναισθηματικό ενδιαφέρον που το χαρακτηρίζει
περισσότερο ο θαυμασμός και η νοσταλγία των παιδικών και των πρώιμων νεανικών
του χρόνων, και λιγότερο η πίστη. Σ’ αυτό συνέβαλλε ουσιαστικά και ο
γενικότερος διχασμός που χαρακτηρίζει το έργο του ως ποιητή, η σύγκρουση δηλαδή
των αντιθέτων στοιχείων, η αντιφατικότητα των ιδεών του. Οι περίφημοι δυισμοί ή και διχασμοί τους οποίους έχει
επισημάνει η κριτική και ερμηνευτική έρευνα του έργου του, αλλά και αναφέρεται
συχνά ο ίδιος κάνοντας λόγο για τον «αγιάτρευτο
δυαδισμό του», αφορούν στο σώμα και την ψυχή, αλλά και στη φυσική ζωή και στην
πνευματική δημιουργία του ανθρώπου, καθώς επίσης και στην κοινωνία, τοπική ή εθνική,
όπως και γενικότερα στις ποικίλες δυνάμεις, ψυχικές, ηθικές και ιστορικές. Γι’
αυτό και όταν ο Παλαμάς καταφεύγει στα χριστιανικά σύμβολα, ή στον μεταφυσικό
λόγο, ή και εμπλουτίζει το ποιητικό του σύμπαν με εικόνες της Ορθόδοξης
Παράδοσης, αυτό το πράττει γιατί μάλλον το απαιτεί περισσότερο η τέχνη του, η
ποίησή του, και λιγότερο η πίστη του. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι
θρησκευτικές του αντιλήψεις, όπως παρατίθενται στο ποιητικό του έργο, δεν
μπορούν να καταδείξουν την προσωπική του σχέση με την Εκκλησία, καθώς αυτές
ούτε στηρίζονται, αλλά ούτε και περιορίζονται μόνο στην Ορθόδοξη πίστη και
παράδοση.
7.
Για τον Παλαμά, όπως και για την πλειοψηφία των λογοτεχνών και διανοουμένων της
εποχής του, ισχύει σε μεγάλο βαθμό η διάκριση ανάμεσα στην προσωπική πίστη και
στο περιεχόμενο της λογοτεχνικής τους δημιουργίας. Γι’ αυτό και κινούνται
πολλές φορές έξω από τα όρια των ιστορικών ή παραδοσιακών θρησκειών, και
επιδίδονται στην αναζήτηση της αλήθειας για τα υπαρξιακά ζητήματα πέραν των
ορίων των ιστορικών θρησκειών ή και ανεξάρτητα από αυτές. Ο Παλαμάς ως
διανοούμενος λογοτέχνης, κινείται μέσα στο ποιητικό του έργο σταθερά στο πλαίσιο μιας τέτοιας αναζήτησης
της αλήθειας, η οποία είναι ανοιχτή για την κριτική, τον θρησκευτικό
συγκρητισμό, την οιονεί θρησκευτική ή μεταφυσική πνευματικότητα, χωρίς όμως να
αποκόπτεται παράλληλα και από την Ορθόδοξη Παράδοση.
Ωστόσο, στο έργο του νομίζουμε ότι
διακρίνονται καθαρά δύο φάσεις ή περίοδοι αναφορικά με τη σχέση και τη στάση
του απέναντι στην Ορθόδοξη Παράδοση, την
οποία βέβαια ουδέποτε απαρνήθηκε ή προσέβαλε, παρά τις αμφιβολίες που κατά
καιρούς διατύπωσε. Η πρώτη περίοδος φτάνει μέχρι και το 1904 περίπου, οπότε
εκδίδεται η συλλογή του «Η Ασάλευτη Ζωή»,
κατά την οποία φαίνεται να διατηρεί ακόμη στενή σχέση με την Ορθόδοξη Παράδοση,
καθώς οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές από το οικογενειακό του περιβάλλον, οπότε είχε
τακτική παρουσία στο εκκλησιαστικό περιβάλλον και μετείχε ενεργά στη θεία
λατρεία. Η θρησκευτικότητα του όμως, γράφει ο Δημήτριος Μπαλάνος, «ήτο μάλλον εξωτερική», παρόλο που στην
ποιητική του ψυχή έκανε εντύπωση η μεγαλοπρέπεια της λατρείας, η δε
φιλακολουθία του ήταν συνδυασμένη με μια πρώιμη, παιδική κυρίως, συνήθεια και
τάση, καθώς, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο ποιητής: «Στην Εκκλησία πήγαινα για ν’ ακολουθήσω τη λαμπρότητα της ιεροτελεστίας
[…]. Στον εσπερινό τακτικός, παιδάκι, και στη λειτουργία της Κυριακής…». Έτσι,
σε ηλικία 19 ετών, το 1878, συνέθεσε ένα από τα πρώτα του ποιήματα με τίτλο «Πλάστη μου Χριστέ», γεμάτο από το άρωμα
της ορθοδόξου παραδόσεως. Αλλά και το έτος 1879 στο ποίημα του «Προσευχή», την οποία απευθύνει προς τον
γλυκύ Εσταυρωμένο Χριστό, είναι φανερή η σχέση πίστεως ή έστω ομολογίας πίστεως
στο Χριστό, εφόσον, όπως τόνιζε, ο Ιησούς Χριστός, «είναι ο πιο γλυκός Θεός».
Είναι γεγονός ότι από την πρώτη αυτή
περίοδο προέρχονται τα περισσότερα από τα ποιήματά του, που δηλώνουν μια
ζωντανή σχέση με την Ορθόδοξη Παράδοση. Γι’ αυτό και δεν διστάζει την περίοδο
αυτή να ισχυριστεί ότι το έργο του ποιητή είναι μια τελετουργία που μπορεί να
παραλληλιστεί και να συγκριθεί με το έργο του ιερέα ως λειτουργού του μυστηρίου
της θείας Ευχαριστίας. Επειδή ακριβώς διατηρούσε ακόμη στενή σχέση με το
εκκλησιαστικό περιβάλλον και συμμετείχε ενεργά στη λατρευτική ζωή, επιχειρεί να
αντιπαραβάλλει την ποίησή του ως μυστήριο και τελετουργία, με την Ευχαριστιακή
τελετουργία της Εκκλησίας, καθώς, όπως γράφει στην εισαγωγή της ποιητικής του
συλλογής «Τα μάτια της ψυχής μου» το
1892 : «ο Ποιητής δεν εργάζεται ούτε διά
τους πολλούς, ούτε διά τους ολίγους· εργάζεται διά την Ποίησιν. Των αξιώσεων
ταύτης την εκπλήρωσιν έχει πάντοτε κατά νουν· κάθε άλλην σκέψιν κρίνει άσχετον
προς την Τέχνην και αναξίαν του. Δεν φροντίζει δι’ οιονδήποτε κοινόν, ούτε διά
το λεγόμενον πολύ, ούτε διά το τιτλοφορούμενον εκλεκτόν, καθώς ο ιερεύς, όταν λειτουργή, προς τα άνω προσέχει, και δεν φροντίζει
να λάβη οδηγίας από τους εκκλησιαζομένους, ούτε εξετάζει τα γούστα των».
Την ποίησή του αντιπαραβάλλει εδώ με το κορυφαίο μυστήριο της Εκκλησίας και
παρουσιάζει τον ποιητή ως ιερέα και μυσταγωγό της ανθρώπινης ψυχής, παρέχοντας
μια εικόνα πολύ έντονη της παρουσίας της Ορθοδόξου Παραδόσεως στην καρδιά του
μέχρι το τέλος του 19ου αι. Εξαιτίας αυτού μάλιστα δεν διστάζει να χαρακτηρίζει τον
εαυτό του και ως τον ποιητή «με τα λειτουργικά
άμφια», θέλοντας βέβαια να υπογραμμίσει και την πηγή της έμπνευσής του,
που, όπως είδαμε και παραπάνω, πολύ συχνά αποτελούσαν τα εκκλησιαστικά κείμενα,
η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, το Τριώδιο
και τα Μηναία, κάτι που συμβαίνει σε όλο του το έργο, αλλά είναι εμφανές
περισσότερο στην ποιητική του παραγωγή μέχρι και το 1904 ως προσωπικό βίωμα
πίστεως και αποδοχής της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
8. Σημαντική θέση στην ποιητική του δημιουργία
κατά την περίοδο αυτή έχουν οι Ορθόδοξες Εκκλησιαστικές Εορτές, όπου
προβάλλονται με θαυμασμό το πρόσωπο του Χριστού και εκείνο της Παναγίας, της
μητέρας του Θεού και μητέρας του ορφανού ποιητή. Τα μεταφυσικά του οράματα
εκείνη την εποχή δεν τον εμποδίζουν να αναφέρεται με πολύ σεβασμό και ιδιαίτερη
συμπάθεια στα ευαγγελικά κείμενα, αλλά και να συναρπάζεται από την ατμόσφαιρα
των μεγάλων εορτών της Ορθοδοξίας, όπως τα Χριστούγεννα με τα Θεοφάνεια, αλλά
και τα γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδος, με αποκορύφωμα την Ανάσταση. Οι μεγάλες
εορτές της Εκκλησίας, όπου κυριαρχεί η μυσταγωγία, η κατάνυξη και η λαμπρότητα,
έδωσαν αφορμές στην ποιητική έμπνευση του Παλαμά, για να αποτυπώσει έστω και
ανεπαίσθητα την Ορθόδοξη Παράδοση στο ποιητικό του έργο. Τραγουδώντας την εορτή
της γέννησης του Χριστού, ο ποιητής ζει έντονα τη μυστηριακή ατμόσφαιρα της
θείας ενανθρωπήσεως με ζωηρή επιθυμία άμεσης επαφής με τα δρώμενα, φανερώνοντας
με τον τρόπο αυτό έναν αθώο και άδολα αγνό παιδικό κόσμο που έκρυβε μέσα του,
γαλουχημένο στα νάματα της Ορθοδόξου Πίστεως. Την εορτή των Χριστουγέννων
συνδέει άμεσα με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, καθώς θεωρεί πως η εορτή του Ευαγγελισμού της σάρκωσης του Λόγου
του Θεού είναι διπλή ανάσταση, ανάσταση της ανθρωπότητας, αφού ο Μάρτης
προσωποποιημένος,
μ’ αγγέλου φτερά κινάει και το Χριστό της πρωτομηνάει / στην Παναγία,
αλλά και ανάσταση του
Γένους, αφού
και στην πατρίδα, επαναστάτης, / ο Μάρτης έφερε τη γλυκιά της
Ελευθερία.
Η σάρκωση του Λόγου του Θεού και η
απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά του θανάτου ξεκίνησε με τον Ευαγγελισμό,
μέρα που ξεκίνησε και η επανάσταση για την απελευθέρωση της Ελλάδος. Το γεγονός
της θείας συλλήψεως κατά τον Ευαγγελισμό ολοκληρώθηκε με τη θεία γέννηση το
Δεκέμβριο. Τη γέννηση του Χριστού σηματοδοτεί για τον ποιητή το λαμπρό αστέρι
στον ουρανό, το οποίο προσανατολίζει τους Μάγους κάθε εποχής, οδηγεί δηλαδή τους
αναζητητές της αλήθειας για να τους κατευθύνει στο νεογέννητο Θεό, αναφωνώντας
με θαυμασμό
Τί φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι,
/οπού στην κούνια του Θεού τους Μάγους έχει φέρει!.
Ο ποιητής θέλει να
συναντήσει με πόθο το Θεό και γι’ αυτό εύχεται
Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι, /
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,/
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του,
να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ
σα διαμαντάκι, /
κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,
να μοσχοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία /
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία,
να ιδώ την Αειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της /
πώς εκοκκίνισε, καθώς πρωτόειδε το μικρό της,
όταν λευκό, πανεύοσμο το προσωπάκι εκείνο, /
της θύμισ’ έτσι άθελα του Γαβριήλ τον κρίνο
Τα Χριστούγεννα ήταν για τον ποιητή
γιορτή κατ’ εξοχήν πνευματική, που προϋποθέτει προσευχή και λατρεία για να
γίνει κανείς μέτοχος του μυστηρίου που περικλείει. Γι’ αυτό και τραγουδεί
Η καμπάνα Χριστούγεννα χτυπάει / και μου φτερώνει την ψυχή,
κι ανοίγεται η καρδιά μου και σκορπάει / θυμίαμα την προσευχή.
Όμως παράλληλα μέσα
στην ψυχή του συντελείται κι ένας πόλεμος από την αμφιβολία. Παρόλο που από την
οικογένειά του είχε προετοιμαστεί για την μετάληψη του μυστηρίου του Χριστού, η
εορτή της γεννήσεώς του, του ξυπνά πειρασμούς για την πίστη στο Σωτήρα, που
όπως τονίζει τελικά,
της γνώσης δεν τη ρούφηξε το τέρας /
της νιότης μου κάθε δροσιά.
της Πίστης όλα τ’ άνθη πέρα ώς πέρα /
δε μου τα μάρανε ο βοριάς,/
της απιστίας ο βοριάς.
Οι ορθόδοξες εορτές αναβαπτίζουν τον
άνθρωπο, χαλυβδώνουν την πίστη του και ανανεώνουν το φρόνημά του. Κατ’ εξοχήν
τέτοια ευκαιρία είναι η γιορτή της θείας ενανθρωπήσεως, της οποίας οι καμπάνες
και μόνο για τον Παλαμά
/ μες σε σκοτάδι σιγανό
είναι αρκετές
για να μου δώσουν πάλι ό,τι μού λείπει / και να με κάνουν χριστιανό!
Χριστούγεννα για τον ποιητή σημαίνουν
πρώτιστα μετοχή στο μυστήριο και έχουν νόημα μόνο όταν γεννιέται μέσα στην ψυχή
του πιστού ανθρώπου ο Θεός της αγάπης. Έτσι στο ποίημά του Ένας θεός αναφέρει
Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός! /
και το κορμί μου γίνεται ναός,
δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή· /
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
το μέτωπό μου λάμπει σαν αστέρι… /
Στο θεό φανείτε τώρα, ήρθεν η ώρα,
από τ’ άγνωστα μυστικά σας μέρη, /
Μάγοι, φέρτε στο θεό τα πλούσια δώρα.
Φέρτε μου, Μάγοι, — θεία βουλή το γράφει— /
τη σμύρνα της ελπίδας, το
λιβάνι
της πίστης, της
αγάπης το χρυσάφι! /
Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!
Ελπίδα πίστη και αγάπη. Αυτό είναι το
μήνυμα του μυστηρίου των Χριστουγέννων. Αυτό το μήνυμα φέρνει ο νεογέννητος Χριστός
που δέχεται τα σμύρνα της ελπίδας, γιατί θα θυσιαστεί για να δώσει ελπίδα
σωτηρίας στον άνθρωπο. Δέχεται ως Θεός το λιβάνι της πίστης ως ευωδία
πνευματική που αναδίδει η ενανθρώπησή του, αλλά και δέχεται ως βασιλιάς το
χρυσάφι της αγάπης, γιατί διαφέρει από τους άλλους εγκόσμιους τυράννους θεοποιημένους
βασιλείς, καθώς είναι ο ουράνιος βασιλιάς της αγάπης, της θυσίας και της
προσφοράς.
Έτσι, τα Χριστούγεννα
έχουν σημασία όταν οδηγούν στην ανάσταση και στη σωτηρία. Γι’ αυτό και το πάθος
με την ανάσταση του Χριστού κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα αποτελεί για τον ποιητή την
κορύφωση της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο με την ιλαστήρια θυσία του Ιησού
Χριστού. Η θυσία του Θεού για την ανάσταση του ανθρώπου αποτελεί το κέντρο και
την πεμπτουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Μπροστά στο μυστήριο αυτό, ο άνθρωπος
αχρειωμένος στο βούρκο της αμαρτίας, όπως η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα
γυνή, προσεγγίζει το Νυμφίο Χριστό και ο ποιητής με το στόμα της Κασσιανής ζητά
έλεος ως εξής :
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά, πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου. Μα, ώ Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά
μέσ᾿ στην καρδιά μου!
Κύριε, προτού Σε κρύψ᾿ η εντάφια γη, από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα κι απ᾿ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή Σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας ... Νυχτιά, σκοτάδι
αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει, το σκοτάδι της αμαρτίας
φωτιά με καίει, με λιώνει.
Πέραν της αμαρτωλότητος του ανθρώπου
όμως, τη συμμετοχή και βαθύτερη βίωση του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως
εμποδίζουν επίσης, σύμφωνα με τον Παλαμά, οι πολλοί ανθρώπινοι πειρασμοί. Έτσι,
στο ποίημά του Οι νιές και οι νιοί (1879), παρουσιάζει τη δυσκολία της μετοχής στο μυστήριο εξαιτίας της
πνευματικής ανωριμότητας των ανθρώπων,
την οποία προσωποποιεί στις νέες και τους νέους.
Οι νιες κι οι νιοι μαζεύθηκαν ν’ ακούσουν τ’ άγια Πάθη /
και τρέχουν και σωριάζονται στης εκκλησιάς τα βάθη. /
Τα μάτια των καρφώνουνε μ’ ευλάβεια μπροστά τους, /
όμως αλλού ξεκάρφωτα πετούνε τα μυαλά τους […]
Χριστέ μου! Εσύ που πέθανες για τη ζωή και μόνη,
/που έχεις με το θάνατο το θάνατο συντρίψει,
το θάνατο, απαίσιο διαμάντι, που η σκόνη /
η εδική του μοναχά μπορούσε να το τρίψει, Χριστέ…/
Μα βλέπω Σατανάν αγγελοκαμωμένο
που στων ματιών του με τραβά στον Άδη να με χώσει. /
Αχ! απ’ της τρέλας το παιδί
που τρέχει αρματωμένο
ούτ’ ο Σταυρός Σου δε μπορεί, Χριστέ, να μας λυτρώσει !
Το βράδυ της Αναστάσεως όμως οι πειρασμοί
και οι αμφιβολίες για την πίστη υποχωρούν και τη θέση τους παίρνει το μυστήριο
της αναστάσιμης ανακαινίσεως του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο ποιητής αποδιώκει όλα
τα σύμβολα του θανάτου, όλα τα είδωλα και τα ξόανα του πεπτωκότος παλαιού κόσμου,
ως εξής :
Παραμερίστε Απόλλωνες και Πάνες /
με συνεπαίρνει η Χριστιανική οπτασία, /
στη μεσονύχτια τη φωτοχυσία /
φερμένη από χαρμόσυνες καμπάνες
Στο μυστήριο της εν Χριστώ
σωτηρίας του ανθρώπου, κυρίαρχη θέση κατέχει η Θεοτόκος, το σκήπτρο της
Ορθοδοξίας. Στον 8ο και 9ο λόγο του επικού του έργου Η φλογέρα του Βασιλιά ο ποιητής κάνει
αφιέρωμα εκτενές στην Υπεραγία Θεοτόκο, την οποία θεωρεί ως το σύμβολο του
Ορθόδοξου Βυζαντινού Ελληνισμού, της αγαπημένης του Ρωμιοσύνης. Έτσι, στο 7ο
λόγο ο μελαγχολικός θίασος των αρχαίων θεών που σαν ίσκιος περνά απ’ την Αθήνα,
αφήνει τη θέση του στην Αθηνιώτισσα Παναγιά. Ο Παρθενώνας, ο ναός της Αθηνάς
στην Ακρόπολη, γίνεται το Παλλάδιο της Θεοτόκου. Γίνεται ο ναός της Υπερμάχου
Στρατηγού, που ηγείται του Ελληνισμού για να αμυνθεί απέναντι στη σλαβική βαρβαρότητα.
Στη «Φλογέρα του Βασιλιά», «Η Θεοτόκος του Βουλγαροκτόνου είναι η
Στρατηγός η έχουσα το κράτος απροσμάχητον, όπως και εις τον Ακάθιστον». Η
Παναγία είναι το σύμβολο της πνευματικής και της πολιτικής ελευθερίας του
Ορθόδοξου Ελληνισμού, δηλαδή της Ρωμιοσύνης. Είναι η ελπίδα και το στηριγμάτων
Ορθοδόξων Ελλήνων, γι’αυτό και της τραγουδεί :
Λόγος 8ος
Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη, /
κάτου από σε κι οι ανέλπιδοι κι όλος ο κόσμος ίσοι!
[…]
Μπρος στην εικόνα σου γειρτός ο κόσμος, με το στόμα /
τρεμουλιαστό, κρεμάμενο μόνο από τ’ όνομά σου
κι από τη σκέπη σου, Κυρά, κι από τ’ ανάβλεμμά σου, /
μ’ ένα τροπάρι μυστικό, με μια πνιχτή μουρμούρα,
δυο απέραντα κοντόλογα: Χαίρε, Χαριτωμένη!
Και συνεχίζει Λόγος 9ος
Μαρία Κυρά Αθηνιώτισσα, πιο γαληνή, πιο ωραία /
στον πιο ωραίο, πιο γαληνό μέσα στους θρόνους θρόνο,
νικήτρα Εσύ της Αθηνάς και σκέπη της Αθήνας!
Στον πόλεμο οδηγήτρα Εσύ, μεσίτρα στην ειρήνη,
/ Υπέρμαχη Στρατήγισσα, σ’ Εσέ τα νικητήρια!
[…]
Μ’ εσέ ξημέρωσε η χαρά και σβει η κατάρα, πήρε
/ μ’ εσέ, Μητέρα, κι ο Θεός την ομορφιά του Βρέφους,
κι ο γερο - κόσμος άλλαξε και νιος ξαναστυλώθη.
Για να την εγκωμιάσει
λυρικά στο τέλος ως εξής :
Λόγος 10ος
Παντάνασσα, Ελεούσα,
Γλυκοφιλούσα, Ακάθιστη, Γιάτρισσα, Πονολύτρα,
Παραμυθιά, Περίβλεφτη, Πανάχραντη, Οδηγήτρα,
Αντιφωνήτρα, Τριχερούσα, Βαγγελίστρα, Λάβρα,
Γοργοεπήκοη, Αθηναία, Ρωμαία, Φανερωμένη,
Πύργε χρυσοπλοκότατε, λιοσταλασμένε Θρόνε!
Το ουράνιο τόξο ζώνη σου. Πιο διάπλατη, πιο πλούσια,
πλημμύρισες τον ουρανό, σημάδι εσύ πιο μέγα.
Φορείς τον ήλιο φόρεμα, σκαμνί σου το φεγγάρι
για ν’ ακουμπάς τα πόδια σου, και γύρω στα μαλλιά σου /
στεφάνι δωδεκάστερο.
Αφού αναγνωρίσει στο πρόσωπο της Παναγίας
την μητέρα των ανθρώπων και την υπέρμαχο του Ελληνισμού, καταφεύγει και ο ίδιος
ο ποιητής κοντά της, ικετεύοντας
Λόγος 11ος
Παρακαλώ σε, Παναγιά, βαθύς ο πόνος μου είναι,
λιμάνι εσύ του αμαρτωλού, χαρά του κόσμου υπάρχεις,
έλεος, Κυρά, και σβήσε μου τη φλόγα της βλαστήμιας.
Ο Πειρασμός με πείραξε, με ανέβασε του ψήλου,
και μου ’δειξε από τις κορφές τις βασιλείες του κόσμου,
και μ’ όλα τους τα κρίματα και με τα τέρατα όλα,
και δεν τα σφράγισα τ’ αφτιά, δεν τα ’κλεισα τα μάτια,
κι έγιν’ αντίλογος εγώ στου πειρασμού το λόγο.
Ήμαρτον, Κύριε! Ας γενεί κατά το θέλημά σου. —
9.
Εκτός από την Παναγία όμως, ο Παλαμάς κάνει αναφορά και σε πολλά άλλα
πρόσωπα αγίων της Εκκλησίας όπως ο άγ. Νικόλαος, ο άγ. Γεώργιος και ο άγ.
Δημήτριος, τους οποίους προβάλλει ως πρότυπα αρετής και χριστιανικής
τελειότητος, ακολουθώντας την Ορθόδοξη Παράδοση. Συστατικό στοιχείο μάλιστα του
ορθοδόξου παραδοσιακού τρόπου υπάρξεως, θεωρεί πως είναι η πνευματική ζωή, η
ζωή του Αγίου Πνεύματος που γίνεται πράξη στη ζωή των αγίων της Εκκλησίας. Η
πνευματική ζωή, σύμφωνα με τον ποιητή, έχει δύο πτέρυγες. Από την μια τη Θεωρία που συγκροτείται από την πίστη,
την προσευχή και τη λατρεία και από την άλλη την Πράξη, έκφραση της οποίας συνιστά η φιλανθρωπία μέσω της
ελεημοσύνης, ως έμπρακτη απόδειξη της αγάπης. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά
του ποιητή στην κατά μόνας προσευχή μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας στο
φτωχόσπιτο, αλλά και ενώπιον του εσταυρωμένου Χριστού, δηλαδή ενώπιον της
σταυροαναστάσιμης αγάπης του Θεού. Στο ποίημά του Προσευχή (1879) αναφέρει
Απάνου απ’ το κρεβάτι μου βαθιά παρηγοριά μου
καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου
είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία·
σκοτάδ’ η θλίψη μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία.
Καρπός της προσευχής
και της εν Χριστώ ζωής του ανθρώπου αποτελεί η έκφραση της αγάπης ως προσφοράς
προς τον συνάνθρωπο. Ως αυθεντικό τρόπο έκφρασης της πνευματικής ζωής, ο
ποιητής προβάλλει την κοινοκτημοσύνη και εξυμνεί τα κοινά τραπέζια, τις αγάπες,
των πρώτων χριστιανών, ως εξής :
Άγιες αγάπες τρισευλογημένες
που τις καρδιές τις σμίγατε παρθένες
των πρώτων των αρχαίων Χριστιανών
σε τραπέζι χαρά των ουρανών! […]
και κάμετε του κόσμου την ψυχή,
κάθε άνθρωπο να λέει πως εδώ κάτου
τα βάσανα τα ξένα είναι δικά του,
να μη ξεχνάει πως είναι στη ζωή
μόνο για να αγαπά και να ελεεί.
Κάθε ανθρώπου η ζωή στον κόσμο τούτο έχει
νόημα, σύμφωνα με τον Παλαμά, όταν κάνει δικά του και σηκώνει τα βάσανα και
τους καημούς των άλλων, θεωρώντας πως ο καθείς βρίσκεται σ’ αυτήν τη ζωή μόνο
για ν’ αγαπά και να ελεεί τους άλλους. Αληθινή ζωή για τον άνθρωπο στο πλαίσιο
της Ορθοδόξου παραδόσεως, δηλαδή, είναι εκείνη της έμπρακτης αγάπης ως
ελεημοσύνης, κάτι που δεν πρέπει κανένας ορθόδοξος χριστιανός να ξεχνά ποτέ. Η Ελεημοσύνη (1880), είναι για τον ποιητή
χριστομίμητη αρετή, γι’ αυτό και τραγουδεί :
Να φανεί στο παραθύρι της προσμένω
η αγάπη μου σαν άστρο φωτεινό·
αλλά μένει έρμο εκείνο και κλεισμένο
και μ’ αφήνει έρμο εμένα να πονώ.
Ξάφνου ακούω μες στης νύχτας το σκοτάδι
ενός γέρου διακονιάρη τη φωνή,
μια φωνή με βογκητό σαν απ’ τον Άδη:
«Λεημοσύνη, λεημοσύνη, χριστιανοί!»
Τον επόνεσε το γέρο η ψυχή μου,
χέρι αμέσως του απλώνω σπλαχνικό·
«Ω παιδάκι μου, να έχεις την ευχή μου,
ω παιδί μου, να μη ιδείς ποτέ κακό!»
Κι ευθύς νιώθω στην ψυχή μια καλοσύνη,
μια χαρά, μιαν ευτυχία να χυθεί,
σα να είχε το παράθυρο ανοιχθεί,
σα να φάνηκεν ολόφωτη Εκείνη.
Παντοδύναμη νεράιδα, Ελεημοσύνη!
10.
Παρόλο που αποτύπωσε τόσο ανάγλυφα τις βασικές πτυχές της Ορθοδόξου παραδόσεως
στο έργο του όμως, μετά το 1904 και μάλιστα μετά την έκδοση της συλλογής του «Ο δωδεκάλογος του γύφτου» το 1907, βίωσε
στην πνευματική του πορεία μια μεγάλη περίοδο αμφισβητήσεων και βαθιάς
μεταφυσικής ανησυχίας και αγωνίας, κατά την οποία ωστόσο δεν παύει να διανθίζει
το ποιητικό του έργο με στοιχεία της Ορθοδόξου πνευματικής Ζωής και Παραδόσεως,
όπως φαίνεται ξεκάθαρα στη «Φλογέρα του
Βασιλιά». Αποφασιστικό γεγονός της περιόδου αυτής της αμφιβολίας υπήρξε η
ελαχιστοποίηση στην ποίησή του τού θρησκευτικού συναισθήματος, παρόλο που
ασχολήθηκε κυρίως με το πρόσωπο της Παναγίας, πράγμα που οφείλεται στη
γενικότερη ποιητική στροφή του Παλαμά, που αποσκοπούσε στην υπεράσπιση της
Μεγάλης Ιδέας με αποστολή τη διόρθωση των κακών που οδήγησαν στην εθνική
καταστροφή του 1897, έργο στο οποίο η Παναγία είχε κυρίαρχο ρόλο ως υπέρμαχος
στρατηγός του Έθνους.
Όπως πιστεύει κατά την περίοδο αυτή ο
ποιητής, τα δύο στοιχεία που κατέστρεψαν την πατρίδα υπήρξαν η προγονοπληξία και η θρησκοληψία. Για να αντιμετωπίσει το πρώτο στρέφεται στις
πνευματικές πηγές του Ελληνισμού, τις οποίες ανευρίσκει στην αρχαιότητα και ως
συνέχειά τους στο Βυζάντιο, ενώ για την καταπολέμηση της θρησκοληψίας επιλέγει
να αντιδράσει έμμεσα στη θεσμική εκκλησιαστική οργάνωση, επικεντρώνοντας την
πολεμική του σε συνήθειες και κατάλοιπα παρανόησης και ειδωλοποίησης του
χριστιανικού μηνύματος, θέτοντας με τον τρόπο αυτό όμως σχεδόν στο περιθώριο
και την ορθόδοξη παράδοση ως πνευματικότητα και τρόπο ζωής. Ωστόσο δεν αρνείται
την πίστη του. Παρόλο που αντιδρά, καταπολεμά, αμφιβάλλει και αμφισβητεί,
ταυτόχρονα θαυμάζει εξυμνεί και γοητεύεται από το χριστιανικό μυστήριο, γι’
αυτό και έγραφε πως «την Ορθοδοξίαν δεν
ανταλλάσω με όλου του κόσμου τα θρησκεύματα».
Η πίστη του όμως την περίοδο αυτή
κινείται κυρίως στη σφαίρα του ιδιωτικού και του προσωπικού, κάτι που
φανερώνεται σαφώς στην αλληλογραφία του με τη μικρή «Ραχήλ» προς το τέλος της
ζωής του. Γι’ αυτό και κατά τη δεύτερη φάση ή περίοδο της πορείας του μετά το
1906, στρέφεται έντονα στην ελληνική αρχαιότητα, εκλαμβάνοντας την Ορθόδοξη
Παράδοση πλέον περισσότερο ως πολιτιστικό στοιχείο του Ελληνισμού στη διαχρονία
του, στην οποία αναφέρεται πλέον στην ποίηση του μόνο στο πλαίσιο της
ενασχόλησής του με το κύριο έργο του, που θεωρεί την πνευματική αναγέννηση της
Ελλάδος.
Την περίοδο αυτή μάλιστα κορυφώνεται και ο
μεταφυσικός του διχασμός, καθώς μια σύγκρουση ισχυρή κυριαρχεί στην ψυχή του,
που κλονίζεται μεταξύ πίστεως και αμφιβολίας ή απιστίας, μια κατάσταση που του
δημιουργούσε βαθιά μεταφυσική αγωνία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό και
φανερώνει με σαφήνεια το διχασμό του ως προς το βαθμό της πίστεώς του, ότι
πολλές φορές αναφέρει και ο ίδιος πως μένει ταυτόχρονα και στις δύο αυτές
καταστάσεις, δηλαδή και στην πίστη και στην αμφιβολία, που ενίοτε γίνεται και
απιστία, ώστε να οδηγείται σε έναν προσωπικό θρησκευτικό συγκρητισμό. Γι’ αυτό
και στον Παλαμά είναι δύσκολο να βρεις «ενιαίαν
και συνεπή πάντοτε προς ωρισμένας αρχάς κοσμοθεωρίαν και φιλοσοφικήν περί του
παντός ακλόνητον αντίληψιν» παρατηρεί ο Δημήτριος Μπαλάνος, αφού όπως ο
ίδιος ο ποιητής ομολογεί, στα ώριμα χρόνια
του διαπίστωσε πως «ειδωλολάτρης είναι ο
νους και Χριστιανή η καρδιά μου», κάτι που δηλώνει την εσωτερική του πάλη, τον
πόλεμο στην ψυχή του μεταξύ του
Χριστού και των ειδωλολατρικών θεοτήτων,
τον πόλεμο μεταξύ πίστεως και απιστίας ή «αθεΐας»,
όπως ονομάζει ο ίδιος την αμφιβολία του αναφορικά με την πίστη.
11. Ωστόσο, σε πολλά
ποιήματά του παρουσιάζεται να
διακατέχεται παράλληλα από έντονη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του, από μια
βαθιά συντριβή και κατάνυξη με πρόθεση μετανοίας, αλλά και από μια έξαρση της
χριστιανικής του πίστεως, εμπνεόμενος τόσο βαθιά από το βιβλικό λόγο κυρίως,
ώστε το δωμάτιο που εργαζόταν στο σπίτι του να το ονομάζει «κελί των ψαλμών» και την ποιητική και
λογοτεχνική του ενασχόληση να χαρακτηρίζει ως μια μυσταγωγία
που σκορπίζει βραδιανά και ορθρινά/
σε εικονίσματα αγίων μοσκολίβαν’ αγνά.
Έτσι, παρά το διχασμό και την αμφιβολία
του, ο Παλαμάς όχι μόνο δεν αποκόπηκε από την Ορθόδοξη Παράδοση, αλλά ούτε και
έχασε ή αρνήθηκε ποτέ τη χριστιανική του πίστη. Αντιθέτως, στα τελευταία χρόνια
της ζωής του έκανε καθώς φαίνεται μια γενναία πνευματική στροφή, αφού όπως
ομολογεί :
της Πίστης όλα τ’ άνθη πέρα ως πέρα /
δε μου τα μάρανε ο βοριάς,/ της απιστίας ο βοριάς.
κάτι που αποτυπώνεται ανάγλυφα νομίζουμε
στην αλληλογραφία του με τη νεαρή Ραχήλ, αλλά και τεκμηριώνεται από τα στοιχεία
που διέσωσε από τις τελευταίες συζητήσεις τους ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός. Ο
Παλαμάς, υποχωρώντας από τον άτεγκτο επιστημονισμό και ορθολογισμό του, τόνιζε
στο Σικελιανό τη σημασία του μυστηρίου στη ζωή του ανθρώπου, κάτι που
καταδεικνύει, σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, την πίστη του στο Θεό
και αποκαλύπτει τη μεταφυσική του αγωνία, καθώς, όπως έλεγε ο ίδιος ο ποιητής,
τίποτε δεν τον «συνεπαίρνει τόσο, όσο ο
λειτουργικός ψαλμός ‘άνω σχώμεν τας καρδίας’» .
Ο μεγάλος ποιητής της Ρωμιοσύνης Κωστής
Παλαμάς, «γερασμένος με άσπρα τα μαλλιά
και τα γένια, άσπρα τα δασιά πυκνά φρύδια, που έπεφταν και σκέπαζαν σχεδόν τα
μάτια του, δεν άντεξε την απώλεια της στοργικής του συντρόφου, που πέθανε στις
9 Φεβρουαρίου του 1943». «Δεκαοκτώ ημέρες
αργότερα κι εκείνος προσευχόμενος και
σιγοψέλνοντας ψαλμούς έφυγε για τους ουρανούς, για την αιώνια ανάπαυση».
Πέθανε «στις 3.20 π. μ., ημέρα Σάββατο, της
27ης Φεβρουαρίου 1943 και κηδεύτηκε στο Α´ Νεκροταφείο Αθηνών» ως Ορθόδοξος
Χριστιανός με την εικόνα του Χριστού πάνω στα σταυρωμένα χέρια του,
ακολουθώντας πλήρως μέχρι το τέλος την Ορθόδοξη Εκκλησιαστική μας Παράδοση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Σ. Λαπάτας, «Γύρω απο τις θρησκευτικές ιδέες του Παλαμά», στο Νεκυσία. Αφιέρωμα στα τριαντάχρονα από το
θάνατο των Κωστή Παλαμά, Μιλιτάδη Μαλακάση, Αντώνη Τραυλαντώνη, Μεσολλόγι :
Ένωσις Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Νομού Αιτωλοακαρνανίας, 1973, σ. 246-250.
Ε.Ν. Μόσχος, Η μεταφυσική
αγωνία στον Παλαμά, Αθήνα: Παπαδήμας, 1993.
Δ.Σ. Μπαλάνος, «Αι θρησκευτικαί αντιλήψεις του Κωστή Παλαμά», Νέα Εστία 34 / 397 (1943), σ. 198 - 207.
Ε. Νικολάου, «Τα βιβλικά πρόσωπα στην ποίηση του Παλαμά», στο Νεκυσία, σ. 92-99.
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «O Παλαμάς, Ποιητής του Έθνους», Παρνασσός 1 (1959), σ. 29-38.
Π. Παπαχρήστος, «Τα βιβλικά κείμενα εις την ποίησιν του Παλαμά», στο
Νεκυσία, σ. 213-218.
Α. Σαμουήλ, «Μεταμορφώσεις του Φωτόδεντρου. Η «Φοινικιά» στα
συμφραζόμενα της ποιητικής της παράδοσης», στο Ευριπίδη Γαραντούδη (επιμ.), Εισαγωγή στην ποίηση του Παλαμά. Επιλογή κριτικών
κειμένων, Ηράκλειο : Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016 (Αθήνα : τυπ. Γ.
Αργυρόπουλος), σ.
σ. 331-347.
σ. 331-347.
Ν.Β. Τωμαδάκης, «Η ‘Φλογέρα του Βασιλιά’ του Κ. Παλαμά», Παρνασσός 1 (1959), σ. 59-74.
Π. Φήμης, «Ο Κωστής Παλαμάς και η θρησκεία. Μια προσέγγιση στο
θέμα», στο Σωκρ. Λ. Σκαρτσή (επιμ.), Πρακτικά Ενάτου Συμποσίου Ποίησης. Κωστής
Παλαμάς, η εποχή του και η εποχή μας, Πάτρα : Αχαϊκές Εκδόσεις, 1992, σ.
239-244.
Μ.Δ.
Χατζηνικολάου, «Το θρησκευτικό στοιχείο στο έργο του Κωστή Παλαμά», στο
Ανωνύμως, Πίστη και Νεοελληνική
Λογοτεχνία. Η αναζήτηση του Θεού στη λογοτεχνία μας, Λευκωσία : Ορθόδοξη
Μαρτυρία, 1990 (φωτοστοιχ. & σελιδοποίηση Λευκωσία : Κασουλίδης. Εκτύπωση
Αθήνα : Σανιδάς), σ. 54-57.
Πρώτη
δημοσίευση : O Εκκλησιολόγος 598
/ 26-01-2019, σ. 10-11 και 599 / 02-02-2019, σ. 10.
5 σχόλια:
Εύστοχο θέμα. Τέλεια παρουσίαση. Καταπληκτικός και ο συντάκτης. Είναι μια σπουδαία εργασία.
Είχα ακούσει τις γενικότητες περί του Παλαμά. Εδώ διάβασα μια εργασία όχι του ποδιού αλλά επιπέδου λογοτεχνικού και επιστημονικού. Συγχαρητήρια στον π. Ευάγγελο για την κούραση του.
Εξαιρετική ομιλία. Καλώς έπραξε και την δημοσίευσε ο π. Ευάγγελος για όλους εμάς που δεν είμαστε εκ Πατρών.
Εξαιρετική προσπάθεια. Συγχαρητήρια θερμά για την όλη προσπάθεια
Σπουδαία εργασία. Αξίζει να κυκλοφορήσει και έντυπα σε βιβλιαράκι !
Δημοσίευση σχολίου