Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Το Πνευματικό Κίνημα των αγιορειτών «Κολλυβάδων» και οι συνέπειές του - Παναγιώτης Μαρτίνης


Το Πνευματικό Κίνημα των αγιορειτών
 «Κολλυβάδων» και οι συνέπειές του 
(18ος αι.)

Ο μοναχισμός υπήρξε πάντοτε σθεναρός πρόμαχος της Ορθοδοξίας και θεματοφύλακας των ιερών της Εκκλησίας παραδόσεων. Ιδιαίτερα οι μοναχοί του Αγ. Όρους πρόσφεραν ανεκτίμητη προς την Ορθοδοξία υπηρεσία και πολλοί απ΄ αυτούς αναδείχτηκαν μεγάλες θρησκευτικές προσωπικότητες. Στην ιστορία του Αγίους Όρους αναφέρονται πολλές προσπάθειες αγιορειτών μοναχών για την εμβάθυνση στο πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, από τις οποίες δύο διακρίνονται περισσότερο. Η πρώτη είναι η διδασκαλία περί του «Ησυχασμού» της οποίας υπέρμαχος υπήρξε ο Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, αρχ/πος Θεσσαλονίκης, και η δεύτερη, λιγότερο γνωστή, που συνδέεται, όχι χρονικά αλλά τοπικά και κυρίως πνευματικά με την πρώτη, είναι το κίνημα των Κολλυβάδων μοναχών για την αναγέννηση της λειτουργικής και πνευματικής εν γένει ζωή της Εκκλησίας με βάση την αρχαία αποστολική και πατερική Της παράδοση.

Είναι αλήθεια ότι το «Ησυχαστικό» κίνημα του ιδ΄ αιώνα έδωσε την ευκαιρία στον επαναπροσδιορισμό της Ορθόδοξης πατερικής θεολογίας, με βάση τη διδασκαλία και τη συγγραφή του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, όσον αφορά στη σχέση ουσίας και ενεργειών του Θεού. Το πνευματικό αυτό κίνημα του ιδ΄ αι. φανέρωνε όχι μόνο τη δύναμη της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε μια περίοδο παρακμής του Βυζαντίου, αλλά και την αντίστασή Της στην προσπάθεια διείσδυσης της λατινικής προπαγάνδας και σ΄ αυτό το προπύργιό Της, όπως είναι το Άγιο Όρος.
Ο δυτικοθρεμμένος Καλαβρός μοναχός Βαρλαάμ, Επίσκοπος Ιέρακος, όχι άμοιρος και της Ανατολικής θεολογίας, σε επίσκεψή του στο άγ.  Όρος αναστάτωσε τους αγιορείτες πατέρες διδάσκοντας τη σχολακιστική άποψη ότι, όπως η ουσία του Θεού είναι απρόσιτη και αμέθεκτη από τον άνθρωπο, το ίδιο απρόσιτες και αμέθεκτες παραμένουν και οι ενέργειές Του! Μια διδασκαλία τελείως αντίθετη με την αγιο-πατερική θεολογία, αλλά και τα βιώματα των μοναχών. Ως γνωστόν, σφοδρός πολέμιος του Βαρλαάμ και της διδασκαλίας του, αναδείχτηκε ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, που σε δύο συνόδους στην Κων/λη με την ορθόδοξη επιχειρηματολογία του δικαίωσε τον «Ησυχασμό» και καταδίκασε τις θέσεις του Βαρλαάμ.
Συνέχεια αυτού του κινήματος, αν και πέρασαν 4 περίπου αιώνες, μπορεί να θεωρηθεί και το δεύτερο πνευματικό κίνημα του 8ου αι. το γνωστό με το όνομα: «Κίνημα των Κολλυβάδων», που είχε αφετηρία και χώρα δράσεως το αγ.  Όρος, αλλά με σημαντικές συνέπειες και στον υπόλοιπο Ορθόδοξο χώρο, κυρίως τον Ελλαδικό.
Οι «Κολλυβάδες», όπως χλευαστικά και περιφρονητικά ονομάστηκαν από τους αντιπάλους τους, ήσαν λόγιοι μοναχοί και αξιόλογοι θεολόγοι, ησυχαστές και αγωνιστές της νοερής – καρδιακής προσευχής, που αυτή τη φορά αγωνίστηκαν με δύναμη και θάρρος για τη διατήρηση  της γνήσιας και υγιούς παράδοση της Εκκλησίας σε θέματα λατρείας, από οποιαδήποτε προσπάθεια αλλοίωσής της.
Το κίνημα αυτό διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα περίπου του ιθ΄ αι., απασχόλησε ζωηρά τη διοίκηση της Εκκλησίας και μπορεί να θεωρηθεί, κατά το Γερμανό θεολόγο Ν. Bonwtsch, «ως εν ακόμη δείγμα της αφυπνιζομένης πνευματικής ζωής του ελληνισμού κατά τον ιη΄ αι.». Μεταξύ δε των αρχηγών του κινήματος αναφέρονται τρεις μεγάλες μορφές του νεοελληνικού χριστιανισμού, οι: αγ. Μακάριος Νοταράς, αρχ/πος Κορίνθου, ο μέγας σοφός και διδάσκαλος του Γένους Αθανάσιος ο Πάριος, και ο πολυγραφότατος επίσης διδάσκαλος, άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.
Η αφορμή για να εκδηλωθεί το κίνημα δεν φαίνεται και τόσο σημαντική! Ας την ακούσουμε, όπως μας την περιγράφει  ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης στο βιβλίο του «Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης». Γράφει: «Τω 1754 οι της εν Αγίω Όρει Ιεράς Σκήτεως της Αγ. Άννης μοναχοί ήρξαντο ανοικοδομούντες τον Καθολικόν Ναόν αυτής, τον λεγόμενον Κυριακόν, δια δαπάνης και συνδρομής των απανταχού Ορθοδόξων χριστιανών… Κατά καθήκον, αι προσφοραί  θα έπρεπε δια τελέσεως μνημοσύνων των κεκοιμημένων  συγγενών των να ανταποδοθούν… με ειδικάς παννυχίδας μετά μνημοσύνων, αι λεγόμεναι «πληρωμέναι». Επειδή, όμως, οι απασχολούμενοι  εις την οικοδόμησιν πατέρες εκοπίων δι΄ όλης της εβδομάδος και δεν ήτο εύκολος η εν Σαββάτω τέλεσις των μνημοσύνων, κατά την τάξιν της Εκκλησίας, εσκέφθησαν να τελούν ταύτα εν τη κατά την Κυριακήν γινομένη αγρυπνία. Τούτο εθεωρήθη ως αντικανονικόν  πάρα τινων Μοναχών, οι οποίοι και σκανδαλιζόμενοι απήρχοντο της Εκκλησίας, ότι ήρχιζεν το μνημόσυνον. Εντεύθεν ηνήφθη η φλοξ της έριδος, ήτις κατενέμετο πάσαν την αγιορειτικήν αδελφότητα, των μεν φρονούντων, ότι «παράνομόν εστι το εν Κυριακή επιτελείν μνημόσυνα», των δε υποστηριζόντων, ότι «η Κυριακή ήτο προσφορωτέρα, ως του θανόντος, κοιμηθέντος επ΄ ελπίδι αναστάσεως, της δε του Σωτήρος Αναστάσεως γενομένης εν Κυριακή», και συνεπώς δεν αντιβαίνει η τέλεση  μνημοσύνων στο χαρμόσυνο χαρακτήρα της ημέρας. Οι πρώτοι όμως επέμεναν και δε δέχονταν την μετάθεση, ως αντίθετη προς την τάξιν της Εκκλησίας, και, διότι ο Χριστός βρισκόταν την ημέρα του Σαββάτου  στον Άδη, ενώ την Κυριακή έγινε η χαρμόσυνη Ανάσταση. Τους αντιφρονούντες προς αυτή την άποψη αποκάλεσαν τους πρώτους, τους αντιθέτους, περιφρονητικά Κολλυβάδες και Κολλυβιστάς ή Σαββατιανούς. Όμως το περιφρονητικό αυτό όνομα έγινε αργότερα τιμητικός τίτλος, ενώ τότε υπήρξε γι΄ αυτούς αιτία διωγμών και ύβρεων.
Για τη λύση του ζητήματος αποτάθηκαν στον Πατριάρχη  Κων/λεως Θεοδόσιο Β΄, ο οποίος τους απάντησε ως εξής: «Οι μεν τω Σαββάτω τελούντες τα των αποιχομένων μνημόσυνα καλώς ποιούσιν, … οι δε εν Κυριακή ουχ υπόκεινται κρίματι». Παρόλο ότι η απάντηση ήταν ειρηνευτική και δικαίωνε και τις δύο παρατάξεις, η φιλονικία δεν σταμάτησε, γι΄ αυτό και ο διαδεχθείς του Θεοδοσίου Β΄ Πατριάρχης Σαμουήλ Χαντζερής, το 1773 εξέδωσε συνοδικό γράμμα με το οποίον  οριζόταν, ότι: «Οι εν τοις κελλίοις και οι εν σκήτες ασκούμενοι, ως την αναφοράν, και υποταγήν έχοντες εις τα αυτόθι ιερά μοναστήρια, να ακολουθώσιν απαρασαλεύτως την εν τοις μοναστηρίοις φυλασσομένην τάξιν και συνήθειαν περί των μνημοσύνων».
Δηλ. όριζε τα μνημόσυνα να τελούνται το Σάββατο. Επίσης για το ίδιο θέμα συνήλθαν δύο σύνοδοι. Μάλιστα η δεύτερη που συνήλθε στην Κων/πολη επί Πατριάρχου Σωφρονίου Β΄, αφόρισε τους αρχηγούς των Κολλυβάδων Αθανάσιο Πάριο, Ιάκωβο Πελοπόννησιο, Αγάπιο  Κύπριο, Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, Χριστόφορο Προδρομίτη και Νικόδημο Αγιορείτη. Αργότερα όλοι τους αποκαταστάθηκαν και έτυχον συγχωρήσεως.
Η έρις συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του ιθ΄ αι.. Τέλος, ο εθνομάρτυρας Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, έλυσε το ζήτημα το 1819 με την περίφημη εγκύκλιό του, «ίνα τα συμβαίνοντα μνημόσυνα των ευσεβώς κοιμηθέντων επιτελώνται απαραιτήτως και εν Κυριακή και εν Σάββασιν, ως και ταις λοιπαίς ημέραις  της εβδομάδος προς τελείαν εξάλειψιν της πάλαι ποτέ αναφερθείσης εκείνης διενέξεως».
Και οι μεν διωκόμενοι Κολλυβάδες, ευσεβέστατοι και φιλησυχότατοι μοναχοί, για να μην σκανδαλίζουν και από πνεύμα υπακοής προς τις πατριαρχικές και συνοδικέ εγκυκλίους τελούσαν τα μνημόσυνα και την Κυριακή. Ο αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, που ανήκει στους Κολλυβάδες, στο βιβλίο του «Ομολογία Πίστεως», γράφει: «…δύο είδη κυβερνήσεως ευρίσκονται εν τη του Χριστού αγία Εκκλησία και το μεν πρώτο είδος ονομάζεται «Ακρίβεια», το δε άλλο ονομάζεται: «Οικονομία» και Συγκατάβασις. Ουδέν ουν καινόν, ει και το γράμμα του κυρ Σωφρονίου διορίζει, ότι απαραιτήτως να γίνωνται τα μνημόσυνα των κοιμηθέντων είτε εν Σαββάτω, είτε εν Κυριακή… και δια να ειπώ καθαρώτερα, εάν συ, αδελφέ, θέλης να ποιής τα μνημόσυνα εν Κυριακή, φυλάττων την οικονομίαν της Εκκλησίας…. ημείς δεν πρέπει να σε παρατηρώμεν και να σε κατηγορώμεν δια τούτο… και αντιστρόφως, εάν ημείς ποιώμεν τα μνημόσυνα εν τω Σαββάτω, φυλάττοντες την ακρίβειαν και την αρχαίαν της Εκκλησίας παράδοσιν, εσύ δεν πρέπει να μας παρατηρείς και να μας κατηγορείς δια τούτο, δυσφημών ημάς με ονόματα δύσφημα, αλλά μάλλον και να μας επαινής…». Νεώτερος θεολόγος ερευνητής του κινήματος αυτού αναφέρει: «Οι Κολλυβάδες ήσαν άκρως μορφωμένοι θεολογικώς, φιλοσοφικώς, εγκυκλοπαιδικώς,  εγνώριζον δε την αρχαίαν ελληνικήν, την λατινικήν και άλλας νεωτέρας γλώσσας, καταφαίνεται  και εκ των πολλών περισπουδάστων συγγραμμάτων των αρχηγών αυτών. Υποστήριζον ούτοι και δια του λόγου και δια των συγγραμμάτων των την επαναφοράν εις την αγιότητα της ζωής και τους σεβασμίους θεσμούς της αρχαίας Εκκλησίας, τους οποίους εξηφάνισαν μεταγενέστεραι παραδόσεις».
Συγχρόνως με τη φιλονικεία γύρω  από τα μνημόσυνα υπήρχε και η «περί συχνής θ. Κοινωνίας έρις». Οι Κολλυβάδες, πιστοί στο αρχαιοπαράδοτο  της Εκκλησίας, ήσαν υπέρ της συχνής θ. μεταλήψεως, αντίθετα με τους αντιπάλους τους οι οποίοι εδίδασκαν για δύο ή τρεις φορές το χρόνο. Και η έρις αυτή γι΄ αυτό το ζήτημα εξακολουθούσε ν΄ αναστατώνει μοναχούς και χριστιανούς, γι΄ αυτό και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ το έλυσε με την εγκύκλιό του στην οποία τονίζει: «Χρέος έχουσιν οι ευσεβείς εν εκάστη ιερά μυσταγωγία να προσέρχονται  και να μεταλαμβάνουσι του ζωοποιού Σώματος, δια τούτο και προσκαλούνται υπό του ιερέως εν τω «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Αντικρούει δε τις αντίθετες απόψεις γράφοντας τα εξής: «Όσοι οιήσεως και υψηλοφροσύνης πάθει εκκινηθέντες, ως δόγμα και ως όρον της Εκκλησίας απαράτρεπτον αποφαίνονται την εν διαστήματι. Τεσσαράκοντα ημερών ιεράν μετάληψιν του παναχράντου και πανακηράτου Σώματος και Αίματος του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, απειλούνται, αν δεν πειθαρχήσουν στην Εκκλησία, ότι θα υποβληθούν «υπό την ένδικον αυτής αγανάκτησιν και ποινήν». Έτσι, λοιπόν, και το ζήτημα αυτό το λύνει, αφού υπέδειξε  ότι όποιος κρίνει τον εαυτό του άξιο μπορεί  άνευ ορισμένης προθεσμίας να μεταλαμβάνει της θ. Ευχαριστίας.
Οπωσδήποτε όμως, το περί μνημοσύνων και συνεχούς θ. μεταλήψεως ζήτημα έφτασε ώστε να εγερθεί σφοδρός πόλεμος κατά των Κολλυβάδων από τους αντιπάλους τους, και παρόλο ότι το κίνημά τους δικαιώθηκε από Πατριάρχες και Συνόδους, οι φανατικοί αντίπαλοί τους δεν ικανοποιήθηκαν και οι Κολλυβάδες καταδιώχθηκαν από το Άγ. Όρος. Οι Αθανάσιος Πάριος, Μακάριος Νοταράς και ο Άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, υπέρμαχοι των Κολλυβάδων, κατασυκοφαντήθηκαν «εκ φθόνου και όλως ψευδώς», οι δε συκοφαντίες έφθαναν συχνά μέχρι του γελοίου. Ο Σπυρ. Μακρής στη Θ. Η.Ε. στο λήμμα «Κολλυβάδες» σημειώνει: «Ηναγκάσθηκαν λοιπόν πολλοί από τους ευσεβείς εκείνους ανθρώπους να αφήσουν τας αγαπημένας τους σκήτας… και να σκορπιστούν εις διάφορα μέρη της Ελλάδος. Ο διωγμός όμως αυτός είχεν ευχαρίστους συνεπείας, διότι ούτοι διέδωσαν το αναμορφωτικόν κήρυγμα εις τον λαόν.Εις πλείστας πόλεις της Ελλάδος και των νήσων του Αιγαίου έκτισαν μονάς και ανεζωπύρωσαν την θρησκευτικότητα των πιστών. Δια της εκθέσεως των ιδεών των, της μορφώσεώς των και του όλου προτύπου και αυστηρού ασκητικού των βίου προεκάλεσαν τον σεβασμόν εις τον λαόν και πολλοί τους ηκολούθησαν».
Όμως οι Κολλυβάδες δεν ασχολήθηκαν μόνο με το θέμα των μνημοσύνων και της συχνής θ. Ευχαριστίας. Στην ανακαινιστική τους προσπάθεια συμπεριέλαβαν  σχεδόν όλα τα στοιχεία που συγκροτούν  την Ορθόδοξη λατρεία. Στο έργο του Αθανασίου Πάριου «Έκθεσις, είτουν ομολογία της αληθούς και ορθοδόξου πίστεως γενομένη υπό των αδίκως διαβληθέντων ως καινοτόμων, προς θεοφιλή πληροφορίαν των σκανδαλιζομένων αδελφών» διαβάζουμε τις απόψεις τους, που είναι πράγματι βιβλικές και πατερικές και σωστά παραδοσιακές. Όπως· Η σημασία και η δύναμη των αγίων εικόνων, ο μικρός και ο μεγάλος αγιασμός που έχουν και ιαματική Χάρη, το αντίδωρο, που και αυτό μετέχει σε κάποια Χάρη, ενώ στα Τίμια Δώρα βρίσκεται και ο ίδιος ο Χριστός.
Τέλος, όπως διαπιστώθηκε από τα παραπάνω, το κίνημα των Κολλυβάδων υπήρξε ένα κίνημα παραδοσιακό και συγχρόνως ανακαινιστικό. Και οι Κολλυβάδες μπορούν άνετα να χαρακτηριστούν ως ανανεωτές των λειτουργικών μας πραγμάτων· Ειδικότερα: Οι Κολλυβάδες υπήρξαν πολυγραφότατοι συγγραφείς: Ο Αθανάσιος ο Πάριος έγραψε 60 περίπου έργα, πολλά των οίων μένουν ανέκδοτα. Ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης έγραψε περισσότερα από 20, όπως τα γνωστά: «Φιλοκαλία», «Ευεργετινός», «Εξομολογητάριον», «Θεοτοκάριον», «Αόρατος πόλεμος», «Πηδάλιον» κλπ. Ίδρυσαν σχεδόν σ΄ όλον τον Ελλαδικό χώρο μοναστήρια και ιδιαίτερα στα νησιά μας (Πάρο, Χίο, Ύδρα, Πάτμο, Ικαρία, Σάμο, Σκιάθο). Ακόμα υπήρξαν φωτεινοί διδάσκαλοι του Γένους, αφού δίδαξαν σ΄ όλες της εποχής τους περίφημες σχολές, στην Αθωνιάδα, στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, στη Φιλοσοφική Σχολής της Χίου.
Γι΄ αυτό πολύ σωστά ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος στο βιβλίο του «Θεολογικές παρουσίες» σημειώνει: «…οι παραδοσιακοί Κολλυβάδες άδικαν παρεξηγήθηκαν αγωνιζόμενοι για την ορθόδοξη παράδοση. Δεν ήσαν στενοκέφαλοι καλόγεροι «μεθυσμένοι από έναν αρρωστημένο οίστρο Ορθοδοξίας».
Και σ΄ αυτή, την ιδιαίτερα πνευματική περίοδο που διανύουμε, του Τρωδίου, πρέπει να τοποθετηθεί και το Κίνημα των Κολλυβάδων.
Μήπως θα έπρεπε την Κυριακή των Απόκρεω να προβάλει η Εκκλησία μας του Κολλυβάδες στα πρόσωπα των Αγίων Μακαρίου του Νοταρά, αρχ/που Κορίνθου και Νικοδήμου του Αγιορείτη;   


Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης Δρ. Θ.
Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος
Άρχων Ιερομνήμων  της Αγίας του Χριστού Μ. Εκκλησίας

Πηγή: Εφημερίδα "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Καλό. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι Η Ορθοδοξία είναι αντίθετη προς τον οικουμενισμό.