Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Πορεί­α προς τον Α­να­στη­μέ­νο Χρι­στό - Παναγιώτης Μαρτίνης


Πορεί­α προς τον Α­να­στη­μέ­νο Χρι­στό

Το Τριώ­διο που δια­νύ­ου­με πε­ριλαμ­βά­νει τρεις πε­ριό­δους, που μας α­νε­βά­ζουν σκα­λί – σκα­λί στο Γολ­γο­θά και κα­τα­λή­γουν στον Πα­νά­γιο Τά­φο, στον Α­να­στη­μέ­νο Χρι­στό.
Ή­δη δια­νύ­ου­με τις δύ­ο πε­ριό­δους (τέσ­σα­ρες πρώ­τες Κυ­ρια­κές του Τριω­δί­ου, κα­θώς και αυ­τή της Μ. Τεσ­σα­ρα­κοστής) και α­πό τη Μ. Δευ­τέ­ρα ει­σερ­χό­μα­στε στην τρί­τη και τε­λευ­ταί­α πε­ρί­ο­δο της Μ. Ε­βδο­μά­δας, που ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται το Πά­θος του Κυ­ρί­ου.
Και τα μέ­σα που δε­χτή­κα­με και που δε­χό­μα­στε α­πό την Εκ­κλη­σί­α, κα­τά τη διάρ­κεια αυ­τής της πε­ριό­δου, εί­ναι πολ­λά και ση­μα­ντι­κά, ώ­στε, κα­τά πά­ντα έ­τοι­μοι, να πο­ρευ­τού­με προς τον Α­να­στη­μέ­νο Χρι­στό. Και, ε­πει­δή η συ­νά­ντη­ση του αν­θρώ­που με τον Α­να­στη­μέ­νο Χρι­στό έ­χει τό­ση σημα­σί­α, η Εκ­κλη­σί­α α­νέ­πτυ­ξε και προ­σφέ­ρει έ­ναν τρό­πο, μια πο­ρεί­α που κά­νει δυ­να­τή αυ­τή τη συ­νά­ντη­ση για ό­ποιον την α­κο­λου­θή­σει.
Η πο­ρεί­α αυ­τή α­να­πτύσ­σε­ται λει­τουρ­γι­κά, κα­τά την πε­ρί­ο­δο του Τριω­δί­ου και της Μ. Τεσσα­ρα­κο­στής και ο­δη­γεί τον πι­στό βή­μα – βή­μα σ΄ αυ­τή τη συ­νά­ντη­ση. Πράγ­ματι, η λει­τουρ­γι­κή α­νά­πτυ­ξη αυ­τής της πο­ρεί­ας έ­χει πραγ­μα­το­ποι­η­θεί με σοφί­α, που προ­κα­λεί δέ­ος, σ΄ αυ­τόν που τη δια­πι­στώ­νει και ι­διαί­τε­ρα τη βιώ­νει. Και κά­θε στά­διό της εί­ναι α­πα­ραί­τη­το, α­φού, σύμ­φω­να με τον υ­μνω­δό, «το στάδιον των α­ρε­τών η­νέ­ω­κται», με πρώ­το και βα­σι­κό ό­πλο τη με­τά­νοια. «Της με­τανοί­ας ά­νοι­ξόν μοι πύ­λας ζω­ο­δό­τα…», ψάλ­λει η Εκ­κλη­σί­α.
Και η πο­ρεί­α μας συ­νε­χί­ζε­ται με τρί­α, ι­διαί­τε­ρα α­σκη­τι­κά ό­πλα, την ε­γκρά­τεια, την προ­σευ­χή και την α­γρυ­πνί­α. Η ε­γκρά­τεια κα­τά τον πα­τε­ρι­κό λόγο, εί­ναι «η ευ­πρέ­πεια των αγ­γέ­λων» και «η προς Θε­όν παρ­ρη­σί­α», α­φού «δι΄ αυτής ο Μω­υ­σής έ­γι­νε» «τω κτί­στη συ­νό­μι­λος, και φω­νήν α­ο­ρά­τως, εν ταις α­κο­αίς υ­πε­δέ­ξα­το». Τέ­λος, η α­γρυ­πνί­α, ως ό­πλο αυ­τής της πε­ριό­δου, συν­δυά­ζε­ται και με την νυ­χθη­με­ρόν προ­σευ­χή, ι­διαί­τε­ρα τη δη­μό­σια, τη λει­τουρ­γι­κή, που πλού­σια μας προ­σφέ­ρει η Εκ­κλη­σί­α.
Κατ΄ αρ­χήν η α­να­δί­δου­σα τον λι­βα­νω­τό της μαρ­τυ­ρι­κής Εκ­κλη­σί­ας των κατα­κομ­βών η ε­σπε­ρι­νή θ. Λει­τουρ­γί­α των Προ­η­για­σμέ­νων Δώ­ρων. Τό­τε που η πί­στη δο­κι­μα­ζό­ταν στον τρο­χό και στο αμ­φι­θέ­α­τρο. Τό­τε α­κρι­βώς η ψυ­χή και η καρ­διά των πι­στών με θέρ­μη ά­φη­νε τα χεί­λη να ψι­θυ­ρί­ζουν: «Κα­τευ­θυν­θή­τω η προ­σευ­χή μου ως θυ­μί­α­μα ε­νώ­πιόν Σου…».
Α­λή­θεια, πό­σο κα­τα­νύ­γε­ται η ψυ­χή του αν­θρώ­που, ό­ταν, κά­τω α­πό το φως του καντη­λιού προ­σεύ­χε­ται νο­ε­ρά και ψάλ­λει τον αρ­χαιό­τα­το λυ­χνι­κό ύ­μνο: «Φως ιλα­ρόν α­γί­ας δό­ξης…».
Τρεις α­ρε­τές μας υ­πεν­θυ­μί­ζουν οι ύ­μνοι των Κα­τα­νυ­κτι­κών Ε­σπε­ρι­νών, της προ­σευ­χής, της ε­λε­η­μο­σύ­νης και της νη­στεί­ας, που η ση­μα­σί­α και η α­ξί­α τους έ­γκει­ται στη μυ­στι­κό­τη­τά τους: «Δεύ­τε εκ­κα­θά­ρω­μεν ε­αυ­τούς, εν ε­λε­ημο­σύ­ναις και οι­κτιρ­μοίς πε­νή­των, μη σαλ­πί­ζο­ντες, μη δη­μο­σιεύ­ο­ντες η­μών την ευ­ποι­ϊ­αν…». Και φτά­νου­με στον υ­πέ­ρο­χο Μ. Κα­νό­να του Αν­δρέ­α Κρή­της, με τις πλού­σιες θε­ο­λο­γι­κές και συμ­βο­λι­κές α­λή­θειες, που μπο­ρού­με να τις συ­νο­ψίσου­με στο Κο­ντά­κιό του: «Ψυ­χή μου, ψυ­χή μου, α­νά­στα, τί κα­θεύ­δεις; Το τέ­λος εγγί­ζει, και μέλ­λεις θο­ρυ­βεί­σθαι…».
Και η πο­ρεί­α φτά­νει στο τέρ­μα της Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στής. Έ­τσι, την Πα­ρα­σκευ­ή, προ της Κυ­ρια­κής των Βα­ΐ­ων, ψάλ­λε­ται το Δο­ξα­στι­κό: «Την ψυ­χω­φε­λή πλη­ρώ­σα­ντες Τεσ­σα­ρα­κο­στήν, και την α­γί­αν Ε­βδο­μά­δα του Πά­θου Σου, αι­τού­μεν κα­τι­δείν φι­λάν­θρω­πε…». Ό­μως, η Εκ­κλη­σί­α θέ­λο­ντας να μας το­νί­σει ό­τι τε­λι­κός σκοπός της πο­ρεί­ας μας προς το Γολ­γο­θά εί­ναι ο θρί­αμ­βος και η νί­κη του Χρι­στού στη φθο­ρά και στο θά­να­το, μας πα­ρεμ­βάλ­λει δύ­ο ση­μα­ντι­κά γε­γο­νό­τα: Την α­νάστα­ση του Λα­ζά­ρου και την θριαμ­βευ­τι­κή εί­σο­δο του Κυ­ρί­ου στα Ιε­ρο­σό­λυ­μα, τη γνω­στή μας «βα­ϊ­φό­ρο». Τα δύ­ο αυ­τά χαρ­μό­συ­να γε­γο­νό­τα μας προ­ϊ­δε­ά­ζουν για το μέ­γι­στο γε­γο­νός της Α­να­στά­σε­ως του Κυ­ρί­ου, την ο­λο­κλη­ρω­τι­κή νί­κη της ζω­ής στο θά­να­το, που έ­τσι πι­στο­ποιεί­ται και η δι­κή μας α­νά­στα­ση.
«Την κοι­νήν α­νά­στα­σιν προ του σου πά­θους πι­στού­με­νος,
εκ νε­κρών ή­γει­ραν τον Λά­ζα­ρον, Χρι­στέ ο Θε­ός…».
Ο­πλι­σμέ­νοι με τα πλού­σια και πνευ­μα­τι­κά ε­φό­δια που μας έ­δω­σε η πε­ρί­ο­δος του Τριω­δί­ου και ι­διαί­τε­ρα αυ­τή της Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στής ερ­χό­μα­στε να βιώ­σουμε τα συ­γκλο­νι­στι­κά γε­γο­νό­τα που μας ε­πι­φυ­λάσ­σει η Μ. Ε­βδο­μά­δα με κο­ρύ­φωμα το φρι­κτό Γολ­γο­θά. Εί­ναι τα γε­γο­νό­τα που κρύ­βουν  αυ­τό που ο­νό­μα­σαν οι Πα­τέ­ρες «Χαρ­μο­λύ­πη» ή «Χα­ρο­ποιόν πέν­θος», α­φού, «δια του Σταυ­ρού χα­ρά δι­ήλ­θεν εν τω κό­σμω».
Το στι­χη­ρό των Αί­νων της Μ. Δευτέ­ρας μας κα­λεί σε μια νέ­α α­νά­βα­ση, α­κο­λου­θώ­ντας μα­ζί με τους μα­θη­τές Του τον Κύ­ριο: «Ερ­χό­με­νος ο Κύ­ριος προς το ε­κού­σιον πά­θος τοις α­πο­στό­λοις έ­λεγεν εν τη ο­δώ… Δεύ­τε ουν και η­μείς κε­κα­θαρ­μέ­ναις δια­νοί­ας συ­μπο­ρευ­θώ­μεν αυ­τώ και συ­σταυ­ρω­θώ­μεν…».
Η Μ. Δευ­τέ­ρα και η Μ. Τρί­τη μας προ­βάλ­λουν την ει­κόνα του Κυ­ρί­ου ως «Νυμ­φί­ου», που έρ­χε­ται «εν τω μέ­σω της νυ­κτός». Δεν εί­ναι ό­μως ο Νυμ­φί­ος, «ο ω­ραί­ος κάλ­λει», αλ­λά ό­πως τον εί­δε ο προ­φή­της Η­σα­ϊ­ας, 800 χρό­νια πιο μπρο­στά: «Ουν έ­στιν εί­δος αυ­τώ, ου­δέ δό­ξα ·και εί­δο­μεν αυ­τόν και ουκ εί­χεν εί­δος ου­δέ κάλ­λος, αλ­λά το εί­δος αυ­τού ά­τι­μον και ε­κλεί­πον πα­ρά πά­ντας τους υ­ιούς των αν­θρώ­πων…». Αυ­τό α­κρι­βώς εκ­φρά­ζει το Δο­ξα­στι­κό: «Εξέ­δυ­σάν με τα ι­μά­τιά μου και ε­νέ­δυ­σάν με χλα­μύ­δα κοκ­κί­νην · έ­θη­καν ε­πί την κε­φα­λήν μου στέ­φα­νον εξ α­καν­θών και ε­πί την δε­ξιάν μου χεί­ρα έ­δω­καν κάλα­μον…».
Κι ερ­χό­μα­στε στην α­γρυ­πνί­α της Μ. Τε­τάρ­της, στην ο­ποί­α ψάλ­λε­ται ο όρ­θρος της Μ. Πέ­μπτης. Σύμ­φω­να με το Μηνο­λό­γιο και το υ­πό­μνη­μα του Τριω­δί­ου: «Τη Α­γί­α και με­γά­λη Πέ­μπτη, οι τα πά­ντα κα­λώς δια­τα­ξά­με­νοι θεί­οι Πα­τέ­ρες, αλ­λη­λο­δια­δό­χως… πα­ρα­δε­δώ­κα­σι η­μίν τέσ­σε­ρά τι­να ε­ορ­τά­ζειν τον Ιε­ρό Νι­πτή­ρα, τον Μυ­στι­κόν Δεί­πνον – δηλ. την πα­ρά­δο­σιν των καθ΄ η­μάς φρι­κτών Μυ­στη­ρί­ων-, την υ­περ­φνά προ­σευ­χήν και την προ­δο­σί­αν αυ­τήν».
Θα στα­θού­με στο 2ο α­πό τα τέσ­σε­ρα συ­γκλο­νιστι­κά γε­γο­νό­τα, που εί­ναι ο Μυ­στι­κός Δεί­πνος, δηλ. η πα­ρά­δο­ση α­πό τον Κύ­ριο των φρι­κτών Του Μυ­στη­ρί­ων, που εί­ναι μυ­στή­ριο της θ. Ευ­χα­ρι­στί­ας, α­φού «η Εκ­κλη­σί­α ζη εν τη Ευ­χα­ρι­στί­α και δια της Ευ­χα­ρι­στί­ας», κα­τά τον Περ­γάμου Ιω. Ζη­ζιού­λα.
Κα­τά τον ί­διο ευ­χα­ρι­στιο­λό­γο Κα­θη­γη­τή, «Η Ευ­χα­ρι­στί­α εί­ναι κα­τά βά­σιν κάτι το ο­ποί­ον γί­νε­ται, μί­α πρά­ξις και μά­λι­στα ό­χι ε­νός ε­κά­στου, αλ­λά της ό­λης Εκ­κλη­σί­ας. Κά­θε πι­στός, που με­τα­βαί­νει εις την λει­τουρ­γί­αν, φέ­ρει μα­ζί του - και εν­νο­ώ τού­το κα­τά τρό­πον ρε­α­λι­στι­κώ­τα­τον – τον κό­σμο. Δεν φέ­ρει απλώς τον ε­αυ­τόν του με τας α­δυ­να­μί­ας και τα πά­θη του. Φέ­ρει την ό­λην σχέ­σιν του προς τον φυ­σι­κόν κό­σμον, προς την δη­μιουρ­γί­αν». Και συ­μπλη­ρώ­νει: «Εις την αρ­χαί­αν Εκ­κλη­σί­αν …οι πι­στοί δεν με­τα­βαί­νουν μό­νοι εις την Εκ­κλη­σί­αν, αλ­λά συ­νο­δευό­με­νοι α­πό τα δώ­ρα της δη­μιουρ­γί­ας , τον άρ­τον, τον οί­νον, το έ­λαιον, τα ο­ποί­α εν λει­τουρ­γι­κή πο­μπή… με­τα­φέ­ρο­νται δια να πα­ρα­δο­θούν εις χεί­ρας του α­να­μέ­νο­ντος προ της ει­σό­δου Ιε­ρουρ­γού­ντος λει­τουρ­γού – η ση­με­ρι­νή με­γά­λη Εί­σο­δος της λει­τουρ­γί­ας -, ο ο­ποί­ος και θα τα «α­να­φέ­ρη» εις τον θρό­νον του Θε­ού ως «ευ­χα­ρι­στί­α». «Τα σα εκ των σων σοι προ­σφέ­ρο­μεν κατά πά­ντα και δια πά­ντα».
Α­πα­ραί­τη­το, λοι­πόν, για τους χρι­στια­νούς να βιώ­νουν το μυ­στή­ριο της θ. Ευχα­ρι­στί­ας ως την κο­ρυ­φαί­α και κατ΄ ε­ξο­χήν πρά­ξη σω­τη­ρί­ας. Ο Κύ­ριος, πριν παρα­δώ­σει το Μυ­στή­ριο της Κοι­νω­νί­ας, εί­πε: «Ο άρ­τος… ον ε­γώ δώ­σω, η σάρ­ξ μου εστίν, ην ε­γώ δώ­σω υ­πέρ του κό­σμου ζω­ής» (Ιω.στ΄,53).
Ο αγ. Κύ­ριλ­λος Ιε­ρο­σο­λύ­μων στις κα­τη­χή­σεις ση­μειώ­νει: «Ο άρ­τος ο κοι­νός ουκ έ­στιν ε­πιού­σιος· άρ­τος δε ού­τος ο Ά­γιος ε­πιού­σιος ε­στιν, ο την ου­σί­αν της ψυ­χής κα­τα­στη­σά­με­νος… εις ω­φέ­λειαν σώ­μα­τος και ψυ­χής». Δη­λα­δή ο ε­πιού­σιος άρ­τος δεν εί­ναι κοι­νός (το ψω­μί) με τον ο­ποί­ον τρε­φό­μα­στε, αλ­λά ο Ά­γιος. Λέ­γε­ται ε­πιού­σιος, ε­πει­δή συ­γκρο­τεί και ω­φε­λεί ό­λη τη σύ­στα­ση του αν­θρώ­που, του σώ­μα­τος και της ψυχής.
Τε­λευ­ταί­α στά­ση στην α­νο­δι­κή μας πο­ρεί­α προς τον Α­να­στη­μέ­νο Χρι­στό εί­ναι ο Γολ­γο­θάς. Ας ξα­πο­στά­σου­με κά­τω α­πό το Σταυ­ρό του Κυ­ρί­ου και ας α­φου­γκρα­στού­με τα μη­νύ­μα­τα που μας στέλ­νει:
Και το πρώ­το μή­νυ­μα εί­ναι ο θά­να­τος του θε­αν­θρώπου Κυ­ρί­ου «Σή­με­ρον κρε­μά­ται ε­πί ξύ­λου ο εν ύ­δα­σι την γην κρε­μά­σας». Ο Υιός και Λό­γος του Πα­τρός, το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της Αγ. Τριά­δος σή­με­ρα εί­ναι «σαρ­κί σταυ­ρω­θείς».
Για τον άν­θρω­πο, για τον κό­σμο, το συ­γκλο­νι­στι­κό αυ­τό γε­γο­νός μας δη­μιουργεί, τί πα­ρά­ξε­νο, αι­σθή­μα­τα χα­ράς! «Ι­δού γαρ ήλ­θε δια του Σταυ­ρού χα­ρά εν λό­γω τω κό­σμω». Για­τί εί­ναι Αυ­τός που πά­νω στο σταυ­ρό «έ­σχι­σε το χει­ρό­γραφο» των α­μαρ­τιών μας και μας έ­νω­σε και πά­λι μα­ζί Του και με­τα­ξύ μας.
Δυ­στυ­χώς υ­πάρ­χουν και άλ­λοι που μι­λά­νε για το «θά­να­το» του Θε­ού. Έ­τσι, για το Νί­τσε «μο­να­δι­κή και ύ­ψι­στη α­ξί­α για τον άν­θρω­πο μέ­νει ο δυ­να­τός ο υ­περάν­θρω­πος». «Πού εί­ναι ο Θε­ός;». «Θα σας το πω ε­γώ. Τον σκο­τώ­σα­με. Ε­μείς ό­λοι εί­μα­στε φο­νιά­δες Του. Ο Θε­ός εί­ναι νε­κρός. Τι άλ­λο εί­ναι οι Εκ­κλη­σί­ες πα­ρά οι τά­φοι και τα μνή­μα­τα του Θε­ού». Αλ­λά και ο Σάρ­τρ ε­πα­να­λαμ­βά­νει με πλή­ρη άνε­ση το ί­διο κή­ρυγ­μα του Νί­τσε». «Κύ­ριοι ο Θε­ός πέ­θα­νε. Σας α­ναγ­γέλ­λω, κύ­ριοι, το θά­να­το του Θε­ού».
Αυ­τός που α­πά­ντη­σε σ΄ αυ­τά ό­λα τα συν­θή­μα­τα της ά­θε­ης φι­λο­σο­φί­ας ή­ταν ο Ρώ­σος λο­γο­τέ­χνης Ντο­στο­γιέφ­σκι με μια φρά­ση του: «Ο θά­να­τος του Θε­ού μας βο­λεύ­ει, για­τί χω­ρίς Θε­ό ό­λα ε­πι­τρέ­πο­νται». Ε­πί­σης, έ­νας σύγ­χρο­νος θε­ο­λόγος α­πα­ντά ως ε­ξής στη λε­γό­με­νη «θε­ο­λο­γί­α του θα­νά­του του Θε­ού». Γρά­φει:
«…η ορ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α μπο­ρεί να κη­ρύ­ξει πο­λύ πιο πραγ­μα­τι­κά α­πό τους α­θέους το θά­να­το του Θε­ού. Την Μ. Πα­ρα­σκευ­ή στον Ε­πι­τά­φιο οι ορ­θό­δο­ξοι πι­στοί γιορ­τά­ζουν α­λη­θι­νά και πραγ­μα­τι­κά αυ­τό το θά­να­το. Αλ­λά το θαύ­μα της Μ. Παρα­σκευ­ής εί­ναι ό­τι οι πι­στοί κη­δεύ­ο­ντες το Θε­ό πα­νη­γυ­ρί­ζουν τη νέ­κρω­ση του θα­νά­του και την α­νά­στα­ση των νε­κρών. «Τέ­τρω­ται Ά­δης εν τη καρ­δί­α δε­ξά­μενος τον τρω­θέ­ντα λόγ­χη την πλευ­ράν· και στέλ­νει πυ­ρί θεί­ω δα­πα­νώ­με­νος, εις σω­τη­ρί­αν η­μών των με­λω­δού­ντων…». Και συ­μπλη­ρώ­νει: «Γι΄ αυ­τόν α­κρι­βώς το λό­γο ο θά­να­τος του Θε­ού δεν εί­ναι α­πο­γο­ή­τευ­ση, αλ­λά η πα­ρη­γο­ριά και η ελπί­δα των πι­στών». «Ο Σταυ­ρός Σου, Κύ­ριε, ζω­ή και α­νά­στα­σις υ­πάρ­χει τω λα­ώ σου».
Και το κή­ρυγ­μα του θα­νά­του του Θε­ού α­πο­δει­κνύ­ε­ται έ­τσι το καύ­χη­μα, η νί­κη και η δό­ξα ό­χι των α­πί­στων, αλ­λά της Εκ­κλη­σί­ας.
Το δεύ­τε­ρο μή­νυ­μα του Σταυ­ρού εί­ναι αυ­τό της α­γά­πης. Ο Σταυ­ρός εί­ναι καρπός της α­γά­πης του Θε­ού, α­φού «Ο Θε­ός α­γά­πη ε­στίν».
Ο ί­διος ο Κύ­ριος θα δια­κη­ρύ­ξει ό­τι: «μεί­ζο­να ταύ­της α­γά­πης ου­δείς έ­χει, ί­να τις την ψυ­χήν αυ­τού θη υ­πέρ των φί­λων αυ­τού». Εί­ναι το α­πο­κο­ρύ­φω­μα του «μα­νι­κού έ­ρω­τα» του Θε­ού για τον άν­θρω­πο και ό­ταν α­κό­μη αυ­τός στέ­κε­ται εχθρι­κά α­πέ­να­ντί Του. Ο Χρι­στός με το Σταυ­ρό έρ­χε­ται να φα­νε­ρώ­σει ό­τι η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση γεν­νή­θη­κε α­πό και μέ­σα στην Τρια­δι­κή α­γά­πη και ε­πο­μέ­νως σώ­ζεται μέ­σα α­πό τον πό­θο της Τρια­δι­κής α­γά­πης. Έ­τσι ο Σταυ­ρός συμ­φι­λιώ­νει την α­γά­πη με την α­θα­να­σί­α και την α­θα­να­σί­α με τη ζω­ή.
«Ε­ξέ­τει­νας πα­λά­μας εν τω Σταυ­ρώ Σου, ε­νέ­κρω­σας νε­κρώ­σει Σου την κα­τά­ραν, ε­ζώ­ω­σας τω πά­θει σου τους αν­θρώ­πους». Ε­πει­δή τε­λι­κά η α­γά­πη εί­ναι η κα­τάλυ­ση του θα­νά­του και ο θρί­αμ­βος της ζω­ής.
Τέ­λος το μή­νυ­μα του Σταυ­ρού εί­ναι η κα­ταλ­λα­γή και η σω­τη­ρί­α: «ει γαρ ε­χθροί ό­ντες κα­τηλ­λά­γη­μεν τω Θε­ώ δια του θα­νά­του του υ­ιού αυ­τού», γρά­φει ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος στους Ρω­μαί­ους. Και τού­το για­τί η α­μαρ­τί­α α­πο­μά­κρυ­νε τον άν­θρω­πο α­πό τον Θε­ό, τον συ­νάν­θρω­πο και την κτίση. Κα­τά τον ί­διο Α­πό­στο­λο «οί­δα­μεν γαρ ό­τι πά­σα κτί­σις συ­στε­νά­ζει και συνω­δί­νει ά­χρι του νυν». Ε­νο­ποιός δύ­να­μη γί­νε­ται ο Σταυ­ρός: «Ή­πλω­σας τας παλά­μας και ή­νω­σας τα το πριν διε­στώ­τα», ψάλ­λου­με στον Κα­νό­να του Μ. Σαβ­βά­του.
Η έ­νω­σή μας με τον Χρι­στό γί­νε­ται και η «ο­δός» της σω­τη­ρί­ας μας. Ο Σταυ­ρός εί­ναι ο δρό­μος που διά­λε­ξε ο Θε­ός να συ­να­ντή­σει τους αν­θρώ­πους και οι άν­θρω­ποι να συ­να­ντή­σουν  το Θε­ό. Ο Θε­ός να α­να­ζη­τή­σει την «ει­κό­να» Του στον άν­θρω­πο και ο άν­θρω­πος να ξα­να­βρεί το «αρ­χέ­τυ­πο κάλλος του» στο Θε­ό.
Η σω­τη­ρί­α που προ­σφέ­ρει ο Σταυ­ρός εί­ναι «δω­ρε­ά», «Χά­ρι­σμα Χρι­στού», «Ουκ  έ­στι μι­σθός έρ­γων η βα­σι­λεί­α των ου­ρα­νών, αλ­λά χά­ρις Δε­σπό­του πι­στοίς δού­λοις η­τοι­μα­σμέ­νη», γρά­φει ο ό­σιος Μάρ­κος ο α­σκη­τής.
Και με τα μη­νύ­μα­τα αυ­τά του Σταυ­ρού, ας κα­τη­φο­ρί­σου­με προς τον Τά­φο του Χρι­στού, ε­κεί που α­να­παύ­ε­ται «η ζω­ή», για­τί ε­κεί θα συ­να­ντή­σου­με και τον Α­ναστη­μέ­νο Χρι­στό, «πε­ρι­βαλ­λό­με­νον το Φως, ώ­σπερ ι­μά­τιον», πε­ρι­βαλ­λό­με­νον με το «ά­κτι­στον Φως» της δό­ξης Του.
                                                       Κα­λό Πά­σχα

Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης Δρ. Θ.
Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος
Άρχων Ιερομνήμων  της Αγίας του Χριστού Μ. Εκκλησίας


Πηγή: Εφημερίδα "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: