Ο Άγιος Βασίλης έρχεται και
σήμερα…
Τής Σοφίας
Καυκοπούλου
Αγαπητοί αναγνώστες και αγαπητές
αναγνώστριες, χρόνια πολλά με υγεία, αγάπη, ειρήνη! Καλή και ευλογημένη χρονιά!
Το νέο έτος, 2020 είναι εδώ, η εορταστική περίοδος σε λίγες μέρες ολοκληρώνεται
με τον εορτασμό των Θεοφανείων και έπειτα την εορτή τού Αγ. Ιωάννη του
Βαπτιστή. Εκτός από τον θρησκευτικό εορτασμό, οι μέρες αυτές γνώρισαν ποικίλες
διασκεδαστικές διεξόδους, όχι κατ’ ανάγκην κατακριτέες. Δυστυχώς όμως, το κοσμικό
πνεύμα, έχει εισβάλει για τα καλά στη χριστουγεννιάτικη περίοδο, ώστε να
βρίσκει ευκαιρία ο καθένας να στρέφεται ακόμη και …κατά των Χριστουγέννων,
συνεπώς τού ίδιου τού Χριστού, όπως έγινε με το κατάπτυστο πάρτυ βλασφημίας και
την αφίσσα που το συνόδευε, στο Ναύπλιο. Όμως μη φτάνουμε στα άκρα. Ας
αναλογιστούμε, απλά ότι ακόμη και οι πιστοί, ασυνείδητα έχουμε συνδέσει τις
μέρες των Χριστουγέννων με τα δώρα, τη διασκέδαση και την τρυφή.
Εάν ο Άγιος
Βασίλειος ερχόταν με την πραγματική του ασκητική αμφίεση στα σπίτια μας, να
γυρέψει φαγητό, θα τον διώχναμε. Εάν ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής ερχόταν
ρακένδυτος στο κατώφλι να ξαπλώσει, θα τον κυνηγούσαμε. Ακόμη και ο Χριστός,
πάλι δε θα έβρισκε χώρο να γεννηθεί.
Στο διήγημα ‘’Το βλογημένο μαντρί’’,
ο Φώτης Κόντογλου περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο πώς οι άνθρωποι έδιωχναν τον
Άγιο Βασίλειο, νομίζοντας πως είναι ένας ζητιάνος που διακονεύει στους δρόμους.
Οι άνθρωποι λησμονούν ότι η καλοσύνη, κρύβεται στην ελεημοσύνη και την αγάπη,
ώστε ακόμη και τις μέρες των Εορτών, τις μέρες που υποτίθεται ότι ένα
πνευματικό σκίρτημα συνταράσσει τις ψυχές των πιστών, εκείνοι θέλουν γύρω τους
απολαύσεις, χλιδή και πλούτο. Κλείνουν τα μάτια μπροστά στην ανάγκη, στον
ζητιάνο, τον άστεγο που χαλά την αισθητική τους με τα κουρέλια του. Αντί να τον
ντύσουν, με ένα παλιό ρούχο που περισσεύει, προτιμούν να το πετάξουν στον κάδο.
Αντί να τον ταϊσουν, με λίγο από το φαγητό του γιορτινού τραπεζιού, προτιμούν
να πετάξουν την επόμενη μέρα το περιεχόμενο στα σκουπίδια! Οι όμορφες χριστουγεννιάτικες
πιατέλες, φιλοξενούν τόσα μα τόσα φαγητά, μόνο για την διακόσμηση, ή την άκρατη
λαιμαργία των χορτάτων. Αλλοίμονο, όχι τα περισσεύματα δε δίνουν σε άνθρωπο, μα
ούτε σε πεινασμένο ζώο τα αποφάγια από τα πιάτα τους!
Ας δούμε κάποια αποσπάσματα από
‘’Το βλογημένο μαντρί’’:
Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς
παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ
χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ μὲ καθαρὴ καρδιά. Μία χρονιὰ
λοιπόν, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε. Ἤτανε σὰν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μὲ
κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μὲ χοντροπάπουτσα στὰ ποδάρια του καὶ μ᾿ ἕνα ταγάρι
περασμένο στὸν ὦμο του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν παίρνανε γιὰ διακονιάρη καὶ δὲν τ᾿ ἀνοίγανε
τὴν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατὶ ἔβλεπε τὴν ἀπονιὰ τῶν ἀνθρώπων
καὶ συλλογιζότανε τοὺς φτωχοὺς ποὺ διακονεύουνε, ἐπειδὴς ἔχουνε ἀνάγκη, μ᾿ ὅλο
ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.
[…]
Ὁ Ἅγιος σίμωσε στὸ καλύβι τοῦ
τσομπάνου καὶ χτύπησε τὴν πόρτα μὲ τὸ ραβδί του καὶ φώναξε:
«Ἐλεῆστε με, χριστιανοί, γιὰ τὶς
ψυχὲς τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστὸς μᾶς διακόνεψε σὰν ἦρθε σὲ τοῦτον τὸν
κόσμο!».
Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας
τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μὲ μαῦρα γένια· καὶ δίχως νὰ δεῖ καλὰ
καλὰ ποιὸς χτυποῦσε τὴν πόρτα, εἶπε στὸ γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ᾿ ἀρχοντικό μας νὰ
ζεσταθεῖς! Καλὴ μέρα καὶ καλὴ χρονιά!».
Αὐτὸς ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης
ὁ Μπάικας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα ποὺ
βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα. […]
Ὁ Γιάννης ἤτανε καλὸς ἄνθρωπος, ὅπως
τὸν ἔφτιαξε ὁ Θεός.
Φτωχὸς ἤτανε, εἶχε λιγοστὰ
πρόβατα, μὰ πλούσια καρδιά: «Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια!». Ἤτανε αὐτὸς καλός, μὰ εἶχε
καὶ καλὴ γυναίκα. Κι ὅποιος τύχαινε νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα τους, ἔτρωγε κι ἔπινε
καὶ κοιμότανε. Κι ἂν ἤτανε καὶ πικραμένος, ἔβρισκε παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Ἅγιος
Βασίλης κόνεψε στὸ καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονὴ τῆς χάρης
του, κι ἔδωσε τὴν εὐλογία του.
Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες
οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς οἰκουμένης, ἀρχόντοι, δεσποτάδες κι ἐπίσημοι ἀνθρώποι,
πλὴν ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν τέτοιον ἄνθρωπο, παρὰ πῆγε στὸ μαντρὶ τοῦ
Γιάννη τοῦ Βλογημένου.
Σὰν βολέψανε τὰ πρόβατα, μπῆκε
μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸ γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρὰ ἔχω ἀπόψε
ποὺ ἦρθες, ν᾿ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς κανένα γράμμα, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἐκκλησία κοντά
μας, μήτε κἂν ῥημοκλήσι. Ἐγὼ ἀγαπῶ πολὺ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας, κι ἂς μὴν
τὰ καταλαβαίνω, γιατὶ εἶμαι ξύλο ἀπελέκητο. Μία φορὰ μᾶς ἦρθε ἕνας γέροντας Ἁγιονορίτης
καὶ μᾶς ἄφησε τούτη τὴν ἁγιωτικὴ φυλλάδα, κι ἂν λάχει νὰ περάσει κανένας
γραμματιζούμενος καμιὰ φορά, τὸν βάζω καὶ τὴ διαβάζει. Ἐγὼ ὅλα ὅλα τὰ γράμματα
ποὺ ξέρω εἶναι τρία λόγια ποὺ τά ῾λεγε ἕνας γραμματιζούμενος, ποὺ ἔβγαζε λόγο
στὸ χωριό, δυὸ ὧρες ἀπὸ δῶ, κι ἀπὸ τὶς πολλὲς φορὲς ποὺ τά ῾λεγε, τυπωθήκανε στὴ
θύμησή μου. Αὐτὸς ὁ γραμματικὸς ἔλεγε καὶ ξανάλεγε: ῾Σκώνιτι οὐ μήτηρ του κι τοὺν
ἀνισπάζιτι κι τοῦ λέγ᾿: Τέκνου μου! Τέκνου μου!᾿. Αὐτὰ τὰ γράμματα ξέρω...».
[…]
Στο υπέροχο αυτό διήγημα, που
προτείνω όποιος δεν το έχει διαβάσει, να το βρει και να το μελετήσει, ο Φώτης
Κόντογλου, φαίνεται να απευθύνεται προφητικά σε όλους εμάς σήμερα. Μάς δίνει το
πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων, την ταπεινοφροσύνη, την ελεημοσύνη και όλες
εκείνες τις αρετές που πρέπει να έχει κάποιος για να αξιωθεί να δει έναν Άγιο.
Ο φτωχός Γιάννης, ήταν αγράμματος κι εκείνο το βράδυ, τον είδε. Εμείς οι
μορφωμένοι και οι σύγχρονοι άνθρωποι, είμαστε ικανοί να δούμε μόνο τον Σάντα
Κλάους σε διαφήμιση αναψυκτικού! Και πάλι καλή χρονιά!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου