Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

Ιερός Αυγουστίνος - Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης

Ιερός Αυγουστίνος (+ 15 Ιουνίου)

 Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης Δρ Θ
Άρχων Ιερομνήμων 
της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας

«Πάντων των εκκλησιαστικών συγγραφέων της Δύσεως υπέρτερος ανεδείχθη ο Ιερός Αυγουστίνος…, ο οποίος «εξήσκησεν ανυπολόγιστον επίδρασιν  επί της συγχρόνου και μεταγενεστέρας δυτικής θεολογίας»1.

Ο Αυγουστίνος γεννήθηκε το 354 στην Ταγάστη της Νουμιδίας, που βρίσκεται στη Β. Αφρική. Ο πατέρας του, Πατρίκιος, ήταν ειδωλολάτρης και περί τα τέλη του βίου του  έγινε χριστιανός, ύστερα από συνεχείς προσπάθειες της συζύγου του Μόνικας η οποία διεκρίνετο δια τον ενάρετο βίο της.

Μετά τα εγκύκλια γράμματα ήλθε στα Μάδαυρα και την Καρχηδόνα για ανώτερες σπουδές, αφού «παιδιόθεν διεκρίνατο δια την ευφυίαν του και την φιλομάθειάν του». Δυστυχώς, στην Καρχηδόνα, λόγω του διεφθαρμένου περιβάλλοντος, παρασύρθηκε ο Αυγουστίνος «εις βίον έκλυτον, και ήδη δεκαοκταετής απέκτησεν εξώγαμον τέκνον, τον Αδεοδάτον».

Από νωρίς επιδόθηκε στη μελέτη φιλοσοφικών συγγραμμάτων και ιδιαίτερα του Λατίνου φιλοσόφου και ρήτορα Κικέρωνα. Τότε για πρώτη φορά διάβασε την Αγία Γραφή, που δεν τον ικανοποίησε λόγω του πενιχρού από λογοτεχνικής απόψεως περιεχομένου της. Ο ίδιος αργότερα εξομολογείται: «δεν ήμουν άξιος ούτε να εμβαθύνω, ούτε να ευχαριστηθώ  με την απλότητα εκείνων των λόγων, τόσων καινοφανών δι εμέ…».

Ανήσυχο πνεύμα ο Αυγουστίνος, απασχολούμενος διαρκώς με τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου, άρχισε τη μελέτη διαφόρων φιλοσοφικών και θρησκευτικών συγγραμμάτων, για να καταλήξει στην αίρεση του Μανιχαϊσμού, που εκεί νόμισε ότι βρήκε την ικανοποίηση των προβλημάτων που τον απασχολούσαν2. Δεν άργησε όμως να εννοήσει την πλάνη του, ιδίως στην επίδραση  στη διδασκαλία των Μανιχαίων της περσικής διδασκαλίας, για τη σχέση «κακού και αγαθού», που το ένα διαδέχεται το άλλο και επιδρούν ανάλογα στον κόσμο. Έτσι, άρχισε να απομακρύνεται από τον μανιχαϊσμό, που τον εγκατέλειψε τελείως όταν εγκαταστάθηκε στα Μεδιόλανα (Μιλάνο) μαζί με τη μητέρα του και τον γιό του ασκώντας το επάγγελμα του διδασκάλου της ρητορικής. Εδώ άρχισε να μελετά, μεταξύ των άλλων, και τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Συγχρόνως παρακολουθούσε και τα κηρύγματα του Επισκόπου Μεδιολάνων Αμβροσίου. Όλα τα παραπάνω επέδρασαν βαθιά μέσα του και σιγά – σιγά τον οδήγησαν  «προς την αλήθειαν του Χριστιανισμού». Στο βιβλίο του, που επιγράφεται «Εξομολογήσεις» - (Congessiones), ως εξής περιγράφεται η οριστική προσέλευσή του στο Χριστιανισμό. «Κατ΄ Ιούλιον του 386, εις ηλικίαν 32 ετών, ευρισκόμενος εις τον κήπον της κατοικίας του …ενόμισεν  ότι ήκουσεν ωσάν παιδικήν  φωνήν απευθυνομένην  προς αυτόν και λέγουσαν: λάβε και ανέγνωσε (“tolle et lege”).

Τότε ο Αυγουστίνος πολύ ταραγμένος έτρεξε προς το μέρος του κήπου όπου προ ολίγου εδιάβαζε τας επιστολάς του Παύλου, και ήνοιξε την Βίβλον· Οι οφθαλμοί του αμέσως έπεσαν εις το χωρίον  της προς Ρωμαίους επιστολής του Παύλου (13,13-14), που χαρακτηριστικά γράφει: «η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν, αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους, ενδυσώμεθα δε τα όπλα του φωτός. Ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω· αλλ΄ ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας».  Έκτοτε, λέγει ο Αυγουστίνος, «δεν επεθύμουν να ίδω τι περισσότερον, ούτε ήτο τούτο αναγκαίον, διότι μόλις ετελείωσα την ανάγνωσιν των ολίγων αυτών λέξεων και αμέσως εχύθη εις την καρδίαν μου φως, που εχάρισεν εις αυτήν ειρήνην, και αμέσως διελύθη το σκότος, με το οποίον την περιέβαλλαν αι αμφιβολίαι μου»3. Στο Θεό απέδιδε  ο Αυγουστίνος το θαύμα της επιστροφής του και με μεγάλη ευγνωμοσύνη Τον ευχαριστεί.

Μετά την επιστροφή του στο Χριστιανισμό, αποσύρθηκε με τη μητέρα του και τον γιό του σε κάποιο κτήμα, κοντά στα Μεδιόλανα, και άρχισε να προετοιμάζεται για να λάβει το βάπτισμα.  Ύστερα από ένα χρόνο δέχθηκε μαζί με τον γιό του Αδεόδατο, το άγιο βάπτισμα «δια χειρός του επισκόπου Αμβροσίου». Στο αγρόκτημα αυτό μετ΄ ολίγον πέθανε και η ευσεβής μητέρα του, που της πλέκει το εγκώμιο στις «Εξομολογήσεις» του.

Μετά τον θάνατο της μητέρας του ο Αυγουστίνος ήλθε στην Ρώμη και μετά ένα χρόνο κατέληξε στην Ταγάστη, την πόλη που γεννήθηκε, όπου για τρία χρόνια έζησε με προσευχή, μετάνοια και μελέτη. Δυστυχώς εδώ δέχτηκε κι ένα δεύτερο πλήγμα, αφού έχασε τον γιό του, τον Αδεοδάτο.

Όταν το 391 ήλθε ο Αυγουστίνος στην Ιππώνα (Hippo), πόλη της Νουμιδίας, επειδή η φήμη του ως λογίου και πολύ ασκητικού είχε διαδοθεί κατ΄ απαίτηση κλήρου και λαού, ο τοπικός επίσκοπος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και λίγο αργότερα βοηθό του Επίσκοπο. Μετά το θάνατο του Επισκόπου της πόλης εκλέχθηκε Επίσκοπος Ιππώνος διαποιμάνας την επισκοπή του για 34 ολόκληρα χρόνια. Ζούσε ασκητικά, διέθεσε την περιουσία του στους πτωχούς και κατηχούσε το λαό κηρύττοντας και δύο φορές την ημέρα. Έχουν διασωθεί 450 ομιλίες του που διακρίνονται για τη χάρη και τη συντομία τους.

Αλλά ο ι. Αυγουστίνος υπήρξε σπουδαίος αντιαιρετικός θεολόγος. Επολέμησε, όπως αναφέραμε, το Μανιχαϊσμό, που, ως οπαδός του για ένα διάστημα, γνώριζε τις αιρετικές του αποκλήσεις.

Σφοδρός όμως πολέμιος υπήρξε κατά του Πελαγιανισμού. Ο Βρετανός μοναχός Πελάγιος (αρχές 5ου αι.) δίδασκε ότι ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί μόνος του, με τις δικές του δυνάμεις και ότι η ενανθρώπηση του Σωτήρος απλώς τον διευκολύνει για την απόκτηση της σωτηρίας του, που θα μπορούσε να την αποκτήσει και χωρίς την Ενανθρώπηση!

«Ο άνθρωπος έχει τας προς σωτηρίαν δυνάμεις, η δε θεία χάρις παρέχεται εις όλους και έχει βοηθητικήν σημασίαν, κυρίως δια της διδασκαλίας και του παραδείγματος του Ιησού. Μη υπαρχούσης της προπατορικής αμαρτίας, εδέχετο, ότι το βάπτισμα παρέχει άφεσιν των ατομικών αμαρτιών… Συμφώνως προς τα ανωτέρω, κατά τον Πελάγιον, δεν υπάρχει  απόλυτος προορισμός, η σωτηρία εξαρτάται εκ της ελευθέρας θελήσεως του ανθρώπου»4.

Ο ι. Αυγουστίνος πολέμησε σφοδρότατα τη διδασκαλία του Πελαγίου, αφού με αυτήν ανατρέπονται οι βάσεις του Χριστιανισμού, αφού, έτσι, αμφισβητείται η απόλυτη αναγκαιότητα της Ενανθρωπήσεως του Χριστού.

«Ο Αυγουστίνος εδέχθη, ότι ένεκα των αποτελεσμάτων της πτώσεως του πρώτου ανθρώπου έκαστος απώλεσε την δύναμιν να σωθή αφ΄ εαυτού, παρέμεινε δε μόνη η ικανότης να δεχθή την σωτηρίαν παρ΄ άλλου. Η σωτηρία είναι έργον της θείας χάριτος, αλλ΄ εφ΄ όσον όλοι δεν σώζονται, υπάρχει δια τους σωζομένους απόλυτος προορισμός»5.

Έτσι, ο Αυγουστίνος με την πολεμική του αυτή έφτασε στο άλλο άκρο. Κατ΄ αυτόν, αφού ο άνθρωπος είναι ανίκανος να σωθεί με τις δικές του δυνάμεις, επομένως η σωτηρία είναι «δώρον» - «Χάρισμα» του Θεού. Αλλά, αφού όλοι δεν σώζονται, υπάρχει δια τους σωζομένους ο «απόλυτος προορισμός». Η διδασκαλία όμως, αυτή αντιβαίνει προς τη δικαιοσύνη του Θεού, αφού άλλους προορίζει για σωτηρία και άλλους για απώλεια. Μειώνεται έτσι και το έργο της θ. Οικονομίας, σύμφωνα με το οποίον «Ο Θεός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι».

Η Ορθόδοξη Εκκλησία σφόδρα αντίθετη προς την αίρεση του  Πελαγιανισμού, απέφυγε όμως και τις ακρότητες της αυγουστινείου διδασκαλίας, αφού ακολουθούσα τη μέση και βασιλική οδό διδάσκει ότι η σωτηρία του κάθε ανθρώπου είναι προϊόν της συνεργίας της θ. Χάριτος και της ελευθερίας του ανθρώπου. Όπως ο γιατρός προσφέρει το φάρμακο και είναι στη θέληση του ασθενούς να το πάρει και να θεραπευτεί.

Ο Αυγουστίνος επολέμησε και κατά της αιρέσεως των Δονατιστών7. Αυτοί εδίδασκαν  ότι το κύρος των μυστηρίων είχε την εξάρτησή του από το ήθος των κληρικών που τα τελούσαν. Ο Αυγουστίνος αντέταξε ότι το βάπτισμα και τα λοιπά μυστήρια μεταδίδονται δια της θείας Χάριτος ανεξαρτήτως της αξίας ή απαξίας του κληρικού που τα τελεί. Κατά τον Αυγουστίνο, τα μυστήρια είναι έγκυρα «εξ έργου ειργασμένου» (ex opera operato), δηλ. «Καθ΄ εαυτά», ανεξάρτητα του προσώπου (ιερέως) που τα τελεί. Δύο συνοδοί (Ρώμη 318) και Αρελάτης Ν. Γαλλίας (314) καταδίκασαν την αίρεση των Δονατιστών.

Ο ι. Αυγουστίνος υπήρξε δόκιμος εκκλησιαστικός συγγραφέας, ο μεγαλύτερος όλων της Δύσης, που επηρέασε βαθύτατα τη θεολογία της. Τα  συγγράμματά του είναι ερμηνευτικά, απολογητικά, δογματικά και ηθικά. Το σημαντικότερο όλων  είναι αυτό που επιγράφεται  «Περί πολιτείας του Θεού» (De civitate Dei). Είναι, κυρίως, απολογητικού περιεχομένου. Απαντά στις κατηγορίες των ειδωλολατρών ότι η κατάπτωση της Ρώμης δεν οφείλεται στην οργή του Θεού για την επικράτηση του Χριστιανισμού, αλλά στην διαφθορά και την ηθική κατάπτωση. «Εν αντιθέσει προς το ψεύδος της πολιτείας, αντιπαραβάλλει την αλήθειαν του Χριστιανισμού, που εικονίζει την κοσμοϊστορικήν εξέλιξιν της πολιτείας του Θεού κατ΄ αντίθεσιν προς τας πολιτείας του κόσμου»8.

Στο δεύτερο έργο του που τιτλοφορείται «Εξομολογήσεις» (Congessiones) περιγράφει την επιστροφή του στον Χριστιανισμό, μετά από ένα μεγάλο εσωτερικό αγώνα. Το έργο του αυτό είναι ένα είδος αυτοβιογραφίας όπου εκθέτει το βίο του από τη γέννησή του  μέχρι το θάνατο της μητέρας του (387). Σ΄ αυτό με θέρμη και ειλικρίνεια την προηγούμενη ζωή του, της αμαρτίας, αντιπαραβάλλει με τη μακαριότητα που ζει ευρισκόμενος  στους κόλπους της Εκκλησίας. Και καταλήγει: «η ανθρώπινη καρδιά δεν ευρίσκει την γαλήνην μέχρι της στιγμής που κατορθώνει να αναπαυθή εις Σε, ω Θεέ».

Επίσης, έχουν διασωθεί υπερδιακόσιες  επιστολές του Αυγουστίνου, που πραγματεύεται φιλοσοφικά, θεολογικά, εκκλησιαστικά και προσωπικά του ζητήματα. Στις επιστολές του αυτές καταφαίνεται  η μεγάλη μόρφωση, ο ένθεος ζήλος και το κύρος του, καθώς και η επίδρασή του όχι μόνο στους συγχρόνους του, αλλά και στους μετά από αυτόν χρόνους.

Δυστυχώς τα έργα του γραμμένα στη Λατινική γλώσσα, ελάχιστα έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά, δεν έγιναν το ίδιο γνωστά στην Ανατολή.

«Επειδή δε …τα συγγράμματα του ι. Αυγουστίνου ενοθεύθησαν από τους αιρετικούς, δια τούτο και η Ορθόδοξοι Ανατολικοί δεν δέχονται ταύτα απλώς και ως έτυχεν·  αλλ΄ όσα συμφωνούσι με την κοινήν δόξαν της Καθολικής Εκκλησίας»9.

Αναντίρρητα ο ι. Αυγουστίνος είναι μια εξέχουσα φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας. Επίσκοπος μιας άσημης πόλης κατόρθωσε με την προσωπικότητά του να επιβληθεί όσο κανείς άλλος και σήμερα θεωρείται αυθεντία. Οι μελετητές του τον χαρακτηρίζουν ως «μεγάλη και κοσμοϊστορική προσωπικότητα, αληθώς θρησκευτικόν πνεύμα…, κατέστη απαράμιλλος και υπερέβαλλε πάντας δια την οξύτητα και βαθύτητα του πνεύματός του, την διαλεκτικήν του ικανότητα, την πρωτοτυπίαν, την θέρμην και δύναμιν, την οποίαν είχε προς εξαγγελίαν και επιβολήν των αρχών του».

Η Ορθόδοξη Εκκλησία παρ΄ όλες τις επιφυλάξεις της για ορισμένες  απόψεις του Αυγουστίνου, όπως είδαμε στην αίρεση του Πελαγιανισμού, που υπήρξε υποστηρικτής  του απόλυτου προορισμού, τον κατέταξε μεταξύ των Αγίων Της και εορτάζει τη μνήμη του μαζί μ΄ αυτή του Αγ. Ιερωνύμου στις 15 Ιουνίου.

Κατά το «Αγιολόγιον» του Σωφρονίου Ευστρατιάδου, «Ακολουθίαν εις τούτον εποίησεν ο Αγιορείτης Ιάκωβος εκδοθείσαν εν Σμύρνη τω 1861 και ο αρχιμανδρίτης Ιωάννης Δανιηλίδης εκδοθείσαν εν Αθήναις τω 1914» (Ανατύπωσις 1995, σελ. 62).

Στο υπόμνημά του ο Συναξαριστής γράφει:
«Έρωτι φλεχθείς του Θεού, Αυγουστίνε,
Φωστήρ εδείχθης παμφαέστατος μάκαρ».

1.     Δ. Μπαλάνου, «Οι Πατέρες και Συγγραφείς της αρχαίας Εκκλησίας, εκδ. β΄, εν Αθήναις 1961, σελ. 139.
2.     Ιδρυτής του Μανιχαϊσμού ήταν ο Πέρσης Μάνης, ο οποίος θεωρούσε τους Βούδα, Ζωροάστρη και Ιησού προδρόμους του, μάλιστα θεωρούσε τον εαυτόν του ως τον «Παράκλητον» που είχε προαναγγείλει ο Ιησούς. Δεν είχε εκκλησίες, ιεροτελεστίες, εικόνες, αγίους. Γενικά θεωρούσε τις προ αυτού θρησκείες προπαρασκευαστικά στάδια της δικής του διδασκαλίας. 
3.     Βλ. προηγ. Δ. Μπαλάνου, σελ. 142
4.     Βασ. Στεφανίδου, Εκκλ. Ιστορία, 3η έκδ., Αθήναι 1970, σελ. 250
5.     Βλ. προηγ. Σελ. 249.
7.     Με το όνομα «Δονάτος» φέρονται δύο επίσκοποι αυτής της περιόδου: Δονάτος, επίσκοπος Μαύρων Καλυβών και Δανάτος ο Μέγας, Επίσκοπος Καρχηδόνος. Από το όνομά τους κλήθηκε το σχίσμα που είχε δημιουργηθεί στη Ρώμη.
8.     Βλ. προηγ. Δ. Μπαλάνου, σελ. 148.      

Δεν υπάρχουν σχόλια: