Βυζαντινή τέχνη και εξεικόνιση της αγιότητας.
Είναι εφικτή;
Η αντίληψη ότι ο εξεικονισμός του Αγίου, με τον βυζαντινό ζωγραφικό τρόπο, έχει να κάνει με την καταγραφή κάποιας υπεραισθητής πραγματικότητας ή με την καταγραφή κάποιας ιδιαίτερης πνευματικής κατάστασης, πού χαρακτηρίζει κάποια πρόσωπα, είναι αρκετά διαδεδομένη και κατά κύριο λόγο συνιστά και το ύφος των εικόνων. Πιστεύουν δε ότι η βυζαντινή αγιογραφία ανάγει τον νου μας στον ουρανό, ενώ η κλασική ζωγραφική τέχνη, που απεικονίζει με πιο φυσικό τρόπο τους αγίους, κατεβάζει το νου μας στη γη.
Την θεωρεία αυτή την ανέπτυξαν διεξοδικά πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι. Στην πρωτοπορία όμως αυτής της ερμηνείας για την εικόνα, βρίσκεται η ρωσική θεολογική σκέψη, με κυριότερο εκπρόσωπό της τον Λεωνίδα Ουσπένσκυ. Έφερε στο προσκήνιο την άποψη, ότι η μορφή ενός αγίου δεν είναι αρκετή για να εικονίσει το πρόσωπο αυτό, γιατί η εικόνα ως έκφραση μιας πνευματικής καταστάσεως του προσώπου, πρέπει να ορίζεται ως γεγονός με ειδικό εικαστικό τρόπο, ώστε να περιγράφει το υπερβατικό περιεχόμενό της. [1] Προσπάθησαν έτσι να ανάγουν την τοποθέτηση αυτή σε δογματική διδασκαλία της εκκλησίας μας, για να δώσουν την εντύπωση ότι κρατούν την παράδοση.(!)
Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση, ότι δηλαδή καταγράφουμε μ’ έναν ιδιαίτερο ζωγραφικό τρόπο (ύφος) την Αγιότητα, δεν έχει κανένα έρεισμα στις πηγές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όσο κι αν ψάξουμε στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, που είναι οι πλέον αρμόδιοι να μιλήσουν για θέματα εκκλησιαστικής τέχνης, αλλά και γενικότερα εκκλησιαστικών παραδόσεων, δεν θα δούμε πουθενά αποτυπωμένη την άποψη αυτή, -ότι δηλαδή ο εξεικονισμός των Αγίων είναι η καταγραφή της Αγιότητας με κάποιο ζωγραφικό τρόπο. Ανεξάρτητα πάντως από την απουσία ερεισμάτων στις πηγές, η άποψη αυτή έχει και άλλα προβλήματα.
Η Εκκλησία δεν καταγράφει το αόρατο καθεαυτό, διότι κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο. Το αόρατο δεν μπορεί να καταγραφεί από τη μεριά του ανθρώπου, διότι αυτό θα σήμαινε ότι υπάρχει αναλογία ανάμεσα στον κτιστό και στον άκτιστο κόσμο.(!) [2]
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε καθόρισε ένα τύπο τεχνοτροπίας, για την εικονογράφηση. Αυτό μαρτυρείται από την ιστορία και από την διδασκαλία των αγίων μας.
Αρχικά να πούμε ότι τα πρώτα 600 χρόνια του Χριστιανισμού, η βυζαντινή τέχνη ήταν άγνωστη στον Χριστιανικό κόσμο και οι εικόνες αγιογραφούντο κατά τον συνήθη κλασσικό τρόπο της κάθε εποχής, αρχής γενομένης από τις Κατακόμβες.
Η βυζαντινή τέχνη κατά τους αρχαιολόγους ερευνητές είναι η ένωση δυο μεγάλων κλάδων ζωγραφικής, της ειδωλολατρικής αρχαιότητος, δηλαδή: α) Της Ελληνιστικής κλασσικής τέχνης και β) Της Ασιατικής των Σασσανιδών της Περσίας. Εξ αυτής της ενώσεως, προήλθε η ζωγραφική, η κατόπιν ονομασθείσα Βυζαντινή. [3]
Ουδέποτε διανοήθηκε κανείς στο παρελθόν να διατυπώσει απόψεις όπως, ότι: «Την στιγμή που το αναπαριστώμενο πρόσωπο είναι φορέας της θείας Χάρης, η εικόνα οφείλει να μας φανερώσει την αγιότητά του∙ διαφορετικά δεν θα είχε νόημα. Αν αναπαριστάνοντας την ανθρώπινη φύση του σαρκωμένου Θεού η εικόνα δεν μας έδειχνε παρά μόνον την ιστορική πραγματικότητα, όπως κάνει για παράδειγμα η φωτογραφία, θα σήμαινε πως η Εκκλησία βλέπει τον Χριστό με τα μάτια του απίστου πλήθους που τον περιτριγύριζε». (Λ. Ουσπένσκυ: «Η Θεολογία της Εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία» Εκδ. Αρμός, σελ.200-201).
Ακόμη πιο τραβηγμένη είναι η άποψη που υποστηρίζουν κάποιοι άλλοι, ότι η βυζαντινή αγιογραφία, έχει την δυνατότητα να παρουσιάζει τις εξαϋλωμένες μορφές των Αγίων και να παριστά τον Χριστό ως «Θεάνθρωπο»!!!
Και ο κοινός νους αντιλαμβάνεται το παράλογο και αιρετικό της θεωρίας αυτής, διότι στην βυζαντινή τέχνη, αγιογραφούνται εκτός των Αγίων, της Θεοτόκου, του Χριστού και των Αγγέλων και άλλα πρόσωπα, που δεν έχουν σχέση με τον Χριστό, όπως ειδωλολάτρες, αιρετικοί, δήμιοι, οι οποίοι έκαναν μαρτύρια στους Αγίους. Ακόμη οι σταυρωτές του Χριστού, όπως ο Ιούδας Ισκαριώτης, ο Πόντιος Πιλάτος, οι Φαρισαίοι κ.α.
Όλοι αυτοί με μόνον το γεγονός ότι έχουν ζωγραφισθεί στη βυζαντινή τέχνη, με εξαϋλωμένες μορφές, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι άγιοι!!!
Κοινό όμως χαρακτηριστικό αυτών των σύγχρονων οπαδών της «βυζαντινολατρείας», όσον αφορά τον τρόπον της εξεικονίσεως, είναι η αναφορά τους στο υπερβατικό περιεχόμενο. Κατ΄αυτούς η ιστορική μορφή καθ΄εαυτήν, δεν θεωρείται εικόνα, αλλά απλή θρησκευτική ζωγραφική, επειδή δήθεν δεν εκφράζει την αγιότητα των εικονιζομένων προσώπων!!!
Αλλά τι είναι η αγιότητα; Η Αγιότητα μεσ΄ την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η κοινωνία ενός προσώπου με τον Χριστό και η κατά Χάρη ένωσή του με Αυτόν, ως συνεπεία του αγώνα του να καθαρθεί από τα πάθη του και να αναδείξει την ανθρώπινη φύση του αυθεντική και χαριτωμένη.
Αν λοιπόν η Αγιότητα εκφραζόταν μ’ ένα μοναδικό ζωγραφικό τρόπο, θα είχαμε σοβαρά προβλήματα στην ερμηνεία της εικονογραφικής τέχνης που αντιστοιχεί στην ιστορία της Βυζαντινής ζωγραφικής. Μία τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση της καταγραφής της Αγιότητας σε σχέση με τον ζωγραφικό τρόπο, δεν μπορεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο των θαυματουργών εικόνων, πολλές εκ των οποίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι ζωγραφισμένες με τον κλασσικό (νατουραλιστικό) τρόπο όπως π.χ. Ο Ευαγγελισμός της Παναγίας της Τήνου κ.α.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία καθόρισε ως δόγμα την τιμή και προσκύνηση των Ιερών Εικόνων και όχι την καθιέρωση της Βυζαντινής τέχνης.
Ο Άγιος Νεκτάριος λέγει: «ἡ τιμή καί ἡ προσκύνησις τῶν ἁγίων εἰκόνων εἶναι ὄχι μόνον δόγμα ἱερόν τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας, κεκυρωμένον καί ὑπό τῆς Ζ´ ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά καί παράδοσις, ἀρχαιοτάτη ἀποστολική καί πατερική, διατηρηθεῖσα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ διά μέσου ὅλων τῶν αἰώνων καί τῶν διωγμῶν» [4]
Ο άγιος Νικηφόρος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, που διώχθηκε από τους εικονομάχους για την υπεράσπιση της τιμής των εικόνων, ορίζει ως εξης το έργο της ζωγραφικής: «Έτι η γραφή (ζωγραφική), το σωματικόν είδος του γραφομένου παρίστησι, σχήμά τε και μορφήν αυτού εντυπουμένη και την εμφέρειαν» [6] Η ρεαλιστική αυτή διατύπωση του ομολογητή πατριάρχη συμπληρώνεται με τον θαυμάσιο ορισμό του για την εικόνα του Χριστού η οποία «ομοίωμα αυτού εστί, και τω σώματι αυτού προσέοικε, και τον τύπον του σώματος αυτού ημίν κατεπαγγέλλεται» [7]. Η εικόνα δηλ. δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ομοίωμα που παριστάνει τον σωματικό τύπο του προσώπου Του.
Ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης ένας άλλος υπέρμαχος των ιερών εικόνων γράφει για την εξεικόνιση του Χριστού: «Ει Αδάμ ο πρώτος άνθρωπος τω είδει περιγράφεται, άρα και ο Χριστός ο δεύτερος Αδάμ, Θεός ων και άνθρωπος, εξ ίσου τω σωματικώ είδει εικονισθήσεται» [8]. Και αλλού συμπληρώνει: «Ει τις την περιγραφήν της σωματοειδούς θέας του Λόγου μη ονομάζει εικόνα Χριστού, ή Χριστόν ομωνύμως…αιρετικός εστίν» [9].
Συμπέρασμα: Η μορφή καθεαυτή (ασχέτως από την τεχνοτροπία που θα εικονίσουμε τον Χριστό ή έναν άγιο), συνιστά εικόνα, αρκεί να φέρει εξωτερικά τα βασικά υποστατικά γνωρίσματα του εικονιζόμενου. [10]
Ο αγιογράφος δεν αυτοσχεδιάζει όταν ιστορεί την μορφή ενός αγίου. Η φυσική εικόνα του προσώπου, προηγείται της τεχνητής εικόνας που δημιουργεί ο ζωγράφος. Οι εικόνες ανήκουν στην Αποστολική και Πατερική παράδοση και δεν είναι επινόηση του αγιογράφου. [11]
Κατά τον Μέγα Φώτιο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (820-893 μ.Χ.), ο ρόλος της τέχνης της εικονογραφίας δεν συνίσταται μόνο στην παρουσίαση των μορφών αλλά και στο να χαρακτηρίζονται οι μορφές από «ιεροπρέπεια». Γι αυτό συνιστά την διατήρηση της καθαρότητας των προσώπων και την απομάκρυνση στοιχείων «υλικής ακοσμίας» και «ανθρωπίνης περιεργείας». [14]
Η μετωπικότητα [16] επίσης των μορφών βοηθάει και υπηρετεί την άμεση σχέση μεταξύ εικονιζομένου και θεατή. Επίσης η συστολή και ο περιορισμός των κινήσεων του σώματος. Οι μετρημένες και εύτακτες κινήσεις του σώματος, προσδίδουν ισορροπία στη σύνθεση.
Κατά κανόνα πρέπει να αποφεύγονται περιφερειακά στοιχεία που αποσπούν την προσοχή του θεατή και δεν έχουν ουσιαστική σχέση με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Συνήθως αυτά αποτελούν ανθρώπινη επινόηση και αφαιρούν από την αισθητική ποιότητα του έργου.
Τα χρώματα επίσης πρέπει να έχουν φωτεινότητα και λαμπρότητα, όπως αρμόζει σε ιερά πρόσωπα. Με τον τρόπο αυτό υπερβαίνονται οι διασπαστικές τάσεις στη σύνθεση και επικρατεί ρυθμός και ευταξία. Αυτές οι βασικές προϋποθέσεις μπορούν αν ο καλλιτέχνης το επιδιώξει να αποδώσουν κάλλιστα την ιεροπρέπεια των εικονιζομένων άσχετα με την τεχνοτροπία (μορφολογία) της εικόνας.
Η ελευθεριότητα αυτή οδήγησε και σε ένα άλλο ατόπημα, να παρουσιάζονται οι άγιοι με τρόπο προκλητικό, με ακάλυπτο το σώμα τους, ευτραφείς ή καλογυμνασμένοι ως αθλητές, σύμφωνα με το ιδεώδες του ωραίου που επικρατούσε στην εποχή τους, ώστε να μην αμφισβητείται η ομορφιά και το κάλλος τους από κανέναν!
Ο εξωραϊσμός αυτός έμμεσα παρέπεμπε στην αποδοχή του «αλάθητου», που πρέπει να το αποδεχθείς θέλοντας και μη. Ο τονισμός επίσης του όγκου των σωμάτων, της ψευδαίσθησης του βάθους, οι δυναμικές και συχνά αδέξιες κινήσεις των προσώπων, ακόμη και η έκφραση εντόνων συναισθημάτων, αποιεροποίησαν την τέχνη της Δυτικής αγιογραφίας και την απομάκρυναν απ΄τον λειτουργικό της ρόλο, ως σκεύος πνευματικής αναφοράς και προσευχής.
………………………………………………………
[2] Το μόνο που μπορούμε βάσιμα να ισχυριστούμε είναι ότι τα αόρατα (Αγία Τριάδα, ψυχή, αγγέλους, δαίμονες, κλπ.) συμβολικά και συμβατικά τα εξεικονίζουμε, λόγω της συγκατάβασης του Θεού στους αγίους Του, να μετέχουν σε αυτές τις πραγματικότητες με ποικίλες αποκαλύψεις. Η μετοχή αυτή είναι αμυδρά και ανθρωποπαθής στους αγίους, κατά το μέτρο της δεκτικότητας και της Χάριτος που λαμβάνουν, αγωνιζόμενοι να ευαρεστήσουν στον Θεό. Τις Θείες λοιπόν αποκαλύψεις που μαρτυρούν για διδακτικούς ή ποιμαντικούς λόγους και τις περιγράφουν με λόγια, ο αγιογράφος τις περιγράφει με σχήματα και χρώματα, όχι ως προς την ουσία, αλλά ως προς την φαινομενική μορφή που επιτρέπει ο Θεός να ιδούν.
π. Δημητρίου Χ. Σαββόπουλου
4 σχόλια:
Που και που κληρικοί που γνωρίζουν από αγιογραφία και θεολογία της εικόνας γράφουν και μας διαφωτίζουν. Ο π. Δημήτριος γράφει ότι κανένας Πατέρας της Εκκλησίας δεν φαίνεται να εξαρτά την εικόνα ή την ιερότητά της. Στον χώρο της Εκκλησίας υπάρχει μια εικονομαχία και αν δεν υπήρχε το υπουργείο πολιτισμού θα είχαν καταστρέψει τις αγιογραφίες του 19ου και 20ου αιώνα για να βάλουν κάποιες εικόνες ‘’βαριές’ βυζαντινές που προσωπικά δεν μιλούν στην ψυχή μου.
Πολύ καλά τα γράφει ο π. Δημήτριος. Όμως ανακύπτουν μερικά ερωτήματα: Οι Πατέρες δεν εκλήθησαν να απαντήσουν περί τεχνοτροπίας και τι εκραζει- εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω. Την περίοδο που κατά εξοχήν αναπτύσσεται η λεγόμενη βυζαντινή τέχνη, στην ομοδοξη Δύση ποια τεχνοτροπία επικρατεί; Το ότι παρεισεφρυσαν νατουραλιστικης τεχνοτροπίας εικόνες σήμαινει ότι καταξιωνονται απρουποθετα; Ο Ουσπένσκι που θέτει τον προβληματισμό ζωγραφίζει βυζαντινά; Νομίζω ότι γενικώς η ρωσική τεχνοτροπία δεν είναι πιστή αντιγραφή της βυζαντινής - αυτό φαίνεται αν θυμάμαι καλά και στις εικόνες που ο Ουσπένσκι έχει στα βιβλία του. Ο Κορδης με τα πολύ σημαντικά που γράφει στα βιβλία του ποια τεχνοτροπία ακολουθεί;
Νομίζω πως το πρόβλημα σήμερα είναι η φωτοτυπικη, πανομοιότυπη ζωγραφική χωρίς ζωντάνια και δημιουργικότητα, κάτι που δεν το συναντάμε στην μακραίωνη ζωγραφική εκκλησιαστική παράδοση, και που αφορά κι άλλους τομείς όπως η αρχιτεκτονική των ναών, η λειτουργική γλώσσα, η υμνογραφία, το κήρυγμα κλπ.
Βυζαντιος
Έχω δει πολλές αγιορείτικες εικόνες του 1950 που ήταν επηρεασμένες από την δυτική τεχνοτροπία τις οποίες βλέπω και μου αρέσουν. Μια τέτοια έχω στο σπίτι. Μετά έπιασε ο καημός στην βυζαντινή λεγόμενη τεχνοτροπία που σε μερικούς ναούς είναι να τραβάς τα μαλλιά σου από την εικονογράφηση αγίων και παραστάσεων.
Εμένα μου αρέσει η βυζαντινή τεχνοτροπία. Κρύβει παράδοση και αρχοντιά
Δημοσίευση σχολίου