Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Ποιός
μπορεῖ, ἀδελφοί μου, νά μή κλάψει καί νά μή θρηνήσει μαζί μέ τή χήρα μάνα τῆς
Ναῒν; Ποιά καρδιά δέ ραγίζει ὅταν βλέπει μιά μάνα χαροκαμένη, νά ἔρχεται γιά
δεύτερη φορά στό νεκροταφεῖο τῆς πόλης, γιά νά θάψει αὐτή τή φορά, ὄχι τό στῦλο
τοῦ σπιτιοῦ της, τόν ἀγαπημένο της σύζυγο –αὐτό τόν εἶχε θάψει προηγουμένως- ἀλλά
γιά νά προπέμψει στήν τελευταία του κατοικία τό νεαρό βλαστάρι τῶν σπλάγχνων
της, τό μονάκριβο παλληκάρι της; Ἀλλά καί ποιά οἰκογένεια καί ποιόν ἄνθρωπο δέν
ἐπισκέπτεται ὁ θάνατος; Ὁ θάνατος, ἀγαπητοί μου, εἶναι τό πιό βέβαιο γεγονός τῆς
ζωῆς μας. Εἶναι παρών τόσο, ὅσο παροῦσα εἶναι καί ἡ ζωή. Κανείς δέν μπορεῖ νά
τόν ἀποφύγει ὅσο κι ἄν μᾶς εἶναι ἀνεπιθύμητος. Τί εἶναι ὅμως ὁ θάνατος καί πῶς πρέπει νά τόν ἀντιμετωπίζουμε;
****
«Ἐξεκομίζετο τεθνηκώς υἱός μονογενής τῇ μητρί αὐτοῦ»
Ὁ θάνατος κάθε ἀνθρώπου εἶναι γεγονός λυπηρό γιά ὅλους μας. Κάποτε μάλιστα ὁ πόνος γιά τό θάνατο κάποιου ἀγαπημένου προσώπου ἀναστατώνει τόν ἄνθρωπο, τοῦ σκοτίζει τό νοῦ καί γεμίζει τή ψυχή μέ ἀπελπισία. Διότι κανείς ἄνθρωπος δέν θέλει τό θάνατο. Καί δέν τόν θέλει διότι ὁ θάνατος εἶναι κάτι τό ἀφύσικο γιά τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος δέν πλάστηκε γιά νά πεθαίνει. Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε γιά τή ζωή καί φύτεψε μέσα μας τόν πόθο τῆς ἀθανασίας. Οἱ πρωτόπλαστοι, μᾶς λέγει ὁ Ἅγ.Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, μέσα στόν Παράδεισο ἔπλεαν σέ πελάγη πνευματικῆς χαρᾶς καί μακαριότητας.Ἦταν ἀπαθεῖς, πάμφωτοι, χωρίς ἁμαρτία. Ἀπολάμβαναν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀφρόντιστη καί ἀκόπιαστη ζωή, τή συναναστροφή τῶν ἀγγέλων. Δυστυχῶς ὅμως δέ συνεχίστηκε γιά πολύ ἡ ἄνετη ἐκείνη καί εὐλογημένη κατάσταση, γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν ἔδωσε τήν ἀνάλογη προσοχή ὅσον ἀφορᾶ τήν τήρηση τῆς ἐντολῆς πού ἔλαβε ἀπό τό Θεό.
Ὁ Θεός προειδοποίησε τούς πρωτοπλάστους ἐξ ἀρχῆς λέγοντάς τους: «ἧ δ’ ἄν ἡμέρα φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν. β΄16-17). Ἀπό ὅλα τά δένδρα τοῦ Παραδείσου μπορεῖτε νά τρῶτε. Ἀπό τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ νά μή φᾶτε. Τήν ἡμέρα πού θά φᾶτε, θά σᾶς ἔρθει ἡ φθορά καί ὁ θάνατος. Καί ὅλοι γνωρίζουμε τό τί ἔγινε. Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἀψήφησαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί ἔφαγαν. Καί ἀπό τότε ἦρθε καί βασίλεψεν ὁ θάνατος στό ἀνθρώπινο γένος. Ἡ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅμως δέν μποροῦσε νά μᾶς βλέπει σ’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς
δουλείας καί τοῦ θανάτου, γι’ αὐτό ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά καταργήσει μέ τό δικό
του θάνατο τό δικό μας θάνατο.
Μετά
τήν Σταύρωση καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἔχασε τή δριμύτητά του. Ἔπαυσε
νά εἶναι κάτι τό ζοφερό, τό φοβερό καί ἀπαίσιο. Τώρα πλέον ὁ θάνατος ἀποτελεῖ
πέρασμα καί ὄχι τέλος. Τώρα πλέον κάθε χριστιανός μέ τό θάνατό του πηγαίνει
κοντά στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὅπου θά ζεῖ ἡ ψυχή του χωρίς λύπη καί πόνο. Ἐκεῖ
θά συναντήσει τήν Παναγία μας, τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, τίς στρατιές τῶν ἁγίων ἀγγέλων,
ὅλους τούς ἁγίους, ὅληγ τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία «μυριάδας ἀγγέλων καί πανήγυριν
καί Ἐκκλησίαν πρωτοτόκων» (Ἑβρ. ιβ΄22). Ἐκεῖ θά συναντήσει τούς πιστούς ἀγαπημένους
του πού ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό πρίν ἀπ’ αὐτόν. Τώρα πλέον ὁ θάνατος εἶναι
μόνο χωρισμός τοῦ σώματος ἀπό τήν ψυχή, πού θά διαρκέσει μέχρις ὅτου ὁ Κύριος, ὁ
ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ἀναστήσει τά νεκρά σώματα τῶν ἀνθρώπων
καί τά ἑνώσει πάλι μέ τίς ψυχές τους. Κοιμοῦνται οἱ νεκροί καί περιμένουν ν’ἀκούσουν
τό σάλπισμα τοῦ Ἀρχαγγέλου νά τούς ξυπνήσει. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος ὀνόμασε τό
θάνατο ὕπνο καί ἡ Ἐκκλησία μας ὀνομάζει τά νεκροταφεῖα Κοιμητήρια. Διότι ἀκριβῶς
ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι προάγγελος, προμήνυμα καί τῆς δικῆς μας ἀνάστασης.
Στό Σύμβολο τῆς πίστεως οἱ πιστοί διακηρύσσουμε: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί
ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ἐφ’ ὅσον
λοιπόν ὁ θάνατος εἶναι κοίμηση καί πέρασμα ἀπό τά σκιώδη καί μάταια στά αἰώνια καί ἀληθινά, πῶς ἐμεῖς πρέπει νά
τόν ἀντιμετωπίζουμε;
Στίς
δύσκολες στιγμές τοῦ θανάτου κάποιου ἀγαπημένου μας προσώπου θά πρέπει νά ἔχουμε
βαθειά πίστη στό Θεό, τό χορηγό τῆς ζωῆς. Ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοιά Του. Μή
ψάχνουμε μέ τή φτωχή λογική μας νά ἐξηγήσουμε τά ἀνεξερεύνητα σχέδια τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό ὅμως πού σίγουρα θά πρέπει νά ἀποδεχθοῦμε εἶναι ὅτι ὁ Θεός μέσα στό
πάνσοφο σχέδιό του ὅλα τά ἐπιτρέπει γιά τό καλό μας. Θά προστατεύσει αὐτούς πού
ἔμειναν πίσω, θά στηρίξει τούς ἀπαρηγόρητους. Ὅταν μιά οἰκογένεια χάσει τόν
πατέρα της, ὁ Θεός γίνεται δυό φορές πατέρας, καί ὅταν χάσει τή μητέρα, ἡ
Παναγία μας γίνεται ἡ οὐράνια μητέρα τῆς οἰκογένειας. Αὐτά πού λέμε τώρα δέν εἶναι
λόγια παρηγοριᾶς. Τό ἀποδεικνύουν ἀναρίθμητρα παραδείγματα ὀρφανῶν πού ὁ Θεός
τά προστάτευσε μέ τόν καλύτερο τρόπο.
Βέβαια
μπροστά στό θάνατο εἶναι ἀδύνατο νά μή πονέσουμε, νά μή κλαύσουμε. Ὁ Κύριός μας
ἄλλωσατε μπροστά στό θάνατο τοῦ φίλου του Λαζάρου ἐδάκρυσε. Δέν θά μείνουμε ἀναίσθητοι
οὔτε ἀπαθεῖς, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἅγ.Γρηγόριος ὁ θεολόγος, οὔτε ὅμως καί πολυπαθεῖς,
ἀπελπισμένοι καί ἀπογοητευμένοι. Καί τά
δυό εἶναι ἄκρα καί δέν ταιριάζουν σ’ ἕνα χριστιανό. Θά λυπηθοῦμε, θά πονέσουμε,
θά κλάψουμε. Δέν θά ἀπελπισθοῦμε ὅμως. Δέν θά χάσουμε τή ψυχική μας ἰσορροπία,
δέν θά γογγύσουμε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Δέν θά ἀφήσουμε τή λύπη καί τή μελαγχολία
νά μᾶς παραλύσει. Δέν θά ξεσπάσουμε σέ ἐκδηλώσεις ὑπερβολικές, κάτι πού κάμνουν
οἱ ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν ἐμπιστοσύνη στό Θεό. Ὁ Ἀπ.Παῦλος μᾶς λέγει σεῖς οἱ
χριστιανοί δέν πρέπει «νά λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα» (
Α΄Θεσ. δ΄3).
****
«Ἐξεκομίζετο τεθνηκώς υἱός μονογενής τῇ μητρί αὐτοῦ»
Ἀδελφοί,
εἴπαμε καί στήν ἀρχή ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τό πιό βέβαιο γεγονός τῆς ζωῆς μας.
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί πρέπει νά προετοιμαζόμαστε γι’ αὐτόν σέ ὅλη μας τή ζωή.
Κάθε στιγμή καί κάθε ὥρα δίνουμε ἐξετάσεις γιά τή θέση μας στήν ἄλλη ζωή. Μή
περιμένουμε νά μετανοήσουμε κατά τίς τελευταῖες μας ὧρες πρίν ἀπό τό θάνατό μας.
Δέν ξέρουμε ἄν θά ἔχουμε τότε τήν εὐκαιρία. Σήμερα, τώρα νά ἀλλάξουμε ζωή, μέ ἐξομολόγηση
εἰλικρινῆ, μέ μετάνοια ἔμπρακτη, μέ φιλότιμη προσπάθεια καί σύντονο ἀγώνα. Ἀλ΄΄α
καί ἄλλους νά βοηθήσουμε νά κάμουν αὐτή τήν εὐλογημένη προετοιμασία γιά τό
μεγάλο ταξίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου