Πέντε διδάγματα
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας διαβάζεται ἡ περικοπὴ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ ποὺ εἶνε γνωστὴ ὡς ἡ
παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου (βλ. Λουκ. 16,19-31). Ὁ Λουκᾶς ἦταν γιατρὸς
ἀλλὰ καὶ ζωγράφος· ζωγραφίζει λοιπὸν στὸ Εὐαγγέλιό του θαύματα καὶ παραβολὲς τοῦ
Κυρίου. Καὶ μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες εἰκόνες του εἶνε αὐτὴ ἡ σημερινὴ παραβολή. Ἔχουν
περάσει τόσοι αἰῶνες, θὰ περάσουν καὶ ἄλλοι, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα τῆς παραβολῆς αὐτῆς
θὰ ἐξακολουθῇ νὰ ἔχῃ ἀμείωτη λάμψι.
Ζωγραφίζει δύο πρόσωπα· ἀπὸ τὴ
μία τὸν πλούσιο στὸ ζενὶθ τῆς κατὰ κόσμον εὐτυχίας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν φτωχὸ
στὸ ναδὶρ τῆς ἀνθρωπίνης δυστυχίας. Νὰ ἑρμηνεύσουμε ὅλη τὴν παραβολή; Οὔτε
χρόνος ὑπάρχει, οὔτε ἐσεῖς ἔχετε ὑπομονή, οὔτε κ᾽ ἐγὼ τὴ δύναμι. Θὰ προσπαθήσω
μόνο, μὲ ἀφορμὴ τὴν παραβολή, νὰ βγάλω μερικὰ διδάγματα.
* * *
Πρῶτο δίδαγμα. Στὸν κόσμο αὐτὸν δὲν θὰ λείψῃ ποτέ ἡ δυστυχία· δὲν εἶνε δυνατόν. Θὰ ὑπάρχουν ἀπ᾽ τὸ ἕνα μέρος πλούσιοι, ποὺ θὰ διαθέτουν κεφάλαια καὶ θὰ σκορπίζουν μέσα σὲ μιὰ νύχτα ἑκατομμύρια, κι ἀπ᾽ τὸ ἄλλο μέρος φτωχοί, ποὺ δὲν θὰ ἔχουν οὔτε ψωμὶ νὰ φᾶνε οὔτε φάρμακο στὴν ἀρρώστια τους οὔτε μιὰ γωνιὰ νὰ στεγαστοῦν. Ἡ κατάστασι τοῦ Λαζάρου εἰκονίζει τὴ σύγχρονη ζωή.
Παρουσιάστηκαν βέβαια συστήματα
παλαιότερα καὶ νεώτερα, ποὺ φιλοδόξησαν νὰ ἐξαλείψουν τὴν κοινωνικὴ ἀδικία, νὰ ἰσοπεδώσουν
τὰ βουνὰ τῆς ἀνισότητος, νὰ κάνουν τὴ ζωὴ ἕνα λεῖο κάμπο χωρὶς τὶς αἰχμηρὲς
προεξοχὲς τῆς ἰδιοτελείας καὶ τῆς ἀσπλαχνίας· ὑποσχέθηκαν, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι
θὰ ζήσουν εὐτυχισμένοι. Τὸ πέτυχαν; Ὄχι. Ἡ δυστυχία δὲν ἐξέλιπε οὔτε στὴ ῾Ρωσία,
ὅπου ἔγινε τὸ πείραμα τοῦ κομμουνισμοῦ. Τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ μιλᾶμε τὸ ἕνα τρίτο τῆς
ἀνθρωπότητος ὑποσιτίζεται καὶ πολλοὶ πεθαίνουν ἀπὸ πεῖνα καὶ ἀσθένειες.
Μένει λοιπὸν ἀπραγματοποίητο τὸ ὄνειρο
τῆς ἀνθρωπότητος γιὰ δικαιοσύνη; Ὄχι, ἀδελφοί μου. Ἐὰν ὅλοι μας, ἐφαρμόσουμε τὸ
Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ ὑπάρχουν πεινασμένοι καὶ δυστυχεῖς· χωρὶς τὸ Εὐαγγέλιο
ὅμως δὲν ὑπάρχει τέλος τῶν κακῶν.
Τὸ δεύτερο δίδαγμα εἶνε, ὅτι
κάποτε ὅλα τελειώνουν. Κι ἂν ἀκόμα ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ζῇ ὄχι ἕνα καὶ δυὸ
χρόνια ἀλλὰ ἑκατὸ χρόνια σὲ πέλαγος εὐτυχίας, κ᾽ εἶνε ἀπολύτως ὑγιὴς καὶ
πλούσιος ὅπως ὁ Κροῖσος καὶ δυνατὸς ὅπως ὁ Ναπολέων καὶ σοφὸς ὅπως ὁ Σολομῶν, αὐτὰ
δὲν εἶνε αἰώνια. Τελειώνουν τὰ ὡραῖα καὶ εὐχάριστα. Ἔρχεται ὁ θάνατος, ὁ
μεγάλος δημοκράτης, ποὺ ἐξισώνει ὅλους καὶ τοὺς ἰσοπεδώνει ξαπλώνοντάς τους στὰ
νεκροταφεῖα. Ὅπως λένε τὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, «ἐπελθὼν ὁ θάνατος, ταῦτα
πάντα ἐξηφάνισται». Παύει πᾶσα διάκρισις· «Ἆρα τίς ἐστι; βασιλεὺς ἢ στρατιώτης,
πλούσιος ἢ πένης, δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός;» (Ἀκολ. νεκρώσ. ἰδιόμελ. ἦχ. γ΄ καὶ πλ.
α΄). Ἀλλ᾽ ὅπως τελειώνουν τὰ ὡραῖα, ἔτσι τελειώνουν καὶ τὰ ἄσχημα καὶ
δυσάρεστα. Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ἐπὶ ἑκατὸ χρόνια δὲν βλέπει ἄσπρη μέρα, ἀλλὰ
ζῇ ἀσθενὴς καὶ φτωχὸς καὶ ἀδικημένος, θὰ ἔρθῃ ὅμως καὶ γι᾽ αὐτὸν τὸ τέλος τῶν
δεινῶν.
Συνεπῶς· καὶ σὺ ποὺ εὐτυχεῖς, μὴν
ἐπαναπαύεσαι καὶ παγιδεύεσαι, καὶ σὺ ποὺ ὑποφέρεις, μὴν ἀπελπίζεσαι καὶ ἀθυμεῖς.
Τὸ τρίτο δίδαγμα. Γιὰ νὰ λέμε τὴν
ἀλήθεια, εἴμαστε ἐπιπόλαια καὶ ῥηχὰ πνεύματα· δὲν ἔχουμε ἐμβαθύνει στὰ μυστήρια
τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ τὸ πιστέψουμε ἀκραδάντως· ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ τὸ τέρμα τῆς
ζωῆς. Ὄχι.
Δὲν εἴμαστε σὰν τὰ δέντρα ποὺ
ξεραίνονται ἢ σὰν τὰ ζῷα ποὺ ψοφοῦν· εἴμαστε κάτι ἀνώτερο. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ψυχὴ
ἀθάνατη. Τὸ σῶμα λειώνει, διαλύεται, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ὑπάρχει, μένει. Τί λέει τὸ
σημερινὸ εὐαγγέλιο; Μᾶς παρουσιάζει τὶς δύο ψυχές· ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τοῦ
πλουσίου στὴν κόλασι (τὴν ὁποία συμβολίζουν τὰ βάσανα καὶ ἡ φλόγα), κι ἀπὸ τὴν ἄλλη
τοῦ Λαζάρου στὸν παράδεισο (τὸν ὁποῖο συμβολίζει ὁ κόλπος τοῦ Ἀβραάμ).
Ἄθεοι, ἄπιστοι καὶ ὑλισταί, δὲν εἶνε
ψέμα· ναί ὑπάρχει ἄλλος κόσμος, ἄλλη ζωή!
Τέταρτο δίδαγμα. Ἂν ἐδῶ ἀπὸ τὰ μάτια σου στάξῃ
ἕνα δάκρυ μετανοίας γιὰ τὰ κρίματά σου, τὸ δάκρυ αὐτὸ γίνεται θάλασσα μέσα στὴν
ὁποία σβήνουν ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματα. Ὅταν ὅμως ὁ θάνατος μᾶς σφαλίσῃ γιὰ πάντα τὰ
μάτια καὶ ἀπ᾽ ἐδῶ μὲ τὴ βαρκούλα τῆς ὑπάρξεώς μας διαπεράσουμε στὴ χώρα τῆς αἰωνιότητος,
ἐκεῖ ὄχι ἕνα δάκρυ ἀλλὰ ἕναν Ἁλιάκμονα δακρύων νὰ χύσουμε πενθοῦντες, ἐκεῖνα τὰ
δάκρυα δὲν θὰ ἔχουν καμμία ἰσχύ. Ἐκεῖ θ᾽ ἀναστενάζουν οἱ ἄσπλαχνοι πλούσιοι, θὰ
κλαῖνε οἱ πόρνοι καὶ οἱ μοιχοί, θὰ βογγοῦν οἱ βλάστημοι, θὰ καταριῶνται τὴν ἡμέρα
τῆς γεννήσεώς τους οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, μὰ δὲν θὰ εἰσακούωνται. Ἡ σημερινὴ
παραβολὴ μᾶς βεβαιώνει, ὅτι «ἐν τῷ ᾅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια».
Ἕνα τελευταῖο δίδαγμα προσφέρει ὁ
σπουδαῖος διάλογος τῆς παραβολῆς –θά ᾽θελα ἐκτενέστερα νὰ διατρίψω σ᾽ αὐτόν–,
διάλογος ποὺ ἔγινε στὸν ᾅδη· γιατὶ κ᾽ ἐκεῖ ὁμιλοῦν οἱ ψυχές.
Ὁ πλούσιος, ἐνῷ καίγεται στὴν
κόλασι, βλέπει τὸ Λάζαρο στὸν παράδεισο καὶ παρακαλεῖ·
–Πάτερ Ἀβραάμ, λέει, στεῖλε τὸ
Λάζαρο νὰ μοῦ δροσίσῃ λίγο τὴ γλῶσσα μὲ τὸ δαχτυλάκι του, γιατὶ βασανίζομαι σὲ
τούτη τὴ φλόγα· μιὰ στάλα δροσιᾶς παραδείσου ζητῶ. Μ᾽ αὐτὸ μοιάζει ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε
ὁ ῾Ρήγας Φεραῖος· «Καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωὴ παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ
καὶ φυλακή». Δὲν ζητῶ πολλά· παρακαλῶ γιὰ μιὰ στιγμὴ χαρᾶς ἀπὸ ἐκείνην ποὺ αἰσθάνεται
ἡ ψυχὴ ὅταν λέῃ «Μνήσθητί μου, Κύριε…»(Λουκ. 23,42), ἐκείνη μὲ τὴν ὁποία δὲν
συγκρίνονται οἱ ἐπίγειες χαρές.
–Ὄχι, ἀπαντᾷ ὁ Ἀβραάμ· ὁ καθένας σας ἔζησε ὅπως
διάλεξε. Καὶ τώρα χάσμα μεγάλο χωρίζει τὴ μία κατάστασι ἀπὸ τὴν ἄλλη· εἶνε ἀδύνατη
κάθε ἐπικοινωνία. Ὁ πλούσιος ὑποβάλλει δεύτερη παράκλησι·
–Ἔχω, πάτερ, στὴ γῆ πέντε ἀδέρφια. Ζοῦν ὅπως
ζοῦσα κ᾽ ἐγώ· σὲ παρακαλῶ, στεῖλε τὸ Λάζαρο στὸ πατρικό μου νὰ τοὺς πῇ νὰ
μετανοήσουν· μὴν ἔρθουν κι αὐτοὶ σὲ τοῦτα τὰ βάσανα.
–Ἔχουν τὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες,
τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Ἀβραάμ· ἂς ἀκούσουν αὐτούς. Μὰ ὁ πλούσιος ἔχει ἀντίρρησι κ᾽ ἐπιμένει·
–Ὄχι, πάτερ· ἂν ὅμως ἀναστηθῇ κάποιος νεκρὸς
καὶ πάῃ σ᾽ αὐτούς, θὰ μετανοιώσουν. Καὶ ὁ Ἀβραὰμ κλείνει τὸ διάλογο λέγοντας·
–«Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ
ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται» (Λουκ. 16,31)· ἂν δὲν ἀκοῦνε
τὴ Γραφή, καὶ νεκρανάστασι νὰ δοῦν δὲν θὰ πεισθοῦν. Θὰ ἤθελα στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ
κάνω εἰδικὴ ὁμιλία· ἀλλ᾽ ἂς τελειώσω μὲ τὰ ἑξῆς λίγα λόγια ἐπὶ τῆς παραβολῆς,
ποὺ κάποιος τὴν χαρακτήρισε ὡς κοινωνικὸ εὐαγγέλιο.
* * *
Πολλοί, ἀγαπητοί μου, ζητοῦν
θαύματα γιὰ νὰ πιστέψουν· νὰ ἔρθῃ π.χ. κάποιος ἀπ᾽ τὸν ἄλλο κόσμο καὶ νὰ πῇ, Ὑπάρχει
κόλασι καὶ παράδεισος! Ὄχι, ἀδελφοί μου. Κι αὐτὸ νὰ γίνῃ, δὲν πιστεύουν. Ἀπόδειξις·
ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸν τετραήμερο Λάζαρο. Πίστεψαν; Ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ
καὶ μελετοῦσαν πῶς νὰ θανατώσουν πάλι τὸν ἀναστημένο!(βλ. Ἰω. 12,10-11). Τόσο
διεφθαρμένος εἶνε ὁ ἄνθρωπος· ὅποιος δὲν ἔχει καλὴ διάθεσι, ὅσα θαύματα κι ἂν δῇ
δὲν πιστεύει.
Καὶ λοιπόν, δὲν ὑπάρχει κάτι ποὺ
νὰ πείθῃ γιὰ τὴν πέρα τοῦ τάφου αἰωνία ζωή; Ὑπάρχει ἕνα θαῦμα· μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ
ἄλλα θαύματα. Αὐτὸ εἶνε τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ πιστέψετε, τότε
πλέον εἶστε ἄξιοι τῆς τύχης σας. Ποιό εἶνε τὸ θαῦμα; Εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ μικρὸ
αὐτὸ βιβλίο, ποὺ μπορεῖτε νὰ τὸ ἀπολαμβάνετε μέρα καὶ νύχτα.
Ὦ Εὐαγγέλιο, λόγια τοῦ Χριστοῦ ἀθάνατα!
Κόσμε ταλαίπωρε, ποὺ ἀνοίγεις ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις, νά τὸ θαῦμα! Πάρ᾽ το, ἄνοιξέ
το, μελέτησέ το. Ἄπιστοι, ποὺ τὸ μελέτησαν εἶπαν «Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος»(Ματθ.
27,54).
Ἕνα παράδειγμα. Ὁ ῾Ρῶσος
Ντοστογιέφσκυ ἦταν ἄθεος· ἀλλ᾽ ὅταν ἦρθε σὲ σύγκρουσι μὲ τὸ τσαρικὸ καθεστὼς καὶ
τὸν ὡδηγοῦσαν δεμένο στὴ Σιβηρία, στὸ δρόμο σ᾽ ἕνα χωριό, μιὰ ἁπλοϊκὴ ῾Ρωσίδα
τοῦ ᾽δωσε λίγα φροῦτα καὶ τοῦ εἶπε· –Πάρε, γυιόκα μου, κι αὐτὸ τὸ μικρὸ βιβλίο
(τὸ Εὐαγγέλιο) νὰ τὸ διαβάσῃς. Γέλασε ὁ Ντοστογιέφσκυ, ἀλλὰ τὸ πῆρε. Καὶ μέσα
στὰ τρία χρόνια ποὺ ἔμεινε στὶς φυλακὲς ἦταν τὸ μόνο βιβλίο ποὺ διάβαζε. Ἄνοιξαν
τὰ μάτια του, πίστεψε, ἔγινε ἄλλος ἄνθρωπος καὶ κορυφαῖος λογοτέχνης.
Δὲν εἶνε ντροπή μας, νὰ διαβάζουν
τὸ Εὐαγγέλιο ῾Ρῶσοι, Ἄγγλοι, Νέγροι,… κ᾽ ἐμεῖς ποὺ τό ᾽χουμε γραμμένο στὴ γλῶσσα
μας, νὰ μὴν τὸ διαβάζουμε; Χωρὶς τὴ Γραφὴ δὲν μπορεῖς νὰ σωθῇς. Ἐκεῖ θὰ δῇς τὸ
πρόσωπο μὲ «τὸ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα»(Φιλ. 2,9).
Παντοῦ λοιπὸν ἡ Γραφή! στὰ σπίτια
καὶ στὰ σχολεῖα. Καὶ τώρα ποὺ ἄρχισαν τὰ κατηχητικὰ μαθήματα παρακαλῶ ὅλους νὰ
τρέξουν σὰν διψασμένα ἐλάφια γιὰ νὰ δροσιστοῦν στὰ ῥεύματα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ
κανείς νὰ μὴ βρεθῇ στὸν τόπο τῆς κολάσεως, ἀλλὰ ὅλοι ν᾽ ἀπολαύσουμε τὴ χαρὰ στὴν
ἀπέραντη αἰωνιότητα διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου