Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

Ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα - Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

Ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα
«Καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33)

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, τῆς Κυριακῆς πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως (βλ. Ματθ. 1,1-25), ἔχει ἕνα μεγάλο κατάλογο ὀνομάτων· εἶνε τρεῖς δεκατετράδες (42 ὀνόματα). Ἐκ πρώτης ὄψεως τὰ ὀνόματα αὐτὰ δὲν ἔχουν ἐνδιαφέρον· ὅποιος ὅμως μελετᾷ τὴν ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, ἀρχίζει νὰ καταλαβαίνῃ, γιατί τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο φώτισε τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο νὰ γράψῃ αὐτὸ τὸν κατάλογο στὴν ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου του, καὶ γιατί ἡ Ἐκκλησία ὥρισε νὰ διαβάζωνται τὰ ὀνόματα αὐτὰ σήμερα· εἶνε μία περιληπτικὴ ἀφήγησι τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας, πῶς δηλαδὴ ὁ Θεὸς μερίμνησε νὰ σωθῇ τὸ ἀνθρώπινο γένος διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ του.

Ὁ κατάλογος ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ γιὰ νὰ καταλήξῃ στὸ Χριστό, ποὺ ἑτοιμαζόμαστε νὰ ἑορτάσουμε τὴ Γέννησί του. Ἡ πρώτη δεκατετράδα ὀνομάτων ἀρχίζει μὲ τὸν Ἀβραὰμ (ἔζησε τὸ 2.000 π.Χ.) καὶ φτάνει στὸν βασιλέα Δαυΐδ (ἔζησε τὸ 1.000 π.Χ.). Ἡ δεύτερη δεκατετράδα ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Δαυῒδ καὶ φτάνει στὸν Ἰεχονία «ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος» (ἔ.ἀ. 1,11) τὸ 586 π.Χ.. Καὶ ἡ τρίτη δεκατετράδα ἀρχίζει μὲ τὸν Ἰεχονία καὶ φτάνει στὸ Χριστό. Ὁ Δαυῒδ λοιπὸν καὶ ἡ «μετοικεσία Βαβυλῶνος» ἢ βαβυλώνιος αἰχμαλωσία εἶνε δύο σημαντικοὶ σταθμοὶ στὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας μας.

Γιὰ τὸν προφητάνακτα Δαυῒδ ἔχουμε μιλήσει καὶ ἄλλοτε. Τώρα σᾶς παρακαλῶ νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας στὸ ἄλλο γεγονός, στὴν βαβυλώνιο αἰχμαλωσία.

* * *

Ἂς μεταφερθοῦμε, ἀγαπητοί μου, νοερῶς στὸν 6ο π.Χ. αἰῶνα καὶ ἂς παρακολουθήσουμε τὴν ἐξιστόρησι ἀπὸ τὸ 25ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου Δ΄ Βασιλειῶν. Ἡ μεγάλη δύναμις ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸν τότε γνωστὸ κόσμο ἦταν οἱ Βαβυλώνιοι ἢ Χαλδαῖοι. Βασιλιᾶ τὰ χρόνια ἐκεῖνα εἶχαν τὸν ξακουστὸ Ναβουχοδονόσορα, ὁ ὁποῖος βασίλευσε 43 χρόνια. Νικοῦσε κάθε ἀντίπαλο· ἕνεκα μάλιστα τῆς ἀσεβείας καὶ τῶν ἁμαρτιῶν τῶν Ἑβραίων ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε αὐτὸς νὰ ὑποδουλώσῃ καὶ τὸν ἐκλεκτὸ λαό του.

Μιὰ μέρα μὲ τὰ στρατεύματα καὶ τὰ ἅρματά του πολιόρκησε ἀσφυκτικὰ τὴν Ἰερουσαλήμ. Ἔπεσε πεῖνα, ποὺ ἔκαμψε τὴν ἀντίστασι τῶν πολιορκουμένων. Ἐπιχείρησαν νὰ διαφύγουν, ἀλλὰ οἱ Χαλδαῖοι τοὺς κυνήγησαν καὶ συνέλαβαν τὸν βασιλέα τους Ἐζεκία. Τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸ Ναβουχοδονόσορα. Αὐτὸς τὸν δίκασε καὶ μπροστὰ στὰ μάτια του ὁ Ναβουχοδονόσορ ἔσφαξε τὰ παιδιά του τὰ πριγκιπόπουλα, τύφλωσε τὸν ἴδιο καὶ τὸν μετέφερε σιδηροδέσμιο στὴ Βαβυλῶνα. Ἔπειτα ἔβαλε φωτιά, ἔκαψε τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος καὶ τὰ ἀνάκτορα τοῦ βασιλιᾶ. Σύλησε τὸν πλοῦτο ποὺ βρῆκε καὶ θανάτωσε τοὺς ἱερωμένους. Τέλος, ὅπως ὁ τσοπᾶνος ὁδηγεῖ τὸ κοπάδι στὸ μαντρί, ἔτσι ὁ Ναβουχοδονόσορ ὡδήγησε τοὺς Ἑβραίους μακριὰ ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη. (Αὐτὸ συνέβη καὶ μ᾽ ἐμᾶς στὴ Μικρὰ Ἀσία ὅταν ὁ Κεμὰλ μᾶς κυνήγησε καὶ ἔκανε πρόσφυγες χιλιάδες Χριστιανούς). Ὁ Ναβουχοδονόσορ, λοιπόν, ἅρπαξε τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς μετέφερε μακριά, στὴ Βαβυλῶνα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐννοεῖ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὅταν λέει «ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος» (Ματθ. 1,11). Ἐκεῖ στὴ Βαβυλῶνα ἔζησαν ἑβδομήντα χρόνια μὲ πόνο καὶ δάκρυ, ἕως ὅτου ἐπιστρέψουν πάλι στὴν Ἰερουσαλήμ.

Μὴ νομίσουμε ὅμως ὅτι ὁ ἀγέρωχος ἐκεῖνος κατακτητὴς ἦταν ἀδέσποτος· δοκίμαζε φόβους καὶ αὐτός. Κάποτε, ὅπως διαβάζουμε στὸ 4ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τοῦ προφήτου Δανιήλ, ὁ Ναβουχοδονόσορ εἶδε ἕνα ὄνειρο ποὺ τὸν τάραξε. Τί εἶδε; Φύτρωσε στὴ μέση τῆς γῆς ἕνα πελώριο δέντρο, ποὺ ἅπλωνε τὰ κλαδιά του στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ τὰ ὕψωνε ὣς τὸν οὐρανό. Τὰ φύλλα καὶ οἱ καρποί του ἦταν πλούσιοι. Στὰ κλαδιά του φώλιαζαν ἁρπακτικὰ πουλιὰ καὶ στὴ σκιά του κατέφευγαν ἄγρια θεριά· κάθε ζωντανὸ εὕρισκε ἐκεῖ τροφή. Μὰ ξαφνικὰ ἀκούστηκε φωνὴ ἀγγέλου ἀπ᾽ τὰ οὐράνια· Μπρός, ξυλοκόποι, χτυπᾶτε τὸ δέντρο μὲ τσεκούρια, κόψτε τὰ κλαδιά, μαδῆστε τὰ φύλλα, ῥῖξτε κάτω τοὺς καρπούς, διῶξτε ἀπ᾽ αὐτὸ πουλιὰ καὶ θεριά· νὰ μείνῃ μόνο ἡ ῥίζα του… Τί σήμαινε τὸ ὄνειρο; Μόνο ὁ Δανιὴλ μπόρεσε νὰ τὸ ἐξηγήσῃ. Τὸ δέντρο, εἶπε, εἶσαι σὺ ὁ ἴδιος, βασιλιᾶ· εἶνε ἡ αὐτοκρατορία σου, ποὺ ἁπλώθηκε σ᾽ ἀνατολὴ καὶ δύσι, κι ἀπ᾽ τὴν ὑπερηφάνειά σου νόμιζες πὼς θὰ φτάσῃς καὶ στὰ ἄστρα, θὰ γίνῃς θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς. Μὰ ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς τιμωρίας, γιὰ νὰ μάθῃς ὅτι μόνο ὁ Ὕψιστος κυριεύει στὸν κόσμο.

Ὁ Ναβουχοδονόσορ ὅμως ἔμεινε ἀμετανόητος. Καὶ μετὰ ἀπὸ δώδεκα μῆνες, σὲ ὥρα ποὺ καμάρωνε τὰ μεγαλεῖα του, ξαφνικὰ ἔχασε τὸ μυαλό του, ἀγρίεψε, καὶ γιὰ ἕνα διάστημα ἔζησε μέσα στὰ δάση σὰν ἄγριο θηρίο. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἦρθε πάλι στὸν ἑαυτό του.

* * *

Κάθε ὄνομα ἀπὸ αὐτὰ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου εἶνε, ἀγαπητοί μου, καὶ μιὰ ἱστορία ποὺ διδάσκει τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου. Γενεὲς γενεῶν περνοῦν καὶ φεύγουν. Πλούσιοι πεθαίνουν, ὄμορφες γυναῖκες σαπίζουν μέσα στὰ μνήματα, λεβέντες γίνονται κόκκαλα καὶ στάχτη, στρατηγοὶ καὶ βασιλιᾶδες χάνονται. Τὰ «πάντα ῥεῖ» (Ἡράκλειτος παρὰ Μιχ. Ἰατροῦ Ε97 σ. 191, Π405 σ. 365). Ὅλα παρέρχονται, σὰν τὰ νερὰ τῶν ποταμῶν, σὰν τὰ φύλλα ποὺ κιτρινίζουν καὶ πέφτουν. «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα…»(Νεκρ. ἀκολ.).

Ἀλλὰ μέσα στὴν διαρκῆ ῥοὴ τῶν γεγονότων ὑπάρχουν καὶ μερικὰ πράγματα ποὺ μένουν. Μένει π.χ. ὁ ἥλιος χιλιάδες τώρα χρόνια, μένουν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου τὰ ποτάμια οἱ θάλασσες τὰ βουνά. Μένουν; Λάθος ἔκανα. Γιατὶ θά ᾽ρθῃ ὥρα κατὰ «τὴν φοβερὰν ἡμέραν Κυρίου»(ἔ.ἀ. Μακαρ. 7), τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ποὺ καὶ τὰ βουνὰ θὰ λειώσουν καὶ τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν καὶ οἱ θάλασσες θ᾽ ἀδειάσουν κι ὁ ἥλιος θὰ σβήσῃ ὅπως τὸ καντήλι ὅταν σωθῇ τὸ λάδι του. Ὅλα φεύγουν σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο· ἕνα μένει, ἡ βασιλεία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶνε «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας»(Ἑβρ. 13,8).

Πόσες γενεές –ὑπολογίστε–, πόσα χρόνια πέρασαν ἀπ᾽ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός! Ὅλα διαβαίνουν· κάλλη, δόξες, πλούτη, χρήματα. Πέρασαν τόσοι αἰῶνες, θὰ περάσουν κι ἄλλοι. Τὰ πάντα θὰ μεταβληθοῦν· πόλεις, κράτη, νόμοι, συστήματα, νομίσματα. Ὁ χάρτης θ᾽ ἀλλάξῃ ἑκατὸ φορές. Ἄγνωστο τὸ μέλλον τοῦ κόσμου, ἕνα μόνο εἶνε βέβαιο· ὅτι κανείς, ποτέ μὰ ποτέ, δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε ἡ παρηγοριὰ καὶ σωτηρία τοῦ κόσμου! Ἂς πασχίζουν οἱ ἄθεοι καὶ ἄπιστοι νὰ ἐξαλείψουν τὸ πρόσωπό του· ματαιοπονοῦν. Ἡ ἀπόπειρά τους θυμίζει κάτι ποὺ συνέβη στὴ Θεσσαλονίκη στὰ χρόνια τῆς κατοχῆς· ἕνας νέος, ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ ἄλλα δεινὰ ποὺ ἔζησε, ἔχασε τὸ μυαλό του, τρελλάθηκε· ἄρχισε νὰ τρέχῃ στὴν κεντρικὴ ὁδὸ καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ φοβηθήκαμε ὅλοι, γιατὶ τὸν εἴδαμε νὰ σκαρφαλώνῃ σὰν γατὶ πάνω σ᾽ ἕνα στῦλο τοῦ ῥεύματος κι ἀπὸ κεῖ νὰ φτύνῃ τὸν ἥλιο καὶ νὰ λέῃ, ὅτι θὰ τὸν σβήσῃ! Ἔτσι εἶνε καὶ οἱ ἄθεοι· ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἥλιος, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὸν σβήσουν μὲ τὰ σάλια τους.

Γενεὲς γενεῶν παρέρχονται. Ὑπῆρξαν παλαιότερα γενεὲς μὲ πίστι. Ἡ δική μας γενεὰ εἶνε ἁμαρτωλὴ καὶ ἄπιστη. Ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ χριστιανοὺς οὔτε 2 ἐκκλησιάζονται, κι ἀπὸ τοὺς χίλιους οὔτε 1 ἐξομολογεῖται. Οἱ ἐκκλησιὲς μένουν ἀδειανές, κι ἂς σημαίνῃ ἡ καμπάνα. Αὐτὴ ἡ καμπάνα θὰ μᾶς δικάσῃ ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως.

Καὶ πνευματικοὶ ὑπάρχουν γιὰ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας, καὶ διαφώτισις ἔχει γίνει. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἐπιμένουν στὴν ἄρνησι, τὰ Χριστούγεννα ὅσους ἀρνοῦνται νὰ ἐξομολογηθοῦν δὲν θ᾽ ἀφήσω νὰ κοινωνήσουν. Δὲν θὰ δώσω τὰ ἅγια σὲ ψυχὲς ἀμετανόητες, δὲν θὰ ῥίξω τὰ διαμάντια στὸ βοῦρκο καὶ τὴν ἀτιμία. Θὰ ἐξομολογηθῇς, θὰ πῇς τ᾽ ἁμαρτήματά σου, θὰ πλυθῇς νὰ καθαριστῇς, καὶ τότε θὰ πλησιάσῃς «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης»(θ. Λειτ.).

Ἐπικρατεῖ ἐξαθλίωσις οἰκογενειακή, κοινωνικὴ καὶ ἐθνική. Τί μέλλει γενέσθαι; Ἁρμόζει νὰ μᾶς πῇ ὁ Χριστός· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» (Ματθ. 17,17. Λουκ. 9,41). Κι ἂν ἐμεῖς τὸν ἀρνηθοῦμε, χιλιάδες καὶ ἑκατομμύρια - δισεκατομμύρια ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες τοῦ ψάλλουν διαρκῶς μὲ χρυσὲς κιθάρες «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).

Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός, ἐμεῖς ἔχουμε τὴν ἀνάγκη του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: