Ψυχικὴ ἀναισθησία
Τοῦ Μητροπολίτου
Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου
Ἀπόψε, ἀγαπητοί μου, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία
ὥρισε νὰ ψάλλεται ὁ Μέγας Κανών. Ἀλλὰ ποιός εἶνε ὁ συγγραφέας καὶ ποιό τὸ
περιεχόμενο τοῦ Μεγάλου Κανόνος; Στὰ δύο αὐτὰ ἐρωτήματα θ᾽ ἀπαντήσω σύντομα.
* * *
Ὡς πρὸς τὸν συγγραφέα. Ὁ
συγγραφέας εἶνε ἕνας ἐξαίρετος ἐκκλησιαστικὸς ἄνδρας, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἐπίσκοπος
Κρήτης (660-740). Γεννήθηκε στὴ Δαμασκὸ ἀπὸ πιστοὺς γονεῖς, τὸν Γεώργιο καὶ τὴν
Γρηγορία, καὶ ἔδρασε ὅταν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐσείετο ἀπὸ τὴν φοβερὴ αἵρεσι
τῶν εἰκονομάχων. Ἀπὸ μικρὸς ἔδειξε ζωηρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι.
Δεκαπέντε ἐτῶν πῆγε μὲ τοὺς γονεῖς του στὰ Ἰεροσόλυμα νὰ προσκυνήσῃ. Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς πιθανῶς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου ἔλαβε καλὴ παιδεία. Ἐν συνεχείᾳ λόγῳ τῶν χαρισμάτων του ἔγινε γραμματέας τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου καὶ οἰκονόμος στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ κατάρτισί του τὸν ἀνέδειξαν ἕναν ἀπὸ τὰ ἱκανώτερα στελέχη τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας.
Τὸ 685 μαζὶ μὲ ἄλλους δύο πατέρες ἐστάλη στὴν Βασιλεύουσα, γιὰ νὰ μεταφέρῃ τὰ εὐχαριστήρια Γράμματα καὶ τὴν Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἰεροσολύμων στὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Πωγωνᾶτο (668-685) γιὰ τὴν ὀρθὴ στάσι του κατὰ τῶν μονοθελητῶν καὶ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν Ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (680-681). Ἐν συνεχείᾳ παρέμεινε στὴν Κωνσταντινούπολι, χειροτονήθηκε διάκονος τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ ὡρίστηκε διευθυντὴς τοῦ Ὀρφανοτροφείου τοῦ ἁγίου Παύλου καὶ τοῦ πτωχοτροφείου στὴν συνοικία τοῦ Εὐγενίου. Ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησία καὶ ὡς πρεσβύτερος στὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο της. Ἐκεῖ σπούδασε σὲ ὅλα τὰ ἀρχαῖα μαθήματα, ἀσκήθηκε στὸν προφορικὸ καὶ γραπτὸ λόγο καὶ ἀπέκτησε σημαντικὴ ἐγκυκλοπαιδικὴ μόρφωσι.
Τέλος, λόγῳ τοῦ ζήλου του γιὰ τὴν
πίστι καὶ τῆς ἀρετῆς του, τὸ 712 ἐξελέγη ἐπίσκοπος Κρήτης. Ἐκεῖ ἐποίμανε πολλὰ ἔτη
τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ θεοφιλῶς. Φρόντισε τὸ λαὸ σὲ δύσκολες συνθῆκες,
θεομηνίες καὶ σιτοδεῖες, στήριξε τὴν Ὀρθοδοξία, ἔχτισε ἐκκλησίες, ἐνίσχυσε τὸν
μοναχισμό. Τὸ 740 ἐπιστρέφοντας μὲ πλοῖο στὴν Κρήτη ἐκοιμήθη ἐν πλῷ καὶ ἐτάφη
στὴν Ἐρεσσὸ τῆς Μυτιλήνης.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὰ ἔργα ποὺ ἀναφέραμε,
μὲ τὴν κατάρτισι ποὺ εἶχε διακρίθηκε ἐπίσης ὡς ἐκκλησιαστικὸς ῥήτορας· μὲ τὴν
χειμαρρώδη γλῶσσα του ἐξεφώνησε σπουδαίους ἑορταστικοὺς καὶ ἄλλους λόγους. Ἀλλὰ
ἡ μεγάλη ἐπίδοσίς του εἶνε στὴν ὑμνογραφία. Ἐκεῖ ὡς ταλαντοῦχος φύσις διέπρεψε·
ἔγραψε πλῆθος ὕμνους καὶ συνέβαλε νὰ καθιερωθῇ τὸ ποιητικὸ εἶδος τοῦ κανόνος μὲ
τὶς ἐννέα ᾠδὲς καὶ νὰ καταλάβῃ τὴ θέσι τοῦ κοντακίου. Τὸ ποίημα, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔγινε
ἰδιαιτέρως γνωστός, εἶνε ὁ Μέγας Κανών, τὸ ἐμπνευσμένο δημιούργημα ποὺ ἀκοῦμε
σήμερα.
* * *
Τί εἶνε ὁ Μέγας Κανών; Γιὰ νὰ ἐκφραστοῦμε
μὲ εἰκόνα, εἶνε ἕνα κομπολόι μὲ διακόσες πενήντα (250) χάντρες – πολύτιμα
πετράδια· ἤ, σὲ γλῶσσα καλογερική, εἶνε ἕνα κομποσχοίνι. Κάθε καλόγερος ἔχει
κομποσχοίνι μὲ πενήντα, ἑκατό, τριακόσους κόμπους, καὶ σὲ κάθε κόμπο λέει· «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», δηλαδὴ τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ἢ αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε κι ἀπόψε·
«Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με». Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μπορεῖ νὰ τὸ λέμε κ᾽ ἐμεῖς,
ἀλλ᾽ ἀμφιβάλλω ἂν ἔχῃ τὴ δύναμι ποὺ ἔχουν οἱ προσευχὲς τῶν καλογέρων· αὐτοὶ ὅλη
νύχτα κάνουν κομποσχοίνι κ᾽ ἔτσι ἐκπληρώνουν τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου «ἀδιαλείπτως
προσεύχεσθε»(Α΄ Θεσ. 5,17).
Τὸ περιεχόμενο τοῦ Μεγάλου
Κανόνος ποιό εἶνε; Ὁ Ἀνδρέας Κρήτης ἦταν ἁγιογραφικός. Δηλαδὴ τί θὰ πῇ ἁγιογραφικός;
Διάβαζε τὴν ἁγία Γραφὴ μὲ πίστι ὅτι εἶνε βιβλίο τοῦ Θεοῦ, θεόπνευστο, καὶ μὲ μιὰ
βαθειὰ αὐτοεξέτασι. Ἀρεσκόμενος δὲ στὴν τυπολογικὴ - μεταφορικὴ ἑρμηνεία ἔβλεπε
τὴν ἁγία Γραφὴ σὰν καθρέφτη (αὐτὸ τὸ λέει καὶ ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος ἐπίσκοπος Ἱππῶνος).
Ὅπως στὸν καθρέφτη βλέπει καθένας τὸ πρόσωπό του, ἂν εἶνε εὐτρεπισμένο -
καθαρό, ἔτσι ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ καθρεφτίζεται στὸν πνευματικὸ καθρέφτη τῆς
Γραφῆς γιὰ νὰ βλέπῃ τὴν ἀθλιότητά του. Ὑπ᾽ αὐτὸ τὸ πρῖσμα ἔβλεπε τὴ Γραφὴ ὁ ἅγιος
Ἀνδρέας· ἔτσι διδάσκει νὰ τὴ βλέπουμε κ᾽ ἐμεῖς.
Μελετώντας π.χ. τὴν ἱστορία τῆς Εὔας
δὲν κατηγορεῖ αὐτήν, ὅπως κάνουν πολλοί, ἀλλὰ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἐγὼ εἶμαι,
λέει, ἡ Εὔα· μὲ παγιδεύει «ὁ ἐμπαθὴς λογισμός» μου ὅπως ἐκείνην ὁ ὄφις (βλ. ᾠδὴ
α΄, τροπάρ. 4 & 5). Μελετώντας ἐπίσης τὸν Ἀδὰμ λέει· Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἀδάμ· παρασύρθηκα
σὲ παρακοή, φέρω μέσα μου τὸ σύμπλεγμα τῆς ἁμαρτίας, κινδυνεύω τώρα νὰ χάσω τὸν
παράδεισο(βλ. α΄ 3, 6).
Φτάνοντας στὸν Κάιν, ποὺ σκότωσε
τὸν ἀδελφό του Ἄβελ, λέει· Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κάιν, γιατὶ σκότωσα ὄχι τὸν ἀδελφό μου ἀλλὰ
τὴν ψυχή μου(βλ. α΄7,9· β΄31,35). Τέτοια συναίσθησι εἶχαν οἱ ἅγιοι. Κατὰ τὴ
Γραφὴ ἄλλωστε, ὅποιος μισεῖ τὸν ἀδελφό του «ἀνθρωποκτόνος ἐστί» (βλ. Α΄ Ἰω
3,15).
Ἔρχεται κατόπιν στὸν Σαμψών, τὸν ἥρωα
αὐτὸν τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ἦταν γενναῖος καὶ τόσο δυνατός, ὥστε μὲ μία
«σιαγόνα ὄνου ἐπάταξε χιλίους ἄνδρας» (Κριτ. 15,15)· τρόμος καὶ φόβος τῶν ἀλλοφύλων.
Καὶ ὅμως αὐτὸς νικήθηκε. Πῶς νικήθηκε; Ἔπεσε στὸν ἔρωτα. Ποιόν ἔρωτα; Μιᾶς ἀλλοφύλου,
τῆς Δαλιδά. Αὐτὴ κατώρθωσε νὰ τὸν παρασύρῃ στὰ δίχτυα της, τῆς φανέρωσε τὸ
μυστικὸ τῆς δυνάμεώς του, ὅτι ἡ δύναμί του ἦταν στὰ μαλλιά του. Ἦταν ναζιραῖος·
ὅπως σήμερα οἱ ἱερεῖς δὲν κόβουμε τὰ μαλλιά μας, ἔτσι καὶ οἱ ναζιραῖοι, ποὺ ἦταν
ἀφιερωμένοι στὸ Θεό, δὲν ἔκοβαν τὰ μαλλιά τους. Τὸν κοίμισε ἐπάνω στὰ γόνατά
της ἡ αἰσχρὰ αὐτὴ γυναίκα, τοῦ ἔκοψε τὰ μαλλιά, καὶ ὅταν παρουσιάστηκαν οἱ ἐχθροὶ
ὁ Σαμψὼν δὲν εἶχε πλέον δύναμι· τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἐξευτέλισαν. Λέει λοιπὸν ὁ
ἅγιος Ἀνδρέας· Ἐγὼ εἶμαι ὁ Σαμψών, διότι κ᾽ ἐγὼ κοιμᾶμαι στὴν ἀγκάλη τῆς ἁμαρτίας,
ποὺ εἶνε ἡ νοητὴ Δαλιδά, καὶ μὲ τὶς ἡδονές της μὲ παρασύρει στὴν χαύνωσι (βλ.
στ΄20-21).
Καὶ ὅταν μελετᾷ τὸν βίο τοῦ
Δαυΐδ, πάλι ἔχει ἀφορμὴ νὰ πῇ· Ἐγὼ εἶμαι σὰν τὸν Δαυΐδ· ὅπως ἐκεῖνος ἀπὸ τὴ θέα
γυναικὸς ἔπεσε σὲ ἁμαρτήματα μεγάλα, ἐμοίχευσε καὶ φόνευσε, ἔτσι κ᾽ ἐγὼ ἁμαρτάνω
καθημερινῶς(βλ. β΄23· ζ΄4,5)
* * *
Βλέπετε, ἀδελφοί μου, τί βάθος ἔχουν
τὰ τροπάρια τοῦ Μεγάλου Κανόνος; Πόσο μακριὰ εἴμαστε ἀπὸ τὸ κλίμα αὐτό! Ἐκεῖνο
ποὺ φοβᾶται ὁ ἅγιος εἶνε ἡ ἀμέλεια, ἡ ῥαθυμία τῆς ψυχῆς· γιατὶ ἔτσι σιγὰσιγὰ
πέφτουμε σὲ ὕπνο, ποὺ προξενεῖ ὁ λήθαργος τῆς ἁμαρτίας. Γι᾽ αὐτὸ στὸ Μέγα Ἀπόδειπνο
παρακαλοῦμε μὲ λόγια τοῦ Δαυΐδ (Ψαλμ. 12,4-5)· «“Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου”,
Χριστὲ ὁ Θεός, “μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· Ἴσχυσα πρὸς
αὐτόν”».
Ξέρετε πῶς μοιάζει ὁ ὕπνος αὐτός;
Στὴν Ἄπω Ἀνατολὴ ὑπάρχει ἡ ἑξῆς ἀσθένεια. Στὰ δάση ζῇ ἕνα ἔντομο μικρὸ σὰν
κουνούπι, ἀλλὰ ὅποιον τσιμπήσῃ, τὸν παίρνει ὕπνος θανατηφόρος· κοιμᾶται ἐπὶ
μέρες ὁλόκληρες καὶ τέλος πεθαίνει. Πρὸ καιροῦ ἔλεγαν, ὅτι ἔτσι πέθαναν στὴν
Κορέα χίλιοι ἄνθρωποι. Τέτοιον ὕπνο φέρνει στὸν ἄνθρωπο ἡ ἁμαρτία· κοιμᾶται ὁ ἄθλιος
ἢ στὴν ἀγκάλη κάποιας Δαλιδά, ἢ σὲ ταβέρνες καὶ νυχτερινὰ κέντρα, ἢ σὲ
χαρτοπαίγνια καὶ καζίνα. Δὲν πά᾽ νὰ τοῦ φωνάζουν «ξύπνα»· κανένα δὲν ἀκούει, οὔτε
πιστὴ σύζυγο, οὔτε παπᾶδες, οὔτε ἱεροκήρυκες.
Σ᾽ αὐτὸ τὸν κίνδυνο θανατηφόρου ὕπνου
ὑποκείμεθα ὅλοι ὡς ἄτομα, ἀλλὰ καὶ ὁμαδικῶς ὡς ἐκκλησία. Ἐλάχιστοι ἀγρυπνοῦν. Ὅταν
ὑπηρετοῦσα στὸ στρατὸ γνώρισα σπουδαίους ἀξιωματικοὺς ποὺ εἶχαν νύχτες νὰ
κοιμηθοῦν καί, φοβούμενοι αἰφνιδιασμό, γιὰ νὰ νικοῦν τὸν ὕπνο τί ἔκαναν – ἀείμνηστοι
ἄνδρες! εἶχαν καρφιὰ καὶ κεντοῦσαν τὴ σάρκα τους, ματώνανε, γιὰ νὰ μὴν τοὺς πάρῃ
ὁ ὕπνος.
Χρειαζόμαστε λοιπὸν κ᾽ ἐμεῖς ἕνα
καρφί, ὄχι ὑλικὸ ἀλλὰ πνευματικό, γιὰ νὰ κεντοῦμε διαρκῶς τὸν ἑαυτό μας, νὰ μὴν
πέσῃ σὲ πνευματικὸ λήθαργο. Αὐτὸ φοβᾶται ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης καὶ στὸ τέλος
ψάλλει σὰν ἀηδόνι τὸ ὡραιότατο κοντάκιο ποὺ λέει·
Εἶνε ἔξοχο, προκαλεῖ συγκίνησι. Εἶνε
σὰν καρφί, σὰν ξυπνητήρι μεγάλο· μόνο ἀναίσθητοι δὲν τὸ νιώθουν. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἔτσι
εἴμαστε πολλοί. Σπάνιο νὰ δῇς ἱερέα εὐλαβῆ, θεολόγο εὐσεβῆ, γυναῖκες καὶ ἄντρες
θεοφοβούμενους. Καταντήσαμε νὰ στρέφεται ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά μας γύρω ἀπὸ τὰ ὑλικά,
τὰ σαρκικά, τὰ μάταια. Ἂς προσέξουμε πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου