ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΧΑΡΑ
Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί
Μεγαρίδος Νικοδήμου
Μέσα στον φόβο καί μετά ἀπ’ τό φόβο τό κλίμα τῆς γαλήνης καί τῆς χαρᾶς:
Μέσα στήν ἀμπαρωμένη κάμαρα, «ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταί συνηγμένοι», ἡ ἀκτίνα τοῦ θείου φωτός κι ἡ πνοή τῆς λεπτῆς αὔρας, πού διώχνει τόν τρόμο, ἁπαλύνει τήν ἀγωνία, κατευνάζει τά κύματα τῆς ψυχῆς.
Οἱ ἕντεκα ἐκλεκτοί μαθητές εἶχαν ζήσει τό Πάθος τοῦ Δασκάλου τους μέ τή μεγαλύτερη ἔνταση.
Παρακολούθησαν τή μανία τῶν ἀρχόντων. Ἄκουσαν τίς κραυγές τοῦ πλήθους. Εἶδαν τό ξεχείλισμα τῶν ἄγριων ἐνστίκτων τῶν στρατιωτῶν. Ἀντίκρυσαν τόν Σταυρό, τίς σταγόνες τοῦ Αἵματος, τό σπόγγο μέ τό ξίδι, τό στεφάνι τῶν ἀγκαθιῶν.
Καί, μετά, ἔζησαν τόν πόνο τῆς ταφῆς. Ἀσπάστηκαν τό νεκρό σῶμα τοῦ Κυρίου τους καί τό ἀπόθεσαν στό μνημεῖο.
Φρίκη καί ὀδύνη σέ μιά παράξενη σύνθεση.
Κλείστηκαν στό δωμάτιο μέ συντροφιά τίς ἀναμνήσεις καί τόν φόβο.
Ἔξω οἱ Ἑβραῖοι ἀπειλοῦσαν. Μέσα ἡ αγωνία ἔσφιγγε τίς καρδιές.
Ὅταν κορυφώθηκε ὁ φόβος, ἀνάτειλε ἡ καινούργια μέρα. Καί τό φῶς πλημμύρισε τίς ὑπάρξεις τους.
Δίχως ν’ ἀνοίξουν οἱ πόρτες, δίχως νά πέσουν τά ἐμπόδια, ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε, ἀναστημένος, μπροστά τους.
Τόν εἶδαν κι ἀπόμειναν. Μέσα σ’ ἔκπληξη. Μέσα σ’ ἔκσταση.
Ἐκεῖνος τούς μίλησε πρῶτος καί τούς εἶπε: «εἰρήνη ὑμῖν» (στ. 19).
Κι ἀμέσως τούς ἔδειξε τά τρυπημένα Του χέρια καί τή λογχισμένη πλευρά Του.
Οἱ μαθητές ἄνοιξαν τά μάτια σάν ἀπό λήθαργο. Φώναξαν, ἔκλαψαν ἀπό χαρά.
«Ἐχάρησαν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον» (στ. 20).
Κρατῆστε, ἀδελφοί μου, σά σέ ὅραμα, σά σέ μνήμη ἱστορική, τούτη τήν αἰφνίδια μετάβαση ἀπ’ τόν φόβο στήν εἰρήνη καί τή χαρά. Κι ἐλᾶτε νά δοῦμε τό φάσμα τῶν δικῶν μας ἐμπειριῶν καί τήν ἔνταση τοῦ φόβου, ὅπως κλιμακώνεται στήν ἐποχή μας.
1.
«Τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταί συνηγμένοι διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων...».
Μιά ἡ αἰτία, πού πίεζε τίς καρδιές τῶν μαθητῶν καί προκαλοῦσε τόν φόβο. Ἡ θλίψη γιά τή σταύρωση τοῦ Κυρίου τους κι ἡ ἀναμέτρηση μέ τή μανία τῶν σταυρωτῶν.
Πολύπλευρη σήμερα ἡ πίεση στίς καρδιές τίς δικές μας. Πολλά τά κέντρα, πού, μέ τή δράση τους ἤ τήν ἀντίδρασή τους, φουσκώνουν τά πνευμόνια μας μέ τά μαῦρα σύννεφα τοῦ τρόμου.
Ὁ φόβος, ἄπιαστος ἐφιάλτης, κυκλοφορεῖ στή γῆ μας. Καί σφίγγει μέ τά γαμψά του νύχια τούς λαιμούς μας. Καί κάνει νά πετάγονται τά μάτια μας ἀπ’ τήν ἀγωνία.
Στρωμένη ἡ γῆ μας μέ τά ἀγαθά της καί μέ τά πολιτιστικά στολίδια της, δέ μᾶς παρηγορεῖ καί δέ μᾶς κρύβει ἀπ’ τή δραστηριότητα τοῦ ἐφιάλτη. Κεῖνος περνάει ἀπό παντοῦ κι ἁπλώνει τό δρεπάνι του, γιά νά θερίσει τή χαρά μας.
Ἔρχονται φορές, πού πολεμάει μέ τά συμβατικά, παραδοσιακά του ὅπλα. Μέ τήν ἀρρώστια, πού ἐξελίσσεται σέ διάλογο θανάτου. Μέ τά σημάδια, πού ἐμφανίζονται στό πρόσωπο ἤ στίς ἄλλες περιοχές τοῦ κορμιοῦ μας καί προαναγγέλλουν κάποια μικρή ἤ μεγάλη περιπέτεια. Μέ τίς μελαγχολικές μετρήσεις τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, πού δείχνουν σκιές κι ἀφίνουν ν’ ἀκούγονται στόν ἐσώτερο χῶρο τῆς ψυχῆς οἱ χτύποι τῆς ἀγωνίας καί τοῦ προβληματισμοῦ. Μέ τίς ἀναγγελίες τῶν κατατρεγμῶν, πού ὀργανώνουν οἱ ἄφιλοι φίλοι ἤ οἱ ἀφιλάδελφοι συνάδελφοι στόν χῶρο τῆς ὑποτιθέμενης συνεργασίας καί τῆς βιοπάλης.
Ὅλα αὐτά εἶναι χτυπήματα, πού προκαλοῦν τρόμο. Ἄναμμα κόκκινων φωτεινῶν σημάτων, πού δείχνουν μιά ἐσωτερική ὑπερθέρμανση, ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνη γιά τήν ψυχική μας ἰσορροπία.
Ὡστόσο, δέν εἶναι αὐτές οἱ μόνες αἰτίες, πού ἀναστατώνουν τή θάλασσα τῆς ψυχῆς μας, διώχνοντας τή γαλήνη καί κάνοντας τά κύματα νά σηκώνονται ἀπειλητικά.
Ταξίδι καθώς εἶναι ἡ ζωή, ἡ φουρτούνα εἶναι τό ἐνδεχόμενο τῆς κάθε μέρας καί τῆς κάθε στιγμῆς. Κεῖ, πού καταλαγιάζει μέσα μας ἡ ἀγωνία, ξεσπάει ἀπροσδόκητα ἡ νέα θύελλα. Καί τό κύμα τοῦ φόβου μᾶς τυλίγει καί μᾶς βυθίζει στό χάος.
Σημειῶστε τούς φόβους, πού προκαλοῦν τά φυσικά φαινόμενα. Οἱ σεισμοί, πού συνταράσσουν κάθε τόσο τό κορμί τῆς μικρῆς, ἀγαπημένης πατρίδας μας. Τίς πλημμύρες, πού μεταβάλλουν σέ πελάγη τό μικρό, ζωτικό χῶρο τῆς γῆς μας. Τίς καταιγίδες, πού σαρώνουν τίς πόλεις μας κι ἐρημώνουν τίς καλλιέργειές μας. Ὅλα ἐκεῖνα τά ἀπρόοπτα περιστατικά, πού δημιουργοῦν μέσα μας τήν ἀβεβαιότητα, τήν αἴσθηση τῆς καταστροφῆς, τήν ἐμπειρία τοῦ ὁλοθρεμοῦ.
Καί, κοντά σ’ αὐτά καί πάνω ἀπ’ αὐτά, τά καπρίτσια τῶν μεγάλων τῆς γῆς καί τῶν ἀσύνετων δυναστῶν, πού δέ διστάζουν νά πνίξουν στό αἷμα τήν ἀνθρώπινη οἰκογένεια, γιά ν’ αὐξήσουν τό δικό τους γόητρο ἤ τήν ἐθνική τους κυριαρχία.
Οἱ καταστροφές, πού προκάλεσαν καί πού προκαλοῦν οἱ τύραννοι, τά ὅπλα πού ἔχουν σωρεύσει οἱ διεθνεῖς παῖχτες τοῦ θανάτου, οἱ μεθοδεύσεις, πού γίνονται στά σκοτεινά παρασκήνια, ὅλα αὐτά κρατοῦν συνεχῶς τήν ὕπαρξή μας σέ ἔνταση καί τήν ποτίζουν μέ τόν φόβο.
«Ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι» (Β’ Κορινθ. ζ’ 5).
Ἀκόμα καί μέσα στόν ἱερό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας εἰσχωρεῖ ὁ φόβος καί ταλαιπωρεῖ τίς συνειδήσεις μας.
Οἱ ἐπιθέσεις τῶν ἄπιστων μᾶς κουράζουν. Οἱ κλονισμοί τῶν πιστῶν μᾶς προβληματίζουν. Τά σκάνδαλα τῶν λειτουργῶν μᾶς πιέζουν τήν καρδιά. Οἱ λοξοδρομήσεις τῶν νέων ἀνθρώπων μᾶς θολώνουν τόν ὁρίζοντα.
Πολλές κι ἀστείρευτες οἱ πηγές τοῦ φόβου μας.
Ἄν μπορούσαμε νἄχαμε ἕνα θερμόμετρο, πού νά μετράει τίς διακυμάνσεις τῆς καρδιᾶς μας καί νά μᾶς δείχνει σέ κάθε στιγμή τή στάθμη τοῦ φόβου μας, θά βλέπαμε νά ταλαντεύεται σέ ἐπίπεδα ὑψηλά καί νά δημιουργεῖ μόνιμα μέσα μας τόν πυρετό τῆς ἀγωνίας.
Καί μή πεῖτε, πώς, μέ ἀνθρώπινα μέσα θά μπορέσουμε νά πολεμήσουμε αὐτόν τόν πυρετό καί νά διώξουμε μακριά μας τόν ἐφιάλτη. Πώς μέ τήν ἐπιστήμη μας ἤ μέ τίς κοινωνικές ἀναπροσαρμογές μας θα κατορθώσουμε ν’ ἀνεβάσουμε τήν ὕπαρξή μας πάνω ἀπ’ τήν ἀπόσταση βολῆς τοῦ φόβου.
Αὐτά ὅλα τά μέσα ἔχουν μετρηθεῖ, ἔχουν ζυγιστεῖ κι ἔχουν ἀποδεχτεῖ ἀπρόσφορα.
Μονάχα ἡ πνοή, πού μπορεῖ νά ‘ρθεῖ ἀπ’ τόν Θεό, εἶναι ἱκανή νά γεμίσει τήν καρδιά μας μέ τή γαλήνη καί τήν ἐλπίδα καί νά φυγαδέψει τόν ἐφιάλτη τοῦ φόβου.
2.
«Ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν».
Μέσα στό κλειστό δωμάτιο, πού βασίλευε ὁ φόβος, στάθηκε ὁλόρθος ὁ ἀναστημένος Ἰησοῦς καί δώρισε στίς καρδιές τῶν μαθητῶν Του τήν εἰρήνη καί τή χαρά.
Καί μέσα σ’ αὐτό τόν ἱερό χῶρο τῆς Εὐχαριστιακῆς μας κοινωνίας ἔρχεται Ἐκεῖνος καί γεμίζει μέ τήν παρουσία του τόν Ναό μας καί παραστέκεται στόν καθένα μας κι ἀνοίγει τούς ὁρίζοντες, πού δείχνουν τά κράσπεδα τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καί τήν αἰωνιότητα.
Ἀλλά καί μέσα στούς ἑρμητικά κλεισμένους χώρους τῶν ψυχῶν μας μπορεῖ νά μπεῖ ὁ Λυτρωτής μας καί νά μεταβάλει τήν ἀτμόσφαιρα καί νά μᾶς δώσει τήν ἀναπνοή τῆς σιγουριᾶς καί τό αἴσθημα τῆς γαλήνης.
Δέν εἶναι μόνο ἡ Σάρκωσή Του, πού Τόν φέρνει κοντά μας.
Τό μεγάλο γεγονός, πού δίνει μιά ἄλλη θωριά στό πρόσωπό Του καί μιά διάσταση θριάμβου στήν παρουσία Του, εἶναι ἡ Ἀνάσταση.
Ὁ Κύριος εἶναι ἀνάμεσά μας Ἀναστημένος. Ἄτρωτος ἀπ’ τόν θάνατο. Νικητής.
Καί μέ τήν παρουσία Του καί μέ τόν λόγο Του μᾶς δίνει τήν προοπτική τῆς αἰσιοδοξίας καί τή βεβαιότητα τῆς νίκης.
Ὁ λόγος, πού εἶπε σάν πρόρρηση καί σάν ὑπόσχεση, κατά τό βράδυ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, εἶναι πιά μιά ζωντανή πραγματικότητα:
«Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐμοί εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν. ιστ’ 33).
Σᾶς τά λέω αὐτά, γιά νά μένετε ἑνωμένοι μαζί μου. Καί μέσα σ’ αὐτή τήν ἑνότητα και τήν κοινωνία θ’ ἀπολαμβάνετε τήν εἰρήνη.
Στόν κόσμο, πού ζεῖτε, θά συναντήσετε πολλές φορές μπροστά σας τή θλίψη. Ὅμως, πάρετε θάρρος. Ἐγώ νίκησα τόν κόσμο.
Καί μετά τήν Ἀνάσταση, σάν τελευταῖο μήνυμα τῆς γήϊνης παρουσίας Του καί σάν προοπτική τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, πού θά προλογιζόταν μέ τήν Ἀνάληψη καί μέ τήν Πεντηκοστή, ἔδωσε τήν ὑπόσχεση:
«Ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη’ 20).
Ἐγώ θά εἶμαι μαζί σας ὅλες τίς μέρες, ἴσαμε τή συντέλεια τοῦ κόσμου.
Ἡ βεβαίωσή Του, πώς θά εἶναι πάντα μαζί μας κι ἡ πραγματικότητα τῆς νίκης κατά τοῦ κόσμου καί τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου εἶναι τά στοιχεῖα, πού ἔρχονται νά μεταβάλουν τό πλαίσιο τῆς ζωῆς μας.
Στό πλευρό μας ἔχουμε τόν Ἀναστημένο, τόν Δυνατό, τόν Αἰώνιο.
Τό παντοδύναμο χέρι, πού κρατάει τό δικό μας ἀδύναμο καί τρεμάμενο χέρι.
Τό ἀκοίμητο μάτι, πού ἀναπληρώνει τή δική μας τραυματισμένη καί θαμπή ὅραση.
Τήν ἀκάματη καρδιά, πού χτυπάει ἀδιάκοπα, γιά νά δώσει παλμό καί θάρρος καί πνοή χαρᾶς στή δική μας κουρασμένη καί θλιμμένη καρδιά.
Ὁ Κύριος εἶναι ἀναστημένος. Ζωντανός. Αἰώνιος.
Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης τόν ἄκουσε νά λέει:
«Μή φοβοῦ· ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος καί ὁ ζῶν, καί ἐγενόμην νεκρός, καί ἰδού ζῶν εἰμι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Ἀποκάλυψ. α’ 17, 18).
Μή φοβᾶσαι. Ἐγώ εἶμαι ὁ πρῶτος κι ὁ τελευταῖος. Ἐκεῖνος, πού κυριαρχεῖ στήν ἀπεραντοσύνη τῆς δημιουργίας καί τῆς ἱστορίας. Γιατί ὑπάρχω χωρίς ἀρχή. Καί θά ὑπάρχω δίχως τέλος. Θανατώθηκα κι ἐνταφιάστηκα. Μά εἶμαι ζωντανός. Καί θά ζῶ στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες.
3.
«Ἤλθεν ὁ Ἰησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον καί λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν».
Ἡ παρουσία τοῦ ἀναστημένου Κυρίου μας διοχετεύει μέσα μας τή γαλήνη καί τή χαρά.
Ἡ μεταλλαγή αὐτή δέν εἶναι ψυχολογική ἐνίσχυση ἤ παροδική ἐπικάλυψη τῶν δυσκολιῶν. Ἀλλ’ οὐσιαστική πορεία καί θετική ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων.
Εἶναι ἀνάγκη νά ξαναγυρίσουμε στό γεγονός, πού μᾶς ἱστορεῖ ἡ περικοπή, γιά νά δοῦμε τή βαθύτητα καί τήν ἔκταση τῆς ἀλλαγῆς.
Ὁ Κύριος ἀφαίρεσε ἀπ’ τίς ψυχές τῶν μαθητῶν τή βαρειά πλάκα τοῦ φόβου γεμίζοντας τό χῶρο μέ τήν παρουσία Του.
Ἔξω οἱ Ἐβραῖοι συνέχιζαν νά βυσσοδομοῦν.
Μέσα ἡ ἀστραφτερή παρουσία τοῦ Νικητοῦ σκόρπιζε τήν εἰρήνη καί τή χαρά.
«Εἰρήνη ὑμῖν».
«Ἐχάρησαν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον».
Ἀκόμα κι αὐτός ὁ Θωμᾶς, πού τόν κατάκαιγε ἡ δυσπιστία, εἶχε τήν εὐκαιρία νά ψηλαφήσει τά τρυπημένα χέρια καί τή λογχισμένη πλευρά. Καί νά χαρεῖ κι αὐτός, ἀντικρύζοντας τόν ἀγαπημένο Δάσκαλο.
Ἡ διάλυση τοῦ φόβου, οὐσιαστικά, πραγματοποιήθηκε μέ τή διάλυση τῆς ἀμφιβολίας. Μέ τή στερέωση στίς καρδιές τῶν Ἀποστόλων τῆς βεβαιότητας γιά τήν Ἀνάσταση.
Ἡ πεποίθηση, πώς ὁ Κύριος νίκησε τόν θάνατο καί βρίσκεται ἀνάμεσά τους ἦταν ἡ κύρια πηγή τῆς χαρᾶς τους καί τῆς γαλήνης τους.
Τά ἄλλα, τά ἀνθρώπινα, τά ξεπέρασαν. Δέν τούς ἀπασχολοῦσε πιά ἡ μανία τῶν ἐχθρῶν τοῦ Κυρίου και τῶν ἐχθρῶν τῶν δικῶν τους.
Τούς ἀρκοῦσε καί τούς γέμιζε ἡ Παρουσία. Τούς ἔδινε τό αἴσθημα τῆς ἀσφάλειας γιά τό σήμερα καί τήν ἐλπίδα γιά τό αὔριο.
Ἔχετε φιλοσοφήσει ποτέ, ἀδελφοί μου, ἀντικρύζοντας τό τόσο κοινό μετεωρολογικό φαινόμενο, τή νίκη, πού πραγματοποιεῖ ἡ ἥλιος ἐνάντια στήν καταχνιά;
Ἡ βαρειά, ἡ μελαγχολική καταχνιά, δέν ἀντέχει τό πρόσωπο καί τό φῶς τοῦ ἥλιου. Μόλις τό λαμπερό ἀστέρι τῆς μέρας ἁπλώσει τίς ἀκτῖνες του κι ἀγκαλιάσει τήν οἰκουμένη, ἡ καταχνιά διαλύεται. Ὁ ὁρίζοντας καθαρίζει. Ὁ οὐρανός ἀρχίζει νά χαμογελάει.
Αὐτό εἶναι φαινόμενο, μά εἶναι κι εἰκόνα. Ζωγραφίζει τήν ἐναλλαγή, πού πραγματοποιεῖται μέσα στόν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς μας. Μόλις ὁ ἀνέσπερος ἥλιος, ὁ Ἀναστημένος Ἰησοῦς Χριστός φωτίσει τήν ψυχή μας κι εἰσχωρήσει στούς μυστικούς κόλπους τῆς ἀγωνίας μας, ἡ ὁμίχλη τοῦ φόβου μας διαλύεται κι ἡ γλυκειά ἄνοιξη θρονιάζεται μέσα μας.
Αὐτή εἶναι ἀληθινή ἀλλαγή. Ὑπέρβαση τῶν προβλημάτων. Λύτρωση.
Ἀδελφοί μου,
Στά βάθη τῶν ὠκεανῶν δέν ὑπάρχουν κύματα.
Στά αἰθέρια ὕψη δέν ὑπάρχουν θύελλες.
Ἐκεῖνος, πού ἀνυψώνεται, μαζί μέ τόν Ἀναστημένο, στήν ἀτμόσφαιρα, πού τή γεμίζει μέ τήν παρουσία Του ὁ Ἀναστημένος, ἀπολαμβάνει τή γαλήνη καί κυριαρχεῖται ἀπ’ τή χαρά.
Ἐκεῖνος, πού βυθίζεται μέσα στό Μυστήριο τῆς Θείας ἀγάπης κι ἀνακαλύπτει τό ἀπύθμενο νόημα τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ ἄδειου Τάφου τοῦ Κυρίου μας, δέ χτυπιέται ἀπ’ τίς συμφορές.
Ψιθυρίζει πάντοτε μέσα του τό «Χριστός ἀνέστη».
Κι ἀπαντάει στίς ἐφιαλτικές προκλήσεις τοῦ φόβου μέ τό «Ἀληθῶς ἀνέστη».
, «Σπορά του λόγου», α΄ ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις «ΣΠΟΡΑ», 1981), σελ. 26-32
1 σχόλιο:
Όλα τα κείμενα και τα κηρύγματα αυτού του ανθρώπου, πρωτότυπα, προσεγμένα, εξαιρετικά!
Τάσο, δικαίως υπάρχουν στο blog σου σχεδόν κάθε εβδομάδα.
Ευχαριστούμε πολύ
Δημοσίευση σχολίου